Αχιλλέας Περσίδης: Ήχος νότιος ζεστός, στη σκιά της θάλασσας

Αλκυονίδες στις Κυκλάδες. Ένα πουλί που πλανάρει με ανοιχτά τα φτερά. Ένα ξωκλήσι με ένα μνήμα σπασμένο κι ένα κυπαρίσσι. Η οικειότητα από τη λαδομπογιά μιας ψαρόβαρκας σ’ ένα ασήμαντο λιμάνι.

Του Ιλάν

Η εικόνα ενός μοναχικού ανθρώπου που στις βαριές του, στη θλίψη του απάνω, σέρνει τα βήματά του στα τσιμέντα του θλιβερού άστεως. Τα μάτια ενός μικρού παιδιού που εκμηδενίζουν το γκρίζο της καθημερινότητας.

Πάντα τον έλκυε η ψυχική διάσταση της μουσικής. Αυτή που είναι ικανή να δημιουργεί εικόνες διαφορετικές για τον κάθε αποδέκτη της. Εικόνες σαν αυτές τον κάνουν να παίζει, να συνθέτει, να προχωρά μπροστά. Του δίνουν το θέμα σε κάθε του απόπειρα να κατασκευάσει μια νέα «μουσική ιστορία», όπως λέει το κάθε του κομμάτι. Ο Αχιλλέας είναι ένας άνθρωπος με πολλές εμμονές. Αγαπάει πάντα αυτό που αγάπησε μια φορά. Και μπορεί αυτός ο έρωτας να μην είναι άτρωτος, είναι όμως αυτός που κινεί την ύπαρξή του.

Η κουβέντα μας άρχισε με τη δύση του ηλίου στο 100 ετών πατρικό του σπίτι, κάπου στις παλιές αστικές γειτονιές της Αθήνας που κατοικούνται από Αφρικανούς μετανάστες με γαλλική προφορά. Σενεγάλη, Μοζαμβίκη, Κονγκό.

Στο σπίτι αυτό έχει πολλές παιδικές αναμνήσεις, τον επισκέπτονται αγαπημένες οπτασίες του παρελθόντος. Η περιοχή είναι γεμάτη γκρίζες πολυκατοικίες, όμως εκείνος ζει σε μία από τις λίγες προπολεμικές μονοκατοικίες με αυλή, στο τέλος του αδιεξόδου.

Η πρώτη κιθάρα

Ήταν περίπου δέκα όταν ένας ξάδελφος άφησε για μια νύχτα μόνο την κιθάρα του στο σπίτι των γονιών του. Δεν γύρισε ποτέ να την πάρει. Στη σχολική εκδρομή συνάντησε έναν άλλο συμμαθητή, που είχε μια κιθάρα ολόδική του. Ο Αχιλλέας τον ζήλεψε κι άρχισε να ψάχνει τις πρώτες του συγχορδίες. Από εκείνη τη στιγμή έγιναν αχώριστοι με τον Βασίλη. Μαζί μάθανε να παίζουν, μαζί έκαναν τα πρώτα επαγγελματικά τους βήματα σε δεξιώσεις, κοπές πίτας και ονομαστικές εορτές, παίζοντας είτε σαν ντουέτο ή αργότερα με τους «πολυτεχνίτες» της Machine Band.

Τα χρόνια εκείνα στις μπουάτ της Πλάκας το πρόγραμμα άνοιγαν κιθαριστικά ντουέτα που με φυσαρμόνικες και μικρά κρουστά έπαιζαν παλιά country blues, μπαλάντες του Bob Dylan και ακουστικές συνθέσεις των Crosby, Stills & Nash. Σε μία από αυτές, την ώρα που οι πελάτες έβρισκαν το κάθισμα τους και παράγγελναν τα ποτά τους, ένα μικρό ιδιότυπο κοινό με μακριά μαλλιά και πολλά χαϊμαλιά σκόρπιζε όταν οι δύο φίλοι μουσικοί τελείωναν το πρόγραμμά τους αφήνοντας χώρο στις “φίρμες”. Ήταν οι κιθαρίστες των πέριξ μαγαζιών, που έσπευδαν να αντιγράψουν «κόλπα». Ακόρντα και κουρδίσματα.

