Ένα από τα σημαντικότερα μουσικά ντοκιμαντέρ της χρονιάς
Η Μαρίνα Γιώτη γύρισε ένα από τα σημαντικότερα μουσικά ντοκιμαντέρ της χρονιάς
Το The Invisible Hands μιλάει για τον Alan Bishop των Sun City Girls (μια από τις σπουδαιότερες avant-garde μπάντες όλων των εποχών), την Αραβική Άνοιξη, την ελληνική κρίση και για την επανάσταση που έρχεται μέσα από την ίδια τη μουσική.
Η εξορία είναι κάτι παραπάνω από μία γεωγραφική έννοια. Μπορεί να είσαι εξόριστος στην ίδια σου τη χώρα, στο σπίτι σου ή στο δωμάτιό σου» έλεγε κάποτε ο Παλαιστίνιος ποιητής, Mahmoud Darwish. Πριν μερικά χρόνια, ο Alan Bishop, γνωστός από τους μουσικούς πειραματισμούς των Sun City Girls, αποφάσισε να διαλέξει την δική του δημιουργική αυτοεξορία, μετακομίζοντας στo Κάιρο λίγο μετά τα γεγονότα της Αραβικής Άνοιξης και μέσα στις γενικές αναταράξεις της επανάστασης της Αιγύπτου. Εκεί, συνάντησε ντόπιους μουσικούς, οι οποίοι ξόρκισαν την αποξένωση που τους έκανε να νιώθουν οι ίδια η χώρα τους με τη μουσική, ένωσαν τις δυνάμεις τους και δημιούργησαν τους The Invisible Hands. Άλλη μία αυτoεξόριστη, τρόπον τινά, σκηνοθέτις, η Μαρίνα Γιώτη αποφάσισε να καταγράψει με την κάμερά της ολόκληρη την πορεία της μπάντας σε μία χώρα που αναπόφευκτα, η πολιτική μπαίνει μέσα στην καθημερινή ζωή, με καρπό της παρατήρησής της το ντοκιμαντέρ “The Invisible Hands”. Λίγο πριν το παρουσιάσει για πρώτη φορά στην Αθήνα, στα πλαίσια της documenta14 μαζί με μία live εμφάνιση των ίδιων των The Invisible Hands, μίλησε στην Popaganda για την ταινία, την Αίγυπτο και εξήγησε πώς τελικά μία ταινία γυρισμένη στο Κάιρο ίσως είναι και μία ταινία για την Αθήνα.
Η πρώτη μου επαφή με τη μουσική του Bishop ήταν με τους Sun City Girls που ήμουν fan, αλλά και του Alvarius B, του solo project του Bishop. Τον ίδιο τον γνώρισα όταν τον κάλεσα για συναυλία στην Αθήνα το 2011, ήρθε με τον αδερφό του, Sir Richard Bishop ως Brothers Unconnected, αφού διαλύθηκαν οι Sun City Girls μετά το θάνατο του drummer τους, Charles Gocher, το 2007. Τότε διοργανώναμε κάποιες experimental συναυλίες με φίλους, δύο-τρεις το χρόνο κι όταν μάθαμε ότι βρίσκονταν σε tour, τους καλέσαμε. Ήταν μια φανταστική συναυλία, όποιος έχει εμπειρία από τους Sun City Girls, καταλαβαίνει.
Οι Sun City Girls έκαναν κάτι πολύ ελεύθερο και επηρεαζόντουσαν πολύ από άλλες κουλτούρες από τα ταξίδια τους. Τα κοστούμια τους τα έφτιαχναν με υλικά από τα ταξίδια, κυρίως στην Ασία. Με την Μέση Ανατολή έχουν άμεση σχέση γιατί έχουν μεγαλώσει σε ένα σπίτι με μαμά Λιβανέζα. Το punk, το κατανόησαν πολύ βαθιά γιατί το εφάρμοσαν σαν πολιτική οικονομία, σαν mondus operandi σε ό,τι έκαναν και έχουν το στοιχείο του DIY.
Έτυχε να τον δω μετά από ένα χρόνο στο Βέλγιο που ζούσα τότε και μου είπε τι κάνει στο Κάιρο που μετακόμισε το 2011. Του είπα «Μακάρι να μπορούσα να το τραβήξω!» και μου λέει «Έλα!». Ήμουν σε μια φάση της ζωής μου που μπορούσα να ακολουθήσω τρελές προτάσεις τέτοιου είδους, ήμουν στις Βρυξέλλες για μεταπτυχιακό, είχε σκάσει εδώ η κρίση πριν λίγο καιρό και αποφάσισα ότι δεν ήθελα να είμαι σε αυτή την πόλη. Μίλησα με τον Γιώργο Σαλαμέ που είναι ο βασικός μου συνεργάτης στην ταινία, είχε κι αυτός τότε χρόνο να το κάνει, φύγαμε μαζί και προσγειωθήκαμε στο Κάιρο. Πήγαμε τις παραμονές των πρώτων εκλογών μετά τις εξεγέρσεις, λίγο πριν βγει ο Μόρσι.
Συνολικά, κάναμε πέντε ταξίδια, παραμονής περίπου ενός μήνα το καθένα, σε περίπου δυόμιση χρόνια. Την πρώτη φορά που πήγαμε ήταν όλα εύκολα, μπορούσα πχ. ως γυναίκα να πάρω ταξί μόνη μου, να κάνω ό,τι ήθελα. Επί εποχής Μόρσι, η κατάσταση ήταν λίγο πιο δύσκολη για τις γυναίκες, γινόντουσαν ομαδικοί βιασμοί, είχε ξεφύγει το πράγμα. Εν ολίγοις, δεν ήταν ποτέ εύκολο να βγάζεις μία κάμερα στους δρόμους του Καίρου και να τραβάς. Τα γυρίσματα είναι κυρίως μέσα σε σπίτια και σε τουριστικές περιοχές.
Ουσιαστικά, η ιδέα για την ταινία διαμορφώθηκε στο δεύτερο ταξίδι. Είχαμε γυρίσματα κι από άλλες πόλεις, αλλά κάποια στιγμή αποφασίσαμε να διαδραματίζεται αποκλειστικά στο Κάιρο. Πήγαμε χωρίς πλάνο, αλλά αυτό που συναντήσαμε εκεί μας γέννησε πολλές ερωτήσεις, οι οποίες θέλαμε να απαντηθούν. Αυτό που λέω συχνά είναι ότι, ουσιαστικά, η ταινία φανερώθηκε σε εμάς όταν σταματήσαμε να κάνουμε ερωτήσεις. Εξάλλου, από τον Alan δεν παίρνεις ποτέ ακριβείς απαντήσεις, έχει μία αινιγματική περσόνα, χωρίς να σημαίνει ότι είναι απόκοσμος ή σνομπ.
Τα γυρίσματα τελείωσαν το 2014 κι αποφασίσαμε να κινηθεί χρονικά ανάμεσα στις δύο εκλογές της Αιγύπτου. Μετά ήταν σχεδόν αδύνατο να συνεχίσουμε και για λόγους ασφαλείας και για οικονομικούς. Χρησιμοποιήσαμε, λοιπόν, αυτό το υλικό, χωρίς να σημαίνει ότι η ιστορία είχε ή έχει τελειώσει. Περιμέναμε η μπάντα να κάνει κάποια tour και με αυτή να κλείσει η ταινία. Τελικά, χαίρομαι που δεν έκλεισε με tour, δεν θα ήθελα να κάνω μια ταινία που να δείχνω ότι κάποιοι τα κατάφεραν στη Δύση κλπ. Αυτή η εξέλιξη για κάποιον που ζει σε μια χώρα της περιφέρειας, δε σημαίνει τίποτα. Γιατί θα φύγει κάτω από πολύ ειδικές συνθήκες και θα γυρίσει πίσω, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι η ζωή του θα έχει αλλάξει.
Σε αυτό το project, ουσιαστικά, ακολουθούσαμε τον Alan. Είναι μεγάλη χαρά να είσαι γύρω του, είναι ένας απίστευτα χαρισματικός άνθρωπος, σου δίνει έμπνευση. Βέβαια, είναι ένας άνθρωπος που σε κάνει να νιώθεις ότι κάνεις πολύ λίγα, γιατί δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ κι έχει φοβερή ενέργεια. Ουσιαστικά, κάνει performance κι η ταινία έχει ένα ιδιότυπο χιούμορ που είναι το χιούμορ του Alan, των παιδιών και το δικό μας.
Είναι μία ταινία που είναι τελείως DIY, έγινε γιατί μας βοήθησαν φίλοι, συγγενείς κι άνθρωποι του σινεμά. Έτσι γίνεται το ντοκιμαντέρ, πλέον. Οι ντοκιμαντερίστες δεν περιμένουν μια επιχορήγηση για να κάνουν μια ταινία, γιατί, όταν το θέμα τους τρέχει εκείνη την ώρα, πρέπει να αρπάξουν μία κάμερα και να πάνε να το κάνουν. Είναι guerilla η ταινία, ήμασταν δύο άτομα, καμία φορά τρία, με έναν πολύ ελαφρύ εξοπλισμό, σχεδόν ερασιτεχνικό και θέλω να πιστεύω ότι, εν τέλει, δεν έχουμε ένα ερασιτεχνικό αποτέλεσμα, αν και κάτι τέτοιο δεν θα με πείραζε. Η ψυχή της ταινίας είναι αλλού και όχι στο production value.
O Alan είναι επαγγελματίας ταξιδευτής, ταξιδεύει από 20 χρονών. Ήταν ταξιδευτής του ήχου, όπου πήγαιναν οι Sun City Girls, παρακολουθούσαν παραδοσιακά φεστιβάλ, ηχογραφούσαν ραδιόφωνο, έψαχναν 60s δίσκους. Και σε μια κομβική στιγμή της ζωής του πήγε στην Αίγυπτο και γνώρισε τους Eskenderella σε μία συναυλία τους, έγιναν φίλοι και άρχισαν να μιλάνε για τη μετάφραση των στίχων του Alan στα αραβικά. Αυτό που θεωρώ επαναστατικό στον Alan είναι ότι δεν πήγε εκεί να βρει session μουσικούς, να ηχογραφήσει ένα δίσκο και μετά να φύγει. Είναι εκεί και έκανε μπάντα με ανθρώπους που έχουν τα μισά του χρόνια και προσφέρει σε αυτό το μέρος, συμμετέχει στη μουσική σκηνή της Αιγύπτου.
Το πρώτο ταξίδι ήταν σχεδόν «μήνας του μέλιτος». Στο δεύτερο πάμε, η μπάντα είναι έτοιμη να κάνει το πρώτο της live και υπάρχουν εκρήξεις στους δρόμους, γιατί ο Μόρσι είχε ανακοινώσει ότι είναι πάνω από το νόμο και ουσιαστικά, θέλει να κάνει συνταγματική αναθεώρηση. Οι Αιγύπτιοι βγαίνουν αμέσως στους δρόμους και συγκρούονται, υπάρχουν έξι νεκροί και άπειροι τραυματίες και ακυρώνονται όλα τα πολιτιστικά δρώμενα που θα γινόντουσαν, μαζί και το live.
