«Η μοιρασιά της αγάπης από τη μουσική…»

Νωρίς το απόγευμα χτυπάω το κουδούνι της. Στο παρελθόν έχουμε κάνει πολλές κουβέντες, πάντα με τζιν τόνικ εκείνη, με κρασί εγώ. Ομως τώρα δεν είναι το ίδιο, σκέφτομαι.

Θα πάρω συνέντευξη από τη γυναίκα που μάγεψε με το παίξιμό της τον Μάνο Χατζιδάκι, που είχε πνευματικό μέντορα τον Νίκο Γκάτσο, που συνήθιζε να συνομιλεί συχνά με τον Οδυσσέα Ελύτη, που είναι κολλητή φίλη της θρυλικής πιανίστα Μάρθα Αργκεριχ.

Το χαμόγελό της είναι σήμερα μεγαλύτερο, ξέρω πως περιμένει την Εβίτα, την κόρη της, που μένει στο Λος Αντζελες – κι έχει δέκα μήνες να δει.

Η Σύλβια ή Κούκλα, η γάτα του σπιτιού, μπλέκεται στα πόδια μας. Το μεγάλο μαύρο πιάνο «περιμένει» –δεκάδες παρτιτούρες πάνω του– να του δώσουμε την πρέπουσα σημασία.

Ετσι κι αλλιώς κάθε συνέντευξη ενός σπουδαίου μουσικού κλείνει πάντα με δυο νότες κι ένα μεγάλο χειροκρότημα.

Ντόρα Μπακοπούλου

 

«Πολλά πράγματα μου είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον αλλά πάντοτε σκόνταφτα στο ότι μου λέγανε: «μα είσαι τόσο δυνατή στο πιάνο, τι θέλεις τώρα και ανακατεύεσαι. Hθελα να μάθω το αγαπημένο μου όργανο το βιολοντσέλο, ήμουν και καλή στο τραγούδι μέτζο σοπράνο. Κι ο Γκάτσος μου έλεγε: «Τι; Θέλεις να γίνεις τραγουδίστρια; Eλα τώρα…!»

 Πότε άκουσες πρώτη φορά πιάνο;

Απ’ το ραδιόφωνο, τη μεγάλη «Πολωνέζα» του Σοπέν. Στο σπίτι ήρθε κάποια στιγμή ένα πιάνο. Η μητέρα μου αντάλλαξε ένα ψυγείο μ’ ένα πιάνο…

 Για χάρη σου;

Οχι, από αστική συνήθεια. Ενα όρθιο πιανάκι, θαυματουργό. Εκεί έγιναν τα πρώτα παιξίματα. Είχα αυτό το αυτί που ό,τι άκουγα μπορούσα να το μεταφέρω στο πιάνο.

 Ντόρα, πώς βρέθηκες στο Παγκράτι από το Ψυχικό;

Μεγάλωσα στο Ψυχικό. Και που παντρεύτηκα τον Μανώλη τον Μαρκιανό πάλι Ψυχικό έμενα, στην οδό Μπακοπούλου. Ο δρόμος ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του πατέρα μου, ήταν στρατηγός στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και αιχμάλωτος των Γερμανών στο Αουσβιτς. Η μητέρα μου ήταν κόρη του συγγραφέα Χρήστου Χρηστοβασίλη από την Ηπειρο. Επειδή δίδασκα στο Ωδείο Αθηνών, ήταν μακριά και μου ήταν δύσκολο, έτσι ήρθα στο Παγκράτι. Εκλεισα κιόλας δέκα χρόνια εδώ…

 Πήγατε στην Αμερική νομίζω. Πώς ήταν τότε;

Πήγαμε για τις εγχειρήσεις του πατέρα μου, πέθανε όταν γυρίσαμε. Ημουν 9 χρόνων. Μέναμε ψηλά στο Μανχάταν, στο Μπρόντγουεϊ. Εκεί ανακάλυψα τη συμφωνική μουσική. Η μητέρα μου με πήγαινε σε πολλές συναυλίες. Επίσης μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση ότι στο public school που πήγαινα με ρωτούσαν τα παιδιά αν στην Ελλάδα φορούσαμε ρούχα κανονικά!

 Εχεις άλλα αδέρφια;

Τον Αλέξη Μπακόπουλο – μαθηματικός, διδάσκει στο Μετσόβιο.

 Πάμε σ’ αυτήν τη φοβερή παρέα προσωπικοτήτων που από πολύ μικρή βρέθηκες… Πώς στεκόσουν ανάμεσά τους;

Ακουγα. Προφανώς, είχα την επιθυμία να έχω ένα πρότυπο πατέρα. Και γι’ αυτό είχα μία έλξη προς μεγαλύτερους άνδρες. Δεν ήταν κατά ανάγκη ερωτική. Αλλά υπήρχε και ο ερωτισμός. Μου απεύθυναν τον λόγο με πάρα πολύ μεγάλη συμπάθεια και τρυφερότητα. Βοηθούσε και το ταλέντο μου. Η συνάντησή μου με τον Χατζιδάκι ήταν καταλυτική, εκθαμβωτική.

 Τι εννοείς εκθαμβωτική;

Ετσι έμεινε και στη μνήμη μου, σαν ένα βίωμα πολύ δυνατό! Βρέθηκα σ’ ένα σπίτι και μου είπαν είναι ο Χατζιδάκις στο διπλανό δωμάτιο, πήγα εγώ γεμάτη δέος, να τον γνωρίσω. Μπήκα μέσα και του λέω παίζω πιάνο, είμαι στο Ωδείο Αθηνών. «Παίξε» μου λέει (χαμηλώνει τη φωνή της) και του έπαιξα ένα κονσέρτο του Μότσαρτ. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το βλέμμα του. Πώς συναντηθήκαμε σ’ αυτό το βλέμμα. Ηταν κεραυνοβόλα συμπάθεια! Οπότε άρχισε να έρχεται στο σπίτι μου στο Ψυχικό και εγώ ήμουν μαγεμένη. Πραγματικά μαγεμένη, τον περίμενα στο παράθυρο.

 Κι έτσι μπήκες στη σπουδαία παρέα;

Εγώ τον Μάνο ήθελα να βλέπω.Υπήρχε ο κοινός έρωτας για τη μουσική, με έφερνε επίσης κοντά στις δικές του μουσικές ανακαλύψεις. Ηταν μια ωραία και συναρπαστική φιλία. Αργότερα με κάλεσε στην έναρξη της Ορχήστρας των Χρωμάτων ως σολίστ και σε άλλες συμμετοχές, αλλά και στα ανθρώπινα ήταν κοντά μου.

 Ο Χατζιδάκις γιατί αντιπαθούσε τα ωδεία;

Είχε δίκιο. Τα πιο πολλά ωδεία, μουσικές σχολές, είναι πολύ ερασιτεχνικά. Δεν γίνεται σοβαρή δουλειά. Τη δασκάλα μου όμως την αγαπούσε πάρα πολύ. Ο Μάνος για τις συνθέσεις του συνεργαζόταν ως επί το πλείστον με λαϊκούς μουσικούς που είχαν μια ζωντάνια κι ευλυγισία, που λείπει συχνά από τους κλασικούς. Κι εγώ τους σέβομαι, διότι ως αυτοδίδακτοι εξελίσσουν την πρωτογενή τους ευκολία που είναι να κάνουν μουσική όπως την ακούνε κι επιτόπου. Ομως σ’ ένα καλό ωδείο μορφώνεσαι, κι αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, αλλά να μη χαθεί κι ο αυθορμητισμός…

 Μα, τι συμβαίνει δηλαδή στα ωδεία;

Πολλά ωδεία δεν είναι «έντιμα». Δίνουν δίπλωμα σ’ ένα παιδί που δεν μπορεί να παίξει αυτό το πρόγραμμα που ορίζει το υπουργείο με την πρόφαση «Ε! τόσα χρόνια πλήρωνε τα δίδακτρα, να μην του δώσουμε κι ένα δίπλωμα;». Δεν υπάρχει σοβαρότητα.

 Πώς έγινε και σου τράβηξε αυτές τις μοναδικές φωτογραφίες ο Εμπειρίκος;

Με πήγε μια φορά στο εργαστήρι του η φίλη μου η Λέττα Χριστοπούλου. Ο Εμπειρίκος ήταν σε μια άλλη διακλάδωση της παρέας του Χατζιδάκι. Ηταν με τον Κατσίμπαλη και τον Ελύτη. Ευγενέστατος κύριος! Μας μιλούσε στον πληθυντικό και λίγο καθαρευουσιάνικα! Ψυχαναλυτής και ποιητής!

Ντόρα Μπακοπούλου
 
 Στην παρέα ήταν βέβαια και ο Ελύτης…

Ναι. Ηταν μεγάλη τύχη για μένα, γιατί κάναμε πολλές κουβέντες. Θυμάμαι κάποτε πήγα γοητευμένη από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», που μόλις είχα διαβάσει, κι εκεί που βρισκόμασταν στο «Μπραζίλιαν», στην οδό Βουκουρεστίου, του λέω: «Τι θαύμα οι “Ελεύθεροι Πολιορκημένοι!”, και μου λέει: «Μα καταλαβαίνεις τον Σολωμό;» και σκέφτηκα τότε «Μα γιατί να μην τον καταλαβαίνω;». Απλά δεν πίστευε πως θα μπορούσα να νιώσω και τη μεταφυσική διάσταση.

 Ηταν κι ο καθημερινός του λόγος ποιητικός;

Οχι. Καθόλου. Ηταν αρκετά κρυφός. Δεν μίλαγε πολύ, αλλά ήταν γοητευτικός. Φιλτράριζαν όλη την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια λογοτεχνία. Είχαν καθημερινή επαφή μ’ αυτά τα θέματα. Ηταν κι ο Καμπανέλλης στην παρέα. Γλυκύτατος.

 Κι από τον Χατζιδάκι και την παρέα του, πάμε σε εκείνη τη μεγάλη συναυλία μετά την πτώση της χούντας, που σε καλεί ο Θεοδωράκης να παίξεις το «Canto General». Τι θυμάσαι πιο έντονα από εκείνη τη βραδιά;

Πρώτα να πω πόσο θαύμαζα κι αγαπούσα τον Μίκη. Συνεχίζω και τώρα! Θυμάμαι, όταν ήρθε η ώρα της συναυλίας, τρόμαξα. Αρχισε να κατρακυλάει ένα σμήνος από ανθρώπους, βίαια, από τις πάνω κερκίδες προς τα κάτω, στο στάδιο «Καραϊσκάκης». Αλλά ο Μίκης είχε μια απίστευτη ψυχραιμία, μια γαλήνη. Η βραδιά αυτή έμεινε βεβαίως ιστορική. Ηταν μια μέθη! Απογείωση! Τα κρουστά του Στρασβούργου! Η Μαρία Φαραντούρη, θεά! Μετά δεν θα ξεχάσω ποτέ τις δύο συναυλίες στον Λυκαβηττό, το 1977! «Canto General» και την επομένη «Αξιον Εστί» μαζί με Κατράκη και Μπιθικώτση. Λάμβανε μέρος η Κρατική μας Ορχήστρα κι εγώ στο πιάνο. Ολοι μια φωνή και το πλήθος λικνιζόταν στις συναυλίες με μια αρμονία μυσταγωγική.

 Με τον σύζυγό σου, τον Μανώλη Μαρκιανό, ήταν ένας μεγάλος έρωτας;

Ενας μεγάλος έρωτας, πολύ δυνατός, που κράτησε πέντε χρόνια με την ίδια ένταση. Ούτε τρεις, ούτε πέντε μήνες που λένε ότι κρατάει ο έρωτας. Μετά η ζωή αλλάζει τα δεδομένα…

 Πώς βλέπεις τις ανθρώπινες σχέσεις σήμερα; Τον έρωτα…

Η αίσθηση που έχω συνολικά είναι πως οι σχέσεις είναι επιδερμικές μάλλον. Επιπόλαιες, κι αυτό για να μην υπάρξει πόνος. Σαν γενική εντύπωση. Ολα γύρω από το σεξ. Εγώ από το σεξ χωρίς έρωτα προτιμώ τον έρωτα χωρίς σεξ. Κι αυτός είναι πολύ δυνατός. Το ιδεώδες είναι το όλο. Δύσκολο!

