Μπορεί η μουσική να σώσει την Ευρώπη;

Μιλώντας για την Ευρώπη 

To Nuits Sonores που κάθε χρόνο φιλοξενεί πάνω από 150.000 επισκέπτες, το Sonar, ίσως το κορυφαίο ευρωπαϊκό φεστιβάλ σύγχρονης μουσικής, που γίνεται στη Βαρκελώνη, αλλά και το δικό μας Reworks Festival της Θεσσαλονίκης, που μετρά ήδη δεκατρία χρόνια και συγκαταλέγεται στα πέντε καλύτερα φεστιβάλ του Σεπτέμβρη στον κόσμο, είναι κάποια από τα μέλη αυτής της πρωτοβουλίας που εσχάτως στηρίζεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το WE ARE EUROPE ανοίγει έναν διάλογο για την Ευρώπη μέσα από τις μη μουσικές πλατφόρμες των οκτώ φεστιβάλ, με τη μορφή παράλληλων εκδηλώσεων και ανοιχτών συζητήσεων. Ανοίγει επίσης διόδους συνεργασίας, καθώς κάθε φεστιβάλ καλείται να επιμεληθεί, να διαλέξει δηλαδή μουσικούς και ομιλητές για χάρη κάποιας από τις άλλες συνεργαζόμενες διοργανώσεις. Το Reworks Agora, η αντίστοιχη πλατφόρμα διαλόγου της Θεσσαλονίκης, συμμετείχε στη Λυών στις κουβέντες για το μέλλον της Ευρώπης με τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Πέτρο Παπακωνσταντίνου, αλλά και σε μια σειρά θεματικών που αφορούν την ανάπτυξη των πόλεων και πώς μπορούμε να τις επανεφεύρουμε ώστε να ανταποκρίνονται στις σημερινές και μελλοντικές ανάγκες των πολιτών. Καμία από τις συζητήσεις δεν ήταν μια φιλολογικού τύπου φλυαρία, αφού εξετάστηκαν συγκεκριμένες πρακτικές και λύσεις. Ακόμα και αν στην Ελλάδα ένας διάλογος Χασκί-Παπακωνσταντίνου, για παράδειγμα, για την ποιότητα της δημοκρατίας, τους ελλιπείς πολιτικούς όρους ενσωμάτωσης των πιο πρόσφατα ενταγμένων χωρών μελών στην Ε.Ε., μοιάζει καμιά φορά με πολυτέλεια που χάνεται στην άβυσσο του ΕΦΚΑ, η λαχτάρα και το ενδιαφέρον με το οποίο αντιδρούσε και συμμετείχε η πιτσιρικαρία της Λυών αποδεικνύει την αναγκαιότητά του. Η ομπρέλα του WE ARE EUROPE όχι απλώς δεν απέκλεισε την κριτική στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, αντιθέτως την ενθάρρυνε με έναν τρόπο όχι αφοριστικό, αλλά δημιουργικό, που συνοδευόταν από προτάσεις και αντιπροτάσεις.

Η ηλεκτρονική μουσική είναι το μέσο επικοινωνίας εκατοντάδων χιλιάδων Ευρωπαίων στη συνέργεια οκτώ φεστιβάλ υπό τον τίτλο WE ARE EUROPE. (Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Οικονομίδης)

Το παράδειγμα του Reworks Festival

Όπως ο Εντουί Πλενέλ, o παλιός διευθυντής της Le Monde και ιδρυτής της ιστοσελίδας ερευνητικής δημοσιογραφίας Mediapart, που κατά την έναρξη του φεστιβάλ αναφέρθηκε στο θέμα του ελληνικού χρέους προκειμένου να ασκήσει σκληρή κριτική στους διαβρωμένους μηχανισμούς της Ένωσης. Το έκανε δείχνοντας με συμπάθεια τον Αναστάσιο Διόλατζη, έναν εκ των διοργανωτών του Reworks Festival. Κόντρα σε αυτήν ακριβώς τη θυματοποίηση δουλεύει όλη η ομάδα της Θεσσαλονίκης, κόντρα σε ό,τι στερεότυπο συνοδεύει τη φήμη μας τα τελευταία χρόνια. Κατ’ αρχάς διότι το Reworks είναι μια μη χρεωμένη, μια απολύτως υγιής εταιρεία, χωρίς ούτε μισό δάνειο στην πλάτη της. Το φεστιβάλ έχει επιβιώσει στα δύσκολα, στα capital controls, στο κλειστό κέντρο από τις διαδηλώσεις στη ΔΕΘ, στην προκήρυξη εκλογών και στις απεργίες των αστικών λεωφορείων κατά τις ημέρες του Reworks και σε καμιά εκατοσταριά ακόμη εμπόδια. Δεν ακολουθεί την πορεία της χώρας, διότι αναπτύσσεται συνεχώς, παρά τη δυσκολία των επτά περασμένων χρόνων. Και ας ξέρουν οι διοργανωτές πως είναι κάτι σαν ανέκδοτο να συζητάς για business plan στην Ελλάδα. Από τους 15.000 θεατές του Reworks, το 43% έρχονται από το εξωτερικό και την υπόλοιπη Ελλάδα. Αυτοί, στην πιο low budget εκτίμηση, αφήνουν το λιγότερο 70-80 ευρώ κάθε μέρα στην πόλη. Συνολικά, στα 12 χρόνια λειτουργίας του Reworks, η Θεσσαλονίκη από τους επισκέπτες του έχει κερδίσει πάνω από 8 εκατ. ευρώ. Οι διοργανωτές είναι έτοιμοι να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους στους 30.000 θεατές μέσα στην επόμενη τριετία. Η πόλη όμως; Οι συγκοινωνίες της; Η τουριστική της υποδομή; Με τα σημερινά δεδομένα και όπως διαφαίνονται οι εξελίξεις, όχι. Η ευκαιρία να αποτελέσει η ηλεκτρονική μουσική την αιχμή του σύγχρονου πολιτισμού της πόλης, με ό,τι οφέλη θα είχε αυτό, μετατίθεται κάπου στο μέλλον.

Γνωστός με το όνομα Floating Points, ο Sam Shepherd ήταν μία από τις επιλογές του Reworks στο φεστιβάλ της Λυών.

Η πολιτική της εξωστρέφειας

Στην υπόλοιπη Ευρώπη, αναφορικά με τη διαχείριση και την προώθηση πολιτιστικών προϊόντων, υπάρχουν καλές και αποτελεσματικές πρακτικές. Το παράδειγμα της Λισαβόνας, που τόσο αναλύθηκε στο φεστιβάλ της Λυών, όπου ήταν η τιμώμενη πόλη για φέτος, είναι να το ζηλεύεις. Μια πόλη αναγεννήθηκε στα χρόνια της δικής της οικονομικής δυσχέρειας, αναπτύσσοντας ένα δυναμικό μοντέλο που επένδυε στους νέους και στην πολιτιστική επιχειρηματικότητα. Και πέρα από το επίπεδο των πόλεων, όμως, πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων οι σκανδιναβικές, η Γερμανία, η Ολλανδία, η Ελβετία, η Πολωνία, το Ισραήλ αλλά και η Τυνησία, λειτουργούν τα Music Export Offices, δηλαδή τα γραφεία εξαγωγής των καλλιτεχνών τους. Πρόκειται για τη διπλωματίας της μουσικής που κάνει ενός τύπου lobbying, με στόχο να στείλει μουσικούς της χώρας σε φεστιβάλ και εκδηλώσεις σε όλο τον κόσμο καλύπτοντας ένα μέρος των εξόδων τους. Μάλιστα, οι υπεύθυνοι των υπηρεσιών αυτών, που είναι κρατικές, πρέπει στο τέλος του χρόνου να κάνουν λεπτομερείς αναφορές και να λογοδοτήσουν αν δεν έχουν προωθήσει επαρκώς τους ντόπιους μουσικούς παραγωγούς. 

Το Nuits Sonores, το Reworks, το WE ARE EUROPE, η Λισαβόνα έχουν ως κορμό την εξωστρέφεια ως στρατηγική επιλογή. Μιας χώρας, που επιδιώκει να δέχεται και να στέλνει ερεθίσματα, αλληλεπιδρώντας με ένα περιβάλλον που ξεπερνά τα σύνορά της. Μιας πόλης, που στηρίζει με κάθε τρόπο ένα φεστιβάλ της, διαθέτοντας δωρεάν χώρους σε υποβαθμισμένες στην αρχή περιοχές, που μετά από δύο τρεις διοργανώσεις αναβαθμίζουν το αστικό τους περιβάλλον. Ενός μουσικού φεστιβάλ, που ανοίγεται στην πόλη με πλήθος δραστηριοτήτων, ακόμα και δρώμενα για μικρά παιδιά και την ίδια ώρα ανοίγεται στον κόσμο. Αλλά και την εξωστρέφεια πολιτών που έχουν την ανάγκη να απεγκλωβιστούν από ένα κλειστό, μοναχικό και συχνά αδιέξοδο σύστημα.


Πηγή
Top