Εμείς κάναμε ένα ντοκιμαντέρ για κάποιους μουσικούς, αλλά, αναπόφευκτα, η πολιτική έμπαινε στη ζωή μας. Δεν πήγαμε να κάνουμε μία ταινία για την Αραβική Άνοιξη, αλλά ούτε και μία ταινία-βιογραφία του Bishop. Προβληματίστηκα πάρα πολύ στο μοντάζ για το πως θα μπει η πολιτική και η κατάσταση στη χώρα στην ταινία. Βέβαια, δεν είναι μία ταινία που δίνει πληροφορίες, ούτε καν για την μπάντα. Και οι ίδιοι οι Sun City Girls είναι φαντάσματα στην ταινία και η Αίγυπτος μπαίνει ουσιαστικά σαν ένας χαρακτήρας, ο οποίος θέλει «αυτό, τώρα» από σένα.
Κι εγώ και ο Γιώργος προερχόμαστε από το εικαστικά, κάνουμε πιο experimental πράγματα. Είναι η πρώτη μεγάλου μήκους μου ταινία. Τυχαίνει να είναι ντοκιμαντέρ γιατί, ουσιαστικά, ο τρόπος που δουλεύω είναι ακόμη για την πραγματικότητα, την χρησιμοποιώ ως found footage, δουλεύω πολύ με αρχείο. Δεν πηγαίναμε για ένα straight αποτέλεσμα. Κινηματογραφούσαμε σαν σινεμά παρατήρησης. Από κάποιο σημείο και μετά, η μουσική και η ταινία έγιναν ένα.
Δεν υπάρχουν συγκεκριμένες επιρροές, υπάρχει όλη η παιδεία μας μέσα στην ταινία. Μπορώ να σου πω ότι έχω μελετήσει αρκετά το “School of Rock”! Έμπνευση για μένα ήταν ο ίδιος ο Alan, η μουσική και οι ταινίες των Sun City Girls, των οποίων έχουμε αποσπάσματα στην ταινία.
Αν είναι πολυτέλεια ή ανάγκη η τέχνη σε μία τέτοια περίσταση; Τι να σου πω, εγώ δεν ενοχλώ κανέναν με αυτό που κάνω, για μένα είναι υγεία το ότι ασχολούμαι με την τέχνη, ακόμη και με τις δυσκολίες που έχει η δημιουργική διαδικασία. Δεν θεωρώ ότι είναι πολυτέλεια. Είναι ο δικός μου τρόπος επιβίωσης, αλλά και των ανθρώπων που τραβάω. Κάνεις κάτι, όχι έχοντας στο μυαλό σου ότι θα πας αύριο μεθαύριο στην documenta14 για παράδειγμα, το κάνεις γιατί σε πνίγει κάτι. Για μένα είναι μια ανθρώπινη έκφραση. Μπορούμε να εκφραστούμε για κάτι όμορφο ή για κάτι που μας καταπιέζει, μπορεί να είναι σε αρμονία με αυτό που συμβαίνει, μπορεί να είναι και σε πλήρη αντίστιξη. Είναι λίγο ρομαντικό να περιμένουμε βέβαια η τέχνη να κάνει ρήξεις, πρέπει να τις κάνουμε ως άνθρωποι και ως πολίτες.
Τα παιδιά είναι μουσικοί, έχουν όνειρα. Οι Eskederella ήταν μια μπάντα με πολιτικό στίχο που έπαιζε στην Πλατεία Ταχρίρ κατά της εξέγερσης. Έχω δει μπάντες που ήταν πολιτικοποιημένες κατά την περίοδο, αλλά μετά άρχισε η εμπορευματοποίηση. Κάποιοι έγιναν σταρ από την Πλατεία Ταχριρ και βασίστηκαν στον πολιτικό στίχο της επανάστασης. Τα παιδιά έφυγαν από την μπάντα γιατί ένιωθαν ότι πιέζονταν από τον κόσμο να είναι απλά η φωνή της επανάστασης. Αν είσαι καλός μουσικός, η επανάσταση έρχεται από την ίδια τη μουσική. Είναι μεγάλη ανάταση. Πραγματικά ζηλεύω τους ανθρώπους που χρησιμοποιούν τη φωνή τους ή κοπανάνε μια κιθάρα, δεν μπορώ εγώ να πάρω αυτό το συναίσθημα τραβώντας βίντεο, θα ήθελα να ουρλιάζω και να τραγουδάω.
