Οι 5 κορυφαίες ηχογραφήσεις της Μαρίας Κάλλας
Σαν σήμερα γεννήθηκε η σημαντικότερη λυρική τραγουδίστρια του 20ού αιώνα
Από τη Ματούλα Κουστένη
Πρόσωπο που ταυτίζεις αυτομάτως με την όπερα, φωνή χωρίς όριο και αναγνωρίσιμη από τους πάντες, αντοχή υπεράνθρωπη, σταδιοδρομία που δεν διήρκεσε πολύ αλλά σημάδεψε ανεξίτηλα την ιστορία του λυρικού τραγουδιού, ερμηνείες αστραφτερές που έβαλαν σε απόλυτη αρμονία τη φωνή με την υποκριτική, τεχνική που άφηνε άφωνους ειδικούς και δασκάλους, επιδόσεις που δημιούργησαν βασανιστικές συγκρίσεις με όσες τραγουδίστριες κι αν ακολούθησαν.
Η καριέρα της Μαρίας Κάλλας ήταν πολύ μικρή σε διάρκεια, αλλά τεράστια σε ένταση και ερμηνευτικές προκλήσεις. Σαράντα ένα χρόνια από τον θάνατό της, είναι πολλά εκείνα, πέρα από τη μεγαλειώδη φωνή της, με τα οποία κανείς δεν αναμετρήθηκε.
Η απόλυτη ντίβα της όπερας λαχταρούσε με πάθος τη σκηνή γιατί μόνο έτσι ένιωθε ζωντανή. Είχε ξεκαθαρίσει μέσα της από νωρίς ότι για να μείνει στην ιστορία ως η κορυφαία του είδους δεν έπρεπε να υποτιμά –όπως συχνά συνέβαινε με συναδέλφους της εποχής– τις υποκριτικές της επιδόσεις.
Κατάλαβε ότι το δράμα έπρεπε να αναβλύζει από τη φωνή, από τη δύναμη που πρόσθετε σε κάθε φράση, τον τρόπο που τοποθετούσε το κορμί της στη σκηνή ή κάρφωνε το βλέμμα της κάπου, την ευαισθησία με την οποία τόνιζε κάθε λέξη. Γι’ αυτό και όσο πιο τραγικές ήταν οι ηρωίδες που υποδυόταν, τόσο πιο μεγαλειώδεις υπήρξαν οι ερμηνείες της.
Οι δίσκοι της δεν σταμάτησαν ποτέ να επανεκδίδονται, το κοινό της αποκτά διαρκώς νέο αίμα, ενώ νερό στον μύλο του μύθου της δεν έπαψαν ποτέ να ρίχνουν οι άπειρες άγνωστες λεπτομέρειες της ζωής της.
Σαράντα ένα χρόνια πέρασαν από την ημέρα που η καρδιά της έπαψε να χτυπά στο διαμέρισμά της στο Παρίσι και σχεδόν πενήντα από τότε που σταμάτησε να θριαμβεύει στα θέατρα του κόσμου. Η ιστορία την έχει καταγράψει ως τη σημαντικότερη λυρική τραγουδίστρια του 20ού αιώνα αλλά κι εκείνη που βιάστηκε να τα κάνει όλα γρήγορα: να γίνει μέσα στα λίγα χρόνια της εντυπωσιακής φωνητικής της ακμής η απόλυτη ντίβα, να αναστήσει όπερες ξεχασμένες και να αφήσει αμέτρητες ηχογραφήσεις (πολλές παράνομες), να φύγει μόλις στα 53 της χρόνια πληγωμένη και μόνη.
Οι δίσκοι της δεν σταμάτησαν ποτέ να επανεκδίδονται, το κοινό της αποκτά διαρκώς νέο αίμα, ενώ νερό στον μύλο του μύθου της δεν έπαψαν ποτέ να ρίχνουν οι άπειρες άγνωστες λεπτομέρειες της ζωής της. Πέντε κορυφαίες ηχογραφήσεις της αποδεικνύουν γιατί δεν θα πάψουμε ποτέ να ψαχουλεύουμε στο φαινόμενο Κάλλας και εξηγούν γιατί σε εκείνη χαρίσαμε απλόχερα τη μεγαλύτερη δόξα που γνώρισε ποτέ λυρική τραγουδίστρια.
1. «Νόρμα» του Μπελίνι (1954)
Έξι χρόνια μετά την πρώτη απόπειρα να ερμηνεύσει τη «Νόρμα» (1948), η Κάλλας αποφασίζει να ηχογραφήσει τη λατρεμένη της ηρωίδα, εκείνη που μέχρι να κλείσει την καριέρα της πρόλαβε να τραγουδήσει πάνω από 80 φορές και να ηχογραφήσει κάμποσες. Αν και όλα κρίνονται στις λεπτομέρειες, κορυφαία μάλλον παραμένει η παρθενική ηχογράφηση του 1954.
Η σχέση της με τον μαέστρο-μέντορά της Τούλιο Σεραφίν είχε δοκιμαστεί ήδη και η ίδια βρισκόταν σε δαιμονιώδη φόρμα (η φωνητική της υγεία και η συναισθηματική της ισορροπία ήταν, παραδόξως, σε αρμονία).
Και μπορεί η καλύτερή της ηχογράφηση να ήρθε σχετικά νωρίς, ωστόσο η ιέρεια και ερωμένη «Νόρμα» είναι μια εμβληματική ηρωίδα που ταυτίστηκε με την Κάλλας ως το τέλος: είναι ο ρόλος στον οποίο μεσουρανούσε όταν γνώρισε τον Αριστοτέλη Ωνάση, η όπερα με την οποία έκανε ποδαρικό στη Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης τον Οκτώβριο του 1956 κι αυτή με την οποία κατέβηκε στην Επίδαυρο το 1960 κι ένιωσε πώς είναι να παραληρούν 17.000 άνθρωποι με το που ξεστόμισε τις τελευταίες συλλαβές της άριας «Casta Diva».
2. «Μήδεια» του Κερουμπίνι (1957)
Το γεγονός ότι η Κάλλας ανέστησε μια ηρωίδα που ουδέποτε θεωρήθηκε επιτυχημένη στην οπερατική της εκδοχή αρκεί για να τη συμπεριλάβει κανείς στις κορυφαίες της στιγμές. Τόσο πριν όσο και μετά την Κάλλας ελάχιστες τραγουδίστριες τόλμησαν να αναμετρηθούν με τη βίαιη φύση της δολοφόνου και την τρομερά απαιτητική ερμηνεία του ρόλου.
Ενώ η Μαρία, που ήξερε πώς να τις κάνει όλες σκόνη, δεν αρκέστηκε στη μία αλλά τόλμησε δύο ολοκληρωμένες ηχογραφήσεις του έργου. Η πρώτη το 1953, ζωντανά από τη Σκάλα του Μιλάνου με μαέστρο τον Λέοναρντ Μπέρνσταϊν, και η δεύτερη τέσσερα χρόνια μετά, με μαέστρο τον Τούλιο Σεραφίν.
Η «Μήδεια» υπήρξε ένας από τους θριάμβους της Κάλλας, είτε την τραγουδούσε στη Σκάλα με μαέστρο τον Λέοναρντ Μπέρνσταϊν είτε στο Μιλάνο, τη Βενετία, τη Ρώμη, το Ντάλας, το Λονδίνο. Το κοινό λύσσαγε να την ακούσει σε αυτόν το ρόλο, υποχρεώνοντάς την να υποκύψει στη serial killer της αρχαιότητας 31 φορές σε εννέα χρόνια. Αυτή, άλλωστε, είναι και η όπερα με την οποία αποχαιρέτησε το ελληνικό κοινό σε έναν ακόμα επιδαύριο θρίαμβο το 1961, σε μια ανεπανάληπτη παραγωγή που σκηνοθέτησε ο Αλέξης Μινωτής και επιμελήθηκε σκηνικά ο Γιάννης Τσαρούχης.
3. «Κάρμεν» του Μπιζέ (1964)
Είναι σίγουρο ότι στην απέραντη οπερατική δισκογραφία υπάρχουν και καλύτερες «Κάρμεν». Ωστόσο, είναι τόσο καλά η Κάλλας το 1964, που αποθεώνει σε αυτήν τη στούντιο ηχογράφηση έναν ρόλο ταυτισμένο με το πάθος, τον ερωτισμό, το περιθώριο, την αέναη δίψα για ελευθερία, τη ζωώδη πρόκληση.
Μπορεί στη σκηνή να μην τραγούδησε ποτέ την «Κάρμεν», αλλά στο στούντιο είχε εκλεκτή παρέα: ο Ζορζ Περτρ διηύθυνε και ο περίφημος Σουηδός τενόρος Νικολάι Γκέντα, που τραγουδούσε τον αθώο Δον Χοσέ, παρασυρόταν στον όλεθρο για χάρη της Κάλλας και χάριζε στη δισκογραφία μία από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του.
Μην ξεχνάμε πως η πολυπλοκότητα των ηρωίδων ήταν βούτυρο στο ψωμί της Κάλλας και η σεξουαλικά συναρπαστική Κάρμεν την ιντρίγκαρε πολύ. Τέλος πάντων, η Κάλλας είχε και την εμπειρία και τον ηχοχρωματικό πλούτο για να τραγουδά έξοχα –αν και στο τέλος της καριέρας της– την περίφημη άρια «L’ amour est un oiseau rebelle» («Η αγάπη είναι ατίθασο πουλί»): «Ο έρωτας είναι παιδί του δρόμου, ποτέ δεν γνώρισε κανένα νόμο. Δεν μ’ αγαπάς και σ’ αγαπώ, κι αν σ’ αγαπώ, φυλάξου!».
4. «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» του Ντονιτσέτι (1955)
Μια συναισθηματικά εύθραυστη γυναίκα, η Λούσι Άστον (Λουτσία), που διχάζεται από τη μακρόχρονη αμοιβαία εχθρότητα μεταξύ δύο οικογενειών. Μια σκηνή τρέλας από τις πιο δραματικές στην όπερα. Μια ιστορία που διδάσκει πώς να πεθαίνει κανείς για το όραμα της ιδανικής αγάπης. Ένας ακόμα έρωτας με τραγικό τέλος. Ό,τι χρειαζόταν η Κάλλας για να επαναφέρει στο προσκήνιο μια επίσης ξεχασμένη ηρωίδα ήταν εκεί.
Την τραγούδησε το 1952 στη Σκάλα του Μιλάνου, αλλά ο απόλυτος θρίαμβος ήταν η βραδιά της 29ης Σεπτεμβρίου 1955 που την ερμήνευσε στο Βερολίνο, με τον Χέρμπερτ φον Κάραγιαν στο πόντιουμ. Την επομένη ο κριτικός του περιοδικού «Opera» γράφει: «Θα τολμούσα να πω ότι δεν πρόκειται ποτέ να τραγουδήσει καλύτερα από σήμερα». Και, δυστυχώς, η μέρα που η Κάλλας δεν μπορούσε να κρύψει την εξασθένηση της φωνής της δεν άργησε.
5. «Τόσκα» του Πουτσίνι (1953)
Η Μαρία Κάλλας είναι η κορυφαία Τόσκα της Ιστορίας, και σε αυτό δεν χωρά καμία κουβέντα. Στην πραγματικότητα, η Κάλλας δονούνταν όσο ποτέ τραγουδώντας αυτό το οπερατικό θρίλερ. Σαφέστατα βρήκε το alter ego της σε μια πρωταγωνίστρια, ντίβα της όπερας (όπως κι εκείνη), απολύτως παραδομένη στα δυνατά της ένστικτα, που ερωτευόταν παράφορα και ζήλευε παθολογικά.
Το 1942, στα 19 της μόλις χρόνια, την τραγούδησε πρώτη φορά στην Εθνική Λυρική Σκηνή, αλλά προφανώς η άγουρη φωνή της δεν είχε το μεγαλείο, που απέκτησε λίγο μετά, για να ανταποκριθεί στην παροιμιώδη αγριότητα των καταστάσεων του έργου. Προτιμάμε την πρώτη ηχογράφηση (το 1953, υπό τη διεύθυνση του Βίκτορ ντε Σάμπατα), καθώς η φωνή της εκείνα τα χρόνια έλαμπε σαν διαμάντι. Η αλήθεια είναι πως σε μια επόμενη (το 1964, με μαέστρο τον Κάρλο-Φελίτσε Τσιλάριο), σε ζωντανή ηχογράφηση από το Covent Garden, η ερμηνεία της ήταν εμφανώς πιο δραματική.
Εκείνη την εποχή η ντίβα, μετά από σιωπή δύο ετών, ενέδωσε στις πιέσεις του Τζεφιρέλι κι επέστρεψε στο λατρεμένο της Λονδίνο, γιατί λύσσαγε να αποδείξει ότι δεν είχε ξοφλήσει. Η φωνή, εν τω μεταξύ, είχε αρχίσει λίγο να θαμπώνει. Σε κάθε περίπτωση, καμία οπερατική ηρωίδα δεν θα ζηλέψει, δεν θα εκβιάσει, δεν θα δολοφονήσει, δεν θα αυτοκτονήσει με τον τρόπο της Τόσκα. Και καμία τραγουδίστρια δεν θα αναμετρηθεί με αυτό το πανίσχυρο οπερατικό στερεότυπο με τον τρόπο που το έκανε η Κάλλας. Σαν θύελλα!