 Υπάρχει μια στιγμή στη ζωή σου που σκέφτηκες πως θέλεις να κάνεις κάτι άλλο εκτός από πιάνο;

Ηθελα να μπω στο Θέατρο Τέχνης. Πάντοτε σκόνταφτα στο ότι μου λέγανε «Μα είσαι δυνατή στο πιάνο, τι θέλεις τώρα και ανακατεύεσαι;» Ηθελα να μάθω βιολοντσέλο, ήμουν και καλή στο τραγούδι, μέτζο σοπράνο. Κι ο Γκάτσος μού έλεγε: «Τι; Θέλεις να γίνεις τραγουδίστρια; Ελα τώρα…» (Γελάει)

 Είσαι κοντά με τις παλιές σου μαθήτριες; Ποιες ξεχωρίζεις;

Ναι ,πολύ κοντα. Την Ελενα Χούντα, σπουδαία μουσικό, τη μοναδική Ευσταθία Παπαγεωργοπούλου, τον Λουκά Γιώργα, τον Στάθη Γυφτάκη, σπουδαίο συνθέτη, τη γοητευτική Βικτωρία Κιαζίμη, τον Γιάννη Γιαννόπουλο, κι άλλα σπουδαία παιδιά. Είμαι τυχερή, ευγνώμων, ήθελα να έρθω πίσω στην Ελλάδα να διδάξω ελληνόπουλα και το πέτυχα.

 Ποιο κομμάτι παίζεις από παιδί μέχρι σήμερα και το αγαπάς πολύ;

Τα πρελούδια του Σοπέν. Πάντα τα αγαπώ το ίδιο. Βλέπω πολύ κόσμο, συναδέλφους μουσικούς, που έχει μειωθεί η μαγεία και η μέθη τους για τη μουσική. Εγώ ζω με τη μουσική κι από τη μουσική. Θέλω να την υπηρετώ. Αυτό που μ’ ενδιαφέρει επίσης είναι να διασωθεί κάποια ποιότητα.

 Τι εννοείς;

Κυριαρχεί το μάρκετινγκ. Σήμερα προτεραιότητα για μια διεθνή καριέρα είναι μια κοπέλα να είναι πολύ όμορφη, πολύ νέα, πολύ λεπτή και σέξι. Ε! ας παίζει και κάπως καλά! Ολο αυτό είναι δυσάρεστο… Αυτός ο Λανγκ Λανγκ, π.χ., που είναι παντού στον κόσμο φίρμα, κάνει χιλιάδες γκριμάτσες για να δείξει ότι νιώθει τη μουσική, αλλά είναι μόνο ένα σόου. Κρίμα. Προδοσία. Κι εδώ λαϊκισμός.

 Τι λείπει σαν θεσμός από την Ελλάδα για τη μουσική;

Εχουμε σπουδαίους καθηγητές στην Ελλάδα αλλά είναι διάσπαρτοι σε μονάδες. Εχουν τη γνώση και το χάρισμα. Δεν τους βρίσκεις κάπου όλους μαζί. Θα ήταν καλό να έρθουν και απ’ έξω καθηγητές, μιας κι είμαστε στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Γιατί να διδάσκουν μόνο Ελληνες; Πόσα σπουδαία ταλέντα δεν ολοκληρώθηκαν επειδή δεν βρέθηκαν σε κατάλληλα χέρια!

 Υπάρχει κάποιος πιανίστας από τους νέους που να μένεις εκστατική ακούγοντάς τον;

Ο Τριφόνωφ. Μεγάλο ταλέντο, με μεγάλη δεξιοτεχνία και ποίηση μέσα του, είναι Ρώσος. Μ’ αρέσει κι η Γιούτζα Γουάνγκ, κι ας ντύνεται προκλητικά, μάλλον γδύνεται! Η βασίλισσα είναι ακόμα η Μάρθα Αργκεριχ, είμαστε φίλες από μικρές, και φυσικά από την παλιά φρουρά λατρεύω τον Βλαντίμιρ Χόροβιτς.