Ο Θάνος Μικρούτσικος ήταν τότε στα πρώτα βήματά του ως πιανίστα και ενορχηστρωτή. Πρότεινε στον ίδιο και τον αιώνιο κολλητό του, το Βασίλη Ρακόπουλο, να σχηματίσουν το φολκλορικό ντουέτο (α+β). “Νονός” τους ο Ιλάν. Μεροκάματο δραχμαί σαράντα πέντε. Κάπως έτσι ο Αχιλλέας ξεκίνησε τα πρώτα επαγγελματικά του βήματα.


Ψαραντώνης, Ψαρογιώργης και Αχιλλέας Περσίδης

Για μια κιθάρα ισπανική

Μια κιθάρα ήταν μόνο η αφορμή. Του άρεσε αυτό που άκουσε εκεί, έμεινε και το σπούδασε. Όταν πήγε στην Ισπανία, ο ήχος του ήταν μισός ηλεκτρικός και μισός ακουστικός. Κλασική κιθάρα δεν είχε πιάσει στα χέρια του ποτέ. Τις θεωρούσε μουγκές! Πού να ήξερε ότι αργότερα, σε όλη τη ζωή του, θα έπαιζε αυτό το όργανο.

Κάποιοι του καταλογίζουν ότι έφυγε νωρίς από την εμπορική μουσική μετά τη συμμετοχή του σε πάνω από εκατό δίσκους των μεγάλων φωνών του ελληνικού πενταγράμμου. Το «Μένω εκτός» της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, τη “Misa Criolla” και «Τα λάτιν» του Γιώργου Νταλάρα και ακόμα: Χάρις Αλεξίου «Δι’ ευχών», Άλκηστις Πρωτοψάλτη «Σαν Ηφαίστειο», Κώστας Χατζής «Live στο Rex», Μαργαρίτα Ζορμπαλά «Νερό κι Αλάτι», Γιάννης Κότσιρας «Φύλακας Άγγελος», Ψαραντώνης «Αναστορήματα» ή στον δίσκο των “Ojos de Brujo” από τη Βαρκελώνη.

Στις περιοδείες με τα μεγάλα αθηναϊκά σχήματα γνωστών τραγουδιστών του ελληνικού ρεπερτορίου στις Αμερικές ή τις Αυστραλίες ο Αχιλλέας έβλεπε πάντα το ταξίδι όχι μόνο ως επάγγελμα, αλλά και ως «ταξίδι» στην απόλυτη έννοιά του. Σαν ένα κλειδί που ανοίγει πόρτες σε νέες χώρες, σε νέους ανθρώπους, σε νέες προοπτικές.

Μετανάστης στο Βερολίνο

Η περιέργεια ενός νέου και η θέλησή του να ξεφύγει από τα λιμνάζοντα ύδατα της απογοητευτικής μεταδικτατορικής Ελλάδας ήταν η αιτία. Στο διχασμένο ψυχροπολεμικό Βερολίνο ο νέος Έλληνας μετανάστης μουσικός συνειδητοποίησε την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, την απόσταση από τα καθ’ ημάς. Η απόσταση αυτή έκανε τον Αχιλλέα να καταλάβει τη χώρα του. Διότι, όπως λένε και οι Κινέζοι, «η απόσταση προάγει χωρίς να εξηγεί ποια απόσταση είναι αυτή και τι προάγεται απ’ αυτήν».

Μετά την πρώτη περίοδο προσαρμογής στη γλώσσα και το κλίμα της ιστορικής γερμανικής πρωτεύουσας, με την κλασική κιθάρα του αρχίζει να παίζει σόλο στα μπαράκια της πόλης και να «τζαμάρει» με μια πανσπερμία μουσικών απ’ όλο τον κόσμο περιοδεύοντας με σύνολα λάτιν μουσικής σε πόλεις της Γερμανίας, της Ολλανδίας ή του Βελγίου.

«Χρόνια με διπλά σύνορα, κόκκινα αστέρια, φώτα και ναρκοπέδια. Όμως το Βερολίνο είναι μεγάλο και δεν πέφτεις συνεχώς πάνω στο τείχος για να σου θυμίζει ότι είσαι μέσα στη φάκα. Οι γέφυρες χωρίζονταν, τα ποτάμια επίσης. Σ’ ένα τέτοιο σύνορο -όπου υπάρχει και μια ουδέτερη ζώνη- δυο παιδιά τα είχε παρασύρει το ποτάμι.

Λόγω της ουδετερότητας του σημείου, δεν τολμούσαν να επέμβουν και από τις δυο πλευρές, μην τύχει και προκληθεί ένα διπλωματικό επεισόδιο. Τα παιδιά πνίγηκαν. Δεν γνώρισα το Βερολίνο ενωμένο, ξέρω μόνο την παλιά εικόνα. Και οι Βερολινέζοι, ύστερα από λίγες μέρες ενθουσιασμού για την πτώση του τείχους, έβαλαν τα λάβαρα στο συρτάρι και κοίταξαν κατάματα το διά ταύτα…».


Απόγευμα στην Αχαρνών με το ποδήλατο

Μ’ ένα λαούτο στο χέρι

Η ανάγκη του να μην γίνει ένας αιώνιος «Έλληνας του εξωτερικού» τον οδήγησε, ύστερα από μια ολιγοήμερη στάση στην Αθήνα, στα Χανιά, όπου το 1969 διορίστηκε η αδελφή του καθηγήτρια. Όντας πια μόνιμος κάτοικος της πόλης από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 και με τη συμμετοχή του στο συγκρότημα του Ψαραντώνη ή στον “Λαβύρινθο” του -πολιτογραφημένου Έλληνα- Ιρλανδού λυράρη της Κρήτης Ross Daly, ο Αχιλλέας αναζήτησε τη νέα ηχοχρωματική του παλέτα.

Το λαούτο στα χέρια του, μιλάει στην ψυχή του γνωστού ως τότε στην «πιάτσα» σαν κιθαρίστα. Ο τοπικός ήχος -και το νέο αυτό όργανο- τού δείχνουν νέους δρόμους, νέες ηχητικές και συνθετικές κατευθύνσεις. Αυτές που έφεραν στη ζωή του το σύνολο «Νότιος Ήχος», το οποίο χαρακτηρίζουν κώδικες που παραπέμπουν στην κρητική μουσική και την Κρήτη, όπου τον οδήγησε η ανάγκη του να ξεφύγει από τις αποπνικτικές, κάποιες στιγμές, μεγαλουπόλεις.

Το τηλέφωνο στο σπίτι της Αθήνας είχε από καιρό σταματήσει να χτυπά, καθώς η βιομηχανία του έντεχνου τραγουδιού, ήδη γεμάτη από νέα πρόσωπα, τον είχε ξεχάσει. Ο Αχιλλέας απομακρύνθηκε οριστικά από τον ρόλο του μουσικού – συνοδού.

Η ανάγκη του για θάλασσα, για καθαρό ουρανό, το όνειρό του να ζήσει σε μια παραθαλάσσια πόλη, η ανάγκη του ν’ αφήσει τον έως τότε μουσικό του εαυτό -ένα συνονθύλευμα πολλαπλών επιρροών-, το λαούτο και η κρητική επίδραση δεν ήταν οι μόνες συμπτώσεις που έδωσαν διέξοδο στις νέες του αναζητήσεις συνδυασμένες με μια νέα μαθητεία, νέο ύφος, όργανα, ρυθμούς.

Τον παρότρυνε η επιθυμία του η μουσική να έχει γεωγραφική συνάφεια με τον χώρο όπου γεννιέται, με τον ίδιο τον ακροατή της. Διότι «δεν μπορεί να γεννιέσαι σε μία χώρα, να βλέπεις το φως για πρώτη φορά εκεί, ν’ ακούς τη γλώσσα για πρώτη φορά και ξαφνικά να ’ρχεται η ώρα να γράψεις πέντε νότες και να παίζεις μπόσα νόβα, μπλουζ ή οτιδήποτε άλλο». Ξεκίνησε τις πρώτες του συνθέσεις γνωρίζοντας τι δεν θα είναι και λιγότερο τι θα είναι. Δύσκολο να ξεφορτωθεί το μουσικό του παρελθόν.

Ο «Νότιος Ήχος»

Το 1994 ο Αχιλλέας με μια παρέα μουσικών, τον “Τσίκο” στα κρουστά και τα τύμπανα, τον Τάκη Κανέλλο στα κρουστά και τον Ηλία Τσαγκάρη στο μπάσο, δημιούργησαν το συγκρότημα «Νότιος Ήχος». Ο πρώτος τους δίσκος για την Polygram είχε τίτλο το όνομά τους. Συνέπραξαν μαζί τους ο Ross Daly στην κρητική λύρα, ο Πάνος Γκέκας στο πιάνο και τα κρουστά, ο Γιώργος Ξυλούρης με το λαούτο του και ο Βασίλης Ρακόπουλος στην κλασική κιθάρα.

Δύο περίπου χρόνια μετά ο «Νότιος Ήχος» παρουσίασε μια δεύτερη δουλειά με τίτλο «Σκιά της θάλασσας». Το συγκρότημα είχε ήδη μπει στη διαδικασία της προετοιμασίας ενός τρίτου δίσκου, που δεν εκδόθηκε ποτέ.

Η ψυχή της μουσικής

Οι ακροατές της τελευταίας του συναυλίας είχαν μια θερμή, ειλικρινή αντίδραση στα όσα άκουσαν. Εκτός από τα τυπικά «σας ευχαριστούμε κύριε Περσίδη», έλεγαν ακόμη «μας ταξιδέψατε». Και του το λένε συχνά. Οι αρμονίες και οι τεχνικές δεν είναι το μόνο ζητούμενο για τον πολύπειρο μουσικό. Η ψυχή της μουσικής είναι. Και όταν ο κόσμος το επιβραβεύει, τότε ο στόχος έχει επιτευχθεί.

«Όταν ένας άνθρωπος πιάνει από παιδί ένα όργανο στο χέρι από χόμπι και το κάνει επάγγελμα, υπερβαίνοντας στιγμιαία το βιοποριστικό, πρέπει να ψάχνεται, να παρατηρεί φτάνοντας έως την ενδοσκόπηση του ίδιου του εαυτού του. Αυτή που τον ωθεί να ασκείται καθημερινά, να τακτοποιεί τη σκέψη του, να αποκτά αυτοπειθαρχία. Γιατί μόνο έτσι γίνεσαι ένας καλός επαγγελματίας».

Την ίδια μεθοδολογία χρησιμοποιεί μέχρι σήμερα ο Αχιλλέας Περσίδης σαν εργαλείο στην καθημερινή του ζωή. Σε δύσκολες οικογενειακές περιόδους, σε εποχές με σοβαρές εντάσεις, σωματικές ή και ψυχικές, στις στιγμές του μόχθου και της εργασίας. Σε τέτοιες περίκλειστες ώρες, στις στιγμές της αυτοσυγκέντρωσης, ο μουσικός ανακαλύπτει την ενεργειακή διάσταση μιας μουσικής που μπορεί να αγγίξει σε βάθος το συναίσθημα του ακροατή. Είτε αυτός είναι σε ένα σπίτι φιλικό με καλή παρέα είτε μια νύχτα κάτω από τους προβολείς μιας μουσικής σκηνής.

Αυτές τις μέρες το αφεντικό του «Νότιου Ήχου» συνεργάζεται με τον έξοχο κιθαρίστα Γιώργο Λιμάκη και τον αγαπημένο του κρουστό Πάνο Κατσικιώτη – Τσίκο. Προορισμός τους μουσικά τοπία ποτισμένα από τους ήχους και τις μυρωδιές της Μεσογείου.

Με μια κιθάρα ή ένα λαούτο σε όλη του τη ζωή ο Αχιλλέας Περσίδης ένιωθε πως είχε ανά χείρας ένα διαβατήριο. Ένα μέσο επικοινωνίας και βαθιάς γνώσης της ανθρώπινης ψυχής.
(φωτό: Χρήστος Διαμάντης)

Πηγή

Top