H μουσική ενώνει τους λαούς και τους πολιτισμούς;
Μαρία Έμμα Μελιγκοπούλου: «Η μουσική δεν πιάνεται, δεν αγγίζεται, δε μπορείς να τη δεις, δε μπορείς να τη μετρήσεις ως αντικείμενο… μπορείς μόνο να τη νιώσεις»
H μουσική ενώνει τους λαούς και τους πολιτισμούς;
Ζούμε σε έναν κόσμο γεμάτο αντιθέσεις, με λαούς που μιλούν άλλες γλώσσες, προέρχονται από διαφορετική πολιτισμική κουλτούρα, θρησκεία, εκπαίδευση, σε βαθμό που κάποιες φορές η ανθρώπινη επικοινωνία είναι εφικτή μόνο με τη γλώσσα του σώματος ή… με τη μουσική!
Η μουσική είναι η μόνη πανανθρώπινη γλώσσα, η οποία είναι αναγνωρίσιμη από κάθε ανθρώπινο όν.
Δε μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι η μουσική ενώνει τα κράτη και τους πολιτικούς, σίγουρα όμως ενώνει τους λαούς και τους πολιτισμούς.
Θα μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη μου, μια μοναδική εμπειρία που είχα στην Λετονία το 2014, όταν συμμετείχα στο World Choir Games ως μέλος του Συμβουλίου τους και κριτική επιτροπή των διαγωνισμών τους: 14.000 χορωδοί από τη Λετονία στη σκηνή και 20.000 χορωδοί από 400+ χορωδίες και 89 χώρες τραγούδησαν μαζί σε ένα από τα πολλά ανοιχτά θέατρα της χώρας, τα οποία είναι φτιαγμένα για τέτοιες συναυλίες.
Χορωδίες από κάθε ήπειρο, γλώσσα, πολιτισμό, θρησκεία, ένωσαν τη φωνή τους σε μελωδίες που δημιούργησαν ψυχική ανάταση, συναισθήματα χαράς, αδελφοσύνης, και δάκρυα συγκίνησης όταν ενώσαμε όλοι μαζί τα χέρια και τραγουδήσαμε, την ωδή της χαράς του Μπετόβεν.
Μια εμπειρία που αποτελεί το απτό παράδειγμα για το πώς η μουσική μπορεί να ενώσει λαούς και πολιτισμούς.
Ποιον μουσικό θαυμάζετε και γιατί;
Θαυμάζω τους μουσικούς εκτελεστές, που όντας σπουδαίοι μουσικοί διακρίνονται όχι μόνο για τη δεξιοτεχνία τους στην τέχνη της μουσικής, αλλά και για αυτά που παράγει η μουσική: ψυχική ανάταση, γαλήνη, χαρά, συγκίνηση.
Πιστεύω ότι δε μπορείς να είσαι ολοκληρωμένος μουσικός, όσο τεχνικό ταλέντο κι αν έχεις, εάν η ψυχή σου δε μπορεί να δώσει στο συνάνθρωπο κάτι από τα παραπάνω.
Θαυμάζω και τους μουσικούς δημιουργούς που άφησαν πίσω τους έργο που αγγίζει την ψυχή και όχι μόνο την επιδερμίδα.
Η επιδερμική μουσική είναι σαν η σκόνη, μόλις φυσήξει λίγο εξαφανίζεται, ενώ η άλλη, ακόμη κι αν κάποια στιγμή φύγει από το διάσταση του συνειδητού, έχει αφήσει τα ίχνη της ανεξίτηλα: ψυχική ηρεμία, καθαρή σκέψη, θετική ενέργεια, δημιουργικότητα, αυτοσυγκέντρωση.
Η μουσική είναι μία, οι μουσικοί πολλοι. Πώς θα περιγράφατε αυτήν την πρόταση;
Νομίζω ότι η μουσική δε μπορεί να οριστεί με απόλυτους αριθμούς, ώς μία ή περισσότερες, διότι είναι άυλη.
Ένας ζωγραφικός πίνακας, ένα γλυπτό, ένα αρχιτεκτόνημα, μπορείς να το δείς, να το αγγίξεις, να του αφιερώσεις χρόνο θαυμάζοντάς το.
Η μουσική δεν πιάνεται, δεν αγγίζεται, δε μπορείς να τη δεις, δε μπορείς να τη μετρήσεις ως αντικείμενο. Μπορείς μόνο να τη νιώσεις.
Η μουσική υπάρχει όσο διαρκεί ως εκτέλεση και μετά αφήνει πίσω της σκέψεις και συναισθήματα.
