Ο άρχοντας της θρυλικής δισκογραφικής Columbia

Η ιστορία του Τάκη Β. Λαμπρόπουλου

«Δεν ξέρω αν θα πικράνω μερικούς που θεωρούν ότι προήγαγα πάνω από όλα την καλλιτεχνίαν, όμως η αλήθεια είναι πως σκέφθηκα κατ’ αρχάς επιχειρηματικά. Η ποίησις αρέσει στους Ελληνες». Φωτ. Φώτης Απέργης

Από τον Φώτη Απέργη

«Αν ιδρύατε σήμερα μια μικρή δισκογραφική εταιρεία, πώς θα ξεκινούσατε;». Τι και αν κόντευε πια τα 90; Καθισμένος στον λευκό καναπέ, ανάμεσα σε έργα του Γιάννη Τσαρούχη για εξώφυλλα δίσκων του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη, ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος χαμογέλασε με την ερώτηση, σαν καλός επιχειρηματίας μπροστά σε μια καινούργια ευκαιρία: «Θα προσπαθούσα πρώτα πρώτα να βρω δυο-τρεις καλούς στιχουργούς. Που θα γράφουν σύγχρονα πράγματα, όχι παλαιοντολογικά, και σίγουρα καθόλου πολιτικά. Ετσι θα άρχιζα. Το υπόλοιπο νομίζω ότι θα μπορούσε να περπατήσει…», μου είχε πει στο σπίτι του στην Κηφισιά, στη μοναδική ραδιοφωνική του συνέντευξη, για το Δεύτερο Πρόγραμμα της ΕΡΤ. 

o-archontas-tis-thrylikis-diskografikis-columbia0
Μανώλης Χιώτης, Μίκης Θεοδωράκης και Γρηγόρης Μπιθικώτσης στο εξώφυλλο του «Επιταφίου» 

Ετσι, άλλωστε, είχε ξεκινήσει και το 1958, όταν άφησε τα καταστήματα των Αδελφών Λαμπρόπουλων για να αναλάβει τη διεύθυνση της Columbia. Μόλις το 1960, ο καλοσπουδαγμένος, δυναμικός 32χρονος κυκλοφόρησε έναν δίσκο που θα οριοθετούσε την ελληνική τραγουδοποιία: τον «Επιτάφιο» του Μίκη Θεοδωράκη και του Γιάννη Ρίτσου με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. 

o-archontas-tis-thrylikis-diskografikis-columbia1
Προπολεμική (1933) διαφημιστική καταχώριση.

Εκπαιδευμένος από τον φιλομαθή πατέρα του και έναν φωτισμένο γυμνασιάρχη να αγαπά την ποίηση, ο νεαρός αστός τόλμησε, σε μιαν εποχή φθονερού πολιτικού διχασμού, να επενδύσει στη σύμπραξη της λαϊκής παράδοσης και της λόγιας δημιουργίας, του αστικού κόσμου και της αριστερής διανόησης. Με το δέλεαρ της λαϊκότητας του Μανώλη Χιώτη και του Μπιθικώτση, κέρδισε τον Θεοδωράκη από την αγκάλη της Fidelity, όπου τότε ηχογραφούσε με τον λυρικό Μάνο Χατζιδάκι και τη Νάνα Μούσχουρη.  

«Δεν ξέρω αν θα πικράνω μερικούς που θεωρούν ότι προήγαγα πάνω από όλα την καλλιτεχνίαν, όμως η αλήθεια είναι πώς σκέφθηκα κατ’ αρχάς επιχειρηματικά. Η ποίησις αρέσει στους Ελληνες», μου είχε πει, με την υπερηφάνεια του ανθρώπου που έχει αποδείξει ότι η αυθεντική πνευματικότητα μπορεί να έχει εμπορική επιτυχία. 

Αυτός νομίζω είναι ο βαθύτερος λόγος για τον οποίο η είδηση της απώλειας του βετεράνου άρχοντα της δισκογραφίας προκάλεσε τόση συγκίνηση στον χώρο του τραγουδιού, παρότι ο ίδιος απείχε από αυτόν εδώ και δεκαετίες. Σε μια εποχή κατά την οποία η τέχνη της παραγωγής μετράει περισσότερο από την παραγωγή της τέχνης, ο βίος του Τ. Β. Λαμπρόπουλου υπενθύμισε την πολιτιστική άνοιξη που άνθισε κάποτε στον συλλογικό μας μύθο και εξακολουθεί υπόγεια να μας συνέχει – όσο, ακόμα, μας συνέχει…

o-archontas-tis-thrylikis-diskografikis-columbia2
Η Columbia στα χρόνια της ακμής 

Ο ιστορικός διευθυντής της Columbia στήριξε τους κορυφαίους δημιουργούς, από τον Βασίλη Τσιτσάνη έως τον Χατζιδάκι. Ανέδειξε νέους συνθέτες και τραγουδοποιούς όπως ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης και τραγουδιστές όπως η Βίκυ Μοσχολιού, ο Νίκος Ξυλούρης, η Δήμητρα Γαλάνη και ο Μανώλης Μητσιάς. Πρόβαλε λαϊκούς βάρδους σαν τον Μπιθικώτση, τον Μανώλη Αγγελόπουλο, τον Πάνο Γαβαλά. Καθιέρωσε τις πρώτες λαϊκές συναυλίες στο «Κεντρικόν». Εφερε τον Γιάννη Μόραλη και άλλους μεγάλους ζωγράφους στα εξώφυλλα των δίσκων. Ηχογράφησε θεατρικές παραστάσεις και τοπικά ρεπερτόρια. «Είχαμε κρητικά για τους Κρητικούς, ποντιακά με Πόντιους – δεν τα καταλαβαίναμε πολύ καλά, τα καταλάβαιναν όμως οι Πόντιοι».   

Θέσπισε και τα συμβόλαια πενταετούς και αποκλειστικής συνεργασίας με τους καλλιτέχνες που ξεχώριζε: «Ο Τσιτσάνης έλεγε πως, όταν οι νέοι πρωτοχτυπήσουν δίσκο, γίνονται λοχίαι. Οταν, όμως, χτυπήσουν δίσκο στην Columbia, γίνονταν κατ’ ευθείαν λοχαγοί», μου είχε πει με ικανοποίηση. Παραδεχόμενος, ωστόσο, ότι «ο ίδιος ο Τσιτσάνης δεν υπέγραψε ποτέ συμβόλαιο. “Συμβόλαιο είναι ο λόγος μου”, επέμενε».

Και ποιος δεν ήθελε να γίνει «λοχαγός»; Οταν ο Τ. Β. Λαμπρόπουλος ανήγγειλε στον νεαρό Δήμο Μούτση ότι σκόπευε να τον εντάξει μεταξύ των συνθετών με πενταετία, εκείνος έσκισε μπροστά του την υποτροφία που είχε για βιολί. Καλλιεργημένος, τολμηρός, ο πολυμήχανος επιχειρηματίας εμπιστεύθηκε στον Χιώτη τη μουσική διεύθυνση και εφάρμοσε πολλές ιδέες του ευφάνταστου λαϊκού κοσμοπολίτη. «Μετέδωσε πολλά στην ηχογράφηση ο Χιώτης. Ενα από τα βασικότερα ήταν ότι ποτέ, όταν τραγουδούσε ο εκτελεστής ή η εκτελέστρια, δεν έπρεπε να παίζει όλη η ορχήστρα μαζί. Οπως έλεγε, “δεν θα μουτζουρώνουμε τους στίχους με μελωδίες”. Ηταν ένας απαράβατος νόμος της Columbia».

o-archontas-tis-thrylikis-diskografikis-columbia3
Και στα χρόνια της εγκατάλειψης. Το γκρέμισμα του ιστορικού εργοστασίου «ήταν ένα έγκλημα».

Υπήρχαν και άλλοι: «Απηγορεύετο να εμφανίζεις στο κοινόν τραγούδια πριν από την ηχογράφηση και κυκλοφορία τους σε δίσκο». Απαγορευόταν, ακόμη, να αναμειγνύονται τα στελέχη της εταιρείας στις διαφορές των καλλιτεχνών. «Οταν, μάλιστα, ένας από τους στενότερους συνεργάτες μου ανεμείχθη σε μια τέτοια διένεξη, τον κάλεσα και τον απέλυσα». 

Ολοι γνώριζαν ότι ο Τ. Β. Λαμπρόπουλος ήταν ένας αυστηρός, απαιτητικός διευθυντής. Ηταν, όμως, και κάποιος που στήριζε τους καλλιτέχνες απέναντι ακόμα και στη λογοκρισία, προετοιμάζοντας και τα επόμενα βήματά τους. «Ο Αγγελόπουλος ήταν μεγάλος τραγουδιστής. Είχα αρχίσει να τον προετοιμάζω να τραγουδήσει ζεϊμπέκικα και χασάπικα, είχα ετοιμάσει και υλικό. Και μετά έμαθα από τη γυναίκα του ότι αρρώστησε…».

Αποσοβώντας κρίσεις

Και βέβαια, ο διευθυντής της Columbia ήταν εκείνος που αποσοβούσε και τις κρίσεις: «Είχα πάντοτε ως πολιτική, όταν συνέβαιναν ατυχήματα εις τη δραστηριότητα της εταιρείας, να καλώ το προσωπικό και να τους ενημερώνω, αν είναι δυνατόν και πριν συμβεί το ατύχημα. Οταν έφυγε ο Καζαντζίδης και πήγε στην αντίπαλη εταιρεία, κάλεσα τους συνθέτες μας –οι οποίοι ζούσαν πολλοί από τον Καζαντζίδη– και τους είπα: “Χάσαμε το 25% με 30% των πωλήσεών μας. Θα το αναπληρώσω εγώ με κάποιον τρόπο. Δεν είμαι μουσικός, αλλά μην ανησυχείτε, δεν θα χάσετε από τις πωλήσεις σας ούτε έναν δίσκο. Ωστόσο, θα πρέπει εντός του έτους να έχουμε τον διάδοχο”».

Και όμως: Το 1973, πάνω στη δημιουργική και βιολογική ακμή του, ο Τ. Β. Λαμπρόπουλος αποφάσισε να εγκαταλείψει την Columbia. Οχι μόνο γιατί διαφωνούσε με την πολιτική της ΕΜΙ, στην οποία πουλήθηκαν τότε συμβόλαια που είχαν συναφθεί: «Ημουν ρομαντικός και ήθελα να επιστρέψω στις ρίζες μου, στη λιανική πώληση».

«Ρομαντικός» και ταυτόχρονα απόλυτα πρακτικός παρέμεινε έως το τέλος της ζωής του, στο Λονδίνο. Οταν τον είχα ρωτήσει πώς νιώθει για το γκρέμισμα του ιστορικού εργοστασίου, απάντησε ευθέως: «Νομίζω ότι ήταν ένα έγκλημα. Εδώ στην Ελλάδα, καμιά φορά, όταν δεν είμαστε σοφοί ή προσεκτικοί, κλαίμε για ένα ερείπιο. Ενώ μπορούμε εγκαίρως να σταματήσουμε το ερείπιο αυτό να πραγματοποιηθεί, δεν το κάνουμε». Εγκληματική «εις βάρος της μουσικής παγκοσμίως» θεωρούσε και «τη συστηματική κλοπή των πνευματικών δικαιωμάτων μέσω του Ιντερνετ». 

Θαλερός έως τα 93 του, διάβαζε, άκουγε μουσική και κολυμπούσε στις θάλασσες της Κέρκυρας, όπου επέστρεφε τα καλοκαίρια με τη σύζυγό του Μαριάννα. Και όταν εκείνη τον ρωτούσε πότε επιτέλους θα πει την ιστορία του σ’ ένα βιβλίο, απαντούσε χαμογελώντας: «Αργότερα…».

Αγνωστα περιστατικά με μεγάλους ερμηνευτές και συνθέτες 

Παρ’ ολίγον υδραυλικός. «Στο τέλος της δεκαετίας του ’50, ο Μπιθικώτσης είχε απογοητευθεί, διότι ο οδοστρωτήρας που άκουγε στο όνομα Καζαντζίδης είχε ισοπεδώσει κάθε άλλον ερμηνευτή», μου είχε πει ο Τ. Β. Λαμπρόπουλος. «Σκόπευε μάλιστα να φύγει στον Καναδά όπου θα δούλευε σαν υδραυλικός. Τότε είπα στον Μπάμπη Μπακάλη: “Μπάμπη, θέλω τέσσερα τραγούδια για τον Γρηγόρη, και τα θέλω καλά, διότι θέλω να ανορθώσω το ηθικόν του”. Ετσι και έγινε. Λίγο μετά, ξεκίνησε και η συνεργασία του με τον Μίκη».  

Απλώς ερωτικόν… Τι και αν ο Θεοδωράκης είχε το 1965 καθιερωθεί; Οι αρμόδιοι του αρνήθηκαν να παρουσιάσει το «Αξιον Εστί» στο Ηρώδειο, προφασιζόμενοι ότι ο Μπιθικώτσης ήταν ακατάλληλος για αυτόν τον χώρο. «Αντιπρότειναν να πάμε στο Παναθηναϊκό Στάδιο, κάτι που φυσικά αρνηθήκαμε», θυμόταν ο κύριος Τάκης. «Ανεπισήμως, μάλιστα, μου είχε ζητηθεί εκ μέρους ανωτάτου στελέχους του υπουργείου Προεδρίας να συμμετάσχει στη συναυλία ως αφηγήτρια, αντί του Κατράκη, μια νεαρή ηθοποιός του Εθνικού Θεάτρου. Του απάντησα ότι δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Αρχικά ενόμιζα ότι το θέμα ήτο πολιτικόν. Τελικώς ήτο απλώς ερωτικόν…».

Ο Μούτσης, η Λαμπέτη και η δραχμή. Νέος συνθέτης ακόμη, ο Δήμος Μούτσης ανήγγειλε ενθουσιασμένος στον Τ. Β. Λαμπρόπουλο ότι η Ελλη Λαμπέτη του πρότεινε να γράψει μουσική για μια παράστασή της. «Μπράβο», του απάντησε εκείνος. «Και τι αμοιβή συμφωνήσατε;», 
«Μα, θα πάρω αμοιβή απ’ τη Λαμπέτη;», απάντησε με δέος ο νεαρός.

«Αν νομίζεις ότι από μια τέτοια ηθοποιό δεν μπορείς να πάρεις χρήματα, πες της ότι είπε το αφεντικό στην Columbia ότι θα μου δώσετε μια δραχμή. Η δημιουργία πρέπει να αμείβεται», του εξήγησε σοφά ο διευθυντής της εταιρείας.

Υπεράνω πάσης συγκρίσεως. Oπως παντού, έτσι και μεταξύ αρκετών καλλιτεχνών της Columbia υπήρχε εγωισμός. Τόσο μεταξύ δημιουργών, όσο και μεταξύ ερμηνευτών, όπως ο Καζαντζίδης, που μόνο για τον Μανώλη Αγγελόπουλο είχε επαίνους. 

«Ο Στέλιος θεωρούσε ότι ήταν υπεράνω πάσης συγκρίσεως», θυμόταν ο Τ. Β. Λαμπρόπουλος. «Μέχρι που μια μέρα μού είπε: “Ξέρεις ποιος δίσκος μου θα πουλήσει περισσότερο από όλους; Αυτός που θα έχει τον επιθανάτιο ρόγχο μου!”».

Το μπουζούκι του Χιώτη. Προκειμένου να συμμετάσχει η ορχήστρα του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας σε συναυλία του Θεοδωράκη στο «Κεντρικόν», οι ιθύνοντες του ΕΙΡ απαίτησαν να μην παίξει μπουζούκι ο Χιώτης, αλλά κιθάρα. Και να τι μηχανεύτηκε ο διευθυντής της Columbia: «Είπα του Μανώλη, “θα εμφανιστείς στη σκηνή με την κιθάρα. Και μόλις παίξεις την πρώτη νότα, θα την αφήσεις και θα πάρεις από τη θήκη το μπουζούκι”. Ετσι και έγινε. Και ήταν τόση η δύναμις του κόσμου, που κανείς δεν ετόλμησε να τον διακόψει».     
 
* Ο κ. Φώτης Απέργης είναι δημοσιογράφος, διευθυντής Ραδιοφωνικών Σταθμών της ΕΡΤ.

Πηγή

Top