Παντελής Μπουκάλας: «Τα δημοτικά τραγούδια δεν παγώνουν στον χρόνο και στον χώρο»
Μια γοητευτική περιήγηση στην προέλευση, τις αφορμές, τις εθνικές, ιστορικές και πολιτισμικές αναφορές του δημοτικού τραγουδιού, με έμφαση στις ερωτικές και άλλες σχέσεις των Ελλήνων με τους όμορους λαούς, όπως αντικατοπτρίζονται σε αυτό, με αφορμή την έκδοση του πρώτου μέρους του δοκιμίου «Ο έρως και το έθνος – Οι φυλές, οι θρησκείες και η δημοτική ποίηση της αγάπης» (εκδ. Άγρα).
Από τον Θοδωρή Αντωνόπουλο
Είναι μεγάλη απόλαυση και σωστό «φροντιστήριο» να συζητάς με τον Παντελή Μπουκάλα. Δημοσιογράφος, συγγραφέας, ποιητής, ερευνητής, βιβλιοκριτικός, μεταφραστής, επιμελητής εκδόσεων, διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, έχει να επιδείξει ένα πλούσιο και πολύπλευρο έργο, αφήνοντας ιδιαίτερο στίγμα σε ό,τι καταπιάνεται, ξεχωρίζει δε για την οξύνοια, την κριτική σκέψη, το εύρος των γνώσεων, τη μεταδοτικότητα και τους ανοιχτούς πνευματικούς του ορίζοντες.
Μία από τις πιο αξιέπαινες δουλειές του είναι η σειρά δοκιμίων για το δημοτικό τραγούδι με τον γενικό τίτλο «Πιάνω γραφή να γράψω», στο πλαίσιο της οποίας κυκλοφόρησε πρόσφατα ο τόμος 4Α με τίτλο «Ο έρως και το έθνος – Οι φυλές, οι θρησκείες και η δημοτική ποίηση της αγάπης», όπου αναφέρεται «στις σχέσεις και τους έρωτες των Ελλήνων με τους σύνοικους λαούς όπως ήταν οι Βλάχοι, οι Αλβανοί/Αρβανίτες, οι Τούρκοι, οι μαύροι ακόμα που υπήρχαν στον ελλαδικό χώρο στην οθωμανική περίοδο».
Ήδη μάλιστα ετοιμάζει τη συνέχειά του, η οποία αφορά τις αντίστοιχες σχέσεις με τους Ρομά/Τσιγγάνους, «οι οποίοι, παρότι συμπαραγωγοί του δημοτικού τραγουδιού και κύριοι μεταφορείς του από περιοχή σε περιοχή, όντες οι κλασικοί οργανοπαίκτες, έχουν παραμεριστεί από την ιστορία του», με τους Βούλγαρους, τους Φράγκους και τους Εβραίους επίσης.
Τα δημοτικά δεν παγώνουν στον χρόνο και στον χώρο, ταξιδεύουν κι έτσι ξέρουμε και πώς τραγουδιόντουσαν, γιατί σε ελάχιστα είχε καταγραφεί η μουσική. Αυτό ουσιαστικά ξεκίνησε στον εικοστό αιώνα από Έλληνες και ξένους όπως ο Μποβί, αρκετά μάλιστα ηχογραφήθηκαν στην Αμερική.
Στην εκτενή, αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα κουβέντα που ακολουθεί μιλήσαμε για τον τεράστιο πλούτο, την ποικιλία και την προσαρμοστικότητα του δημοτικού τραγουδιού, του «γνησιότερου κατόπτρου του ελληνικού λαού» κατά τον Νικόλαο Πολίτη, που λειτουργούσε κάποτε και ως μέσο μαζικής ενημέρωσης, όπως λέει ο Παντελής. Για την ανοιχτοσύνη, την ελευθεροφροσύνη, για τη φυσική του αμεροληψία, για τα στερεότυπα που συντηρεί αλλά κι εκείνα που διασκεδάζει είτε ανατρέπει. Για τη δημοτική ποίηση τόσο των μειονοτήτων όσο και των γειτονικών λαών και τη θέση των Ελλήνων σε αυτή, με τα αλβανικά να ξεχωρίζουν για πολλούς λόγους, καθώς και για τη θέση των δημοτικών στην Επανάσταση του ’21, με κάποιες λιγότερο προβεβλημένες πτυχές της οποίας επίσης καταπιαστήκαμε.
— Ξεχώρισα καταρχάς το κεφάλαιο που αναφέρεται στη φυσική αμεροληψία του δημοτικού τραγουδιού.
Η αμεροληψία και η ανοιχτοσύνη του δημοτικού τραγουδιού είναι παραδειγματικές όσο και διδακτικές για μας που, παρότι διαθέτουμε μια ολόκληρη ιδεολογία υπέρ της ανεκτικότητας και της αποδοχής, δεν μας βοηθά πάντα. Εκεί ο αφελής, απλοϊκός, αγράμματος κ.λπ. τραγουδοποιός, που δεν του έχουν καν τεθεί τέτοια ερωτήματα, εμφανίζεται απρόσμενα δεκτικός και διαλλακτικός.
Για παράδειγμα, ο έρωτας μιας Ελληνοπούλας για έναν Τούρκο δεν θα επαινεθεί μεν αλλά θα βρει τη δικαίωσή του στο δημοτικό, θα ιστορηθεί δηλαδή. Δικαίωση βρίσκει, εννοείται, και η άλλη Ελληνοπούλα που θα πει «κάλλιο να δω το αίμα μου τη γη να κοκκινίσει παρά να δω τα χείλη μου Τούρκος να τα φιλήσει», που είναι και το συνηθέστερο, χωρίς όμως πάλι το τραγούδι να παρακινεί σε μια τέτοια στάση ή να την επιβραβεύει.
Τέτοιες προτροπές τις «ανακαλύπτουμε» εμείς εκ των υστέρων, ενώ το πλέον τίμιο και ηθικό θα ήταν να φανούμε όσο ανοιχτόμυαλοι υπήρξαν οι τραγουδιστές τους.
— Πάντως, στα δημοτικά γίνονται και μειωτικές αναφορές σε γειτονικούς λαούς, μάλιστα έχουν περισσότερο στο «μάτι» τους Βούλγαρους.
Ναι, οι Βούλγαροι και στις ελληνικές παροιμίες απαξιώνονται, χαρακτηρίζονται απολίτιστοι, κρεμμυδοκέφαλοι κ.λπ. Αυτό προτού ακόμα οι δύο λαοί ανεξαρτητοποιηθούν και δημιουργήσουν εθνικές αντιπαλότητες. Αλλά και σε ξένα λεξικά η λέξη «Bulgar» ταυτιζόταν παλιότερα με τον βάναυσο και ακαλλιέργητο άνθρωπο.
Κάτι αντίστοιχο συνέβαινε με τη λέξη «Greek» μέχρι και τις αρχές του εικοστού αιώνα, που σήμαινε τον απατεώνα. Έτσι χρησιμοποιούνταν ακόμα και στη λογοτεχνία, στον Βικτόρ Ουγκό για παράδειγμα.
Οι υποτιμητικές αυτές αναφορές στις παροιμίες, τα παραμύθια και τον έντεχνο λόγο δεν είναι ρατσιστικές με τη σημερινή έννοια, σχετίζονται περισσότερο με τα γνωστά από την αρχαιότητα ακληρήματα, που αναφέρονταν είτε σε περίοικους λαούς είτε σε Έλληνες άλλων περιοχών. Ο «αβδηριτισμός», ας πούμε, ήταν για τους αρχαίους Αθηναίους συνώνυμο της βλακείας και της κουτοπονηριάς, διότι θεωρούσαν τους Αβδηρίτες στουρνάρια. Από κει προήλθε και η φράση «περί όνου σκιάς».
Πάει, λέει, ένας γιατρός προς τα Άβδηρα, βρίσκει στον δρόμο έναν ντόπιο και νοικιάζει τον γάιδαρό του. Στέκονται παρακάτω να ξαποστάσουν και επειδή ο γιατρός κάθεται στη σκιά του γαϊδάρου για να αποφύγει τον δυνατό ήλιο, ο ιδιοκτήτης τού ζητάει παραπάνω κόμιστρο, καθώς η σκιά ήταν εκτός τιμής! Φτάσανε μάλιστα στα δικαστήρια και η δίκη αυτή επαναλαμβάνεται σήμερα χάριν παιδιάς σε ξένες νομικές σχολές, μαζί με αυτή του Σωκράτη.
Όλα αυτά τα ετεροστερεότυπα και αυτοστερεότυπα δεν είναι φυσικά «δική μας» αποκλειστικότητα, ανάλογη μεταχείριση είχαν, για παράδειγμα, οι Βέλγοι από τους Γάλλους.
Ακόμα και ο «Θούριος» του Ρήγα ή η «Ελληνική Νομαρχία» απευθύνονται καταρχάς στους Ρωμιούς ή Γραικούς, λιγότερο στους Έλληνες. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
— Κάποιος λαός για τον οποίο οι περισσότερες αναφορές είναι θετικές;
Οι Σέρβοι, όχι όμως οι Σλάβοι γενικά. Οι Ρώσοι επίσης, ο «Μόσκοβος», το «ξανθόν γένος» που θα μας απελευθερώσει, ένας διαχρονικός θρύλος ήδη από τον καιρό του Αγαθάγγελου. Τώρα με τον πόλεμο στην Ουκρανία βγαίνουν καθημερινά δύο εφημερίδες με κάτι τραγελαφικά πρωτοσέλιδα ότι πλησιάζει το «ποθούμενον» γιατί ο «ξανθός φαλακρός» θα πάρει τάχα και την Πόλη και θα μας την προσφέρει στο πιάτο!
Η βιβλιογραφία για τα θέματα αυτά δεν σταματά ποτέ και η αγωνία μου είναι μην τυχόν μου ξέφυγε κάποια φωνή που έχει κάτι να προσθέσει. Διότι, αν τα δημοτικά τραγούδια είναι το γνησιότερο κάτοπτρο του ελληνικού λαού, όπως λέει ο Νικόλαος Πολίτης, αυτό ισχύει μόνο αν προσπαθούμε να βρούμε όλες τις φωνές τους αφενός, μαζί βεβαίως και τις μειονοτικές, να απονοθεύσουμε αφετέρου όσα νοθεύτηκαν τον δέκατο ένατο αιώνα.
Το τελευταίο αυτό ισχύει κυρίως για τα κλέφτικα που χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή του εθνικού αφηγήματος, όπως και για τραγούδια που αναφέρονταν σε μεικτούς έρωτες ανάμεσα σε μέλη διαφορετικών εθνοτικών είτε θρησκευτικών ομάδων.
— Νομίζω ότι το δημοτικό δεν διστάζει να εξάρει ακόμα και τις ηρωικές πράξεις των εχθρών.
Βεβαίως. Οι αντίπαλοι, είτε είναι Τούρκοι είτε Τουρκαλβανοί, εφόσον είναι γενναίοι και τηρούν την παραδοσιακή πολεμική ηθική, τιμώνται αναλόγως. Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης, άλλωστε, στα Απομνημονεύματά του εκφράζεται τιμητικά για τα αντίπαλα παλικάρια. Πρόκειται κοντολογίς για έναν πολιτισμό λίγο πιο αυθόρμητο από τον δικό μας.
— Μήπως ρόλο σε αυτή την οπτική παίζει και το ότι μιλάμε για μια πολυεθνική αυτοκρατορία όπως ήταν η Οθωμανική;
Σίγουρα, μια αυτοκρατορία όπου τα δύο κυρίαρχα «μιλιέτια» είναι αυτά των μουσουλμάνων και των ορθόδοξων χριστιανών. Οι τελευταίοι νοούνται ως ένα ενιαίο σύνολο, έτσι τους αντιμετωπίζει και το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης που δεν διακρίνει εθνότητες.
Και φυσικά είναι γνωστό ότι το Πατριαρχείο και γενικότερα η Εκκλησία, πέρα από τις αναδρομικές ηρωοποιήσεις και κάποιους χαμηλόβαθμους κυρίως κληρικούς, εναντιώθηκε στην Επανάσταση για να μη χάσει την εξουσία, τα προνόμια και την επιρροή της. Η ταύτιση της έναρξης του ξεσηκωμού με τη μεγάλη θρησκευτική γιορτή της 25ης Μαρτίου και την Αγία Λαύρα ήταν μια ιστορικά αστήρικτη επινόηση του Πουκεβίλ.
— Στο πλαίσιο του εορτασμού των 200 χρόνων από το ’21 υπήρξε κάποια σοβαρή επανεκτίμηση του ξεσηκωμού και του ρόλου του δημοτικού τραγουδιού σε αυτόν;
Εκείνο που υπήρξε γενικότερα ήταν μια επανεκτίμηση των όρων της Επανάστασης πέρα από τα στερεοτυπικά σχήματα, π.χ. του ρόλου του άμαχου πληθυσμού σε αυτήν, χωρίς τη συμμετοχή του οποίου –που δεν ήταν καθολική αλλά είχε αποφασιστική σημασία– δεν θα επικρατούσε. Εκείνοι που σήκωσαν το κύριο βάρος του Αγώνα, υπομένοντας κάθε λογής στερήσεις, κινδύνους και κακουχίες, ήταν οι άμαχοι κι αυτό δεν ήταν εξαρχής αυτονόητο.
Υπήρχαν πολλές εσωτερικές αντιθέσεις, ενώ οι μνήμες των Ορλωφικών ήταν ακόμα νωπές. Εδώ έπαιξε κομβικό ρόλο η Φιλική Εταιρεία, παρότι στη συνέχεια υποβαθμίστηκε ώστε να μη φανεί «καρμπονάρικη» η εξέγερση στην Ιερά Συμμαχία.
Πρωτοφανής ήταν και η συρροή φίλων της Επανάστασης από το εξωτερικό. Στο μεγάλο και πολυσυλλεκτικό αυτό φιλελληνικό ρεύμα συμμετείχαν πολλοί κλασικιστές που οραματίζονταν μεν να απελευθερώσουν τα μέρη όπου έδρασαν ιστορικά οι αρχαίοι Έλληνες, δεν εκτιμούσαν όμως ιδιαίτερα τους φερόμενους ως απογόνους τους, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι περιηγητές. Η δημοτική ποίηση «επιστρατεύτηκε» για να διαψευσθεί αυτή η αντίληψη.
Όταν το 1824-25 ο Κλοντ Φοριέλ εξέδωσε στο Παρίσι μια συλλογή με ελληνικά δημοτικά τραγούδια, στον εκτενή του πρόλογο επιτέθηκε στη λογιοσύνη της Ευρώπης, γράφοντας ότι «αυτός ο λαός, που τόσο υποτιμάτε, δεν είναι τόσο ανάξιος ούτε προσβάλλει τα αρχαία ερείπια, όπως αποδεικνύει και η υψηλή του ποίηση, αξίζει λοιπόν να τον υπερασπιστείτε γι’ αυτό που είναι τώρα, όχι για τις αρχαίες του καταβολές». Χάρη μάλιστα στον Φοριέλ και τις μεταφράσεις του έργου του έγινε ευρύτερα γνωστή στην Ευρώπη η ελληνική δημοτική ποίηση, για την οποία ελάχιστα ήταν έως τότε γνωστά, π.χ. κάποιες αναφορές του Γκαίτε, συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία μιας νέας μορφής φιλελληνισμού που δεν σχετιζόταν με το κλασικό παρελθόν.
Η πλειονότητα των υπόδουλων Ελλήνων καταλαβαίνει ότι γίνεται επανάσταση, όντες ήδη μέσα σε αυτήν, και γίνονται επαναστάτες χάρη σε αυτήν. Διότι δεν μπήκαν εξαρχής όλες οι περιοχές στον Αγώνα, το Μεσολόγγι π.χ. άργησε αρκετά κι ακόμα περισσότερο η Σύρος, απ’ όπου ξεκινά όχι τυχαία την αφήγησή του ο Μαζάουερ στο τελευταίο του βιβλίο «Η Ελληνική Επανάσταση».
Γενικά μιλώντας, εκτός από διάφορους χαριτωμένους μύθους για την Επανάσταση, που δεν έχουν πια λόγο να συντηρούνται, καθώς έχουμε ενηλικιωθεί πλέον ως έθνος, χρειάζεται να αναδείξουμε και τα τραυματικά γεγονότα εντός της, όπως η σκιώδης δράση των Ελλήνων σε ορισμένα περιστατικά που δεν αποσιώπησαν ούτε οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές τους.
Ο Κολοκοτρώνης, ας πούμε, γράφει για «θανατερή υπερβολή» στην Άλωση της Τριπολιτσάς, στην οποία αναφέρεται και ο στίχος του Σολωμού στον Εθνικό Ύμνο: «Ω! Φθάνει, φθάνει – έως πότε οι σκοτωμοί;».
Θεόφιλος, Το γλέντι της Λαμπρής.
— Αλλά, εκτός από τις μάχες, τις σφαγές και τους σκοτωμούς, υπήρχαν, όπως είπαμε, και έρωτες με τους «αλλόφυλους».
Ακριβώς. Και οι λαϊκοί τραγουδιστές σού λένε ότι εφόσον προκύπτουν τέτοιοι έρωτες, και μάλιστα ουκ ολίγοι, εμείς θα τους τραγουδήσουμε. Το δημοτικό τραγούδι δεν αποσιωπά, ξέρεις, τίποτε απ’ ό,τι συμβαίνει στον δημόσιο βίο, ούτε και την αιμομιξία, αν και μόνο αναφορικά με τον έρωτα της μάνας με τον γιο, όχι του πατέρα με την κόρη. Το «οιδιπόδειο», μάλιστα, που συνειδητά δημιουργείται είναι πολλές φορές εσκεμμένο, δεν προκύπτει τυχαία, όπως στον αρχαιοελληνικό μύθο.
Στην κυπριακή παραλλαγή ενός τέτοιου τραγουδιού η σχέση μάνας-γιου κρατά δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια και η κάθαρση έρχεται με ένα τριπλό φονικό, σε άλλες παραλλαγές του είτε επεμβαίνει αποτρεπτικά η φύση με ακραία φαινόμενα είτε ο γιος εν τέλει ανθίσταται. Απών από το δημοτικό τραγούδι είναι επίσης ο ομοφυλόφιλος έρωτας, παρότι δεν φαίνεται να ήταν άγνωστος.
— «Η Δικαία Εκδίκησις» του Παναγιώτη Τερτσέτη, που ξεκινά «Τραγουδιστής πολλά εύμορφος νέον ερωτεύθη», έχει κάποια δημοτική προέλευση;
Όχι, αυτό είναι ένα ποίημα του ίδιου του Τερτσέτη, βασισμένο στον μύθο του Ορφέα, που προκάλεσε κιόλας σκάνδαλο στην εποχή του. Έχει γραφεί σε δεκαπεντασύλλαβο, όπως τα περισσότερα δημοτικά, δεν είναι όμως δημοτικό τραγούδι. Θεωρήθηκε, ωστόσο, ότι ήταν υπαινιγμός για το τι συνέβαινε τότε σε ορισμένα βουνά και ασκέρια.
Αν όμως μαρτυρίες για ομοερωτικές σχέσεις δεν έχουν διασωθεί, έχουμε αρκετές για καπεταναίους, όπως ο Καραϊσκάκης και ο Μακρυγιάννης, που, εκτός από τις συζύγους τους, διατηρούσαν και ερωμένες, συνήθως αιχμάλωτες «Τουρκοπούλες» ή Αρβανίτισσες. Ορισμένοι μάλιστα είχαν φτιάξει κανονικά χαρέμια στα οθωμανικά πρότυπα.
Να πούμε εδώ ότι έναν-δυο αιώνες πριν από την Άλωση της Πόλης πολλοί άρχοντες και οι οικονομικά ισχυροί στη Μικρασία ειδικά είχαν αρχίσει ήδη να προσεταιρίζονται τους Οθωμανούς και να εξισλαμίζονται οικειοθελώς, τόσο για να διατηρήσουν τα προνόμιά τους όσο και για να αποκτήσουν το δικαίωμα της πολυγαμίας. Ήταν δε τόσο μεγάλη η έκταση τόσο του βίαιου όσο και του εθελούσιου προσηλυτισμού στο Ισλάμ, ώστε ο Παπαρρηγόπουλος φτάνει να ισχυριστεί ότι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα τουρκική φυλή!
— Η αλλαξοπιστία είναι κι αυτή, διαβάζω, ένα δημοφιλές θέμα στα δημοτικά.
Σαφώς, σε όλες τις μορφές της. Όταν, ας πούμε, η κόρη λέει «θέλω να πάω στα Γιάννενα να γίνω βοϊβοδίνα», φράση που έμεινε παροιμιώδης, το κίνητρο της αλλαξοπιστίας είναι η κοινωνική άνοδος.
Όταν το κίνητρο είναι ερωτικό, η αλλαξοπιστία είτε η άρνησή της αφορά τόσο χριστιανούς που θέλουν ή πιέζονται να γίνουν μουσουλμάνοι όσο και το αντίστροφο. Το δημοτικό είναι τόσο δυνατό, ώστε βάζει την πιστή Τουρκοπούλα να χρησιμοποιεί τα ίδια τιμημένα λόγια που λέει και η πιστή Ελληνοπούλα: «Κάλλιο να δω το αίμα μου τη γη να κοκκινίσει, παρά να δω τα χείλη μου Ρωμιός να τα φιλήσει».
Υπόψη ότι στα δημοτικά αναφερόμαστε ως Ρωμιοί ή Γραικοί, εκτός από τα ποντιακά, όπου υπήρχε το «Τραντέλληνας» (Τριάντα φορές Έλληνας). Ακόμα και ο «Θούριος» του Ρήγα ή η «Ελληνική Νομαρχία» απευθύνονται καταρχάς στους Ρωμιούς ή Γραικούς, λιγότερο στους Έλληνες.
Η ονομασία αυτή, που στα βυζαντινά χρόνια ήταν συνήθως απαξιωτική, καθότι ταυτιζόταν με τους εθνικούς, υιοθετείται στη διάρκεια της Επανάστασης ώστε να καταδειχθεί η ιστορική συνέχεια από την αρχαιότητα, είναι μάλιστα παρούσα ήδη στις πρώτες επαναστατικές προκηρύξεις. Ο δε Κολοκοτρώνης αναφέρει ότι χάρη στην Επανάσταση γνωρίσαμε οι Έλληνες ο ένας τον άλλον, πριν όχι μόνο δεν είχαν ουσιαστικά επαφές οι Μωραΐτες με τους Ρουμελιώτες π.χ. αλλά και οι ίδιοι οι κάτοικοι μιας περιφέρειας με συντοπίτες από πιο μακρινά μέρη.
Ούτε οι νησιώτες ήταν ένα ενιαίο σύνολο και πολλοί ζούσαν από την πειρατεία, την οποία ασκούσαν αδιακρίτως. Γι’ αυτό και κυριαρχούσαν ο έντονος τοπικισμός και η οικογενειοκρατία.
Ο όρος Ρωμιός δεν ήταν εθνικός προσδιορισμός, αναφερόταν σε όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς, οι δε Τούρκοι ήταν ένας μόνο από τους πολλούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η άρχουσα τάξη της οποίας περιλάμβανε Έλληνες, Σέρβους, Αρβανίτες, Γεωργιανούς, Άραβες και άλλους.
Η βιβλιογραφία για τα θέματα αυτά δεν σταματά ποτέ και η αγωνία μου είναι μην τυχόν μου ξέφυγε κάποια φωνή που έχει κάτι να προσθέσει. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFΟ χορός του
Οδυσσέα Ανδρούτσου στο Χάνι της Γραβιάς.
— Κάτι άλλο που μου κίνησε την περιέργεια διαβάζοντας το βιβλίο είναι η αντίστοιχη δημοτική παράδοση των άλλων γειτονικών εθνοτήτων και το πώς μας έβλεπαν εκείνοι μέσα από αυτήν.
Έχει σίγουρα μεγάλο ενδιαφέρον αυτή η αναζήτηση. Απ’ ό,τι έχει μεταφραστεί, μπορούμε να σχηματίσουμε μια πολύ καλή γνώμη για το δημοτικό τραγούδι των Αλβανών καταρχάς. Πιο μέτρια για το σέρβικο, κυρίως από τις μεταφράσεις στα ελληνικά που έκανε τον δέκατο ένατο αιώνα ο Νικολό Τομαζέο, Ιταλοδαλματός επαναστάτης και φίλος του Διονύσιου Σολωμού.
Μια αρκετά καλή πηγή για το ρουμανικό δημοτικό είναι ο Βασίλης Πηγής, ένα τέτοιο τραγούδι μάλιστα μας δίνει το αέναο σχήμα της κόρης που μεταμορφώνεται για να γλιτώσει από τους εχθρούς, απαντά δε στη δημοτική ποίηση κι άλλων λαών: «Θα γίνω πέρδικα, θα γίνω κυνηγός, θα γίνω σταφύλι, θα γίνω τρυγητής». Όμως και ο εχθρός μέσα στο τραγούδι μεταμορφώνεται για να την ξεγελάσει.
Έχουμε και συλλογές με αρβανίτικα δημοτικά –ως Αρβανίτες νοούνται συμβατικά οι ορθόδοξοι Αλβανοί– που άλλα είναι στα αλβανικά και άλλα στα ελληνικά, καθώς πολλοί ήταν δίγλωσσοι. Με σαρακατσάνικα, βλάχικα, πομάκικα –στα οποία ο έρωτας είναι απαγορευτικός με Τούρκους και επιθυμητός με Αρβανίτες–, με «ντόπικα» μακεδονίτικα επίσης που είχαν για πολλά χρόνια αποσιωπηθεί και κυνηγηθεί.
Τα αλβανικά δημοτικά, που όπως και τα περισσότερα στα Βαλκάνια, με την εξαίρεση των ελληνικών, είναι οκτασύλλαβα, ξεχωρίζουν ως προς το ότι πολλά υμνούν όχι μόνο τον αγώνα των Ελλήνων, με τους οποίους έχουν στενές επαφές –υπάρχουν αλβανικά τραγούδια για το Μεσολόγγι, την καταστροφή της Χίου, τον Μπότσαρη, τον Κανάρη, ακόμα και για το έπος του ’40–, αλλά και άλλων λαών, ακόμα και μακρινών, μιλούν π.χ. για τον απελευθερωτικό πόλεμο των Μπόερς.
— Αλβανικό δημοτικό και για τους Μπόερς! Απίστευτο.
Ναι, πρόκειται για ένα φαινόμενο μάλλον μοναδικό σε αυτή την έκταση. Ο Κολοκοτρώνης, πάλι, που ήταν αδελφοποιτός με τους Λαλαίους γράφει ότι Έλληνες και Αρβανίτες σχεδίαζαν αρχικά να συστήσουν μια αυτόνομη ελληνοαλβανική πολιτεία, στης οποίας τη σημαία θα συνυπήρχαν ο σταυρός και η ημισέληνος. Μην ξεχνάμε και πόσο βοήθησε άθελά του στον ξεσηκωμό ο Αλή Πασάς, δημιουργώντας αντιπερισπασμό με τη δική του αποστασία και έχοντας εκπαιδεύσει στην Αυλή του πολλούς Έλληνες καπεταναίους.
Υπάρχει κιόλας ένα τραγούδι στα δημοτικά ελληνικά με πολλές αρβανίτικες και τούρκικες λέξεις, φτιαγμένο από έναν από τους γιους του Αλή, τον επονομαζόμενο Σαλήλ μπέη, οποίος γνώριζε μέχρι και αρχαία ελληνικά. Σε αυτό καλεί τον πατέρα του να μη συμμαχήσει με τους Γάλλους ενάντια στον Σουλτάνο αλλά με τους επαναστατημένους Έλληνες που είναι, λέει, πιο έμπιστοι.
Άλλα χαρακτηριστικά αλβανικά δημοτικά είναι τα τραγούδια των Νιζάμηδων, τα δικά τους «κλέφτικα». Αυτά αναφέρονταν στους νέους που υποχρεώνονταν από τα δεκαοκτώ τους να υπηρετήσουν μια πολυετή θητεία στον οθωμανικό στρατό, αφήνοντας πίσω αρραβωνιαστικές, συζύγους και οικογένειες. Σε κάποια, μάλιστα, καταριούνται τον Σουλτάνο που στέλνει τα παιδιά τους στον Μοριά να σκοτωθούν από τους Έλληνες που όλο ξεσηκώνονταν. Ακούς δε εκεί την Αλβανίδα μάνα να λέει ότι δεν έχει να χωρίσει τίποτα με την Ελληνίδα.
— Τούρκικα δημοτικά, όπως αυτά που γνωρίζουμε από τη δική μας παράδοση, υπάρχουν;
Στην Τουρκία δεν υπάρχει το καθαυτό λαϊκό τραγούδι ως συλλογικό δημιούργημα ανώνυμων τραγουδοποιών, όπως στα καθ’ ημάς. Εκεί έχουν τα τραγούδια των ασίκηδων που γίνονται μεν λαϊκά στην πορεία, έχουν όμως συγκεκριμένο δημιουργό.
Ο Θωμάς Κοροβίνης έχει μεταφράσει ασίκικα τα οποία είναι τραγούδια ερωτικά και ελευθερόφρονα αναφορικά με τη θρησκεία, όπως εξάλλου συμβαίνει και με τη δική μας δημοτική παράδοση, όπου η υποταγή στην Εκκλησία δεν ήταν ποτέ τμήμα της.
Αντίθετα, έχουμε τραγούδια σκωπτικά ή και καταγγελτικά απέναντι στα θεία και τους αγίους, όπως το τραγούδι της «προδοσίας» του Αϊ-Γιώργη. Υπάρχουν τραγούδια για ασκητές που μετά από σαράντα χρόνια υποκύπτουν στον σαρκικό πειρασμό και άλλα για την καλόγρια που πετάει τα ράσα της γιατί ερωτεύεται έναν τραγουδιστή που περνάει έξω από το μοναστήρι. Τέτοια γεγονότα έχουν συμβεί στην πραγματικότητα και όχι μία φορά, γι’ αυτό το δημοτικό τα παίρνει και τα μεταδίδει ως ένα μέσο ενημέρωσης της εποχής.
Οι αντίπαλοι, είτε είναι Τούρκοι είτε Τουρκαλβανοί, εφόσον είναι γενναίοι και τηρούν την παραδοσιακή πολεμική ηθική, τιμώνται αναλόγως. Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης, άλλωστε, στα Απομνημονεύματά του εκφράζεται τιμητικά για τα αντίπαλα παλικάρια. Πρόκειται, κοντολογίς, για έναν πολιτισμό λίγο πιο αυθόρμητο από τον δικό μας. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
— Κάποιοι διάσημοι έρωτες Ελλήνων και Τούρκων εκείνες τις εποχές; Από τους γνωστότερους ήταν του Αλή Πασά, που ήταν βέβαια Αλβανός, με την κυρά-Φροσύνη.
Ναι, και δεν ήταν ο μόνος έρωτας του Αλή με Ελληνίδα, ήταν επίσης η κυρα-Βασιλική και άλλες. Ένας πολυτραγουδισμένος έρωτας που πέρασε και στο ρεμπέτικο ήταν ενός κομισέρη (Τούρκου διοικητή) με κάποια Έλλη –«η Έλλη θέλει σκότωμα με δίκοπο μαχαίρι»–, η οποία ήταν κιόλας παντρεμένη. Υπάρχει διχογνωμία αν ήταν ή όχι ιστορικό πρόσωπο, είναι ωστόσο πιθανό η κοπέλα αυτή να συκοφαντήθηκε απλώς από συγγενείς του άντρα της ώστε να της φάνε την περιουσία. Το τραγούδι αυτό, που προέρχεται από τη Μικρασία, έφτασε μέχρι την Κεφαλονιά, όπου επειδή η λέξη «κομισέρης» τούς ήταν άγνωστη, το κάνανε «μπαρμπέρης»!
Σε ένα άλλο δημοφιλές δημοτικό μνημονεύεται ο έρωτας του νεαρού αγωνιστή Παναγιωτάκη Φωτήλα με την Αϊσέ, κόρη του βοεβόδα των Καλαβρύτων. Ο Παναγιωτάκης τραυματίστηκε βαριά στην πολιορκία της Πάτρας το 1824 και τελικά πέθανε. Μαθαίνοντάς το η Αϊσέ έπεσε από τα τείχη του κάστρου και σκοτώθηκε, σύμφωνα με την παράδοση.
— Ο Δημήτρης Ινδαρές αναφέρεται στο «Λενάκι», μια αρχοντοπούλα ονόματι Ελένη, που έγινε «μήλον της έριδος» μεταξύ του προγόνου του οπλαρχηγού Δημητράκη Ινδαρέ και του Τουρκαλβανού Ελμάζ-αγά της Μοστενίτσας, τον οποίο η Ελένη είχε ερωτευτεί.
Όντως, και αυτή η ιστορία έγινε ένα δημοφιλές τραγούδι, με την ηρωίδα να αναφέρεται ως Ελένη ή Λελούδα, ανάλογα τον τόπο και την εποχή. Δεν ξέρουμε από πού ακριβώς προήλθε –πολύ δύσκολα ανιχνεύεται στα δημοτικά η πρωταρχική πηγή–, είναι εντούτοις πολύ πιθανή η εξήγηση του Δημήτρη, με τον οποίο άλλωστε συνεργάστηκα σε αυτή την έκδοση.
Επειδή ακριβώς ήταν πολλά αυτά τα περιστατικά, κάθε τόπος όπου έφτασε αυτό το τραγούδι το υιοθέτησε ως δικό του σε διάφορες παραλλαγές, όπως συνηθίζεται με τα δημοτικά. Αλλού λοιπόν η Ελένη/Λελούδα φεύγει με τον αγά, αλλού τον αρνείται, αλλού τη σφάζουν τα αδέρφια της, σε άλλα μέρη είναι ερωτικό, σε άλλα θυμίζει μοιρολόι.
Τα δημοτικά δεν παγώνουν στον χρόνο και στον χώρο, ταξιδεύουν κι έτσι ξέρουμε και πώς τραγουδιόντουσαν, γιατί σε ελάχιστα είχε καταγραφεί η μουσική. Αυτό ουσιαστικά ξεκίνησε στον εικοστό αιώνα από Έλληνες και ξένους όπως ο Μποβί, αρκετά μάλιστα ηχογραφήθηκαν στην Αμερική. Κάποιων άλλων, ακόμα και γνωστών «σουξέ» όπως το «Κόκκινα χείλη εφίλησα» η μουσική δεν διασώθηκε και χρειάστηκε να επινοηθεί.
— Αλλαξοπιστίες υπέρ του έρωτα έχουμε και στο ρεμπέτικο, τη «Φραγκοσυριανή» του Βαμβακάρη ας πούμε.
Το ρεμπέτικο απελευθέρωσε ακόμα περισσότερο μερικές πτυχές του δημοτικού. Πανηγυρίζει, για παράδειγμα, τον έρωτα με μαύρες όπως και με γυφτοπούλες, με τα εξιδανικευμένα ινδάλματα αυτών βεβαίως, αλλά έστω.
— Πότε χρονολογείται το πρώτο γνωστό δημοτικό και πόση σχέση έχουν τα τραγούδια αυτά με τα βυζαντινά ή και τα αρχαία ακούσματα;
Η πρώτη αναφορά σε δημοτικό τραγούδι γίνεται τον δέκατο ένατο αιώνα, σχετίζονται ωστόσο με τα ακριτικά των Βυζαντινών. Οι πρώτες καταγραφές τέτοιων τραγουδιών έγιναν από τον επίσκοπο Καισαρείας Αρέθα στα τέλη του ενάτου αιώνα π.Χ., ο οποίος αναφέρεται στους αγύρτες, εννοώντας τους ανώνυμους καλλιτέχνες που βιοπορίζονται στεκόμενοι συνήθως στην είσοδο της πόλης και τραγουδούν με τη συνοδεία οργάνου. Πρόκειται για τον ίδιο επίσκοπο που χρηματοδότησε την πρώτη αντιγραφή αρχαιοελληνικών κειμένων σε μικρογράμματη γραφή.
Δημώδη τραγούδια, δηλαδή δημοτικά, έχουμε και στην αρχαιότητα, πλην όμως ελάχιστα διασώθηκαν. Αυτά τραγουδιούνταν ιδίως στα συμπόσια και είχαν ερωτικό είτε ηρωικό περιεχόμενο, όπως όταν αναφέρονται στους τυραννοκτόνους Αρμόδιο και Αριστογείτονα. Άλλα, πάλι, υποθέτουμε ότι είναι παραλογές που κατάγονται από τα δρώμενα και τα θεάματα των ελληνιστικών χρόνων.
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
— Μου έλεγες, θυμάμαι, ότι σήμερα δεν φτιάχνονται πια δημοτικά, με εξαίρεση τις μαντινάδες.
Αυτό συνέβη σταδιακά μέσα στον εικοστό αιώνα με την εξάλειψη του αγροτικού πολιτισμού και την ισχυροποίηση της έννοιας της ιδιοκτησίας και στα πνευματικά δημιουργήματα. Μόνο στις μαντινάδες της Κρήτης και της Καρπάθου διατηρείται εν μέρει ζωντανή η μορφή τους.
Θα υπάρξουν μερικά ακόμα αξιόλογα δημοτικά τραγούδια στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, κάποια αντιστασιακά αντάρτικα επίσης, που όμως βασίζονται τα περισσότερα σε ξένες μουσικές. Οι μαντινάδες έχουν κάπως τραγελαφικά αποτελέσματα όταν παίρνουν πολιτική χροιά, εξακολουθούν παρά ταύτα να βγαίνουν ορισμένα εξαιρετικά όμορφα πράγματα.
Ο Ανδρέας Ακουμιανάκης έχει εκδώσει ένα βιβλίο με κάπου 3.000 ευχετήριες μαντινάδες, οι οποίες κυκλοφορούσαν πολύ ένα διάστημα που τα sms ήταν της μόδας, προτού ενσκήψουν τα κοινωνικά δίκτυα. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει ωστόσο η εμπλοκή νέων ανθρώπων τα τελευταία χρόνια στο είδος, είτε ως ερμηνευτές είτε ως μουσικοί, καθώς επίσης και οι μοντέρνες διασκευές δημοτικών από μουσικά σχήματα όπως οι Villagers of Ioannina City και οι Θραξ Πανκc, τις δουλειές τον οποίων παρακολουθώ με χαρά.