Και το πιο σημαντικό είναι, ότι μολονότι κανείς μπορεί να ακούσει την ίδια μουσική πολλές φορές, η κάθε φορά θα τον κάνει να τη νιώσει διαφορετικά.
Το ίδιο ισχύει και με τους μουσικούς: Δε θα ακούσεις ποτέ μια όρχήστρα, μια χορωδία ή έναν σολίστ να αποδίδει ταυτόσημα το ίδιο έργο.
Πόσο ανεξάντλητη είναι η μουσική!
Επιτρέπει στο μουσικό εκτελεστή να είναι ο εκάστοτε δημιουργός της, μεταφέροντας τα δικά του συναισθήματα για το έργο και τη δική του αντίληψη για τη διάσταση της ερμηνείας του. Και βλέπουμε μουσικούς να φτιάχνουν καλή μουσική και μουσικούς να φτιάχνουν κακή μουσική… το ίδιο έργο να ακούγεται έτσι ή αλλιώς… Η μουσική είναι η μόνη από τις καλές τέχνες που μπορεί να αναδημιουργείται αέναα.
Γιατί χρειάζεται η μουσική παιδεία; Είναι πολυτέλεια ή ανάγκη;
Το ζήτημα αυτό το έχουν λύσει οι Έλληνες από την αρχαιότητα…
Το πρόβλημα είναι ότι στη σύγχρονη Ελλάδα έχουμε ξεχάσει ότι η μουσική παιδεία αποτελεί μια σημαντική ανάγκη που εξευγενίζει την ψυχή του ανθρώπου, διαμορφώνει το ήθος και το χαρακτήρα των παιδιών και επιδρά θεραπευτικά στο άλογο μέρος της ψυχής.
Χρειάζεται να “πολεμάμε” καθημερινά σε εξωθεσμικά πλαίσια για να αποδείξουμε την ανάγκη της θεσμοθέτησης της μουσικής παιδείας και ειδικότερα της σχολικής μουσικής εκπαίδευσης, στο επίπεδο που της αρμόζει και όχι στο επίπεδο που εφαρμόζεται σήμερα στο ελληνικό σχολείο.
Στη Γαλλία, από το περασμένο σχολικό έτος, το μάθημα της χορωδίας εντάχθηκε στο ωρολόγιο πρόγραμμα των δημόσιων σχολείων, σε αναγνώριση της σημαντικότητάς του για τη μουσική καλλιέργεια και παιδεία των μαθητών, ενώ σε πολλά σχολεία της Ευρώπης, της Βορείου Αμερικής, της Αυστραλίας και άλλων χωρών με προηγμένα μουσικά προγράμματα, το μάθημα της μουσικής είναι ισότιμο με τα υπόλοιπα διδασκόμενα μαθήματα, οι μαθητές διαβάζουν, παίζουν και τραγουδούν τη μουσική.
Πόσα έλληνικά σχολεία διαθέτουν πολυφωνική χορωδία, ορχήστρα ή μπάντα; Θα πει κανείς, αυτά είναι “πολυτέλεια”, δεν υπάρχουν υποδομές για κάτι τέτοιο στα σχολεία μας …Η μουσική δηλαδή, είναι πλέον πολυτέλεια για το λαό που διακήρυξε πρώτος την αναγκαιότητά της;
Πώς μπορεί ένας γονιός να ανακαλύψει το ταλέντο του παιδιού του στη μουσική;
Σήμερα, συναντούμε χιλιάδες παιδιά 5 – 7 ετών, κυρίως από την Ασία που ερμηνεύουν ως νεαροί σολίστ μουσικά άρτια απαιτητικά έργα για πιάνο, βιολί, τσέλο ή άλλα όργανα.
Ο ανταγωνισμός είναι πλέον τόσο μεγάλος, που εάν ένα παιδί δε δείξει ιδιαίτερη πρόοδο σε αυτή τη μικρή ηλικία, η σολιστική του καριέρα ως ενήλικας θα είναι μάλλον δύσκολη.
Δε μπορείς να πάρεις δίπλωμα πιάνου στα 23 και να βγεις στην αγορά, όταν αυτά που θα παίζεις εσύ στα 23, χιλιάδες παιδιά και νέοι τα έχουν παίξει στις μεγαλύτερες σάλες συναυλιών με τις σημαντικότερες ορχήστρες του κόσμου στα 7, τα 12 ή τα 17 τους έτη…
Τα ελληνόπουλα μεγαλώνουν με ιδιαίτερη πίεση από το οικογενειακό περιβάλλον στην επίδοση των “σοβαρών” μαθημάτων, όπως η φυσική, τα αρχαία ή τα μαθηματικά, ενώ η μελέτη της μουσικής αντιμετωπίζεται από τους γονείς ως χόμπι, και συχνά ένα παιδί – βιρτουόζος του βιολιού θα γίνει δικηγόρος ή γιατρός, διότι ο γονιός δε θεωρεί τη μουσική “σοβαρό” επάγγελμα.
Από την άλλη, ως λαός, έχουμε μια διάθεση να τα παίρνουμε όλα χαλαρά… να πηγαίνουμε π.χ. το καλοκαίρι διακοπές 3 μήνες στη θάλασσα και το παιδί μας να μην έχει τη δυνατότητα να αγγίξει το πιάνο που βρίσκεται στο σπίτι του στην πόλη…
Νομίζουμε ότι εάν το παιδί μας έχει όντως ταλέντο στη μουσική, μπορεί δια μαγείας να γίνει σολίστ!
Όταν ως κοινωνία ανακαλύψουμε την αξία της μουσικής παιδείας, όταν ως ενήλικες ανοίξουμε τα αφτιά μας και για την παγκόσμια κλασική μουσική, όταν ως καθηγητές μουσικής γνωρίζουμε εμείς οι ίδιοι πρώτα αυτή τη μουσική ώστε να τη μεταλαμπαδεύουμε στους μαθητές μας, τότε πιστεύω, ότι και ο γονιός θα μπορέσει να δώσει χώρο στο παιδί του να ανακαλύψει το ταλέντο του στη μουσική γιατί θα έχει ανακαλύψει και ό ίδιος την αξία της.
Υπάρχει, βέβαια και η άλλη κατηγορία γονέων, που το παιδί τους είναι οπωσδήποτε “παιδί – θαύμα” στη μουσική, είτε επειδή είναι οι ίδιοι μουσικοί και νομίζουν ότι μετέδωσαν στο παιδί τους το όποιο τους ταλέντο πολλαπλασιασμένο σε βαθμό “θαύματος”, είτε διότι βλέπουν το δικό τους το παιδί ως το πιο σοφό και ταλαντούχο, σαν τον αρχαίο μύθο με την κουκουβάγια, που θεωρούσε ότι όλοι θα αναγνωρίσουν το παιδί της, επειδή είναι το πιο όμορφο…
Πιστεύω ότι πολλά ελληνόπουλα έχουν μεγάλο ταλέντο στη μουσική, και αρκετά από αυτά ξεκινούν τις σπουδές τους σε αυτήν, αλλά είτε λόγω των όσων αναφέρω παραπάνω, είτε λόγω της αδυναμίας τους να συγκεντρωθούν σε πολύωρη και συστηματική μελέτη (ηλεκτρονικά παιχνίδια, παράλληλη ενασχόληση με τον αθλητισμό ή άλλες εξωσχολικές δραστηριότητες), τελικά εγκαταλείπουν το στόχο.
Το ταλέντο στη μουσική δεν είναι πανάκεια. Είναι αναγκαίο να συνοδεύεται από συστηματική μελέτη και ενασχόληση.
Τελευταία απαντώ και στο παραπάνω ερώτημα: Πώς θα ανακαλύψει ο γονιός το ταλέντο του παιδιού του στη μουσική: καλή αίσθηση του ρυθμού, καλή μουσική μνήμη, μουσικό αφτί, πειθαρχημένος χαρακτήρας του παιδιού στη μελέτη.
Αλληλένδετα όλα τα παραπάνω. Αν κάτι από αυτά λείπει, δε συμπληρώνεται το πάζλ που λέγεται “ταλέντο στη μουσική”.
Διδάσκεται σήμερα η μουσική παράδοση μέσα από την εκπαίδευση;
Δύσκολη ερώτηση, η οποία για να απαντηθεί, χρειάζεται επιστημονική μελέτη.
Το μάθημα της μουσικής στο σχολείο διδάσκεται με έναν ιδιαίτερα ελεύθερο τρόπο, και η διδακτέα ύλη, πέραν της τυπικής και καθαρά θεωρητικής προσέγγισης των διδακτικών εγχειριδίων, επαφίεται στον καθηγητή μουσικής.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα με μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μουσική παράδοση, που δημιουργεί φίλους και εχθρούς, αντιφάσεις και “διενέξεις” μεταξύ των οπαδών της “παραδοσιακής” και της “Δυτικής” μουσικής.
Και ο λόγος είναι ο εξής:
Η επονομαζόμενη σήμερα “Δυτική” ή “τονική” μουσική είναι ελληνικό δημιούργημα, οι δε τρόποι της (κλίμακες) φέρουν ελληνικά ονόματα (Ιωνικός, Δώριος, Φρύγιος κ.λπ.).
Ο Πυθαγόρας έκανε την τομή του μονόχορδου και μας μίλησε για τους φυσικούς τόνους και ημιτόνια.
Σήμερα, εκατοντάδες νέοι Έλληνες συνθέτες δημιουργούν ελληνική μουσική στο τονικό σύστημα.
Παρόλα αυτά, συναντά κανείς οπαδούς της παραδοσιακής μουσικής, οι οποίοι αποκαλούν την τονική μουσική “φράγκικη” και “κακώς διδασκόμενη στα σχολεία”.
Από την άλλη είμαστε το μοναδικό έθνος στον κόσμο που διαθέτουμε ένα ολοκληρωμένο και αυτόνομο μουσικό σύστημα μουσικής γραφής και ανάγνωσης, το οποίο είναι αποκλειστικά συνδεδεμένο με την ελληνική γλώσσα. Και δεν είναι άλλο παρά η Βυζαντινή μουσική.
Απλά θέτω το ερώτημα:
Σε πόσα Δημόσια σχολεία της χώρας, οι καθηγητές μουσικής διδάσκουν την εν λόγω μουσική;
Και δεν εννοώ την αποστήθιση του Ακάθιστου Ύμνου ή το τροπαρίου του πολιούχου της περιοχής, σε τονική συγκερασμένη μουσική, αλλά την ανάγνωση της βασικής σημειογραφίας και την εκτέλεση απλών ύμνων ή παραδοσιακών βυζαντινών κοσμικών τραγουδιών στο μη συγκερασμένο μουσικό σύστημα.
Τέλος, έχουμε και τη Δημοτική μας μουσική, η οποία επίσης “δεινοπαθεί” μέσα στο σχολείο, καθώς ερμηνεύεται, ακόμη και από τους «πολέμιους» της Δυτικής μουσικής, με δυτικότροπη μέθοδο, δηλαδή με συγκερασμένη μουσική.
Όλα τα παραπάνω ήδη μουσικής συνθέτουν την πλουσιότατη μουσική παραδοσιακή κληρονομιά μας, αλλά κανένα είδος δε διδάσκεται συστηματικά μέσα στο ελληνικό σύστημα μουσικής εκπαίδευσης.
Αυτό είναι κάτι που βρίσκω απολύτως φυσιολογικό, όταν το μάθημα διδάσκεται μια ώρα την εβδομάδα και ο διδάσκων δεν είναι εξειδικευμένος και στα τρία.
Υπάρχουν Έλληνες μουσικοί με μουσική κατάρτιση και μόρφωση;
Η Ελλάδα είναι μια χώρα η οποία αναλογικά με τον πληθυσμό της, και παρά τα πολλά προβλήματα στον τομέα της μουσικής εκπαίδευσης, έχει να παρουσιάσει ένα σημαντικό αριθμό μουσικών δημιουργών και μουσικών εκτελεστών, με διεθνή αναγνώριση και αξία.
Δεν έχει σημασία να κατονομάσω κάποιους από τους κορυφαίους σολίστες της κλασικής μουσικής, μαέστρους, συνθέτες ή τραγουδιστές.
Αυτό που βρίσκω ιδιαίτερα σημαντικό είναι, ότι μέσα από την λειτουργία των Πανεπιστημιακών Τμημάτων Μουσικών Σπουδών στην Ελλάδαν κατά τα τελευταία 30 έτη και τη σημαντικά ευκολότερη πρόσβαση των φοιτητών σε μουσικές ακαδημίες του εξωτερικού, παρατηρείται μια έντονη κινητικότητα νέων ανθρώπων που αγαπούν τη μουσική και αφοσιώνονται επαγγελματικά σε αυτήν και εύχομαι αυτό να επιφέρει σύντομα την πολυπόθητη “επανάσταση” στη ρίζα της μουσικής εκπαίδευσης που είναι το ελληνικό σχολείο.
Μακάρι να έρθει η μέρα που θα έχουμε όχι ένα αλλά πολλά Μουσικά Σχολεία σε κάθε πόλη και χωριό, και όχι μόνο Γυμνάσια αλλά και Μουσικά Δημοτικά Σχολεία, διότι η μουσική παιδεία όταν ξεκινά νωρίς έχει πιο σταθερά αποτελέσματα.
Ποια είναι τα μελλοντικά μουσικά σας σχέδια;
Μόλις επέστρεψα από την Κίνα, όπου είχα την ευκαιρία να διδάξω χορωδία και διεύθυνση χορωδίας στη Μουσική Ακαδημία του Shaoxing.
Έπεται μια αποστολή στη Ρουμανία με το Φωνητικό Σύνολο της χορωδίας Ι.Ν. Αγ. Κυρίλλου & Μεθοδίου, με συναυλίες στο Brasov και το Sf. Gheorge και το Σεπτέμβριο μια αποστολή με την παιδική χορωδία Ι.Ν. Αγ. Κυρίλλου & Μεθοδίου στη Φιλλανδία για 4 συναυλίες στο Ελσίνκι και το Porvoo.
Για το χειμερινό εξάμηνο, μας περιμένει αρκετή δουλειά με τη χορωδία του Πανεπιστημίου Μακεδονίας για συναυλίες μας στην Ελλάδα και το εξωτερικό το 2020 και τα ρεσιτάλ των φοιτητών της ειδίκευσης διεύθυνσης χορωδίας με τα χορωδιακά σύνολα του ΤΜΕΤ.
Επιπλέον, υπάρχουν κάποιες προγραμματισμένες συνεργασίες με την Κ.Ο.Θ. (Χριστουγεννιάτικη και πρωτοχρονιάτικη συναυλία), με τη ΣΟΔΘ (το Δεκέμβριο), και η συμμετοχή μου ως μέλος κριτικής επιτροπής σε διαγωνιστικά χορωδιακά φεστιβάλ στην Ευρώπη και την Ασία.
Βιογραφικό.
Η Μαρία Έμμα Μελιγκοπούλου είναι Διδάκτορας του Ιονίου Πανεπιστημίου και κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος από το Boston University στην ειδικότητα της Διεύθυνσης Χορωδίας.
Είναι επίσης Πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ και μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο ΤΜΣ του Ιονίου Πανεπιστημίου.
Διδάσκει Διεύθυνση Χορωδίας και Χορωδία στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Διδάσκει Διεύθυνση και Παιδαγωγική Χορωδίας στα Μεταπτυχιακά Προγράμματα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και του Ιονίου Πανεπιστημίου.
Είναι καθηγήτρια στην τάξη Διεύθυνσης Χορωδίας του Νέου Ωδείου Θεσσαλονίκης.
Το 1992 ίδρυσε και διευθύνει ως σήμερα τη Χορωδία Ι.Ν. Αγίων Κυρίλλου & Μεθοδίου Θεσσαλονίκης.
Έχει δώσει συναυλίες σε Ελλάδα, Ευρώπη (Αγγλία, Αυστρία, Ολλανδία, Φινλανδία, Γερμανία, Τσεχία, Ιταλία, Ελβετία, Ουγγαρία, Ισπανία κ.α.), Κίνα, Σιγκαπούρη, Νότιο Αφρική, Αίγυπτο, Τουρκία, Ρωσία, Ισραήλ, Καναδά και ΗΠΑ.
Έχει λάβει μέρος σε χορωδιακά συνέδρια σε Ελλάδα, Ιαπωνία, Δανία, Ισπανία, Κορέα, ΗΠΑ και Καναδά ως σύνεδρος και ως εισηγήτρια.
Είναι μέλος του National Music Honor Society (USA), του Ιnternational Federation of Choral Music (IFCM) και επίσημη εκπρόσωπος και Artistic Advisor της Interkultur/Μusica Mundi στην Ελλάδα.
Είναι μέλος του Διεθνούς Συμβουλίου των World Choir Games και κριτής σε διεθνή φεστιβάλ σε Ευρώπη, Ασία και Αμερική.
Έχει συνεργαστεί με φορείς όπως ΜΜΘ, ΜΜΑ, ΚΟΘ, ΣΟΔΘ, ΝΩΘ, ΣΩΘ, Καμεράτα, Συμφωνική Φιλιππούπολης, ΕΤ-3, West London Festival Orchestra κ.ά.
Τα βιβλία της Εισαγωγή στην Τέχνη της Χορωδιακής Πράξης (Γ’ Έκδοση), 42 Χορωδιακά έργα Ελλήνων Συνθετών για Όμοιες Φωνές SSA και 60 Χριστουγεννιάτικα Χορωδιακά Έργα για Όμοιες Φωνές κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Παπαγρηγορίου Νάκας, Αθήνα.
Από το 2015 είναι καλλιτεχνική επιμελήτρια του Φεστιβάλ Παιδικών-Νεανικών Χορωδιών του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης.