«Να κάνω μουσική επικίνδυνη, σαν όπλο γεμάτο σφαίρες»
Πιτσιρίκος που δεν γνώριζε ακόμα πόση ενέργεια και ταλέντο κρύβει στο εφηβικό του κορμί, εγκαταλείπει το παραποτάμιο Γουόρακναμπιλ της Αυστραλίας («μια πόλη με όνομα σαν άνοστο αστείο») και ξεχύνεται στη ζωή.
«Nick Cave – Mercy on me» έχει τίτλο τo graphic novel που σχεδίασε ο διάσημος Γερμανός κομίστας Ράινχαρτ Κλάιστ. Η ιδιαίτερη και ασυνήθιστη βιογραφία του μεγάλου μουσικού, στιχουργού και συγγραφέα κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ηλίβατον και Οξύ (συνέκδοση, σε μετάφραση Γιώργου-Ικαρου Μπαμπασάκη).
Aυτή η μεγάλη και άφθαρτη μουσική αγάπη έγινε 60 ετών και στον κόσμο όλο τα γενέθλιά του γιορτάστηκαν με την κυκλοφορία αυτού του ευρηματικού «πορτρέτου». Μοναδικός, ιδιοφυής και συναρπαστικός ο Νικ Κέιβ, έχοντας οδηγό τούς ήρωες και τους στίχους των τραγουδιών του, παίρνει τον αναγνώστη από το χέρι και μαζί βαδίζουν το οδοιπορικό της ζωής του μέσα από τις ασπρόμαυρες σελίδες του βιβλίου.
Ο πατέρας του δίδασκε Αγγλικά και Μαθηματικά σε Τεχνικό Λύκειο. Η μητέρα του ήταν βιβλιοθηκάριος στο σχολείο αλλά εκείνος όπως παραδέχεται ήθελε: «Να γίνω κάποιος, να γίνω κάτι. Να βγω απ’ το σκοτάδι στο φως. Να γίνω ήρωας, επαναστάτης… Ένας δημιουργός κόσμων. Ένας ροκ σταρ. Να κάνω μουσική που να πονάει. Που να είναι επικίνδυνη. Σαν όπλο γεμάτο σφαίρες».
Οι γονείς, λοιπόν, είναι εκείνοι που αρχικά του μετέδωσαν την αγάπη για τη λογοτεχνία (ήδη από τις πρώτες σελίδες βλέπουμε να του διαβάζουν Ναμπόκοφ, Ντοστογιέφσκι και Σέξπιρ) αλλά και τη μουσική, καθώς στα εννιά του χρόνια τον βάζουν στην εκκλησιαστική χορωδία.
Ο θάνατος του πατέρα του σε αυτοκινητικό και η ανήσυχη φύση του τον σπρώχνουν στη μικροεγκληματικότητα, την ηρωίνη αλλά και το σύντομο φλερτ με τη ζωγραφική. Όλα -ή σχεδόν όλα- τελείωσαν το 1984 όταν ίδρυσε τους The Bad Seeds και επιτέλους το όνειρο αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά.
Αληθινά γεγονότα μπλεγμένα με μυθοπλαστικές λεπτομέρειες, σκοτεινά όνειρα, στίχους από μεγάλα τραγούδια του και στοιχεία υπερβολής που βοηθούν στη δημιουργία του μύθου, το graphic novel αναφέρεται σε όλους τους μεγάλους σταθμούς της ζωής του: τα πρώτα live με τις τότε μπάντες του, τους Boys Next Door και Birthday Party («στο πρώτο μας λάιβ ήταν μια χούφτα άνθρωποι»), τα πρώιμα σημάδια επιτυχίας («αυτή η μπάντα κάνει πράγματα που άλλοι δεν πίστευαν ότι μπορούν να γίνουν») κι ευτυχίας («pleasure is the boss»), οι μάχες με τους δαίμονές του και τη χρήση ηρωίνης («Εσύ είσαι χάρε; Εσύ με κυνηγάς;), η σχέση του με την Ανίτα Λέιν, οι ματαιώσεις και η αγωνία για την έμπνευση, η ικανότητά του να μετατρέπει τη ζωή και τη σκηνή σε κόλαση, η καταξίωση, η μοναδική του σχέση με το κοινό («can you feel my heart beat?») κι εν τέλει το φινάλε του βιβλίου με ένα ματωμένο ρόδο και τη φράση «Can’t remember anything at all».
Αυτό, βέβαια, που ο Νικ Κέιβ δεν πρόκειται να ξεχάσει όσα χρόνια κι αν περάσουν είναι τον τρόπο να βυθίζει το κοινό στον κόσμο και τις μουσικές του. Τρία χρόνια μετά την τελευταία περιοδεία τους στην Ευρώπη ο Νικ Κέιβ και οι The Bad Seeds έχουν πάρει και πάλι μπρος.
Στις 16 Νοεμβρίου τον περιμένουμε ξανά στο Γήπεδο Tae Kwon Do στο Φάληρο για να τον ακούσουμε να ερμηνεύει ζωντανά το «Skeleton Tree» (εισιτήρια δεν υπάρχουν ούτε για δείγμα).
Ναι, είναι το 16ο στούντιο άλμπουμ του που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 2016, σε μια εποχή που το σκοτάδι είχε πνίξει για άλλη μια φορά τη ζωή του Κέιβ καθώς ο γιος του Άρθουρ σκοτώθηκε στην Αγγλία, πέφτοντας από γκρεμό στο Μπράιτον…
Πηγή