Τους πίκρανα με την απόφαση μου να εγκαταλείψω το βιολί και να γίνω μπουζουξής

Απόσπασμα από το βιβλίο του Ανέστη Μπαρμπάτση “Το πρώιμο έργο του Βασίλη Τσιτσάνη”

Μετά το θάνατο του πατέρα του σε ηλικία 12 ετών, πιάνει επιτέλους στα χέρια του το μπουζούκι. Η επιλογή του αυτή προκάλεσε τη δυσαρέσκεια τόσο του δασκάλου του Ραφαήλ Γιόσσα όσο και του φιλικού του περιβάλλοντος στα Τρίκαλα. Χαρακτηριστικά αναφέρει: «Οι συμπατριώτες μου και οι συμμαθητές μου καμάρωναν για μένα, για τις επιδόσεις μου στο βιολί. Αργότερα όμως τους πίκρανα με την απόφαση μου να εγκαταλείψω το βιολί και να γίνω μπουζουξής».

Πίσω από το σπίτι του Τσιτσάνη βρισκόταν η «Μάντρα του Αλευρά» 73, πρόκειται για μια ταβέρνα η οποία είχε αυλή περιφραγμένη με ξύλινο τοίχο και ήταν μπροστά από το σπίτι του Τσιτσάνη. Διέθετε γραμμόφωνο ενώ συχνά φιλοξενούσε πλανόδιες μουσικές κομπανίες ή φαντάρους από το στρατώνα που έπαιζαν μπουζούκι. Από το παράθυρο του σπιτιού του άκουγε τα τραγούδια. Στην οδό Λαρίσης όπου βρισκόταν η είσοδος του σπιτιού του, λειτουργούσαν κέντρα διασκεδάσεως με ορχήστρες δημοτικής μουσικής 74 και άλλα με γραμμόφωνα που έπαιζαν λαϊκά τραγούδια. Κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό επίσης υπήρχαν καφενεία με γραμμόφωνα. Μόλις μάθαινε πως ήρθαν δίσκοι με καινούρια τραγούδια πήγαινε αμέσως να τους ακούσει. Όταν δεν κατάφερνε να ακούσει ένα τραγούδι από το γραμμόφωνο για να το απομνημονεύσει, παρακαλούσε άλλους που το ξέρανε να του το τραγουδήσουν για να το μάθει 75. Η Μαρούλα Κλιάφα, μεταφέροντας στοιχεία από κείμενα του τοπικού τύπου μας πληροφορεί: Στα 1930 στέκι των καραγκιοζοπαιχτών ήταν το καφενείο «Μαρούγκινα». Σύμφωνα με μαρτυρία του Μήτσου Παπαγιωργάρα (παλιού γλεντζέ των Τρικάλων) «ο Βασίλης Τσιτσάνης δεν καταδέχονταν να παίξει γιατί ήταν γυμνασιόπαιδο» 76.

 

Περισσότερες πληροφορίες για το βιβλίο

Top