«No Man’s Land»: Το multimedia έργο ενός Έλληνα της διασποράς για τη ματαιότητα του πολέμου

Εκατόν πενήντα μουσικοί απ’ όλο τον κόσμο συμπράττουν μέσω κινηματογραφικής οθόνης με 7 σολίστ που παίζουν ζωντανά επί σκηνής σε ένα συγκινητικό θέαμα.

O Νεοζηλανδός, ελληνικής καταγωγής, πολυβραβευμένος συνθέτης John Psathas μιλά στη LiFO για τον μεγαλειώδη ύμνο στην ειρήνη που παρουσιάζει στο Μέγαρο Μουσικής.

Από τη Μαρία Παππά

Το έργο «No Man’s Land» θα παρουσιάσει για πρώτη φορά στην Ευρώπη ο καταξιωμένος συνθέτης της ελληνικής διασποράς Γιάννης Ψαθάς στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το Σάββατο 14 Μαρτίου.

Ο Ψαθάς (John Psathas) γεννήθηκε από γονείς μετανάστες στη Νέα Ζηλανδία. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους συνθέτες διεθνώς και είναι πολυβραβευμένος στη χώρα του. Έχει συνεργαστεί με πλειάδα μουσικών σε όλο τον κόσμο, που δεν ανήκουν απαραίτητα στον χώρο της κλασικής μουσικής, ενώ συχνά συνθέτει μουσική για την πολυοργανίστρια Evelyn Glennie που σε ηλικία 12 ετών έχασε την ακοή της και από τότε έχει αναπτύξει έναν μοναδικό τρόπο να παίζει μουσική, καθώς την αφουγκράζεται με τις πατούσες των ποδιών της.

Ένας ύμνος για την ειρήνη, τo «No Man’s Land», που στα ελληνικά θα μεταφραζόταν περίπου ως «ουδέτερη χώρα», είναι μια multimedia παράσταση, κατά τη διάρκεια της οποίας επτά σολίστες θα παίζουν ζωντανά πάνω στη σκηνή, συνοδεύοντας ένα διεθνές ensemble 150 μουσικών που θα ερμηνεύει μέσα από μια κινηματογραφική οθόνη. Το έργο, που αποτελείται από 6 μέρη και διαρκεί 80 λεπτά, παίχτηκε για πρώτη φορά το 2016 με αφορμή τους εορτασμούς της Νέας Ζηλανδίας για το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το No Man’s Land (Ουδέτερη Ζώνη) του John Psathas αποτελεί ένα συγκλονιστικό πρότζεκτ που παίρνει τη μορφή του ζωντανού κινηματογραφικού κονσέρτου και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στους εορτασμούς της Νέας Ζηλανδίας για το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 2016.

Η συγκεκριμένη γιορτή είναι η πιο σημαντική της χώρας, η οποία, μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, σταμάτησε να είναι αποικία των Άγγλων και έγινε αυτόνομο κράτος. Το 2016 ήταν η επέτειος των 100 χρόνων της ανεξαρτησίας της. «Τότε», αναφέρει ο Ψαθάς, «η κυβέρνηση της Νέας Ζηλανδίας έδινε επιχορηγήσεις για μεγάλα πρότζεκτ και αυτό ήταν ένα από εκείνα που επιλέχθηκαν».

Στο συγκεκριμένο έργο ο Ψαθάς γυρνάει πίσω στα πεδία μάχης και βάζει μουσικούς να ερμηνεύουν μουσική στα σημεία όπου άλλοτε οι στρατιώτες μάχονταν και έβρισκαν τον θάνατο.

«Ήθελαν να δείξω την ιστορία όλων αυτών για τους οποίους δεν ακούς συχνά σε τέτοιους εορτασμούς. Συνήθως, θυμόμαστε μόνο τους στρατιώτες που έπεσαν πολεμώντας, αλλά το 80% των χωρών του κόσμου επηρεάστηκε από τον πόλεμο, και όχι μόνο λευκοί πληθυσμοί. Έτσι, ήθελα να εκφράσω την εμπειρία των γυναικών, των παιδιών, και να συμπεριλάβω όσο περισσότερες κουλτούρες και εθνικές ταυτότητες μπορούσα. Κυρίως, όμως, ήθελα να δείξω ότι η ανθρωπιά και η καλοσύνη μπορεί να επιβιώσει κάτω από αυτές τις συνθήκες.

Πιστεύω ότι είναι πολύ δυνατή η ιδέα να δείξεις τι θα γινόταν αν πήγαινες πίσω στον χρόνο και έλεγες στους στρατιώτες ότι σε 100 χρόνια οι απόγονοί τους θα κάνουν μουσική με τους απογόνους των εχθρών τους, στην ίδια γη όπου κάποτε πολέμησαν, αν σκεφτεί κανείς τι συμβαίνει σήμερα στη Συρία και στα σύνορα με την Τουρκία. Κινηματογραφήσαμε πάνω από 100 μουσικούς από 25 διαφορετικές χώρες και στο φιλμ μπορεί κανείς να δει την ιστορία των στρατιωτών τότε και των μουσικών του σήμερα. Δημιουργήσαμε ένα παράλληλο ταξίδι».

O ομογενής σκηνοθέτης και εμπνευστής του πρότζεκτ John Psathas.

 

— Συμπεριλαμβάνετε στο έργο σας διαφορετικά είδη μουσικής κάθε φορά, από παραδοσιακή μουσική μέχρι ακαδημαϊκή, αλλά τολμάτε να αναμειγνύετε και πιο σύγχρονα στυλ, όπως η τζαζ. Θα ακούσουμε κάτι ανάλογο και εδώ;

Ναι, θα έχει πολλά διαφορετικά στυλ μουσικής. Έχουμε τη Συμφωνική Ορχήστρα του Στρασβούργου να παίζει δίπλα σε Σύριους μετανάστες που κάνουν χιπ-χοπ. Έχουμε δύο καταπληκτικούς μουσικούς από την Κωνσταντινούπολη που εκπροσωπούν παλιούς πολιτισμούς και κουλτούρες, όπως αυτή των σούφι. Συμμετέχει και ο Serj Tankian, o τραγουδιστής των System of a Down. Έχει γράψει και τραγουδάει τα λόγια ενός αρμένικου ρυθμού. Αυτή η τόλμη που έχω όσον αφορά τη μουσική προέρχεται από το γεγονός ότι είμαι παιδί μεταναστών.

Όταν οι γονείς ήρθαν στη Νέα Ζηλανδία τη δεκαετία του ’60 η κοινωνία ήταν αρκετά ξενοφοβική. Όταν μεγάλωνα, ένιωθα πολύ μόνος πολιτισμικά. Με θεωρούσαν ξένο ακόμα και όταν ήμουν φοιτητής στο πανεπιστήμιο και γι’ αυτόν τον λόγο ένιωθα ότι δεν ανήκω σε καμία παράδοση.

Επιπλέον, η Νέα Ζηλανδία είναι μια σχετικά νέα χώρα, οπότε δεν έχουμε τη βαριά ιστορία ενός Μπετόβεν ή ενός Μότσαρτ. Δεν υπάρχει καμιά μουσική παράδοση, επομένως είχα απόλυτη ελευθερία ως συνθέτης, δεν αισθάνθηκα καμία πίεση να ακολουθήσω κάτι. Για παράδειγμα, δεν θα άντεχα να είμαι μόνο ορχηστρικός συνθέτης.

Για πάρα πολύ καιρό δίδασκα σε ένα πανεπιστήμιο. Μου άρεσε, αλλά είναι δύσκολο να είσαι ελεύθερος σε ένα τέτοιο μέρος και κάποιες φορές χρειάζεται να είσαι ανατρεπτικός. Έσπαγα σιωπηλά όλους τους κανόνες του πανεπιστημίου και προσπαθούσα να προσφέρω στους φοιτητές μου κάτι αληθινό και χρήσιμο για τον κόσμο.

Δεν πιστεύω ότι πρέπει να περιορίζεσαι σε κάποιο είδος μουσικής. Είναι τρελό. Είναι σαν να λες «θα ταξιδεύω όλη μου τη ζωή, αλλά θα πηγαίνω μόνο σε μία χώρα, την ίδια κάθε φορά». Γιατί να το κάνω αυτό;

Το No Man’s Land (Ουδέτερη Ζώνη) του John Psathas αποτελεί ένα συγκλονιστικό πρότζεκτ που παίρνει τη μορφή του ζωντανού κινηματογραφικού κονσέρτου

 

—Πόσο επηρέασαν οι ρίζες σας τον τρόπο που προσεγγίζετε τη μουσική;

Όταν ήρθαν οι γονείς μου εδώ, το ’60, έκαναν κάτι πολύ διαφορετικό από τους υπόλοιπους Έλληνες μετανάστες. Η πλειονότητα επέλεγε να ζήσει σε μια πόλη όπως το Wellington, που είναι η πρωτεύουσα. Οι δικοί μου έμειναν για δύο χρόνια εκεί και μετά σκέφτηκαν ότι θα ήθελαν να μάθουν περισσότερο αυτήν τη νέα χώρα, έτσι έφυγαν πήγαν να ζήσουν σε ένα μικρό χωριό, όπου και μεγάλωσα. Ήταν μια πολύ ριζοσπαστική απόφαση για την εποχή, αλλά τους είμαι ευγνώμων.

Απ’ όταν ήμουν 3 χρονών είχα μανία με τα βινύλια και το παιχνίδι μου ήταν να τα βάζω στο στέρεο και να τα ακούω. Έτσι γνώριζα τα πάντα. Ήταν κυρίως δίσκοι με ελληνική μουσική κι αυτό για μένα ήταν από τα μεγαλύτερα μαθήματα. Είναι έντονη η μουσική για τους ανθρώπους που τους λείπει η χώρα τους.

Όταν ήμουν φοιτητής έπαιζα σε μια ελληνική ορχήστρα. Το πρωί μάθαινα θεωρία και το μεσημέρι έκανα πρόβα σε μια ορχήστρα μαζί με τον κουμπάρο μου, που παίζει μπουζούκι, και μόλις έπεφτε η πρώτη νότα από ένα ζεϊμπέκικο έβλεπες ότι σηκωνόταν όλο το δωμάτιο και χόρευε. Έτσι είχα αυτή την εμπειρία, από τη μια οι σπουδές στη μουσική και από την άλλη η ζωντανή μουσική και το τι μπορεί να κάνει στους ανθρώπους.

— Υπάρχει κάποιος συνθέτης/μουσικός που σας έχει επηρεάσει σε βαθύτερο επίπεδο;

Από την εμπειρία μου με την ελληνική μουσική ξεκίνησα να παίζω πιάνο και όταν αρχίζεις να κάνεις κλασικά μαθήματα, μαθαίνεις για τους μεγάλους συνθέτες. Πάντοτε έτρεφα μια μεγάλη αγάπη για τον Μπετόβεν, περισσότερο επειδή η μουσική του έχει τόσο θετική ενέργεια. Σε κάνει να αισθάνεσαι καλύτερα όταν την ακούς. Γι’ αυτό πάντοτε ψάχνω συνθέτες και μουσικούς που κάνουν το ίδιο, όπως o Keith Jarrett, που τον θεωρώ σπουδαίο.

Μέσα από την τεχνολογία, η μουσική πραγματικά έχει εκδημοκρατιστεί. Στη φωτογραφία ο μουσικός Svet.

— Πώς είναι να συνθέτει κανείς μουσική για μια τόσο μοναδική μουσικό όπως η Evelyn Glennie;

Όταν γράφω γι’ αυτήν δεν σκέφτομαι τίποτε άλλο πέρα από το ότι γράφω για μια μοναδική μουσικό στα κρουστά, κορυφή στον τομέα της. Η σχέση μου με την Evelyn ξεκίνησε το 1990, όταν έκανε την πρώτη της παγκόσμια περιοδεία. Είχε κάνει μια στάση στη Νέα Ζηλανδία και όταν κάποιος σπουδαίος μουσικός έρχεται στη χώρα προσπαθούν να βάλουν στο πρόγραμμά του κομμάτι ενός ντόπιου συνθέτη ‒ η Νέα Ζηλανδία βοηθάει πολύ τους νέους καλλιτέχνες.

Της έστειλαν ένα πακέτο με παρτιτούρες και επέλεξε τη δική μου. Από τότε έπαιζε το συγκεκριμένο κομμάτι για χρόνια, ίσως να το έχει παίξει πάνω από 1.000, φορές, χωρίς να θέλω να ακουστώ υπερβολικός. Και η αλήθεια είναι ότι χάρη σ’ εκείνη έγινε το όνομά μου γνωστό στον κόσμο. Σήμερα θεωρούμαι ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες για κρουστά. Όσοι παίζουν κρουστά ξέρουν τα έργα μου κι αυτό ξεκίνησε πριν από 30 χρόνια, όταν η Evelyn διάλεξε το κομμάτι μου.

— Επισκέπτεστε συχνά την Ελλάδα;

Έρχομαι κάθε χρόνο, τουλάχιστον από το 1988, από τότε που οι γονείς μου και οι αδερφή μου επέστρεψαν και ζουν μόνιμα στη Νέα Μηχανιώνα. Ήταν πάρα πολύ δύσκολα για μένα όταν έφυγαν, επειδή έμεινα ολομόναχος.

Επισκέπτομαι την Ελλάδα κάθε χρόνο τα τελευταία 30 χρόνια κι αυτό που έχω δει είναι πάρα πολύ μεγάλη αλλαγή, παρά τις δυσκολίες. Δεν υπάρχει τόση αγένεια και αγριάδα, όπως τη δεκαετία του ’90. Φυσικά, είμαι τουρίστας, δεν ζω εδώ, ούτε περνάω αυτά που έχουν περάσει τελευταία οι Έλληνες.

Κάτι άλλο που μπορώ να πω, συγκρίνοντας την κατάσταση με τη Νέα Ζηλανδία, είναι ότι εδώ δεν δίνεται βοήθεια στους καλλιτέχνες. Μουσικοί που γνωρίζω και θεωρώ ότι είναι σπουδαίοι και αξίζουν να έχουν μια διεθνή καριέρα αγωνίζονται να επιβιώσουν κι αυτό δεν είναι καθόλου καλό. Άμα είσαι σε μια χώρα που δεν σε βοηθάει και οι ευκαιρίες είναι σπάνιες, δεν θα πάρεις ποτέ μεγάλο ρίσκο.

Αντίθετα, εδώ, αν κάνω κάτι και δεν πάει καλά, δεν χάνω τίποτα, μπορώ να προχωρήσω και να κάνω κάτι άλλο. Και είναι κρίμα επειδή πρόσφατα είχα μια ευκαιρία να γνωρίσω νέους συνθέτες και εντυπωσιάστηκα από το πόσο υψηλό είναι το επίπεδό τους.

— Ποια πιστεύετε πως είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για έναν μουσικό τον 21ο αιώνα;

Μέσα από την τεχνολογία, η μουσική πραγματικά έχει εκδημοκρατιστεί. Καθένας μπορεί να κάνει μουσική και να τη δημοσιοποιεί, αλλά η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να σε προσέξει ο κόσμος και να γνωρίσει τη δουλειά σου. Στο διαδίκτυο υπάρχει ένας ωκεανός μουσικής, οπότε το βασικό ζήτημα είναι πώς μπορείς να ξεχωρίσεις.

Το άλλο είναι να κάνεις τέχνη που να σημαίνει κάτι και όχι για να πληρώνεις τους λογαριασμούς σου. Δηλαδή να δημιουργείς μουσική που να μπορεί, έστω και λίγο, να κάνει τον κόσμο καλύτερο. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος στόχος μου πλέον.

O Αρμένιος μουσικός Serj Tankian.

 
Οι Percussionists

 
Η Meeta Pandit

 
Rappers

 
Ο Gareth Lubbe τραγουδάει.

 
Ένας ινδουιστής ιερέας που συμμετέχει στην ταινία.
 
 
 

Μία 20λεπτη βερσιόν του «No Man’s Land»

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη
210 7282333
Σάββατο 14 Μαρτίου, 20:00
Διάρκεια: 80′ λεπτά χωρίς διάλειμμα
megaron.gr
FacebookInstagram

Πηγή

Top