Σε κάποια στιγμή της ταινίας η Aya λέει ότι νιώθει κατάθλιψη με την κατάσταση στην Αίγυπτο. Υπάρχει μία υφέρπουσα κατάθλιψη στις χώρες, στις πόλεις αυτή τη στιγμή, στην Αθήνα δεν υπάρχει αυτό; Νιώθεις ότι δεν έχει μέλλον, τα όνειρά σου δεν είναι τα ίδια με πριν… Το ίδιο νιώθουν και εκεί, αλλά κάτω από πολύ πιο δύσκολες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Έριξαν έναν δικτάτορα χωρίς να έρθει αυτό που ήθελαν και δεν βλέπουν και τίποτα στον ορίζοντα. Οι νέοι θέλουν να φύγουν, αλλά δεν μπορούν. Από την άλλη, κι ο Alan είναι σε αυτοεξορία, δεν του αρέσει η χώρα του. Κανείς δεν είναι ευχαριστημένος με αυτό που έχει.
Σε κάποιο σημείο της ταινίας ο Alan λέει ότι το χάος του Καίρου τον χαλαρώνει κι αν φύγει από εδώ, θα γίνει ο ίδιος το χάος. Υπάρχει αυτή η θεωρία κι εγώ το νιώθω πολλές φορές. Όταν βρίσκομαι σε ένα μέρος πιο χαοτικό από μένα, τείνω να σκέφτομαι πολύ πιο ήρεμα. Υπάρχει μία ομοιομορφία στη Δύση, η οποία για έναν τέτοιο άνθρωπο είναι ενοχλητική, οπότε προσπαθεί με τη μουσική του να την απορυθμίσει. Σε ένα άναρχο περιβάλλον, αυτός ο άνθρωπος έκανε τον πιο μελωδικό του δίσκο. Οτιδήποτε έκανε στις ΗΠΑ ήταν πολύ πιο θορυβώδες, πιο abstract.
Το πρώτο πράγμα που με ρωτάνε όταν κάνω μια ταινία είναι «Ποιό είναι το κίνητρο του χαρακτήρα;». Για τον Alan δεν θα μπορούσα να απαντήσω. Όπως λέει σε κάποιο σημείο, «Το θέμα είναι να βάζεις τον εαυτό σου σε καταστάσεις στις οποίες μπορεί να συμβεί κάτι αναπάντεχο». Νομίζω πως όλη η ζωή του είναι ένα τέτοιο πράγμα. Και μπορώ να πω ότι σε έναν βαθμό και εμείς το κάναμε με αυτό το ταξίδι. Αυτό δεν είναι αρκετό κίνητρο για σένα; Αν τον ρωτήσεις θα σου πει ότι σε αυτή τη χαοτική χώρα χρησιμοποιεί το 95% του εγκεφάλου του, ενώ στις ΗΠΑ το 5%. Και δεν είναι οριενταλιστής, είναι απλά ένας άνθρωπος που ζει εκεί.
Στην Αίγυπτο, όπως και εδώ, δεν υπάρχει κάτι επίσημο να στηρίζει την ποπ κουλτούρα. Η επίσημη κουλτούρα είναι να διατηρήσουν τις πυραμίδες και τον αρχαίο πολιτισμό, όπως εδώ. Υπάρχει όπερα, το πολύ mainstream θέατρο και η mainstream μουσική. Το πιο ενδιαφέρον πράγμα αυτή τη στιγμή είναι το electro-shaabi. Υπάρχει underground σκηνή, αλλά είναι στα όρια της ελευθερίας του λόγου.
Γνωρίσαμε καταπληκτικούς ανθρώπους, είναι μια μαγική πόλη. Οι Έλληνες έχουμε ειδική μεταχείριση στην Μέση Ανατολή. Νομίζω είμαστε πολύ κοντά στους Αιγύπτιους. Το περιβάλλον ήταν φιλικό, δεν είχαμε κανένα θέμα. Γελάμε και κλαίμε με τα ίδια πράγματα. Αυτό που δεν είναι φιλικό, είναι η πολιτική κατάσταση.
Υπάρχει μία σκηνή στην ταινία όπου μένουμε εγκλωβισμένοι σε ένα εστιατόριο γιατί έξω γίνονται επεισόδια. Είναι κάτι που μπορεί να σου συμβεί και στην Αθήνα, είσαι κάπου και ξαφνικά απ’ έξω πέφτουν μολότωφ. Για κάποιον Αθηναίο, είναι κάτι γνώριμο. Πήγαμε σε αυτό το εστιατόριο και μετά από λίγο άρχισαν να πέφτουν μολότωφ ακριβώς απ’ έξω. Το μαγαζί έκλεισε τις πόρτες, δεν μπορούσαμε να πάμε κάπου, είχαμε και εξοπλισμό πάνω μας, ήμασταν πιο αγχωμένοι απ’ όλους εκεί μέσα. Τελικά, δε συνέβη τίποτα, αλλά βρεθήκαμε κλεισμένοι σε ένα χώρο για 2-3 ώρες και γνωρίσαμε τους ανθρώπους που ήταν μέσα. Βγάλαμε κάμερα και ουσιαστικά τραβούσαμε αυτές τις πολύ ανθρώπινες στιγμές, όπου δεν ξέρεις τι θα συμβεί μετά, αλλά δεν έχεις και τι άλλο να κάνεις. Υπάρχει μία πολύ μεγάλη αλληλεγγύη κάτω από τέτοιες συνθήκες μεγάλου στρες.
Η documenta14 είχε επιλέξει ένα άλλο έργο μου που θα παιχτεί στο Κάσσελ. Όταν με ρώτησαν τι άλλο κάνω, τους έδειξα ένα μοντάζ της ταινίας πολύ κοντά στο τελικό αποτέλεσμα κι ενδιαφέρθηκαν να το στηρίξουν. Είμαι πολύ χαρούμενη γι’ αυτό, θεωρώ ότι μπορεί να ταυτιστεί ένα Έλληνας με την ταινία και χαίρομαι που θα παιχτεί στην πόλη μου για πρώτη φορά. Είναι πραγματικά εύστοχο. Ναι μεν γυρίστηκε στο Κάιρο, αλλά η όλη σκέψη και η οργάνωση γύρω από αυτή, το μοντάζ και η δουλειά του υλικού έγιναν στην Αθήνα, κάτω από συνθήκες εξίσου ταραγμένες. Μην ξεχνάμε ότι αυτή η ταινία είχε ζήσει και όλη την εδώ κρίση. Η Αθήνα είναι μέσα σε αυτήν με έναν τρόπο.
Αυτή η ταινία σημαίνει για μένα πέντε πολύ έντονα χρόνια από τη ζωή μου. Ήταν full time δουλειά ουσιαστικά, τουλάχιστον στο μυαλό μου. Κάποιος βλέποντας την ταινία θα μάθει πως ένιωθαν αυτοί οι άνθρωποι όταν έφτιαχναν τη μουσική τους, είναι μία ταινία για το process, για το πώς και όχι για το τελικό αποτέλεσμα. Οι άνθρωποι θα δούνε κομμάτια δημιουργίας, αλλά και συναισθήματα ανθρώπων, πίσω από ένα μουσικό project.
Με τους: Alan Bishop, Aya Hemeda, Cherif El Masri, Adham Zidan
Σκηνοθεσία, σενάριο, μοντάζ: Μαρίνα Γιώτη
Ποίηση και πρόζα: Alan Bishop
Φωτογραφία, συν-σκηνοθεσία: Γιώργος Σαλαμέ
Παραγωγοί: Μαρίνα Γιώτη & Γιώργος Σαλαμέ
Executive Producer: Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη