«Περουζέ»: Η ιστορία της σπάνιας όπερας του Θεόφραστου Σακελλαρίδη που αναβιώνει στο Φεστιβάλ Αθηνών

του Χρήστου Παρίδη

Ο πατέρας της ελληνικής οπερέτας Θεόφραστος Σακελλαρίδης (1883-1950), γνωστότερος σε γενιές και γενιές Ελλήνων από τον «Βαφτιστικό» του 1919 και το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του» της Σοφίας Βέμπο, πολύ πριν γίνει ένας από του δημοφιλέστερους συνθέτες χάρη στις 80 οπερέτες του και τις αμέτρητες μουσικές του για την επιθεώρηση, έχοντας στο οπλοστάσιό του σημαντικές σπουδές δίπλα στον πατέρα του Ιωάννη, που υπήρξε μεταρρυθμιστή της βυζαντινής μουσικής, και στη Γερμανία, έκανε τις πρώτες του απόπειρες στο μουσικό θέατρο με δραματικές όπερες.

Έτσι, μεταξύ του 1903 και του 1917 έγραψε τα έργα «Υμέναιος», «Ο Πειρατής», «Περουζέ», «Το στοιχειωμένο γεφύρι» και το «Το κάστρο της Ωρηάς», εκ των οποίων κανένα δεν διασώθηκε, πλην ενός. Το μοναδικό που κατάφερε να επιζήσει κάτω από δυσμενείς συνθήκες ήταν η «Περουζέ», η οποία αποτέλεσε, όταν ανέβηκε τον Αύγουστο του 1911 στο θέατρο Ολύμπια, τεράστια λαϊκή επιτυχία.

Είναι μια δραματική όπερα σε λιμπρέτο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Γιώργου Τσοκόπουλου που πραγματοποιείται σε ένα παραθαλάσσιο ελληνικό χωριό αρχές του 20ού αι. Εκεί, ένας νέος άντρας, ο Θάνος, είναι αρραβωνιασμένος με την Ανθούλα, μέχρι που ερωτεύεται την Περουζέ, σύντροφο του Βασιλιά των Τσιγγάνων. Εκείνη ανταποκρίνεται κι έτσι η ιστορία εξελίσσεται σε δράμα με μοιραίο τέλος.

Στο πρώτο ανέβασμά του τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Περουζέ κράτησε η Ρεβέκκα (κατά κόσμον Όλγα Πικοπούλου-Παπαδιαμαντοπούλου-Βαλτετσιώτη). Λέγεται ότι ο Σακελλαρίδης ήταν ερωτευμένος με την κόρη της και για να την πείσει να εγκρίνει τον γάμο τους της έγραψε αυτό το έργο ‒ ο σκοπός επετεύχθη. Στον ρόλο του Θάνου ήταν ο τενόρος Νίκος Μωραΐτης και του Βασιλιά των Τσιγγάνων ο μπάσος Μιχάλης Βλαχόπουλος.

Τον πρώτο χρόνο παίχτηκαν 60 παραστάσεις σε μια Αθήνα που αριθμούσε περί τους 150.000 ανθρώπους. Στην επετειακή παράσταση παρευρέθηκε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ενώ την προλόγισε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος. Ο θρίαμβος συνεχίστηκε έναν ακόμα χρόνο.

Ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης

 

Η «Περουζέ» παιζόταν για χρόνια σε περιοδείες του θιάσου του Ελληνικού Μελοδράματος στις ελληνικές παροικίες της Μέσης Ανατολής αλλά και στη Θεσσαλονίκη (ξέρουμε ότι παράστασή της παρακολούθησε ο Ρόμελ και ενθουσιάστηκε), ενώ δύο μουσικά κομμάτια της, η άρια «Νεράιδα του γιαλού» και το ντουέτο «Πιο θερμά», ακολούθησαν τη δική τους πετυχημένη πορεία.

Ο μαέστρος Βύρων Φιδετζής, μαζί με τη Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών, ετοιμάζει για το Φεστιβάλ Αθηνών το πρώτο πλήρες ανέβασμα της «Περουζέ» από την τελευταία φορά που παρουσιάστηκε από την Εθνική Λυρική Σκηνή, πάλι στο Θέατρο Ολύμπια, το 1950, έτος θανάτου του Σακελλαρίδη.

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει ολόκληρο παρασκήνιο για το πώς διασώθηκαν οι παρτιτούρες της οπερέτας και με αυτό το γεγονός συνδέεται άμεσα ο κ. Φιδετζής.

