Η μουσική, εστία του ανθρώπου
του Κώστα Κουτσουρέλη
Τα νεογέννητα από την Κίνα και το Καμερούν, μαθαίνουμε από πρόσφατες έρευνες, κλαίνε αλλιώς απ’ ό,τι τα γαλλόπουλα ή τα γερμανόπουλα – «το κλάμα τους μοιάζει περισσότερο με τραγούδι». Γλωσσολόγοι από το πανεπιστήμιο του Βύρτσμπουργκ ανέλυσαν εκατοντάδες χιλιάδες ηχογραφήσεις και εξήγησαν το φαινόμενο ως εξής: καθώς στις γλώσσες των χωρών αυτών ο μουσικός τονισμός είναι έντονος, τα βρέφη προσανατολίζονται στα λόγια που ακούν και προσαρμόζονται αναλόγως, κλαίνε μουσικότερα. Αλλά και τα νεογέννητα στη Γαλλία κλαίνε αλλιώτικα από εκείνα στη Γερμανία, η μελωδικότητα και ο ρυθμός μεταξύ τους διαφέρουν όσο διαφέρει και η γαλλική γλώσσα στην εκφορά της από την γερμανική.
Τι μας λένε όλα αυτά; Πολλά και συναρπαστικά. Ότι τα μωρά αρχίζουν να μαθαίνουν την μητρική τους γλώσσα ήδη από την κοιλιά της μάνας τους, ας πούμε. Ή ότι το κλάμα δεν είναι ένας ενστικτώδης γόος, αλλά όπως το ασυνείδητο του Λακάν είναι δομημένο ως γλώσσα, και μάλιστα ως γλώσσα μουσική. Ότι η μουσική, τέλος, ενυπάρχει στη γλώσσα, είναι στοιχείο της εσωτερικό, δεν έρχεται απ’ έξω. Κάποιοι ανθρωπολόγοι μάλιστα δοκίμασαν να αντιστρέψουν τη φορά της σχέσης τους: δεν είναι η ομιλία που γεννά τη μουσική αλλά το αντίθετο, η μουσική γεννά την ομιλία. Κατ’ αυτούς, οι πρώτοι άνθρωποι που «μίλησαν» ήταν οι μητέρες της Παλαιολιθικής Εποχής οι οποίες με ήχους παραμυθητικούς, νανουρίσματα και ταχταρίσματα, πάσχιζαν να ησυχάσουν τα μωρά τους. Ακόμη και ο χορός, αυτή η μουσική κίνηση του σώματος, στο αρχέγονο νανουριστικό λίκνισμα μάνας και τέκνου έχει την αφετηρία του.
Ας αναλογιστούμε: λόγος, μέλος, χορός, η γλώσσα και η μουσική, και η συνάντησή τους στην αρχαιότερη και δημοφιλέστερη καλλιτεχνική μορφή που έπλασε ο πολιτισμός μας, το τραγούδι, όλα αυτά γεννιούνται μαζί. Και όλα τους, κατά την απαρχή τους, δεν ήταν παρά μια παυσίπονη μέριμνα, ένα λύπης παρηγόρημα για να δανειστώ κι εγώ τα λόγια του Σέξτου Εμπειρικού, μια απόπειρα θεραπείας του άλγους – μια απόκριση μητρική στο κλάμα ενός βρέφους.
Γι’ αυτή την πρωταρχική ενότητα του μέλους και του λόγου μάς μιλάει ο συγγραφέας που η παρουσία του στην Αθήνα μας έφερε απόψε μαζί. Και καθώς την έχουμε χάσει ή και ξεχάσει ολότελα αυτή την ενότητα, ή, έστω, δεν την διακρίνουμε καθαρά μέσα στις αναθυμιάσεις της πολυάσχολης σύγχρονης ζωής, το πολύτιμο βιβλίο του έρχεται να μας οδηγήσει. «Η ίδια η γλώσσα είναι συνυφασμένη με τη μουσική», γράφει ο Κρίστοφερ Κινγκ:
Ίσως η πιο παλιά μορφή ανθρώπινης επικοινωνίας να ήταν ένα κράμα του μελωδικού με το προφορικό, σαν ένα τιτίβισμα… Ίσως οι αρχαίοι μας πρόγονοι να μην είχαν αναγνωρίσει αυτή τη δυαδικότητα: του προφορικού και του μουσικού. Αλλά καθώς το ανθρώπινο είδος εξελισσόταν, η γλωσσική έκφραση διαχωρίστηκε από τη μελωδική. Σαν ένα ανατομικό μας κατάλοιπο που φθίνει, ίσως η μουσική να μεταλλάχθηκε και να ατρόφησε, αποκρύπτοντας έτσι τον αρχικό της σκοπό.
Όλο το Ηπειρώτικο μοιρολόι δεν είναι παρά μια απόπειρα τούτος ο αρχικός αλλά καταχωνιασμένος σκοπός να έρθει και πάλι στο φως. Και το μέσο είναι η επίσκεψη σε μια απόμερη γωνιά της βορειοδυτικής Ελλάδας, και την αλλόκοτη μουσική της παράδοση. Γράμμα ερωτικό στη μουσική της Ηπείρου αποκαλεί το βιβλίο του ο Κρίστοφερ Κινγκ. Όμως τα ραβασάκια των άλλων την προσοχή μας την τραβούν σε δύο μόνο περιπτώσεις. Όταν είναι γραμμένα από ανθρώπους που ξέρουν να γράφουν. Κι όταν το πάθος και το κάλλος που υμνούν είναι τέτοιο που μπορεί να μας συνεπάρει. Τύχη αγαθή εδώ συντρέχουν και τα δυο. Και είναι απαράμιλλη η τρυφερότητα της ματιάς του συγγραφέα, γνώρισμα του μεγαλόκαρδου ερωτευμένου, ακόμη κι όταν περιγράφει πλευρές του ποθεινού του ινδάλματος ελάχιστα κολακευτικές: λ.χ. τη βαρβαρότητα των πανηγυριώτικων μεγαφώνων ή τις κοινωνικές διακρίσεις εις βάρος των Γύφτων.
~ . ~
Δεν είναι όμως μόνο αυτό, ερωτική εξομολόγηση, το Ηπειρώτικο μοιρολόι. Είναι και παμφλέτα πολεμική που δύσκολα κρύβει το κεντρί της κάτω από την προσήνεια του ύφους. Η τωρινή μουσική, αυτή που μας κατακλύζει σήμερα από παντού ανερώτητα, μας λέει ο Κινγκ, άλλο δεν κάνει παρά να υπογραμμίζει την α-νοησία, την απουσία του νοήματος που μας περιβάλλει. Στα μάτια του ακόμη και η κλασσική μουσική είναι ελιτίστικη, προϊόν διανοητικό χωρίς ρίζες βαθύτερες ψυχικές. Η ποπ πάλι είναι μια «σαχλαμάρα», ένας «αποχαυνωτικός, αδιάκοπος, ίσως κι επιβλαβής θόρυβος». Και συνεχίζει κοφτά:
Καταλαβαίνω ότι πολλοί άνθρωποι είναι έντονα δεμένοι συναισθηματικά με τη σύγχρονη μουσική. Όμως δεν μπορώ να κρύψω την εντύπωση που αυτή η μουσική δημιουργεί σ’ εμένα. Στη μοντέρνα μουσική ακούω εγωκεντρισμό, μια διαρκή αναφορά στην ατομική καλλιτεχνική έκφραση. Όλα έχουν να κάνουν με το εγώ. Από την άλλη πλευρά, στην παλιά μουσική που αγαπώ, ακούω ανιδιοτέλεια, ακούω ιστορική συνέχεια, ακούω τη φωνή της κοινότητας. Όλα έχουν να κάνουν με το εμείς.
Προφανώς, για να το πω κάπως σπουδαιοφανώς, έχουμε εδώ να κάνουμε με μια ριζική κριτική της νεωτερικής εποχής από τον Διαφωτισμό και εντεύθεν, της ρότας που πήρε, ιδίως της άκρατης εξατομίκευσης της μοντέρνας ζωής που έστησε παντού είδωλό της λατρευτικό το εγώ. Μια τέτοια κριτική δεν είναι άμοιρη ιδεολογικών συνεπειών ασφαλώς, και δεν το κρύβει. Δεν θα σας κουράσω μ’ αυτές. Στο κομποσκοίνι των θεωρητικών διενέξεων, όπου οι λέξεις πάνε κι έρχονται εξαερωμένες μες στις αφαιρέσεις, οι κόμποι είναι ατέλειωτοι. Όμως ο Κινγκ δεν θεωρητικολογεί από καθέδρας. Βλέπει τα πράγματα από κοντά και θέλει, προσπαθεί, να τα πιάσει. Οι λέξεις του έχουν σάρκα θρεμμένη από την ιστορία, την ομορφιά και τα ανθρώπινα πάθη. Η γλώσσα του είναι συγκεκριμένη.
Για μας, τους Έλληνες αναγνώστες, αυτό δεν είναι πάντοτε βολικό. Γιατί στις σελίδες του σκοντάφτουμε διαρκώς πάνω σε πρόσωπα και πράγματα που μας ρίχνουν πίσω ξανά σε αντιλογίες και έριδες δικές μας παμπάλαιες. Κατά έναν τρόπο, βλέπουμε δικές μας σκεπασμένες φωτιές να φουντώνουν και πάλι απ’ το δαδί ενός ξένου. Και σ’ αυτού του είδους τις έξωθεν παρεμβάσεις, είμαστε ανέκαθεν παρεξηγιάρηδες και δυσανεκτικοί. Ακούω ήδη στ’ αφτιά μου τις αγανακτισμένες ενστάσεις: Ένας Αμερικάνος, ένας ξενομπάτης που θέλει να μας κάνει τον δάσκαλο! Βλέπετε, από τους φιλέλληνες που ξαναέφεραν την αρχαιογνωσία στην Ελλάδα ώς τον Φωριέλ και τον Γκαίτε που μας έδειξαν κάτω από άλλο φως το δημοτικό μας τραγούδι, κάθε επαφή με την ιστορία μας μοιάζει να είναι μεσολαβημένη από ξένους. Στο τέλος καταντάει κανείς χρεωμένος ώς τ’ αφτιά για το δικό του κεφάλαιο. Επιτέλους, τι σόι αυτογνωσία είναι αυτή που μας έρχεται από την αλλοδαπή!
Σ’ αυτόν τον αναγνώστη, τον Συνέλληνα που δυσκολεύεται με τις αταλάντευτες απαντήσεις που ο ίδιος ο Κινγκ δίνει στα ερωτήματα που θέτει, θα πρότεινα πρώτα πρώτα να αναλογιστεί το ζήτημα της κυριότητας ενός πολιτιστικού αγαθού. Σε ποιον αλήθεια ανήκει μια μουσική παράδοση – στους φυσικούς κατιόντες της ακόμη κι αν δεν δίνουν δεκάρα γι’ αυτήν και την αγνοούν πλήρως; Ή σ’ αυτούς που την έχουν πράγματι ανάγκη και έχουν δείξει στην πραξη ότι την νοιάζονται και την πονούν; Και, δεύτερον, αν ο ίδιος αυτός Συνέλλην κρίνει κατόπιν αυτού ότι του πέφτει καν λόγος και δη αντιρρητικός, θα του συνιστούσα να βάλει προσώρας στην πάντα τα συμπεράσματα του Κινγκ και να κρατήσει το ουσιωδέστερο, τα ερωτήματα.
Ακόμη και οι πιο φανατικοί οπαδοί της προόδου, αν θέλουν να ’ναι στοιχειωδώς ειλικρινείς με τον εαυτό τους, δεν μπορεί, θ’ αναρωτιούνται κάποτε. Kάθε ανθρώπινο διάβημα είναι ένα διαρκές πάρε-δώσε. Από την Επιχείρηση Πρόοδος ΑΕ δεν πήραμε μόνο, της δώσαμε κιόλας. Πόσο μας κόστισε εντέλει; Μείναμε με κέρδος καθαρό ή ζημιώσαμε; Ζηλωτές του μέλλοντος, θηρευτές της αυτοπραγμάτωσης, εγκαταλείψαμε μια κατάδική μας περιουσία μοναδική, κι ήρθαμε –πόση ειρωνεία– να στοιβαχθούμε σε μια ζωή άλλων ή, έστω, σαν όλων των άλλων. Άξιζε εντέλει τόσος κόπος, τόσες ελπίδες;
Ο Κρίστοφερ Κινγκ για όλα αυτά έχει απαντήσεις στο βιβλίο του. Άλλους θα πείσουν και άλλους όχι. Ότι τα ερωτήματα που μας θέτει είναι ωστόσο νόμιμα και ζωτικά, εκ των ων ου άνευ μάλιστα αν θέλουμε να κατανοήσουμε, ενδεχομένως και να αποδεχθούμε και ν’ αγαπήσουμε τον διχασμένο εαυτό μας, δεν γίνεται κανείς να το αμφισβητήσει. Εκτός πια και έχει πάρει διαζύγιο από την σκέψη.
~ . ~
Ζούμε σε εποχή παράδοξη. Οι λέξεις έχουν αρχίσει και πάλι να μας παίζουν τα παιχνίδια που περιγράφει ο Θουκυδίδης στην Παθολογία του. Αλλάζουν νοήματα, οι σημασίες τους γίνονται γλιστερές και επικίνδυνες. Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για το δικό και το οικείο γιατί κινδυνεύει να καθίσει στο εδώλιο ως μίσαλλος, ως εχθρευόμενος το αλλοδαπό και το ξένο. Η ονειροπόληση του θεοποιημένου μέλλοντος περνιέται για πράξη σημασίας αυταπόδεικτης, η αναπόληση του παρελθόντος όμως ως υποτροπή στην νοσηρή νοσταλγία. Στις συνερεύσεις μας ισχύει η ανασταλτική μειοψηφία του ενός, ένας να στυλώσει τα πόδια του, πάσα βούληση υπερατομική παυσάτω. Μόνο άτομα και μειονότητες έχουν πια το δικαίωμα να μιλούν για ταυτότητα – για να περιχαρακωθούν από την πλειονότητα, ή και για να στραφούν εναντίον της. Λεξούλες άλλοτε απλές όπως πατρίδα, κοινότητα, ψυχή, αυθεντικότητα έχουν καταστεί πεδία μαχών όπου καθ’ ημέραν πέφτουν κορμιά.
Η μουσική όμως για τον Κινγκ είναι όλα αυτά. Είναι ώσμωση με το συλλογικό, είναι αναστροφή με το γνήσιο, είναι άκος ψυχής, φωνή πατρίδος και αγκάλη κοινότητος, είναι προ πάντων ταυτότητα, είναι η στέγη, η εστία του ανθρώπου. Ετούτη εδώ η μουσικήεννοείται. Η άλλη μουσική, η εκεί έξω, οι άλλες τέχνες εν γένει, όπως απόμειναν μετά τους τόσους -ισμούς και τις εξάρσεις τους δύο αιώνες τώρα, είναι απλώς ένας αναδιπλασιασμός: το πρόσωπο του καλλιτέχνη στον καθρέφτη.
Γι’ αυτόν τον αφόρητο ναρκισσισμό του παρόντος νομίζω εντέλει ότι μάς μιλά με το βιβλίο του ο συγγραφέας. Γα την ακαταδεξιά και τα κουσούρια του. Και οδηγώντας μας στις εσχατιές της Ηπείρου, μας υποδεικνύει μια δυνατότητα εξόδου, μια χαραμάδα διαφυγής. Πρόκειται για έξοδο πραγματική; Είναι μήπως μια χειρονομία παρηγοριάς και μόνο; Προσώρας το πράγμα είναι αξεκαθάριστο, άδηλον παντί. Καλού κακού όμως ας την κρατήσουμε την υπόδειξη του Κινγκ. Μπορεί να έρχεται από εποχές που αφήσαμε πίσω μας, μπορεί όμως κι ο δρόμος που ξετυλίγεται μπροστά μας τελικά να μην είναι ευθύς και να μοιάζει περισσότερο με κύκλο. Σ’ αυτή την περίπτωση ίσως χρειαστεί να περάσουμε ξανά απ’ όλα αυτά που τα πιστέψαμε παρωχημένα κι αχρείαστα. Ίσως εκείνα αποδειχθούν, μία των ημερών, ο δρόμος που μας φέρνει προς το μέλλον.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ
Ομιλία κατά την παρουσίαση της έκδοσης στη Γεννάδειο την 12η Δεκεμβρίου 2018.
~.~