Ένα απίθανο τζαζ σάουντρακ του Thelonious Monk, που ήταν ανέκδοτο μέχρι σήμερα
Η μουσική της ταινίας του Ροζέ Βαντίμ «Επικίνδυνες Σχέσεις» από το 1959 κυκλοφόρησε, τώρα, για πρώτη φορά σε διπλό, remastered βινύλιο και CD
από τον Φώντα Τρούσα
Η γαλλική ταινία Les Liaisons Dangereuses (ελληνικός τίτλος: Επικίνδυνες Σχέσεις) από το 1959 έχει μια τρανή ιστορία πίσω της, που την έχει αναδείξει σε κάτι σαν θρύλο. Μπορεί να είναι σκηνοθετημένη από τον «άνισο» Ροζέ Βαντίμ, είναι όμως μια ταινία ενταγμένη στον πυρετό της νουβέλ-βαγκ, που δεινοπάθησε στην εποχή της (η ταινία) και η οποία είχε την τύχη, μέσα στα ζόρια της, να διαθέτει και εκπληκτική τζαζ μουσική.
Δεινοπάθησε γιατί; Βασικά, επειδή είχε προβλήματα με τη γαλλική λογοκρισία. Η διασκευή του μυθιστορήματος του Πιέρ Σοντερλό ντε Λακλό από το 1782, που είχε μεταφερθεί στη σύγχρονη τότε Γαλλία από τους Roger Vailland και Ροζέ Βαντίμ, ήταν παραπάνω απ’ όσο ανεχόταν η εποχή ελεύθερη, και ελευθεριάζουσα, με αποτέλεσμα να κοπούν σκηνές με γυμνό, το φιλμ να χαρακτηριστεί ακατάλληλο για τους θεατές κάτω των 16 ετών και ακόμη να απαγορευτεί, προσωρινά, η διανομή του στο εξωτερικό!
Ακόμη, δε, και η γενικότερη σεναριακή διασκευή είχε αντιμετωπίσει προβλήματα, καθώς η Société des Gens De Lettres (που έργο της είχε τη διαφύλαξη της γαλλικής πνευματικής κληρονομιάς) θεώρησε πως διαστρεβλωνόταν η αρχική ιδέα τού βιβλίου, και πως η νέα εκδοχή έσπερνε κατά βάση «καινά δαιμόνια». Η υπόθεση πήγε στα δικαστήρια και αν στην υπεράσπισή τής ταινίας δεν βρισκόταν ο δικηγόρος, τότε, Φρανσουά Μιτεράν, κανείς δεν ξέρει ποια θα ήταν η τύχη της. Έτσι κάπως, αφού οι πρώτες κόπιες μαζεύτηκαν, η ταινία θα κυκλοφορούσε τελικά με νέο τίτλο, ως… Les Liaisons Dangereuses 1960!
Η ταινία πήγε πίσω χρονικά, όμως ήταν τέτοιο το πάθος των Γάλλων εκείνη την εποχή για την τζαζ γενικότερα, όπως και για τον Monk ειδικότερα, ώστε θα έκαναν τα πάντα για να εξασφάλιζαν την παρουσία του στο σάουντρακ. Μάλιστα, ο Romano γνωρίζοντας τις ιδιαιτερότητες του Monk και στο στούντιο τού έδωσε άπλετο χρόνο για πρόβες και δοκιμές, ηχογραφώντας στην πορεία τα πάντα!
Η ταινία του Ροζέ Βαντίμ θα προβληθεί τελικά και στην Ελλάδα, τον Νοέμβριο του 1961 και ο Μάριος Πλωρίτης θα γράψει τα σχετικά στην εφημερίδα Ελευθερία (29/11/1961):
«Λίγα χρόνια πριν από τη Γαλλική Επανάσταση (1782) μια βόμβα έσκασε στο Παρίσι. Μια βόμβα όχι από μπαρούτι, μα από τυπωμένες σελίδες. “Οι Επικίνδυνες Σχέσεις” ονομαζόταν και συγγραφέας της ήταν ο Σοντερλό ντε Λακλό. Γραμμένο σε επιστολική μορφή, με απάθεια και αυστηρότητα μικροβιολόγου, το βιβλίο περιγράφει το βαθύτατο αμοραλισμό της γαλλικής κοινωνίας του 18ου αιώνα.(…) Αυτό το βιβλίο διασκεύασαν για την οθόνη ο Ροζέ Βαντίμ με τον Ροζέ Βαγιάν, μεταφέροντάς το στην εποχή μας. Αλλά δεν κατάφεραν παρά να μεταμορφώσουν την ατσαλένια καθαρότητα του βιβλίου σε κοσμικό ανέκδοτο, και τη δαιμονικότητα των ηρώων σε κοσμική διαστροφή.
Γιατί, πρώτα απ’ όλα η εποχή μας, όσο κι αν είναι ελάχιστα “ηθική”, δεν έχει καμμία συγγένεια με τη θεοποίηση του αμοραλισμού στο Παρίσι του 18ου αιώνα. Αυτό που ήταν φυσικό κλίμα τω καιρώ εκείνω, είναι κρυφό προνόμιο σήμερα. Αντίθετα, η απόλυτη αγνότητα των θυμάτων του βιβλίου –υπαρκτή ακόμα εδώ και 200 χρόνια– είναι ελάχιστα πιθανοφανής σήμερα, όπου και οι πιο αθώοι γνωρίζουν πάρα πολλά… Έτσι η ισορροπία και οι δυνάμεις του βιβλίου ανατρέπονται και η πάλη Αγγέλων και Δαιμόνων χάνει το έρεισμά της.
Σ’ αυτό συντελεί, φυσικά, η ίδια η σκηνοθετική ιδιοσυγκρασία του Βαντίμ, που πάντα γοητεύεται από την ερωτολογία, όχι από το δράμα του έρωτα. Μοιραία λοιπόν η ταινία του παίρνει τόνο ελαφρό, ανεκδοτολογικό, σχεδόν σαν μια σόκιν ιστορία των κοσμικών σαλονιών.(…)
Μοναδική σωτηρία της ταινίας –πέρα από την ευλυγισία της αφήγησης– μένει η ερμηνεία της Ζαν Μορώ, που καταφέρνει να διασώσει μέσα στην επιπολαιότητα του φιλμ, την αβυσσαλέα, ερμητική, άπληστη και αδίστακτη δαιμονικότητα της ηρωίδας. Ο αξέχαστος Ζεράρ Φιλίπ (σ.σ. πέθανε στα 37 του, λίγο μετά την πρώτη προβολή της ταινίας) είναι φυσικά κι εδώ ο έξοχος ηθοποιός που ξέρουμε – αλλά η τιμιότητα, η ειλικρίνεια που αναδίνει το Είναι του κι ο θρύλος του, αντιστρατεύονται την έμφυτη κακότητα τού Βαλμόν. Ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο τέρατα ταλέντου η όμορφη Ανέτ Στρόυμπεργκ (σ.σ. η Ανέτ Βαντίμ, σύζυγος τότε του Ροζέ) δίνει την εντύπωση άψυχης φωτογραφίας, ενώ η Ζαν Βαλερί πόρρω απέχει από την τέλεια αγνότητα. Λαμπρός είναι και πάλι ο Ζαν-Λουί Τρεντινιάν».
Εντάξει, τις «Επικίνδυνες Σχέσεις» τις έθαψαν οι αυστηροί κριτικοί –όπως και τις περισσότερες ταινίες του Βαντίμ εξάλλου– αυτό όμως δε σημαίνει πως η ταινία ήταν κακή και πως δεν αξίζει κάποιος να τη δει σήμερα. Έχει ωραίο ρυθμό, καταπληκτικούς πρωταγωνιστές (ανάμεσα και ο… τζαζ τρομπετίστας Μπορίς Βιάν!) και ακόμη θεσπέσια τζαζ μουσική από τον γίγαντα Thelonious Monk, καθώς και από άλλους άξιους συνοδοιπόρους. Για να είμαστε όμως ακριβείς…
Μπορεί το σάουντρακ της ταινίας να ήταν γραμμένο από τον Monk και οδηγημένο από το συγκρότημά του, αλλά στο φιλμ ακουγόταν κι άλλη τζαζ μουσική βασικά από τους περίφημους Art Blakey’s Jazz Messengers – συνθέσεις του πιανίστα Duke Jordan δηλαδή, που αποδίδονταν από τους Lee Morgan τρομπέτα, Barney Wilen σαξόφωνα, Bobby Timmons πιάνο, Jimmy Merritt μπάσο και Art Blakey ντραμς. Υπάρχει ακόμη και μια πολύ ωραία σκηνή προς το τέλος της ταινίας με «ζωντανή» τζαζ, στην οποία βλέπουμε τον τρομπετίστα Kenny Dorham και ακόμη, όπως γυρίζει το πλάνο, τον ντράμερ Kenny Clarke, τον πιανίστα Duke Jordan και στη συνέχεια της σκηνής τους μόνους λευκούς της ιστορίας, τον σαξοφωνίστα Barney Wilen και τον μπασίστα Paul Rovère. Γενικά, πολύ τζαζ στις Επικίνδυνες Σχέσεις του Ροζέ Βαντίμ, κάτι που δεν ήταν καθόλου παράξενο για την εποχή.
Toggle Mute Volume Toggle Fullscreen Thelonious Monk – Les Liaisons Dangereuses 1960
Η Γαλλία, και το Παρίσι ειδικότερα, ήταν στη δεκαετία του ’50 ένα από τα μεγάλα κέντρα της παγκόσμιας τζαζ. Μαύροι Αμερικανοί (μουσικοί) αισθάνονταν καλύτερα από το σπίτι τους στη γαλλική πρωτεύουσα, πολύ μακριά από τις ρατσιστικές αντιμετωπίσεις στο Νότο και αλλαχού, μακριά ακόμη και από τα κυκλώματα των μαγαζιών στη Νέα Υόρκη φερ’ ειπείν, που κανόνιζαν δουλειές και μεροκάματα. Παρά ταύτα οι παρανοήσεις δεν έλειπαν. Όπως είχε γράψει και η Valerie Wilmer στο βιβλίο της «Σοβαρό Όσο κι Η Ζωή σου/ Η ζωντανή ιστορία της σύγχρονης τζαζ» [Praxis, 1984]:
«Για την γαλλική νεολαία οι μαύροι μουσικοί συμβόλιζαν την επανάσταση που γινόταν στην Αμερική (σ.σ. η συγγραφέας αναφέρεται στα τέλη του ’60, αλλά μη βιαστείτε…), και η άφιξή τους, λίγο καιρό μετά τις εξεγέρσεις των αριστερών φοιτητών (σ.σ. αναφέρεται στο Μάη του ’68), βοήθησε στην ηρωοποίησή τους. Οι γάλλοι κριτικοί όπως πάντα (σ.σ. κι αυτό είναι το ενδιαφέρον γενικότερο συμπέρασμα) διέκριναν πολιτικές προεκτάσεις σε οτιδήποτε έκαναν οι μουσικοί. Έδιναν τις δικές τους ερμηνείες, και πολλές φορές οι ίδιοι οι μουσικοί δεν ήξεραν τι αντιπροσώπευαν για τη χώρα που τους φιλοξενούσε. Όταν ο Τσάρλι Πάρκερ επισκέφτηκε τη Γαλλία (σ.σ. τον Μάιο του 1949) ο τρόπος ζωής του θεωρήθηκε ενσάρκωση του υπαρξισμού και ο ίδιος ο Σαρτρ ενδιαφέρθηκε να τον γνωρίσει. Ο Πάρκερ κλήθηκε να παίξει ένα ρόλο που σχεδόν είχε γραφτεί γι’ αυτόν».
Κάπως έτσι και οι νέοι γάλλοι σκηνοθέτες αγκάλιασαν την τζαζ, στη δεκαετία του ’50, χρησιμοποιώντας την σε ταινίες που δεν είχαν, έτσι κι αλλιώς, ουδεμία σχέση με το πνεύμα ή την ιστορία της. Παρά ταύτα ήταν μια καλή ευκαιρία για πολλούς από ‘κείνους, τους μαύρους Αμερικανούς, να γνωρίσουν ένα νέο μέσο (τον κινηματογράφο), να συγχρωτιστούν με λευκούς, που τους έβλεπαν ως κάτι ξεχωριστό, και γενικότερα να νιώσουν πως ήταν κάτι περισσότερο από απλοί μεροκαματιάρηδες στα καμπαρέ και τα κλαμπ.
Έτσι κάπως η τζαζ αρχίζει να μπαίνει στις γαλλικές ταινίες.
Να θυμίσουμε το Sait-on Jamais… (1957) επίσης του Ροζέ Βαντίμ με μουσική του John Lewis και του Modern Jazz Quartet, την ταινία του Μαρσέλ Καρνέ Οι Ζαβολιάρηδες (1958), στην οποία ακούγονταν Oscar Peterson, Stan Getz, Dizzy Gillespie, Sonny Stitt, Roy Eldridge, Coleman Hawkins, Ray Brown, Gus Johnson και Herb Ellis(!) –ο Καρνέ είχε επηρεάσει το Γιάννη Δαλιανίδη στον Κατήφορο, στον οποίο επίσης υπήρχε πολύ ωραία τζαζ από τον Κώστα Καπνίση–, την ταινία του Εντουάρ Μολιναρό Des Femmes Disparaissent (1959) με μουσική του Art Blakey και των Jazz Messengers, βεβαίως το πασίγνωστο Ασανσέρ για Δολοφόνους (1958) του Λουί Μαλ με τη μουσική του Miles Davis κ.λπ. Κάπως έτσι μπαίνει στην ιστορία μας και ο Thelonious Monk!
Να πούμε κατ’ αρχάς πως οι αυθεντικές ηχογραφήσεις που είχε κάνει ο Monk για την ταινία του Βαντίμ «αναπαύονταν» για περισσότερο από 50 χρόνια στο αρχείο του παραγωγού Marcel Romano, ενός από τους αναγνωρισμένους γάλλους jazz-promoters της εποχής (είχε πεθάνει το 2007), και πως ανακαλύφθηκαν τυχαία, το 2014, όταν ο Laurent Guenoun, που είχε στην κυριότητά του το αρχείο, μαζί με κάποιους ακόμη συλλέκτες-παραγωγούς, ψάχνοντας για ανέκδοτες εγγραφές του σαξοφωνίστα Barney Wilen (κι αυτός πεθαμένος από το ’96), έπεσαν πάνω σε ορισμένες μπομπίνες με το όνομα “Monk” στα εξώφυλλα. Αρχικά πίστεψαν πως επρόκειτο για υλικό γνωστό από τη δισκογραφία, όμως γρήγορα διαπίστωσαν πως είχαν να κάνουν με τις ανέκδοτες εγγραφές του θρύλου-πιανίστα, για την ταινία του Ροζέ Βαντίμ! Θα ξεκινήσει το restoration σιγά-σιγά, οι επεξεργασίες, το νέο μάστερ, και κάπως έτσι τη φετινή Record Store Day, την 22α Απριλίου 2017 δηλαδή, θα κυκλοφορήσει το 2LP “Thelonious Monk – Les Liaisons Dangereuses 1960”, ενώ πριν ένα μήνα (16 Ιουνίου) θα τυπωθεί και το 2CD.
Τι έχουμε εδώ; Μουσικές που ηχογράφησε ο Monk, με το συγκρότημά του (Charlie Rouse τενόρο σαξόφωνο, Sam Jones μπάσο, Art Taylor ντραμς, Barney Wilen τενόρο σαξόφωνο), στο Nola Penthouse Studio της Νέας Υόρκης, την 27η Ιουλίου 1959. Γιατί στη Νέα Υόρκη; Γιατί ο Monk, λόγω διαφόρων δικών του ζητημάτων δεν ήταν εύκολο, τότε, να μεταβεί στη Γαλλία.
Να πούμε πως λίγους μήνες νωρίτερα, το φθινόπωρο του ’58, ο πιανίστας είχε μια περιπέτεια, που τον «έριξε» πολύ. Ενώ όδευε για μια παράσταση στη Βαλτιμόρη με το αυτοκίνητο τής προστάτιδάς του βαρόνης Pannonica “Nica” Koenigswarter (είχαν γνωριστεί στην πρώτη επίσκεψή του στο Παρίσι, το 1954) η αστυνομία τους σταματά. Ο Monk αρνείται ν’ απαντήσει στις ερωτήσεις (έτσι λέει το ρεπορτάζ…) και οι αστυνομικοί τού την πέφτουν. Ψάχνουν τις βαλίτσες, βρίσκουν μαριχουάνα και τον συλλαμβάνουν. Θα καθαρίσει η βαρόνη από τα χειρότερα, αλλά ο Monk χάνει την άδεια εργασίας του και επιβαρύνεται ψυχολογικά. Μέσα σ’ ένα τέτοιο σκηνικό δεν ήταν εύκολο για ‘κείνον όχι να ταξιδέψει, αλλά ούτε και να συνθέσει – καθώς για την ταινία του Βαντίμ δεν έγραψε κάτι καινούριο, απλώς έπαιξε/διαμόρφωσε παλαιότερα δικά του κομμάτια. 17.7.2017 Ξαναδιαβάζοντας την σπαρακτική αυτοβιογραφία της Billie Holiday
Η επαφή των Γάλλων με τον Thelonious Monk είχε γίνει μέσω του παραγωγού Marcel Romano (οι δυο τους, Monk και Romano, γνωρίζονταν καλά από την πρώτη επίσκεψη του Monk στο Παρίσι το ’54) και ήταν ο Romano εκείνος που πήγε και ξαναπήγε στη Νέα Υόρκη, ώσπου να πετύχει τον Monk σε φάση που να μπορούσε να ηχογραφήσει. Η ταινία πήγε πίσω χρονικά, όμως ήταν τέτοιο το πάθος των Γάλλων εκείνη την εποχή για την τζαζ γενικότερα, όπως και για τον Monk ειδικότερα, ώστε θα έκαναν τα πάντα για να εξασφάλιζαν την παρουσία του στο σάουντρακ. Μάλιστα, ο Romano γνωρίζοντας τις ιδιαιτερότητες του Monk και στο στούντιο τού έδωσε άπλετο χρόνο για πρόβες και δοκιμές, ηχογραφώντας στην πορεία τα πάντα! Από το σύνολο των εγγραφών (ακόμη κι εκείνων με τα λάθη κ.λπ.) θα διάλεγε τελικά τις καλύτερες, για να τις ενσωματώσει στο φιλμ.
Και όντως ο Monk έγραψε 37 takes, με πολλαπλές εισαγωγές, ολοκληρωμένες ή όχι, λανθασμένες ή όχι και μέσα από το σύνολο αυτών των εγγραφών βγήκε, σήμερα, ό,τι ακούμε στο 2LP και το 2CD.
Βασικά μιλάμε για τις συνθέσεις του “Rhythm-a-ning”, “Crepuscule with Nellie”, “Six in one” (παλαιότερος, και χωρίς τίτλο, blues αυτοσχεδιασμός), “Well, you needn’t”, “Pannonica”, “Ba-lue Bolivar ba-lues-are”, “Light blue”, καθώς και για τη διασκευή τού “By and by (We’ll understand it better by and by)” του Charles Albert Tindley.
Το ευτύχημα της υπόθεσης είναι πως οι ταινίες παρέμειναν σε πολύ καλή κατάσταση όλα αυτά τα χρόνια, με αποτέλεσμα η τωρινή αναπαραγωγή τους να αγγίζει το τέλειο. Ήχος ζεστός, πλούσιος σε μεσαίες συχνότητες και ακόμη μ’ εκείνη την… πατίνα του χρόνου εντός του, που οφείλουν να έχουν οι ιστορικές ηχογραφήσεις.
Ο Monk, που ποτέ δεν έπαιζε ένα κομμάτι (δικό του ή όχι) εντελώς το ίδιο δεύτερη φορά, βρίσκεται εδώ σε άψογη φόρμα, έχοντας δίπλα του μερικούς άξιους συμπαίκτες.
Το άνοιγμα με το “Rhythm-a-ning” είναι εντυπωσιακό, με συνεχή πιανιστικά ριφ και σόλο, εντελώς «μονκικό», γεμάτο με απίστευτες συγχορδιακές εναλλαγές σε γρήγορο τέμπο. Φυσικά, είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις κομμάτι εδώ, όταν μιλάμε π.χ. για τις μελωδίες του “Crepuscule with Nellie” ή του “Pannonica”, αλλά δε γίνεται να μη σχολιάσεις το 7λεπτο “Ba-lue Bolivar ba-lues-are” (κι αυτό γραμμένο για την βαρόνη Pannonica “Nica” Koenigswarter – αναφορά στο διαμέρισμά της στο Bolivar Hotel του Μανχάταν) ένα εκπληκτικό blues με φοβερά παιξίματα στα σαξόφωνα από τους Rouse και Wilen (για να μη λέμε μόνο για τον Monk).
Να συμπληρώσουμε, τέλος, πως ένα πρώτο σάουντρακ του Les Liaisons Dangereuses 1960 είχε κυκλοφορήσει στη Γαλλία, σε ετικέτα Fontana εκείνη την εποχή, περιλαμβάνοντας μόνο τις συνθέσεις του Duke Jordan, που απέδιδαν οι Art Blakey’s Jazz Messengers. Όμως μόνο τώρα, με την ανακάλυψη και των εγγραφών του Thelonious Monk για την ταινία του Ροζέ Βαντίμ, ολοκληρώθηκε το παζλ.
Πηγή: www.lifo.gr