Ο ίδιος εξηγεί: «Η “Περουζέ” είναι η μοναδική όπερα του Σακελλαρίδη που υπάρχει σε εκτελέσιμη μορφή. Η παρτιτούρα της βρισκόταν στα χέρια του μαέστρου Καραλίβανου και από κει πέρασε στον Γιώργο Λεωτσάκο. Καθώς είχε παραμείνει για χρόνια σε έναν χώρο με πολλή υγρασία και ήταν αδύνατον να φωτοτυπηθεί, την έδωσε στο Μπενάκη που της έκανε ειδική επεξεργασία κι έτσι φωτογραφήθηκαν οι σελίδες.

Εγώ, πάνω σε φωτοτυπίες των φωτογραφιών, χάραξα, εκεί όπου έλειπαν τα πεντάγραμμα, νότες που πήρα από τις πάρτες των οργάνων της ορχήστρας. Αυτό συνέβη πριν από περίπου 20 χρόνια και το 2001 έγινε κοντσερτάντε εκτέλεση της όπερας στη Θεσσαλονίκη με την Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης. Έκανα διάφορες προσπάθειες έκτοτε να ανέβει, αλλά η Λυρική δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τελικά, δέχτηκε το Φεστιβάλ».

Στην πρώτη παράσταση του Περουζέ το 1911 τον ρόλο του Θάνου είχε ο τενόρος Νίκος Μωραΐτης και του Βασιλιά των Τσιγγάνων ο μπάσος Μιχάλης Βλαχόπουλος.

Όταν ο Σακελλαρίδης επέστρεψε από τις σπουδές του στη Γερμανία και θέλησε να συμβάλει και ο ίδιος στη μουσική δημιουργία του τόπου, η ελληνική όπερα μετρούσε ήδη σχεδόν 100 χρόνια παράδοσης.

Όπως λέει ο κ. Φιδετζής: «Το πρώτο έργο που έχουμε είναι το “Accione Comicas” του Μάντζαρου, το οποίο παίχτηκε το 1815 στην Κέρκυρα, αλλά υπάρχει και μια σειρά έργων στα Επτάνησα, όπως αυτά του Παύλου Καρρέρ, που συχνά τραγουδούσαν Ιταλοί που παπαγάλιζαν τα ελληνικά λόγια, όπως η “Άρια Γκρέκα” του Μάντζαρου του 1825 που τραγούδησε στα ελληνικά Ιταλίδα.

Σιγά-σιγά προστέθηκαν συνθέτες της ηπειρωτικής Ελλάδας, όπως ο Λιάλιος, που έγραφε στα γερμανικά. Υπήρχε παραγωγή στα γερμανικά, στα γαλλικά του Σαμάρα και πολλές στα ιταλικά. Όταν, λοιπόν, ο Σακελλαρίδης γράφει τις πρώτες του όπερες, υπάρχει ήδη μια ιστορία.

Ο Λαυράγκας, ο ιδρυτής του Ελληνικού Μελοδράματος, είχε γράψει κάποια έργα στις αρχές του 20ού αι. στα ελληνικά, οπότε παίρνει τη σκυτάλη, και λίγο μετά έρχεται ο Καλομοίρης με τον “Πρωτομάστορα” το 1915-16. Και ο Μητρόπουλος έγραψε στα γαλλικά τη “Βεατρίκη”, που παίχτηκε μία φορά.

Η όπερα θεωρείται πολύ δημοφιλές και αποδεκτό είδος εκείνη την εποχή, σαν το σινεμά σήμερα. Οι αριστοκράτες πήγαιναν στα θεωρεία και ο απλός λαός στον εξώστη.

Τα έργα του Βέρντι παιζόντουσαν από μπάντες και τα σουξέ στις πλατείες. Οι μελωδίες ήταν πολύ γνωστές ευρύτερα και ιδιαίτερα στα Επτάνησα, όπου υπήρχε μια ομαλή σχέση με την Ευρώπη. Εκεί δεν υπήρχε αυτή η πίεση που ένιωθε η υπόλοιπη Ελλάδα να κερδίσει το χαμένο έδαφος. Υπήρχε οπερόφιλο κοινό και στις μεγάλες πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως η Σμύρνη, που είχε ένα τεράστιο θέατρο που κάηκε στην Καταστροφή, ενώ οι ελληνικοί θίασοι έκαναν περιοδείες στην Αίγυπτο και στην Κωνσταντινούπολη».

Αλλά ποια είναι η σημασία της «Περουζέ» μουσικά; «Αυτό που εγώ βλέπω στην Περουζέ είναι μια επιρροή τόσο από την ιταλική βεριστική όπερα, που ήταν πολύ του συρμού ‒ ζούσαν όλοι οι μεγάλοι ακόμα, όπως και ο Σαμάρας, που έκανε καριέρα στην Ιταλία. Εκείνο που εντυπωσιάζει στην “Περουζέ” είναι ότι χρησιμοποιεί στοιχεία που τη διαφοροποιούν από τον βερισμό γιατί έχει μουσικές κλίμακες ανατολίζουσες ή αρχαιοελληνικές. Χαρακτηριστικός είναι και ο δώριος τρόπος, μια μουσική γλώσσα που κινείται, έτσι όπως το έβλεπαν τότε, σε ένα ελληνοπρεπές ύφος και έχει στοιχεία από τη βιεννέζικη οπερέτα.

 
Ο Σακελλαρίδης, ως πολύ ταλαντούχος, είχε την ιδιότητα να παίρνει διάφορα στοιχεία και να τα ενσωματώνει στα έργα του με έναν αρμονικό τρόπο, χωρίς να ενοχλεί. Ένα βιεννέζικο στοιχείο δίπλα σε αρχαιοελληνικούς τρόπους. Με τον τρόπο που το κάνει είναι πειστικό. Η μουσική ήταν πιασάρικη, είχε πάρα πολύ ωραία κομμάτια, μια ρέουσα μελωδικότητα με μεγάλη αμεσότητα.

 
Τον καιρό που δεν υπήρχαν ακόμα ραδιόφωνα και μεγάφωνα, στις πλατείες των επαρχιακών πόλεων ακούγονταν μελωδίες από όπερες που έπαιζαν στρατιωτικές μπάντες και φιλαρμονικές. Στην Ιταλία ακούγονταν ποτ-πουρί του Βέρντι και του Μπελίνι.

 

Περουζέ – «Τὸ παραμύθι τῆς νεράϊδας» – Θ. Σακελλαρίδης (1911)

Προσωπικά, πρόλαβα και άκουσα στη Δράμα, στις Σέρρες και στην Κέρκυρα αποσπάσματα της “Περουζέ” παιγμένα από μπάντες. Η δε μεταγραφή της για πιάνο και φωνές, το λεγόμενο “σπαρτίτο”, ήταν τυπωμένο σε έκδοση που θα τη ζήλευε και ο καλύτερος γερμανικός εκδοτικός μουσικός οίκος. Αυτό δεν θα γινόταν αν το έργο δεν είχε απήχηση».

Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι αποτελεί εμβληματικό έργο της ελληνικής παραγωγής; «Την τοποθετώ ανάμεσα στα εμβληματικά ελληνικά έργα. Η Ελλάδα, παρ’ όλες τις τραγωδίες που πέρασε και τον τρόπο που έγινε κράτος, το οποίο ήταν πάρα πολύ δύσκολο και προβληματικό, είχε την τύχη, στον τομέα της μουσικής, να έχει τέσσερα μουσικοδραματικά ταλέντα πρώτης γραμμής στις αρχές του 20ού αι.

Ο Σαμάρας, ο Λαυράγκας, ο Σακελλαρίδης και ο Καλομοίρης κινήθηκαν γύρω από το πλαίσιο της βεριστικής όπερας. Ο Καλομοίρης, αν και γερμανικής μορφώσεως, πήρε πάρα πολλά από τον ρεαλισμό της ιταλικής σχολής, ο δε Σαμάρας πρωταγωνιστούσε. Τα μέσα, βέβαια, δεν ήταν εκείνα που διέθεταν η Όπερα της Βιέννης ή η Σκάλα του Μιλάνου. Οπότε, είτε έγραφαν για ξένα θέατρα, όπως ο Σαμάρας, του οποίου οι μεγάλες επιτυχίες ήταν στην Ιταλία, είτε στράφηκαν αναγκαστικά στην οπερέτα, όπως ο Σακελλαρίδης, γιατί έπρεπε να ζήσουν».

Η «Περουζέ» θα ανέβει στις 16 και 17 Ιουνίου σε μουσική διεύθυνση Βύρωνα Φιδετζή και σκηνοθεσία Θοδωρή Αμπαζή.

 

Info


Περουζέ, του Θεόφραστου Σακελλαρίδη

Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών
16 & 17 Ιουνίου, 21:00
Ωδείο Ηρώδου Αττικού
Μουσική διεύθυνση: Βύρων Φιδετζής
Σκηνοθεσία: Θοδωρής Αμπαζής
Ερμηνεύουν: Κασσάνδρα Δημοπούλου (Περουζέ), Φίλιππος Μοδινός (Θάνος), Άννα Στυλιανάκη (Ανθούλα), Πέτρος Μαγουλάς (Βασιλιάς των Τσιγγάνων) και Τάσης Χριστογιαννόπουλος (Πέτρος).

Συμμετέχουν η Χορωδία του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών (διεύθυνση Νίκου Μαλιάρα) και η Χορωδία Θεσσαλονίκης (διεύθυνση Μαίρη Κωνσταντινίδου).  

Ευχαριστούμε τον κ. Στάθη Αρφάκη για την παραχώρηση σπάνιου αρχειακού υλικού.


Πηγή

Top