Στις 23 Οκτωβρίου του 1926 γεννιέται ο Μάνος Χατζιδάκις
Ήταν κορυφαίος Έλληνας συνθέτης και ποιητής. Θεωρείται ο πρώτος που συνέδεσε με το έργο του, θεωρητικό και συνθετικό, τη λόγια μουσική με τη λαϊκή μουσική παράδοση.
Η πρώτη εμφάνιση του Χατζιδάκι ως συνθέτη πραγματοποιείται το 1944, σε ηλικία 19 ετών, με τη συμμετοχή του στο έργο «Τελευταίος Ασπροκόρακας» του Αλέξη Σολομού, στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, ο Χατζιδάκις θα παρακολουθήσει και μαθήματα υποκριτικής, αν και τελικά ο ίδιος ο Κουν θα τον προτρέψει να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη μουσική. Η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης θα αποδειχθεί ιδιαίτερα παραγωγική και θα διαρκέσει περίπου δεκαπέντε χρόνια. Τέλος, το 1946, καταγράφεται η πρώτη του εργασία για τον κινηματογράφο, στην ταινία «Αδούλωτοι Σκλάβοι».
Την περίοδο αυτή, ο Χατζιδάκις ανακαλύπτει το ρεμπέτικο τραγούδι και γίνεται ο πρώτος που θα το μελετήσει σε βάθος και θα κατανοήσει την αξία του. Στις 31 Ιανουαρίου 1949, σε ηλικία 23 ετών, δίνει στο Θέατρο Τέχνης τη διάσημη πλέον διάλεξη για το ρεμπέτικο τραγούδι.
Το 1950 θα αποτελέσει ιδρυτικό στέλεχος και καλλιτεχνικό διευθυντή του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου, όπου παρουσιάζει τα τέσσερα μπαλέτα του, «Μαρσύας», «Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές»,«Το Καταραμένο Φίδι» και «Ερημιά». Την ίδια εποχή, η τραγωδός Μαρίκα Κοτοπούλη αναθέτει στον Χατζιδάκι τη σύνθεση της μουσικής για τις «Χοηφόρους» από την «Ορέστεια» του Αισχύλου. Το γεγονός αυτό αποτελεί την απαρχή της ενασχόλησης του Χατζιδάκι με το αρχαίο δράμα. Μερικές από τις τραγωδίες και κωμωδίες για τις οποίες θα γράψει μουσική είναι η «Μήδεια», ο «Κύκλωπας», οι «Βάκχες», οι «Εκκλησιάζουσες», η «Λυσιστράτη» και οι «Όρνιθες». Το 1950 ο Χατζιδάκις συνεργάζεται με τον Άγγελο Σικελιανό προκειμένου να συνθέσει τη μουσική για την τελευταία τραγωδία του ποιητή «Ο Θάνατος του Διγενή». Την ίδια περίοδο γράφει σημαντικά μουσικά έργα, όπως τα πιανιστικά έργα «Ιονική σουίτα» και «Για μια μικρή λευκή αχιβάδα» καθώς και τον κύκλο τραγουδιών «Ο Κύκλος του C.N.S.».
Το 1960 ήταν μία χρονιά με διακρίσεις και βραβεία. Του απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο στο Β’ Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού του Ε.Ι.Ρ. για το «Κυπαρισσάκι» και την «Τιμωρία» με την Νάνα Μούσχουρη, απέσπασε το βραβείο για τη μουσική του στο «Ποτάμι» του Νίκου Κούνδουρου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, έγραψε τα «Τα Παιδιά του Πειραιά» για το «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασέν, που έκαναν το γύρο του κόσμου «αποδίδοντας» στον συνθέτη και το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού την επόμενη χρονιά, και επίσης συνέθεσε μουσική για τα θεατρικά έργα «Ευρυδίκη» του Ζαν Ανούιγ, «Το γλυκό πουλί της νιότης» του Τένεσι Ουίλιαμς, «Ο θάνατος του Διγενή» του Άγγελου Σικελιανού, «Η τύχη της Μαρούλας» του Δημητρίου Κορομηλά και για πολλές ταινίες. Ανάμεσά τους οι: «Μανταλένα», «Η Αλίκη στο ναυτικό», «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Η κυρία δήμαρχος», «Το κλωτσοσκούφι», «Ραντεβού στην Κέρκυρα», κ.α.
Το 1961 κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού για το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά». Η βράβευση αυτή του έδωσε παγκόσμια δημοσιότητα, την οποία ο Χατζιδάκις προσπάθησε να αποφύγει με κάθε τρόπο, θεωρώντας ότι του στερούσε τη δυνατότητα να διαμορφώσει ο ίδιος την σχέση του με τον ακροατή του. «Για μένα το Όσκαρ δεν αποτελεί στεφάνωμα μιας σταδιοδρομίας αλλά το αληθινό μου ξεκίνημα», ήταν η απάντηση-δήλωση του συνθέτη. «Τα παιδιά του Πειραιά» έφεραν στην Ελλάδα το δεύτερο Όσκαρ, δεκαπέντε χρόνια μετά την Κατίνα Παξινού και το δικό της Όσκαρ για την ερμηνεία της στην ταινία «Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα».
Το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι για το «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασέν, που έκανε το γύρο του κόσμου, επικράτησε των άλλων υποψηφιοτήτων, προσφέροντας στον Έλληνα δημιουργό μία διεθνή διάκριση. Ήταν μια βράβευση την οποία ο ίδιος δεν αντιμετώπισε ποτέ ως ξεχωριστή στιγμή στην καριέρα του. «Μπορεί ένα απλό τραγούδι να μου έφερε το Όσκαρ. Οι φιλοδοξίες μου όμως και οι υποχρεώσεις μου δεν σταματούν σε αυτό…», έλεγε. Την ίδια χρονιά ο Μάνος Χατζιδάκις απέσπασε το Β’ βραβείο στο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού για το τραγούδι του «Κουρασμένο παλληκάρι». Το Α’ δόθηκε στον Μίκη Θεοδωράκη για την «Απαγωγή».