 Στην Αίγινα, έναν τόπο που αγαπάς πολύ, έφτιαξες ένα Διεθνές Φεστιβάλ Κλασικής Μουσικής που έγινε θεσμός πια…

Εχει εδραιωθεί στη συνείδηση του κόσμου. Εγιναν υψηλού επιπέδου συναυλίες. Οι γνωριμίες μου στο εξωτερικό βοήθησαν να έρχονται σπουδαίοι μουσικοί. Φέτος έζησα την τεράστια συγκίνηση να παίξουν το κουιντέτο του Σούμπερτ για δύο βιολοντσέλα, που είχε να παιχτεί 35 χρόνια στην Ελλάδα και έγινε ψηλά στα βουνά στην Παχιά Ράχη. Συντελέστηκε ένα μαγικό πράγμα, ο κόσμος είχε απογειωθεί. Μουσική… θεία! Αλλά και τόσο προσιτή. Οταν η μεγάλη μουσική παίζεται με τόση ειλικρίνεια και τόση αγάπη είναι για όλον τον κόσμο και όλοι το εκτιμούν και συγκινούνται. Ο κόσμος δεν αντιδρά αρνητικά στο μέτριο αλλά αντιδρά πολύ θετικά στο σπουδαίο. Ετοιμάζω όμως σιγά σιγά την αποχώρησή μου και τη διαδοχή μου στην Ελενα Χούντα.

Ντόρα Μπακοπούλου
 
 Ντόρα, είσαι πια ικανοποιημένη από τις επιδόσεις σου στο πιάνο;

Σχεδόν ποτέ. Μα δεν πειράζει, είναι κι αυτό μέρος της πάλης.

 Ποιον μουσικό θα ήθελες να έχεις γνωρίσει;

Θα ήθελα να είχα γνωρίσει τον Σούμαν, γιατί μ’ έχει απασχολήσει το ότι είχε υποφέρει φρικτά από την ψυχική του αρρώστια, που κατέληξε στο άσυλο, αλλά έγραψε αυτό που περιμένει ο άνθρωπος από τη μουσική. Τη φαντασία, την τρυφερότητα, τη θαλπωρή, το παραμύθι, τη μοιρασιά της αγάπης.

 Μέσα στην οικογένεια των μουσικών στον τόπο μας πώς αισθάνεσαι;

Υπάρχει δυστυχώς αρκετός φθόνος, όμως έχω και θαυμάσιους συναδέλφους. Αυτό που με λυπεί και με παγώνει είναι που πολλοί φίλοι μουσικοί έχουν φύγει από τη ζωή, όπως ο Βύρων Κολάσης, ο Δημήτρης Χωραφάς και τελευταία η φίλη μου η Αρλέτα. Οι αξίες αρχίζουν να αμβλύνονται από το μάρκετινγκ. Εύχομαι να επιζήσει η μουσική που αγαπώ, αλλά δεν είμαι σίγουρη. Θέλω να πιστεύω ότι τα πράγματα θα αλλάξουν. Οι άνθρωποι θα κουραστούν απ’ την ασχήμια και θα στραφούν προς την ομορφιά.

 Αν απέναντι σ’ εκείνον τον καναπέ καθόταν ο Γκάτσος και σε εκείνην την πολυθρόνα ο Χατζιδάκις, τι θα τους έλεγες; Τι θα έλεγες στον Γκάτσο;

Θα περίμενα να μου πει αυτός: «Κρατά γερά, συνέχισε αυτό που κάνεις». Το ίδιο θα μου έλεγε κι ο Μάνος.

 Τι αγαπάς πιο πολύ από τη δουλειά τους;

Αγαπώ την «Περσεφόνη» από τον Γκάτσο. Και το τελευταίο τραγούδι από τον «Μεγάλο Ερωτικό», αυτό το «κραταιά ως θάνατος αγάπη», από το «Ασμα Ασμάτων» από τον Χατζιδάκι.

 Και από τον Θεοδωράκη;

Δύο συγχορδίες… που έπαιζα στο «Αξιον Εστί». Αυτές οι δυο συγχορδίες αισθανόμουνα πως εμπεριέχουν όλη την Ελλάδα».

(Η Ντόρα Μπακοπούλου πάει στο πιάνο. Παίζει τις δύο συγχορδίες του Θεοδωράκη πριν μπει η φωνή του Μπιθικώτση: «Πού να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ»…)

Κάπως έτσι, «με το λύχνο του άστρου στους ουρανούς», αποχαιρέτησα τη μεγάλη σολίστ.

 

Πηγή

Top