Οι Έλληνες Ρεμπέτες που μετανάστευσαν στην Ευρώπη

O Τσιτσάνης στο Παρίσι. Οι Έλληνες Ρεμπέτες που μετανάστευσαν στην Ευρώπη

 

Μιλήσαμε με Έλληνες μουσικούς που κρατούν ζωντανή, διαδίδουν και εξελίσσουν τη μουσική μας παράδοση.

Για όσους δεν έχουν ζήσει κάποιο διάστημα στο εξωτερικό, ίσως ακουστεί μία γραφική ιεροτελεστία. Όμως, το να μπορείς μία Παρασκευή βράδυ να είσαι σε ένα κουτούκι στο Παρίσι, να πίνεις κρασί και να ακούς Παγιουμτζή, Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Νίνου, Μάρκο και Ρόζα, είναι μεγάλη υπόθεση. Την περίοδο της κρίσης, την ώρα που στην Ελλάδα επέστρεφε το ρεμπέτικο στο επίκεντρο της διασκέδασης, το μεγάλο ρεύμα φυγής της νεολαίας προς το εξωτερικό αναζητούσε αυτό που άφησε πίσω του: Τη δυνατότητα να κάθεσαι με την παρέα σου γύρω από ένα τραπέζι τσουγκρίζοντας τα ποτήρια και ακούγοντας τραγούδια που μιλούν για την κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων και σε κάνουν να ταυτίζεσαι ακόμη και τόσα χρόνια μετά. Το κύμα φυγής πήρε μαζί του και εξαιρετικούς Έλληνες μουσικούς, που με τη μουσική τους κρατούν ζωντανή, διαδίδουν και εξελίσσουν τη μουσική μας παράδοση, τόσο για τους Έλληνες που βρίσκονται στο εξωτερικό όσο και για τους ξένους που, όσο περίεργο και αν ακούγεται, αναζητούν αυτά τα ακούσματα.

Γιώργος Αλεβιζάκης, 30 ετών, Λονδίνο

 

VICE: Η μουσική σε οδήγησε στο εξωτερικό ή παίζεις εκεί μουσική λόγω της μετακόμισής σου;  
Γιώργος Αλεβιζάκης: Η μουσική μ’ έφερε στο Λονδίνο πριν από τέσσερα χρόνια, το 2012. Όντας επαγγελματίας μουσικός στην Ελλάδα, αποφάσισα να μετακομίσω για οικονομικούς, αλλά και περισσότερο προσωπικούς λόγους. Ανέκαθεν μ’ ενδιέφερε το Λονδίνο, καθώς το εύρος των μουσικών παραδόσεων που μπορείς να βρεις είναι μεγάλο. Αυτό μου έδωσε τη δυνατότητα να ασχοληθώ και με άλλα μουσικά είδη, εκτός του ρεμπέτικου, όπως η jazz μουσική.

Καταφέρνεις να επιβιώσεις αποκλειστικά από αυτό;
Είναι πολύ δύσκολο να επιβιώσεις μόνο από τη μουσική – απ’ το να παίζεις σε μαγαζιά, για να γίνω πιο κατανοητός. Οπότε, κάνω και άλλες δουλειές, όπως μαθήματα κιθάρας σε ιδιώτες, ενώ τα πρωινά δουλεύω σ’ ένα σχολείο.


Η αγάπη για το ρεμπέτικο είναι μεγάλη, επειδή είναι μουσική αυθεντική και οι καταστάσεις για τις οποίες μιλάει, είναι καταστάσεις τις οποίες βιώνει  ο κόσμος σήμερα, όπως και τότε.


Πόσο συχνά παίζεις; Σε τι μέρη;
Παίζω τρεις-τέσσερις φορές την εβδομάδα πάνω-κάτω. Τα μέρη ποικίλλουν, από μπαρ μέχρι αποκλειστικά music venues, φεστιβάλ και κοινωνικές δεξιώσεις.

Το κοινό είναι Έλληνες της περιοχής ή και ντόπιοι;
Το κοινό είναι νεοαφιχθέντες Έλληνες στην Αγγλία και Έλληνες και Κύπριοι μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς.

Για ποιον λόγο πιστεύεις ότι υπάρχει τόσο μεγάλη αγάπη για την ελληνική μουσική και το ρεμπέτικο;
Η αγάπη για το ρεμπέτικο είναι μεγάλη, επειδή είναι μουσική αυθεντική και οι καταστάσεις για τις οποίες μιλάει, είναι καταστάσεις τις οποίες βιώνει ο κόσμος σήμερα, όπως και τότε.

Πιστεύεις ότι η νοσταλγία για την Ελλάδα είναι από τους λόγους που το ρεμπέτικο παραμένει ζωντανό στο εξωτερικό;
Βεβαίως, είναι ο κύριος λόγος. Είναι ένα κομμάτι της Ελλάδας που ο Έλληνας του εξωτερικού χρειάζεται να βιώνει συχνά για συναισθηματικούς λόγους.

Έχεις επιχειρήσει συνεργασίες με ντόπιους καλλιτέχνες και, αν ναι, τι μουσικό αποτέλεσμα προέκυψε;
Ναι, έχω επιχειρήσει και έχω χρησιμοποιήσει τα κομμάτια του μεγάλου δεξιοτέχνη Μανώλη Χιώτη. Ο Χιώτης είναι αρκετά επίκαιρος, καθώς στη μουσική του βρίσκεις πολλά jazz latin στοιχεία, όπως και ένα αυθεντικό ρεμπέτικο παίξιμο στις πρώτες ηχογραφήσεις. Έχουμε διασκευάσει κομμάτια του ανά καιρούς και έχουμε μεταφράσει στίχους από τα ελληνικά στα αγγλικά. Τον τελευταίο καιρό δουλεύουμε σ’ ένα project με τίτλο «Bouzouki, swing and all that Jazz», επιχειρώντας μια μίξη του ρεμπέτικου με την αμερικανική jazz μουσική του 1930.

Μάνος Καρτέρης, 30 ετών, Παρίσι / Crétrois, Dromos Quartet, Orchestre de Parthenon

 

VICE: Η μουσική σε οδήγησε στο εξωτερικό ή παίζεις εκεί μουσική λόγω της μετακόμισής σου;
Μάνος Καρτέρης: Ήρθα στη Γαλλία αρχικά το 2013, με αφορμή κάποιες συναυλίες με διαφορετικά σχήματα στη Ναντ και το Παρίσι και μετά πήγα Λονδίνο, οπότε μπορούμε να πούμε πως η μουσική αποτέλεσε την αφορμή. Από εκεί και έπειτα, το πώς ένα ταξίδι δυο μηνών κατέληξε στο να είμαι πλέον τέσσερα χρόνια στη Γαλλία,  έχει να κάνει με διάφορους παράγοντες. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι μουσικοί -όπως και όλοι οι εργαζόμενοι- στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με κάποια project στα οποία μου προτάθηκε να συμμετέχω στη Γαλλία, ήταν δύο από τους βασικούς παράγοντες που με κράτησαν και με κρατάνε ακόμη εδώ.   

Καταφέρνεις να επιβιώσεις αποκλειστικά από αυτό;
Μπορεί οι συνθήκες στο εξωτερικό, ειδικά τα τελευταία χρόνια, να είναι καλύτερες σε σχέση με την Ελλάδα, δεν παύει να είναι αρκετά δύσκολο για έναν μουσικό να επιβιώσει αποκλειστικά από τη μουσική – πόσο μάλλον, εάν ασχολείται με παραδοσιακή μουσική. Το Παρίσι είναι από τις ακριβότερες πόλεις στον κόσμο στην ενοικίαση κατοικίας, οπότε μου ήταν αδύνατον αρχικά να ανταπεξέλθω στις απαιτήσεις αυτές αποκλειστικά από τη μουσική. Έτσι, σε συνδυασμό με ό,τι έκανα ως μουσικός, παράλληλα εργαζόμουν για τρία χρόνια στο Εθνικό Μουσείο της Γαλλίας, στο ανάκτορο των Βερσαλλιών. Έπειτα από τρία χρόνια, είναι η πρώτη φορά που επιχειρώ να βασιστώ αποκλειστικά στη μουσική. Σε αυτόν τον τομέα, βέβαια, με βοηθάνε και οι σπουδές μου στη μουσικολογία, καθώς μου επιτρέπουν να εργαστώ και στον τομέα της εκπαίδευσης -μέσα από ιδιαίτερα, ωδεία κτλ- πέρα από session μουσικός στο λαούτο.


Ένα άλλο μεγάλο κομμάτι του ακροατηρίου μας αποτελείται από εθνικότητες του ευρύτερου αραβικού κόσμου, όπως Τούρκοι και Κούρδοι,  με τους οποίους θα λέγαμε ότι έχουμε πιο κοντινά μουσικά ερεθίσματα και τρόπους επικοινωνίας.


 

Πόσο συχνά παίζεις; Σε τι μέρη;
Εξαρτάται την περίοδο, αν μπορούμε να πούμε ένα μέσο όρο, είναι τέσσερις με πέντε φόρες κάθε μήνα. Όσον αφορά τα μέρη, ποικίλουν, καθώς  κάθε φορά εξαρτάται από το σχήμα στο οποίο συμμετέχω. Παίζουμε τακτικά σε διάφορα  εστιατόρια και μουσικά  μπιστρό-μπαρ, τα οποία συνήθως αποτελούν στέκια Ελλήνων και Γάλλων που αναζητούν να ακούσουν ζωντανή ελληνική μουσική. Γενικά, προσπαθούμε να επιλέγουμε χώρους στους οποίους υπάρχει ο στοιχειώδης σεβασμός απέναντι στον μουσικό, τόσο από τον ιδιοκτήτη του χώρου που σε καλεί να παίξεις όσο και από τον κόσμο που θα έρθει να σε ακούσει. Παράλληλα, έχουμε καταφέρει τα τελευταία τέσσερα χρόνια να στήσουμε μια μεγάλη ορχήστρα, αποτελούμενη από δέκα μουσικούς, με την οποία δίνουμε συναυλίες και παραστάσεις κυρίως σε θέατρα και μεγάλα φεστιβάλ,  τόσο στη Γαλλία όσο και στο εξωτερικό. Η ιδέα για τη δημιουργία αυτής της ορχήστρας προέκυψε από την ακαδημία χορών «Parthénon Αcadémie de Danses», για να καλύψει τις ανάγκες των χορευτικών  παραστάσεών της. Πλέον, η ορχήστρα μετράει στο ενεργητικό της και μια σειρά από θεματικές μουσικές συναυλίες -αφιέρωμα στον Νίκο Ξυλούρη, αφιέρωμα στο αστικό λαϊκό τραγούδι κ.ά.- με κορυφαία της στιγμή τη συνεργασία τον Μάιο του 2015 με το Εθνικό Μπαλέτο της Σερβίας και την ορχήστρα του, μια παράσταση που οργανώθηκε με αφορμή της συμπλήρωσης 15 χρόνων της ακαδημίας Parthénon.


Όταν κάποιος ξένος ακούσει αυτήν τη μουσική, το πρώτο πράγμα που θα του κεντρίσει το ενδιαφέρον είναι ο ήχος του μπουζουκιού, τα ταξίμια και οι αμανέδες.


Το κοινό είναι Έλληνες της περιοχής ή και ντόπιοι;
Θα έλεγα ότι είναι μοιρασμένο. Σίγουρα, οι πιο σταθεροί ακροατές μας είναι οι Έλληνες, αλλά σχεδόν κάθε φορά που θα παίξουμε θα υπάρχουν και παρέες Γάλλων, οι οποίοι είτε έχουν έρθει για τη μουσική βραδιά είτε βρέθηκαν τυχαία στο μαγαζί και κάθονται να μας ακούσουν μέχρι να τελειώσουμε. Ένα άλλο μεγάλο κομμάτι του ακροατηρίου μας αποτελείται από εθνικότητες του ευρύτερου αραβικού κόσμου, όπως Τούρκοι και Κούρδοι, με τους οποίους θα λέγαμε ότι έχουμε πιο κοντινά μουσικά ερεθίσματα και τρόπους επικοινωνίας.

Για ποιον λόγο πιστεύεις ότι υπάρχει τόσο μεγάλη αγάπη για την ελληνική μουσική και το ρεμπέτικο;
Η αγάπη για το ρεμπέτικο πιστεύω ότι έχει να κάνει από τη μια με τον μύθο που ακολουθεί αυτή τη μουσική παράδοση και από την άλλη με την ίδια την ουσία της μουσικής, των οργάνων και του τραγουδιού που το πλαισιώνουν. Όταν κάποιος ξένος ακούσει αυτήν τη μουσική, το πρώτο πράγμα που θα του κεντρίσει το ενδιαφέρον είναι ο ήχος του μπουζουκιού, τα ταξίμια και οι αμανέδες, που είναι κάτι εντελώς διαφορετικά από τη μουσική που μπορεί να έχει ακούσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Στη συνέχεια, συνδέει τη μουσική που ακούει με εμπειρίες  και εικόνες που μπορεί να έχει, είτε από το πέρασμα του από την Ελλάδα είτε μέσα από τον ελληνικό κινηματογράφο, τους Έλληνες συγγραφείς κτλ. Ένα τελευταίο βασικό κομμάτι είναι η σύνδεση που έχει η παραδοσιακή μουσική με τον χορό. Η μετατροπή του ακροατή από απλό θεατή μιας μουσικής παράστασης, σε ενεργό μέλος ενός μουσικού δρώμενου, όπως το καλοκαίρι στα πανηγύρια, αποτελεί βασικό παράγοντα για την αποδοχή και την αγάπη της παραδοσιακής μας μουσικής.  

Πιστεύεις ότι η νοσταλγία για την Ελλάδα είναι από τους λόγους που το ρεμπέτικο παραμένει ζωντανό στο εξωτερικό;
Αν μιλήσουμε για τους Έλληνες της διασποράς, σίγουρα η νοσταλγία για την Ελλάδα παίζει βασικό ρόλο. Η νοσταλγία αυτή βρίσκει τρόπο έκφρασης μέσα στη θεματολογία πολλών κομματιών, κυρίως μέσα από το ρεμπέτικο, αλλά και από άλλα παραδοσιακά τραγούδια. Μιλάμε για λαϊκές-παραδοσιακές μουσικές, φτιαγμένες από τον λαό και με βασικό αποδέκτη τον ίδιο τον λαό. Τραγούδια που μιλάνε για τις δυσκολίες της καθημερινότητας, τη μετανάστευση, αλλά και τον έρωτα δίνουν τη δυνατότητα στον ακροατή να ταυτιστεί με αυτά, καθιστώντας τα έτσι πάντα επίκαιρα.

Όσον αφορά το γαλλικό ακροατήριο, είναι κοινή παραδοχή ότι οι Γάλλοι έχουν εδώ και χρόνια μια ιδιαίτερη σχέση με τη λαϊκή-παραδοσιακή μουσική της Ελλάδας. Ένα από τα πράγματα που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, όσα χρόνια ζω και εργάζομαι στη Γαλλία ως μουσικός, είναι ο μεγάλος αριθμός συλλόγων –association- γύρω από την ελληνική κουλτούρα που υπάρχουν και αποτελούνται στην πλειονότητά τους από Γάλλους. Αυτό προέκυψε ως μια ανάγκη των Γάλλων να αναβιώσουν με κάποιον τρόπο στιγμές που έζησαν στην Ελλάδα σε κάποιες διακοπές τους. Στιγμές από γλέντια, πανηγύρια, παρεάκια σε ταβέρνες κτλ. 

Έχεις επιχειρήσει συνεργασίες με ντόπιους καλλιτέχνες και, αν ναι, τι μουσικό αποτέλεσμα προέκυψε;
Ναι, το Dromos Quartet είναι μια τέτοια περίπτωση. Ένα πολυεθνικό σχήμα που αποτελείται από έναν Γάλλο, έναν Μαροκινό, έναν Ιταλό και εμένα – κάτι σαν ανέκδοτο. Ήταν μάλιστα το πρώτο σχήμα που έφτιαξα στη Γαλλία, όταν ήρθα. Ένα σύνολο μουσικών που πειραματιζόμαστε πάνω στην τροπική μουσική της ευρύτερης περιοχής της Μεσογείου. Παράλληλα, έχω συμμετάσχει σε διάφορες βραδιές μουσικού αυτοσχεδιασμού τροπικής μουσικής, γνωστά στο εξωτερικό ως oriental jam session. Πέρσι, οργανώσαμε μια συναυλία με δυο σχήματα, το ένα έπαιζε κρητική παραδοσιακή μουσική και το άλλο jazz manouche και στο τέλος της βραδιάς παίξαμε όλοι μαζί αυτοσχεδιάζοντας. Ζώντας στο εξωτερικό θα σου δοθούν ευκαιρίες να κάνεις πράγματα ως μουσικός που στην Ελλάδα  είτε δεν θα τα αναζητούσες είτε δεν θα είχες τη δυνατότητα να τα πραγματοποιήσεις. Το αποτέλεσμα σε αντίστοιχες συνεργασίες κρίνεται κάθε φορά από την αισθητική με την οποία προσεγγίζεις τη δουλειά που παρουσιάζεις και ο τελικός αποδέκτης, δηλαδή ο κόσμος που σε ακούει, είναι αυτός που σου δίνει και την απάντηση σε αυτό που παρουσίασες.

Αντώνης Ρουβέλας, 29 ετών, Γκρατς / ECHOS

 

VICE: Η μουσική σε οδήγησε στο εξωτερικό ή παίζεις εκεί μουσική λόγω της μετακόμισής σου;

Αντώνης Ρουβέλας: Ήρθα να κάνω το μεταπτυχιακό μου στη σύνθεση, που είναι το βασικό αντικείμενό μου, στο Μουσικό Πανεπιστήμιο του Γκρατς. Ειδικότερα με τη λαϊκή μουσική, παρ’ όλο που πάντα είχα σχέση, ασχολήθηκα σοβαρά, αφότου ήρθα εδώ το 2012. Αρχικά, γνώρισα τον Γιάννη Φερλέ και κάναμε ένα ρεμπέτικο ντουέτο με μπουζούκι και κιθάρα. Στη συνέχεια, για λόγους προσωπικής εξέλιξης, αλλά και βλέποντας την ανάγκη του κόσμου να ακούσει όλο το φάσμα της ελληνικής μουσικής, δημιουργήθηκε ο «Ήχος» (Echos), ένας σύνδεσμος ατόμων που έχουν ασχοληθεί με το ελληνικό τραγούδι με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Με βασικό πυρήνα τεσσάρων ατόμων -προστέθηκαν οι Εύα Ζουμπούλογλου, στη φωνή και τα κρουστά και ο Γιάννης Κουτσαμάνης, στο βιολί- και πολλούς περιφερειακούς συνεργάτες, ο Ήχος συμπεριλαμβάνει ποικίλα μουσικά σχήματα. Ενεργά αυτή τη στιγμή είναι, πέρα από το ρεμπέτικο ντουέτο, το βασικό κουαρτέτο μας, με χορευτικό πρόγραμμα λαϊκής και παραδοσιακής μουσικής, ένα σχήμα με διασκευές ελληνικών τραγουδιών σε swing και άλλα, πιο δυτικά μονοπάτια, καθώς και ένα νεοσύστατο σχήμα με έμφαση στην κοινή ελληνική και τουρκική παράδοση, ύστερα από την πρόσφατη γνωριμία μας με τους Τούρκους Gökhan Arslan (κλαρίνο) και Sinan Samanli (ούτι). Σκοπός του εγχειρήματός μας είναι να είμαστε ανά πάσα στιγμή σε θέση να εκμεταλλευόμαστε τις δυνατότητες οποιουδήποτε ατόμου βρεθεί στην πόλη μας και μπορεί να παίξει ελληνική μουσική, αν φυσικά μας ταιριάζει και σαν άτομο: πάνω απ’ όλα είμαστε μια παρέα και η βασική μας επιδίωξη είναι να περνάμε καλά μέσα από αυτή τη μουσική διαδικασία.

Καταφέρνεις να επιβιώσεις αποκλειστικά από αυτό;
Όχι, ωστόσο είναι ένα σημαντικό βοήθημα.

Πόσο συχνά παίζεις; Σε τι μέρη;
Παίζουμε μία με δύο φορές τη βδομάδα μόνιμα σε ελληνικά εστιατόρια της πόλης, ενώ κάνουμε συχνά επιπλέον εμφανίσεις σε μπαρ, φεστιβάλ, εκδηλώσεις, καλλιτεχνικούς χώρους και ιδιωτικές γιορτές. Παράλληλα, μας ενδιαφέρει να οργανώνουμε και μόνοι μας ή σε συνεργασία με κάποιο φορέα συναυλίες, με τελευταία το αφιέρωμα στον Βασίλη Τσιτσάνη που κάναμε τον Φλεβάρη.

Το κοινό είναι Έλληνες της περιοχής ή και ντόπιοι;
Είναι και τα δύο, υπάρχει ένας βασικός πυρήνας Ελλήνων που αγαπά τη μουσική μας και εναλλάσσεται σε κάθε μας εμφάνιση, καθώς και πολλοί Αυστριακοί και άνθρωποι από κάθε μέρος της Γης οι οποίοι αγαπούν την ελληνική μουσική και μας επισκέπτονται τακτικά. Το Γκρατς είναι μια μικρή πόλη, έχει όμως μεγάλη καλλιτεχνική δραστηριότητα που επιτρέπει συχνές εμφανίσεις και είναι σχετικά εύκολο να καθιερωθείς ως μουσικός ή σχήμα.


Προκαλεί ενδιαφέρον ο μεγάλος πλούτος διαφορετικών στιλ που μπορεί να προσφέρει ένα πρόγραμμα με ποικίλη ελληνική μουσική. 


Για ποιον λόγο πιστεύεις ότι υπάρχει τόσο μεγάλη αγάπη για την ελληνική μουσική και το ρεμπέτικο;
Υπάρχουν ορισμένα στοιχεία στην ελληνική μουσική που νομίζω ότι προκαλούν το ενδιαφέρον και άλλων λαών. Ο εξωστρεφής και πανηγυρικός χαρακτήρας πολλών τραγουδιών σίγουρα εκτιμάται ιδιαίτερα, όπως και τα ανατολίτικα μοτίβα και ρυθμοί, τα οποία, ωστόσο, παραμένουν ακόμη οικεία στα αυτιά των δυτικών. Από την άλλη, προκαλεί ενδιαφέρον ο μεγάλος πλούτος διαφορετικών στιλ που μπορεί να προσφέρει ένα πρόγραμμα με ποικίλη ελληνική μουσική.

Πιστεύεις ότι η νοσταλγία για την Ελλάδα είναι από τους λόγους που το ρεμπέτικο παραμένει ζωντανό στο εξωτερικό;
Είναι ένας από τους λόγους, αλλά όχι ο μοναδικός. Για κάποιους η μουσική είναι καθαρά θέμα συμβολικής σημασίας, τους θυμίζει την ατμόσφαιρα της Ελλάδας και χαίρονται με αυτό, άλλοι νοσταλγούν, καθώς τους βοηθά να ανακαλέσουν στιγμές της ζωής του παρελθόντος τους, για άλλους πάλι είναι μέρος της καθημερινότητάς τους, που δεν σταμάτησε να υπάρχει ποτέ, ασχέτως αν βρέθηκαν σε άλλη χώρα. Για εμένα, η ελληνική μουσική είναι ένα ζωντανό και συνεχώς εξελισσόμενο κομμάτι της ζωής μου, ως μουσικός και ως άνθρωπος.

Έχεις επιχειρήσει συνεργασίες με ντόπιους καλλιτέχνες και αν ναι, τι μουσικό αποτέλεσμα προέκυψε;  
Με τους Αυστριακούς μουσικούς βρισκόμαστε ακόμη σε μια διαδικασία δημιουργικής συνδιαλλαγής. Ωστόσο, αυτή η πόλη μας προσφέρει τη δυνατότητα συνεργασίας με ανθρώπους από όλο τον κόσμο. Έχουν προκύψει έτσι ενδιαφέρουσες μουσικές συμπράξεις με πολύ καλές προοπτικές εξέλιξης για το μέλλον. 

Φάνης Ζαχόπουλος, 28, Ουτρέχτη

 

VICE: Η μουσική σε έφερε στο εξωτερικό ή με αφορμή την μετακόμισή σου εκεί παράλληλα έπαιξες και μουσική;
Φάνης Ζαχόπουλος: Έφυγα από την Ελλάδα πριν από τέσσερα χρόνια για σπουδές στην κλασική μουσική στο κονσερβατόριο της Ουτρέχτης. Για εμένα ήταν φυσικό επακόλουθο να αναζητήσω μια δουλειά που να έχει να κάνει με τη μουσική, είτε αυτή είναι κλασική είτε παραδοσιακή. Όπως σε πολλά μέρη του εξωτερικού, έτσι και στην Ολλανδία, τα «Greek Taverns» αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο της ομογένειας, προσφέροντας ελληνικό φαγητό, ελληνικό ντεκόρ και βέβαια ελληνική μουσική.       

Καταφέρνεις να επιβιώσεις αποκλειστικά από αυτό;
Η αλήθεια είναι πως αυτό έχει να κάνει με το πόσο πραγματικά θέλεις να εμπλακείς με το παίξιμο σε μαγαζιά. Θεωρητικά -ίσως και πολύ πρακτικά- μπορείς να παίζεις σε τρία διαφορετικά μέρη την εβδομάδα, μια δυο φορές στο καθένα και να βγάζεις αρκετά καλά χρήματα για να ζεις. Εάν κάνεις βέβαια κάτι τέτοιο, τότε σιγά σιγά αρχίζεις να ξεχνάς τον κύριο λόγο για τον οποίο έφυγες από την Ελλάδα. Προσωπικά, ποτέ δεν επεδίωξα να επιβιώσω από αυτό. Παίζω και τραγουδάω ρεμπέτικα και παραδοσιακά επειδή κυρίως μου αρέσουν, συν του ότι μπορώ να βγάλω κάποια χρήματα.     


Είναι, επίσης, φορές που θα ξεκινήσεις να παίζεις ένα χασάπικο και θα αρχίσουν κάποιοι να χτυπούν ρυθμικά παλαμάκια και να φωνάζουν «opa», νομίζοντας πως θα παίξεις τον Ζορμπά.


  

Πόσο συχνά παίζεις; Σε τι μέρη;
Εδώ και τέσσερα χρόνια έχω παίξει σε πολλά μαγαζιά στην Ολλανδία, άλλες φορές σε σταθερή βάση -π.χ. δυο μέρες την εβδομάδα για έναν χρόνο- και άλλες πιο αραιά. Τον τελευταίο χρόνο, λόγω της πτυχιακής μου συναυλίας στο κονσερβατόριο, που ετοιμάζω για τον Ιούνιο, έχω περιορίσει κάπως τα παιξίματα. Βέβαια, σίγουρα δύο φορές το μήνα θα παίξω κάπου, καθώς πρώτος εγώ το χρειάζομαι. Όσο για τα μέρη, η κύρια στέγη ελληνικής μουσικής είναι οι ταβέρνες. Έχει τύχει να παίξω και σε ελληνικά μπαρ, σε μικρές μουσικές σκηνές με έθνικ χαρακτήρα και σε άλλα. Σίγουρα δεν θα ξεχάσω πέρυσι τον Ιούνιο όπου έπαιξα, μαζί με άλλα τέσσερα όργανα, σε ένα γάμο ενός Έλληνα της διασποράς. Αυτό ήταν εμπειρία.    

Το κοινό είναι Έλληνες της περιοχής ή και ντόπιοι;
Συνήθως, στις ελληνικές ταβέρνες, το μεγαλύτερο ποσοστό είναι Ολλανδοί. Είναι χαρακτηριστικό το ότι ενώ μπορεί να είναι γεμάτο το μαγαζί, επικρατεί μια σχετική ησυχία ενώ παίζεις, όχι γιατί ακούνε τα τραγούδια -έτσι κι αλλιώς πολύ λίγες φορές ακούς κάποιον να χειροκροτεί στο τέλος- αλλά περισσότερο επεδή είναι έτσι σαν άνθρωποι. Ίσως φεύγοντας, περάσουν δίπλα από το τραπέζι που παίζεις και σου πουν χαμηλόφωνα «efharisto» συμφωνώντας με το κεφάλι. Είναι, επίσης, φορές που θα ξεκινήσεις να παίζεις ένα χασάπικο και θα αρχίσουν κάποιοι να χτυπούν ρυθμικά παλαμάκια και να φωνάζουν «opa», νομίζοντας πως θα παίξεις τον Ζορμπά ή τα Παιδιά του Πειραιά – τραγούδια που συνήθως αποφεύγονται.  

Για ποιο λόγο πιστεύεις υπάρχει τόσο μεγάλη αγάπη για την ελληνική μουσική και το ρεμπέτικο;
Εκτός από κάποιες σπάνιες περιπτώσεις νέων ανθρώπων που έχουν αγκαλιάσει την ελληνική μουσική, κάτι τέτοιο παρατηρείται κυρίως από μια ηλικία και πάνω. Αυτό συμβαίνει πιστεύω λόγω του τουρισμού. Οι ιστορίες που έχουν να σου πουν διάφοροι πελάτες στα διαλείμματα, έχουν να κάνουν με πολλά καλοκαίρια των 70s και 80s που είχαν πάει στα «greek islands» και είχαν περάσει μαγικά περνώντας από το ένα νησί στο άλλο. Είναι και οι άλλες περιπτώσεις βέβαια, όπου κάποιοι μιλάνε ήδη, κάπως, ελληνικά και έχουν αγοράσει σπίτι στο Αγκίστρι και ζουν εκεί τέσσερις μήνες το χρόνο, ζωγραφίζοντας ή καλλιεργώντας διάφορα τοπικά εσπεριδοειδή. Όλοι αυτοί λοιπόν αγαπούν την Μούσχουρη, τον Θεοδωράκη, την Κάλλας και τόσους πολλούς άλλους καλλιτέχνες, εν ζωή και μη, μιας άλλης εποχής.    

Πιστεύεις ότι η νοσταλγία για την Ελλάδα είναι από τους λόγους που το ρεμπέτικο παραμένει ζωντανό στο εξωτερικό;
Σαφώς ένα μεγάλο μέρος της θεματολογίας των ρεμπέτικων (και κατ’ επέκταση παραδοσιακών) είναι η ξενιτιά. Ακόμα και τώρα που τα ταξίδια είναι πολύ πιο εύκολα και η επικοινωνία πολύμορφη και άμεση, το αίσθημα του ξενιτεμένου, λίγο πολύ, πιστεύω το έχουν όλοι. Κάθε φορά που παίζουμε ελληνική μουσική, μεταξύ μας υπάρχει πάντα αυτή η σκέψη. Μπορώ να πω πως ορισμένες φορές, συμβαίνει κάτι με τη μουσική και έχεις την αίσθηση ότι στέκεσαι στο πλοίο δίπλα δίπλα με έναν Έλληνα του ’30 και ταξιδεύεις προς τη δύση. Ίσως τραγουδάει κι εκείνος μαζί σου το ίδιο ρεμπέτικο που γράφτηκε ένα χρόνο πριν και έγινε μεγάλη επιτυχία στους σταθμούς και στα λιμάνια της Ελλάδας.       

Έχεις επιχειρήσει συνεργασίες με ντόπιους καλλιτέχνες; Τι μουσικό αποτέλεσμα προέκυψε;
Η Ολλανδία δεν έχει παραδοσιακή μουσική, δεν έχει καν λαϊκή μουσική. Είναι βαθιά επηρεασμένη από αμερικανικά πρότυπα και αποικιακές κουλτούρες. Με λίγα λόγια δεν έχει υπάρξει κοινός τόπος μεταξύ ημών και εκείνων για να γίνει μουσική. Παρόλα αυτά, έχει συμβεί το εξής: Υπάρχει ένας Ολλανδός «βέρος» (ο Thomas ή αλλιώς Θωμάς) στο Άμστερνταμ, στην ηλικία μου, ο οποίος τρέφει βαθιά αγάπη για το ελληνικό στοιχείο, μιλάει εντυπωσιακά καλά την Ελληνική γλώσσα και παίζει μπουζούκι, τραγουδώντας ταυτόχρονα όλα εκείνα τα τραγούδια του μεσοπολέμου που απορείς τελικά πως τα ξέρει. Και είναι ίσως σουρεαλιστικό να του λες κατά τη διάρκεια ενός ταξιμιού στο μπουζούκι «Γεια σου Θωμά, δερβίση» κι εκείνος να κουνάει το κεφάλι του κλείνοντάς σου το μάτι.   

Γιάννης Τζιάλλας, 36 ετών, Παρίσι

 

VICE: Η μουσική σε οδήγησε στο εξωτερικό ή παίζεις εκεί μουσική λόγω της μετακόμισής σου;
Γιάννης Τζιάλλας: Η μουσική με έφερε και μάλιστα το ρεμπέτικο έπαιξε υπόγεια τον ρόλο του. Ένα βράδυ στο σπίτι του αγαπημένου φίλου και συνεργάτη Δημήτρη Μητσοτάκη, παίζοντας με την κομπανία μας, τους Εφ’ Εξής, για να γιορτάσουμε τα γενέθλιά του, ο οργανοποιός και παλιά ρεμπέτικη καραβάνα Βασίλης Κουικόγλου με ακούει να παίζω ενα jazz standard σε μια παύση των μουσικών και με προτρέπει, όταν πάω σπίτι, να ακούσω Django Reinhardt, «αφού σ’ αρέσει η jazz και το ρεμπέτικο». Συνήθως τέτοιες προτροπές ξεχνιούνται στο δεκάλεπτο με τις πολλές συζητήσεις και την παρέα, αλλά αυτή δεν ξεχάστηκε, λόγω αϋπνίας. Πήγα σπίτι και ξημερώθηκα στο YouTube ακούγοντας τον θρυλικό κιθαρίστα και το κουιντέτο του μέχρι το πρωί και έτσι μου γεννήθηκε η επιθυμία να έρθω στη Γαλλία και να μαθητεύσω το συγκεκριμένο στιλ της jazz στο ωδείο του Romane Manetti. Το περιστατικό συνέβη το 2006, αν θυμάμαι καλά και το ταξίδι μου στο Παρίσι πραγματοποιήθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα. Όμως, το ρεμπέτικο στο Παρίσι εμφανίζεται στη μουσική μου δραστηριότητα μετά τη γνωριμία με τον Ορέστη Καλαμπαλίκη και τον Μίνω Βουτσίνο, με τους οποίους ιδρύσαμε το σχήμα Rebetroika, το 2012. 

Καταφέρνεις να επιβιώσεις αποκλειστικά από αυτό;
Αν εννοείς τη μουσική, όχι. Είναι πολύ μεγάλο το κόστος ζωής και εξαιρετικά αβέβαιη κι απρόβλεπτη η δουλειά του μουσικού, για να βασιστεί κανείς αποκλειστικά σε αυτήν, χωρίς να τον πιάνει το στομάχι του για το αν θα έχει να πληρώσει το ενοίκιο σε ορίζοντα διμήνου. Επιχείρησα για μια μεγάλη περίοδο να το κάνω και ακόμη σκαρφίζομαι πλάνα, αλλά μέχρι σήμερα ο συνδυασμός μιας part time «πρωινής» δουλειάς, μαθημάτων μουσικής και παιξιμάτων με διάφορα σχήματα, είναι η φόρμουλα η οποία με βοηθάει να βγάλω το μήνα με το μικρότερο δυνατό ψυχικό κόστος.

Πόσο συχνά παίζεις; Σε τι μέρη;
Παίζω σχεδόν μια φορά την εβδομάδα, συχνά και περισσότερο, αλλά, όπως σου είπα, αυτό είναι κάτι που όσο καλά και να είσαι οργανωμένος, δύσκολα μπορείς να το προβλέψεις και να το εντάξεις με μια σταθερότητα στην επαγγελματική σου δραστηριότητα. Τα μέρη ποικίλουν, από μικρά παριζιάνικα μπιστρό ή εστιατόρια που έχουν τη δυνατότητα να υποστηρίξουν μουσική, μέχρι μουσικές σκηνές και φεστιβάλ στο Παρίσι, σε άλλες πόλεις της Γαλλίας ή στο εξωτερικό.


Αυτός ο μύθος, που μπορεί να βρει κανείς μέσα του τον τεκέ και τα ναρκωτικά, τη ζωή του περιθωρίου των αρχών του 20ού αιώνα, μεταφράζεται από τον κάθε ακροατή με βάση τις δικές του προσλαμβάνουσες και το δικό του προσωπικό φαντασιακό. 


Το κοινό είναι Έλληνες της περιοχής ή και ντόπιοι;
Το κοινό είναι συνήθως μοιρασμένο. Είναι σίγουρα Έλληνες νεο-μετανάστες, κατηγορία η οποία αριθμητικά έχει αυξηθεί εντυπωσιακά μετά το 2012, αλλά υπάρχουν και πολλοί Γάλλοι με ελληνικές ρίζες, Γάλλοι που ενδιαφέρονται να μάθουν την ελληνική μουσική ή άλλες εθνότητες με τις οποίες μας ενώνουν μουσικά μονοπάτια, όπως Κούρδοι, Αρμένιοι, Τούρκοι, Λιβανέζοι, Ιταλοί, Ρομά, γενικά, ό,τι μπορείς να φανταστείς, μπορείς να το δεις ως μέρος του κοινού, όταν παίζεις.

Για ποιον λόγο πιστεύεις ότι υπάρχει τόσο μεγάλη αγάπη για την ελληνική μουσική και το ρεμπέτικο;
Δεν θα τα έβαζα μαζί αυτά, το ρεμπέτικο είναι ιδιαίτερο πράγμα. Γενικά, η ελληνική μουσική, όπως και κάθε μη γαλλική μουσική, έλκει το κοινό ως κάτι το περίεργο, το εξωτικό. Εκεί όμως τελειώνει η σύνδεση των δυο. Το ρεμπέτικο το ακολουθεί ένας μεγάλος μύθος, ο οποίος έχει συνδιαμορφωθεί μέσα στα χρόνια τόσο από τους μουσικούς όσο και από τη λογοτεχνία, τα κόμιξ και το σινεμά, αλλά και από τις αναμνήσεις διακοπών που μπορεί να έχουν ξένοι τουρίστες που επισκέφτηκαν την Ελλάδα και άκουσαν ή έζησαν για λίγο κάποια από τις αναβιώσεις του ρεμπέτικου στη χώρα μας.

Αυτός ο μύθος, που μπορεί να βρει κανείς μέσα του τον τεκέ και τα ναρκωτικά, τη ζωή του περιθωρίου των αρχών του 20ού αιώνα, τη φυλακή, τον πόλεμο, τον έρωτα, την άρνηση της «Χ» εξουσίας ή νόρμας και το γλέντι μέχρι το πρωί, μεταφράζεται από τον κάθε ακροατή με βάση τις δικές του προσλαμβάνουσες και το δικό του προσωπικό φαντασιακό. Ο καμβάς της πληροφορίας είναι τόσο ευρύς, που σίγουρα η προσωπική ταύτιση του καθενός με κάποια τραγούδια και τελικά με το ρεμπέτικο ως είδος είναι αναπόφευκτη. 

Ωστόσο, μεγάλο ρόλο έχει παίξει και η συγκυρία: Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα που κέντρισε το παγκόσμιο ενδιαφέρον και η οποία συνέπεσε χρονικά με την τελευταία αναβίωση του ρεμπέτικου στη χώρα μας, έριξε τον προβολέα πάνω στον νεοέλληνα και γέννησε το ερώτημα ποιος είναι αυτός, πώς ζει και, κατ’ επέκταση, ποια τέχνη παράγει.

Πιστεύεις ότι η νοσταλγία για την Ελλάδα είναι από τους λόγους που το ρεμπέτικο παραμένει ζωντανό στο εξωτερικό;
Η νοσταλγία σίγουρα είναι ένας από τους λόγους που οι μουσικοί παίζουν ρεμπέτικο, αλλά δεν είναι ικανός λόγος, για να βγάλεις αυτή τη μουσική στο πάλκο. Η ανάγκη να επικοινωνήσεις αυτή τη μουσική στη διαδικασία αναζήτησης μιας ταυτότητας, αυτό είναι νομίζω το ζήτημα. Θεωρώ ότι το σημαντικότερο ερώτημα της εποχής μας, μετά τη συνολική αμφισβήτηση της περιόδου μιας κάποιας «παγκόσμιας ευδαιμονίας» των δεκαετιών ’80 και ’90, είναι, «αν τελικά δεν είμαι αυτός που πίστευα/μου λέγανε ότι είμαι, τότε ποιος είμαι;». Η γενιά που ενηλικιώθηκε στα 90’s με το σχολείο-πανεπιστήμιο-δημόσιος/ιδιωτικός τομέας ή με άλλες γραμμικές κατευθύνσεις για το μέλλον, η γενιά της «ανάπτυξης», της φούσκας του χρηματιστηρίου και των Ολυμπιακών, έπαθε μεγάλο στραπάτσο με την κατάρρευση και την αβεβαιότητα που έφερε η παγκόσμια κρίση και είναι αυτή η γενιά που ανατρέχει στο παρελθόν, για να ορίσει εκ νέου τον εαυτό της. Το ρεμπέτικο αναβιώνει, επειδή και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό αναζητούμε απαντήσεις για το ποιοι θέλουμε τελικά να είμαστε. Η θεματολογία της μετανάστευσης, των δύσκολων όρων ζωής, των ανεκπλήρωτων ονείρων, αλλά και η διάθεση να αντιπαρατίθεσαι στις δυσκολίες με περηφάνια, να μιλάς για τα ωραία καθημερινά πράγματα, είναι το υλικό που μας κληροδοτεί το ρεμπέτικο τραγούδι και που σήμερα βρίσκει ξανά λόγο ύπαρξης μέσα στην καθημερινότητα των Ελλήνων, είτε ζουν στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό.

Έχεις επιχειρήσει συνεργασίες με ντόπιους καλλιτέχνες και αν ναι, τι μουσικό αποτέλεσμα προέκυψε;  
Εξ’ ορισμού η μουσική είναι μια lingua franca (σ.σ. κοινή διάλεκτος), από τη στιγμή που βρίσκεσαι σε οποιαδήποτε συνθήκη με έναν άλλο μουσικό αναζητάς τους κοινούς κώδικες και προσπαθείς να επικοινωνήσεις. Όσο αυστηρό και να είναι το στιλ μουσικής που υπηρετείς στον τρόπο που εκφράζεται επί σκηνής, υπάρχουν άπειρες ευκαιρίες κάτω απ’ τη σκηνή να δοκιμάσεις και να πειραματιστείς. Έχω βρεθεί με Γάλλους κοντραμπασίστες να παλεύουμε μαζί έναν καρσιλαμά, με Ολλανδούς να τραγουδάνε Μάρκο με σπαστά ελληνικά, αλλά και με Έλληνες να παίζουμε funk ένα τσιφτετέλι. Είναι απόλυτα φυσικό και θα έλεγα ότι όσο πιο «βλάσφημο» ή «αιρετικό» είναι σε σχέση με την καθαρή φόρμα του δεδομένου μουσικού στυλ, τόσο πιο ενδιαφέρον είναι. Φυσικά, από όλα αυτά, ένα μικρό μέρος φτάνει τελικά στο κοινό, αλλά, όταν τελικά αυτό συμβαίνει, οδηγεί σε εξαιρετικά ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, με το κουαρτέτο που παίζουμε jazz manouche, το Norbert Bouche Quartet στο οποίο είμαι ο μόνος Έλληνας, έχουμε περάσει δύο-τρία ρεμπέτικα τραγούδια στο πρόγραμμά μας που πάντα κάνουν εντύπωση στο κοινό. Επίσης, με τη χορωδία Harmonie, υπό τη διεύθυνση του συνθέτη Γιάννη Πλαστήρα, έχουμε κάνει εκτενές αφιέρωμα στο έργο του Βασίλη Τσιτσάνη. Οι ευκαιρίες δεν λείπουν, αλλά θέλει προσοχή, φροντίδα και πολλή σκέψη, προτού επιχειρήσεις να παρουσιάσεις μέρος του ρεμπέτικου ρεπερτορίου, για να μην καταλήξει καρικατούρα του πρωτότυπου.

 

Βασίλης Χατζημακρής, 32 ετών, Λονδίνο

 

VICE: Η μουσική σε οδήγησε στο εξωτερικό ή παίζεις εκεί μουσική λόγω της μετακόμισής σου;
Βασίλης Χατζημακρής: Στο εξωτερικό με οδήγησαν οι σπουδές μουσικής και παραστατικών τεχνών. Ήρθα στο Λονδίνο το 2010 για να σπουδάσω MA Performance Design and Practice στο Central Saint Martins College of Art and Design. Τώρα, κάνω το διδακτορικό μου στη σύνθεση, στο Πανεπιστήμιο Bath Spa.

Καταφέρνεις να επιβιώσεις αποκλειστικά από αυτό;
Κερδίζω τα προς το ζην κάνοντας διάφορα πράγματα που έχουν σχέση με τη μουσική. Διδάσκω κάποια μαθήματα στο πανεπιστήμι, εργάζομαι στο Trinity Laban Conservatoire of Music and Dance οργανώνοντας μουσικά εργαστήρια και projects για τοπικά σχολεία, παίζω μουσική και παραδίδω ιδιαίτερα μαθήματα. Ο χρόνος μου είναι ασφυκτικά γεμάτος, αλλά το δημιουργικό αίσθημα που σου προσφέρει η μουσική είναι μια ανεκτίμητη ανταμοιβή.

Πόσο συχνά παίζεις; Σε τι μέρη;
Παίζω διάφορα είδη μουσικής, κυρίως πειραματική μουσική και μουσική της Κρήτης. Το συναυλιακό πλαίσιο ποικίλλει, από μικρές μουσικές σκηνές, ως δημοτικά θέατρα και εθνικές πινακοθήκες. 


Δεν είμαι καθόλου πεπεισμένος ότι το ρεμπέτικο είναι ζωντανό στο εξωτερικό, τουλάχιστον όχι με την έννοια που ήταν τις δεκαετίες του ’20, ’30 και ’40.


Το κοινό είναι Έλληνες της περιοχής ή και ντόπιοι;
Το Λονδίνο είναι μια από τις πλέον πολυπολιτισμικές πόλεις του κόσμου, οπότε ο διαχωρισμός «Έλληνες και ντόπιοι»’ είναι μάλλον αδόκιμος, μιας και βρίσκει κανείς εδώ ανθρώπους από όλον τον κόσμο. Θα έλεγα ότι τα πολυπολιτισμικά χαρακτηριστικά της πόλης αντικατοπτρίζονται και στο κοινό των συναυλιών, αναλόγως βέβαια και το συναυλιακό πλαίσιο.

Για ποιο λόγο πιστεύεις ότι υπάρχει τόσο μεγάλη αγάπη για την ελληνική μουσική και το ρεμπέτικο;
Το κοινό στην Ευρώπη ελκύεται από το «εξωτικό», το ξένο, το ανατολίτικο. Οι ρυθμοί και οι μελωδίες της κρητικής μουσικής, για παράδειγμα, είναι εντελώς ασυνήθιστα και ενδιαφέροντα για ένα δυτικό αυτί. Το ρεμπέτικο, από την άλλη, συνοδεύεται και από τις ιστορικές, κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες που το γέννησαν και το ανέπτυξαν -υπόκοσμος των πόλεων, τεκέδες, ναρκωτικά κτλ- και την αντίστοιχη στιχουργική θεματολογία. Με το γενικό ενδιαφέρον σε παγκόσμιο επίπεδο για θέματα λαογραφίας και –με την ευρύτερη έννοια – εθνομουσικολογίας να αναπτύσσεται συνεχώς, η λαϊκή μουσική της Μεσογείου γίνεται ευρύτερα γνωστή στο κοινό.

Πιστεύεις ότι η νοσταλγία για την Ελλάδα είναι από τους λόγους που το ρεμπέτικο παραμένει ζωντανό στο εξωτερικό;
Δεν είμαι καθόλου πεπεισμένος ότι το ρεμπέτικο είναι ζωντανό στο εξωτερικό, τουλάχιστον όχι με την έννοια που ήταν τις δεκαετίες του ’20, ’30 και ’40 – αναπτυγμένη δισκογραφία, καινούργιες συνθέσεις κτλ. Φυσικά, υπάρχει και σήμερα πληθώρα εξαιρετικών μουσικών που παίζουν ρεμπέτικο και άλλες ελληνικές λαϊκές μουσικές στο εξωτερικό – για παράδειγμα κρητική μουσική, Ηπειρώτικη μουσική κτλ. Σίγουρα, η νοσταλγία για την Ελλάδα συντελεί σ’ αυτό, καθώς και στη συμμετοχή της ελληνικής διασποράς σε τέτοιου είδους μουσικές εκδηλώσεις. Παρόλα αυτά, πιστεύω ότι, όταν αυτό συμβαίνει λόγω νοσταλγίας και μόνο, οι λαϊκές μουσικές συνήθως εκπίπτουν στο φολκλόρ, το οποίο τις καθιστά μουσειακά είδη προς συντήρηση, κινδυνεύοντας να μην εξελιχθούν και να χάσουν το έρεισμα τους στη σημερινή πραγματικότητα και, κατά συνέπεια, τη διαχρονικότητά τους. Κατά τη γνώμη μου, οποιαδήποτε ενασχόληση με οποιοδήποτε είδος μουσικής θα πρέπει να έχει πρωταρχικό αίτιο την αγάπη και το ενδιαφέρον για την ίδια τη μουσική.

Έχεις επιχειρήσει συνεργασίες με ντόπιους καλλιτέχνες και αν ναι, τι μουσικό αποτέλεσμα προέκυψε;  
Έχω συνεργαστεί με μουσικούς διαφόρων εθνικοτήτων και πολιτισμικών καταβολών -Άγγλους, Γάλλους, Αυστραλούς, Ιρανούς, Αφγανούς, Ιταλούς κ.α.- τόσο στο πεδίο της πειραματικής μουσικής όσο και σ’ αυτό της κρητικής μουσικής ή διαφόρων μουσικών που αποτελούν ένα αμάλγαμα των μουσικών καταβολών των συμμετεχόντων. Ανάλογα με τη μουσική, αλλά και τη διαπροσωπική μας σχέση και τον τρόπο με τον οποίο δουλεύουμε μαζί, τέτοιες συνεργασίες έχουν τη δυναμική να διευρύνουν τους ορίζοντες ενός μουσικού και να οδηγήσουν σε πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα.


Πηγή

Top