Η Αύρα Ξεπαπαδάκου γράφει για την “Δέσπω” του Παύλου Καρρέρ.
Η υπόθεση
Σε μία κακοτράχαλη ορεινή περιοχή του Σουλίου σουλιώτες πολεμιστές ξαποσταίνουν μετά από μία νικηφόρο μάχη και περιποιούνται τους τραυματίες τους. Πίσω τους, πάνω σε έναν ψηλό βράχο, ορθώνεται ο πύργος του Δημουλά. Ο οπλαρχηγός Λάμπρος, συνοδευόμενος από τον Κώστα, τον γιο του, διατάζει τα παλικάρια του να φυλάξουν νυχτερινή περιπολία γιατί ελλοχεύει ο φόβος μιας τουρκικής επίθεσης μέσα στο σκοτάδι. Από μακριά ακούγονται οι σουλιώτισσες που πλησιάζουν τραγουδώντας την αφοσίωσή τους ψυχή τε και σώματι στον αγώνα για την ελευθερία: βέρα τους θα είναι η μάχη, γαμπρός το βόλι και ο καπνός του μπαρουτιού το νυφικό τους στέφανο. Πατέρας και γιος ακούν με θαυμασμό το ηρωικό τραγούδι των άφαντων κοριτσιών, φοβούνται, όμως, μήπως τα λόγια τους αυτά αποδειχθούν προφητικά.
Ο Μάρκος, ο αγγελιαφόρος των σουλιωτών, έρχεται από μακριά και περιγράφει σαν όραμα το χρυσό τάγμα των αγγελοκαμωμένων γυναικών που, ζωσμένο με άρματα, βαδίζει προς το στρατόπεδο. Σουλιώτες και σουλιώτισσες φθάνουν από τον πύργο για να υποδεχτούν την αρχηγό των γυναικών, τη «θεά του πολέμου», Δέσπω. Εισέρχεται η Δέσπω με τη συνοδεία της και άδοντας έναν νικητήριο ύμνο, ζητά να μάθει ποια είναι η έκβαση της μάχης και πού βρίσκεται ο σύζυγός της. Συντετριμμένοι οι σουλιώτες την πληροφορούν ότι ο άντρας της έπεσε ηρωικά, χτυπημένος στο στήθος από τα τουρκικά βόλια. Η Δέσπω γονατίζει και προσεύχεται για την ψυχή του αγαπημένου της. Όλοι ψάλλουν μαζί της. Όταν τελειώνει η δέηση, η Δέσπω με βροντερή φωνή ορκίζεται στο σπαθί της εκδίκηση για «την πατρίδα, τον σταυρό και τη ’λευθερία». Μαζί της ορκίζονται σουλιώτισσες και αρματολοί.
Ξάφνου οι άντρες της σκοπιάς δέχονται αιφνιδιαστική επίθεση από τους εχθρούς. Το απόσπασμα ανασυντάσσεται και φεύγει για τη μάχη. Η Δέσπω μένει μόνη με τις γυναίκες. Στο δίλημμα «τάφος η Τουρκιά» όλες επιλέγουν τον θάνατο. Ακολουθώντας την αρχηγό τους βαδίζουν προς τον πύργο του Δημουλά και ταμπουρώνονται μέσα. Ενώ η μάχη μαίνεται, οι Τούρκοι επιχειρούν έφοδο στο τελευταίο καταφύγιο των γυναικών. Τότε εκείνες ανατινάσσονται με πυρίτιδα και με μία τρομερή έκρηξη ο πύργος τυλίγεται στις φλόγες.
Η μελοποίηση από τον Παύλο Καρρέρ
Με την «Δέσπω» ο Καρρέρ εξελίσσει τη διεργασία της ζύμωσης της ιταλικής όπερας με το δημοτικό τραγούδι. Κύριο μέλημά του εδώ δεν είναι μόνο να συμπεριλάβει εθνικές πινελιές στον ευρύτερο μελωδικό καμβά της όπερας, αλλά να προσδώσει ενιαίο και αναγνωρίσιμο ελληνικό χαρακτήρα στο σύνολο του έργου του. Ο ίδιος εξηγεί σε λίγες, αλλά ιδιαίτερα περιεκτικές αράδες:
Επέστησα σπουδαίως την προσοχήν μου, ίνα εφαρμόσω όλον εκείνον τον απαιτούμενον ελληνικόν μουσικόν χρωματισμόν σχετικόν προς το ύφος και την ενότητα του αντικειμένου.
Για να κατανοήσουμε τη δημιουργική εργασία του Καρρέρ, πρέπει να ξεκινήσουμε από κοινή με εκείνον αφετηρία, από το ίδιο δηλαδή το δραματικό κείμενο της όπερας, που υπογράφει ο Αντώνιος Μανούσος. Πρόκειται για ένα σύντομο διαλογικό ποίημα σε δεκαπεντασύλλαβο, άλλοτε ομοιοκατάληκτο άλλοτε όχι, βασισμένο στο ύφος της δημοτικής ποίησης και εμπνευσμένο θεματικά από το γνωστό δημοτικό άσμα «Της Δέσπως». Το μονόπρακτο αυτό έργο μέσα από αδρές δραματικές καταστάσεις και έντονα εθνικιστικό τόνο περιστρέφεται γύρω από την ανδρειωμένη κεντρική ηρωίδα. Τα υπόλοιπα επτά πρόσωπα ιχνογραφούνται εντελώς σχηματικά, χωρίς ευδιάκριτα ατομικά χαρακτηριστικά. Η γλώσσα του έργου είναι ανάμικτη, εναλλασσόμενη ανάμεσα στον δημώδη λόγο του προτύπου του –μολονότι δεν διατηρούνται αυτούσιοι στίχοι– και την καθαρεύουσα. Οι σκηνικές οδηγίες τίθενται επίσης στην καθαρεύουσα.
Ο Καρρέρ διατηρεί μεν τη γενική πλοκή και συνοχή του έργου, αλλά επεμβαίνει στο κείμενο κατά τη διαδικασία της μελοποίησης. Από τη σύγκριση με το πρωτότυπο δράμα του Μανούσου εντοπίζονται αρκετές μεταβολές στο τελικό λιμπρέτο, όπως περικοπές στροφών, μείωση των προσώπων από επτά σε τέσσερα –μέσα από μία διαδικασία συγχώνευσης τριών προσώπων σε χορούς των ανδρών και των γυναικών– συμπύκνωση του λόγου και της δράσης και απλοποίηση των σκηνικών οδηγιών. Επίσης το κείμενο αποκτά χαρακτηριστικά λιμπρέτου με τον τονισμό των βασικών στροφών δια της επανάληψης και την τροποποίηση ορισμένων στίχων χάριν ευφωνίας.
Η ποιητική του τελικού λιμπρέτου προσφέρει στον συνθέτη τη δυνατότητα να αναμετρηθεί με τη δημοτική μουσική παράδοση. Διάχυτοι ομοιοκατάληκτοι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι διαμορφώνουν συμμετρικές μελωδικές φράσεις (π.χ. «Δυό παλληκάρια…», «Η μάχη είν’ αρραβώνα μας…», «Σουλιώτες λεοντόκαρδοι…»), οι οποίες διανθίζονται από παραδοσιακόμορφα τσακίσματα. Πρόκειται για μία τεχνική την οποία ο Καρρέρ κατέχει καλά, καθώς την έχει εφαρμόσει στα προηγούμενα κλέφτικά του άσματα, εδώ όμως την αναπτύσσει σε ολόκληρο το μουσικό σώμα της όπερας. Η επεξεργασία στοιχείων που δεν ανήκουν στο κυρίως στιχούργημα, λόγου χάριν επαναλήψεις λέξεων και προσθήκη επιφωνημάτων όπως το «αμάν», επιτρέπουν στους ερμηνευτές μία πιο ελεύθερη μελισματική απόδοση του άσματος, καθώς αφήνουν περιθώρια αυτοσχεδιασμού. Χαρακτηριστικό είναι το μέρος της υψιφώνου, η οποία ως κορυφαία του χορού των πάνοπλων γυναικών, άδει πάνω στο αυστηρό χορωδιακό φωνητικό κείμενο «Η μάχη είν’ αρραβώνα μας», επιμηκύνοντας τις φράσεις και εμπλουτίζοντας τα τσακίσματα.
Ο συνθέτης εμποτίζει το έργο του με χαρακτηριστικά γνωρίσματα της παραδοσιακής μουσικής της ηπειρωτικής Ελλάδος. Τα άφθονα τριημιτόνια («Ω πατρίς μου τρισαγία») και η έντονη χρωματικότητα ενισχύουν την παραδοσιακόμορφη υπόσταση της «Δέσπως». Συγχρόνως ο Καρρέρ δεν καταργεί την κλασική ορχήστρα, όμως οι ενορχηστρωτικές του επιλογές παραπέμπουν σε παραδοσιακά ηχοχρώματα με κυρίαρχα τα ξύλινα πνευστά μουσικά όργανα, όπως το κλαρινέτο και το φλάουτο.
Από την άλλη, ο συνθέτης διατηρεί αλώβητη την οπερατική παρακαταθήκη. Εκτός από τη δυτικογενή ρίμα, ορισμένα μέρη της όπερας αποτάσσονται τον δεκαπεντασύλλαβο και υπάγονται σε άλλη μετρική. Παράλληλα στην «Δέσπω» απαντούν όλα τα δομικά χαρακτηριστικά της ιταλικής όπερας, όπως άριες, ντουέτα, ανσάμπλ, ρετσιτατίβι, χορωδιακά. Αντιπροσωπευτική της διάστασης αυτής μπορεί να θεωρηθεί η εμβατηριακή aria di bravura «Μεσ’ στα σπλάχνα του Τούρκου». Περίπου στην ίδια αισθητική γραμμή κινείται και το χορωδιακό «Εις τ’ άρματα εις τ’ άρματα», το οποίο ο Καρρέρ αναπτύσσει δια της μεθόδου του αυτοδανεισμού, με πρότυπο το άσμα «Ο Στρατιώτης» σε στίχους Αντωνίου Μανούσου.
Η λαϊκότροπη απλότητα και οικονομία των μέσων της «Δέσπως» εκπορεύεται από την απέριττη αισθητική του δημοτικού τραγουδιού, αλλά σχετίζεται και με την παιδαγωγική διάσταση του έργου. Ας μην ξεχνάμε ότι συντίθεται προκειμένου να χρησιμεύσει ως διδακτικό εργαλείο. Στην αξιοποίηση της όπερας προς όφελος των σπουδαστών του Ωδείου Αθηνών συνηγορεί πρώτα απ’ όλα το ευσύνοπτό της μέγεθος –διαρκεί λιγότερο από μία ώρα– το οποίο διευκολύνει την εκμάθησή της. Δεύτερον, η όπερα περιλαμβάνει δύο ανδρικές και δύο γυναικείες φωνές, οι οποίες εκτείνονται στα τέσσερα βασικά τονικά ύψη (υψίφωνος, μεσόφωνος, οξύφωνος, βαρύτονος). Επίσης περιέχει εκτεταμένα χορωδιακά μέρη για γυναικεία και ανδρική χορωδία, παρέχοντας έτσι την δυνατότητα συμμετοχής σε πολλούς σπουδαστές της φωνητικής και όχι μόνο. Επιπλέον, το έργο είναι γεμάτο άριες που μπορούν να εκτελεστούν και ως ανεξάρτητα άσματα. Κάποια άλλα φωνητικά μέρη της όπερας λειτουργούν και ως ασκήσεις, λόγου χάριν η προσευχή («Γενναία ψυχή που χαίρεσαι…»), ένα φωνητικό ανσάμπλ που ξεκινά αντιφωνικά, ανάμεσα σε σολίστ και χορωδία, για να καταλήξει σε ταυτοφωνία με τη συμμετοχή όλων των ερμηνευτών. Αντίστοιχα παραδείγματα αποτελούν η διφωνία Λάμπρου-Κώστα (βαρυτόνου-μεσοφώνου) που καταλήγει σε ανσάμπλ με τον γυναικείο χορό και στη συνέχεια συμπλέκεται σε τερτσέτο με τον Μάρκο (οξύφωνος), όπως και η σκηνή με ρετσιτατίβο ανάμεσα στη Δέσπω και τον Λάμπρο («Πού τα σκυλιά τον πλήγωσαν;»)
Από πλευράς δραματικής σύνθεσης το έργο είναι μάλλον υποτυπώδες. Στον πυρήνα του εδράζεται ένα απλό πολεμικό επεισόδιο με μία και μόνο κλιμάκωση, χωρίς συγκρούσεις, ανατροπές η άλλα πιο περίπλοκα τεχνικά χαρακτηριστικά της δραματουργίας. Η κορυφαία σε δραματικότητα σκηνή εμπεριέχει το στοιχείο της βίαιης συναισθηματικής μετάπτωσης της κεντρικής ηρωίδας, από τη χαρά, για τη νικηφόρο επιστροφή των αγωνιστών από τη μάχη, στον σπαραγμό, για τον γενναίο θάνατο του συζύγου της. Ένα ενδιαφέρον μουσικοδραματικό και σκηνικό λάιτ μοτίβ που διατρέχει την όπερα αποτελεί το χαρακτηριστικότατο μελωδικό θέμα «Η μάχη είν’ αρραβώνα μας» / «Τον τάφο μεσ’ στον πύργο σου». Πρόκειται για ένα εύληπτο άσμα που επαναλαμβάνεται τρεις φορές μέσα στο έργο. Την πρώτη φορά λειτουργεί ως εξωσκηνικό προανάκρουσμα των πολεμιστριών με τη χρυσή αρματωσιά και αποδίδεται από τον εσωτερικό γυναικείο χορό. Τη δεύτερη ως δοξαστικός ύμνος που πλαισιώνει την έλευση της Δέσπως στη σκηνή, με την ηρωίδα να μεταβαίνει σταδιακά από κορυφαία σε εξάρχουσα, δηλαδή από εκπρόσωπος του συνόλου σε ατομική ερμηνεύτρια. Την τρίτη φορά, στην τελική σκηνή της όπερας, ερμηνεύεται ως εξόδιο άσμα του ενωμένου σε μία φωνή χορού.
Ως προς τις σκηνικές δυνατότητες του έργου, θα είχαμε να παρατηρήσουμε ότι, μολονότι διαδραματίζεται σε μονοτοπικό σκηνικό, εμπεριέχει άφθονα οπτικά στοιχεία τα οποία ενισχύουν τη θεατρικότητα της παράστασής του. Ένα από αυτά είναι η βαθμιαία εμφάνιση του γυναικείου χορού που πλησιάζει τραγουδώντας από μακριά, δημιουργώντας μία οπτική ψευδαίσθηση δυσδιάκριτου οράματος. Εθνικές φορεσιές, άρματα, λάβαρα και ένα θεαματικό φινάλε, κατά το οποίο εισβάλλει το οθωμανικό λεφούσι την ώρα που ανατινάζεται ο πύργος του Δημουλά, συντελούν στο σκηνικό αποτέλεσμα.
Απόσπασμα από το βιβλίο “Παύλος Καρρέρ”της Αύρας Ξεπαπαδάκου που έλαβε το Βραβείο Μουσικολογικού Συγγράμματος από την Ένωση Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών το 2016.
Παύλος Καρρέρ, Ξεπαπαδάκου Αύρα
ISBN 978-960-6685-52-1
2013, Fagottobooks
O 1ος τόμος της σειράς Βιογραφίες Ελλήνων Συνθετών, Διευθυντής της σειράς: Aλέξανδρος Χαρκιολάκης
Το βιβλίο αυτό λειτουργεί διττά, καθώς υπηρετεί τόσο την κοινωνική ιστορία της έντεχνης ελληνικής μουσικής, όσο και το είδος της μυθιστορηματικής βιογραφίας. Με αφορμή και γνώμονα το καλλιτεχνικό έργο του Παύλου Καρρέρ, του πρώτου ελληνικής καταγωγής συνθέτη όπερας, φωτίζονται άγνωστες πτυχές της ιστορικής και πολιτιστικής πραγματικότητας του 19ου αιώνα και αναδύεται ένα συναρπαστικό μωσαϊκό σχέσεων, διαμεσολαβήσεων και επιδράσεων (Δύση και Ανατολή, παρόν και παρελθόν, νεωτερικότητα και παράδοση) που διαμόρφωσαν πολιτιστικά τη νεώτερη Ελλάδα.
Διαβάστε τα περιεχόμενα και ένα ενδεικτικό κεφάλαιο εδώ
Η όπερα “Δέσπω” του Παύλου Καρρέρ σε σπονδυλωτή παράσταση με το μπαλέτο “Ελληνικοί χοροί” του Νίκου Σκαλκώτα, σε μουσική διεύθυνση Γιώργου Ζιάβρα και σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη, παρουσιάζονται κατά το διάστημα Μάρτιος – Απρίλιος 2021 από την Εθνική Λυρική Σκηνή.
Η Αύρα Ξεπαπαδάκου υπογράφει τα κείμενα του προγράμματος της παράστασης που αφορούν στον Παύλο Καρρέρ και την όπερα “Δέσπω”.