Μαθαίνοντας την ελληνική γλώσσα αλά… θεατρικά!

Από τον Νίκο Ρούμπη

Κεντρική φωτογραφία: Oι έφηβοι πρόσφυγες στη σκηνή του Μικρού Εθνικού

Η μετονομασία της Παιδικής Σκηνής του Εθνικού σε Μικρό Εθνικό και η νέα του καλλιτεχνική υπεύθυνη Σοφία Βγενοπούλου αποδεικνύονται ως εξέλιξη σε μια πορεία άκρως δημιουργική, με την οργάνωση ενός ολοκληρωμένου κόσμου για παιδιά και εφήβους και το άνοιγμα στο ευρύ κοινό. 

Πέρα από το θέαμα υψηλής ποιότητας, τα παιδιά είναι συνδημιουργοί σε ένα θέατρο που είναι σύγχρονο με τις ιδιαιτερότητες της εποχής, συνομιλεί με τον έξω κόσμο και με τα εργαλεία της τέχνης στοχεύει να εξυπηρετήσει τις ανάγκες των νέων, να γίνει μια δυναμική παρουσία στις ζωές τους.

Προσδιορίζοντας στην πράξη τα πλαίσια αυτά, η οργάνωση του πρώτου θεατρικού εργαστηρίου, το προηγούμενο καλοκαίρι, με τη συμμετοχή 20 εφήβων προσφύγων από τις Ανοιχτές Δομές Φιλοξενίας και τους ξενώνες φιλοξενίας των ασυνόδευτων ανηλίκων απέδειξε ότι το Μικρό Εθνικό μπορεί και διαθέτει ευρύτητα κοινού, ανεξάρτητα από τη γεωγραφική και πολιτιστική του προέλευση, προεκτείνοντας τη θεατρική πράξη σε κοινωνική παρέμβαση, βάζοντας παράλληλα γερά θεμέλια για τη συνέχιση αντίστοιχων δράσεων στο μέλλον.

 

sofia vgenopoulou

 Η Σοφία Βγενοπούλου, Καλλιτεχνική Υπεύθυνη του Μικρού Εθνικού από τον Μάιο του 2017, είναι παιδοψυχίατρος, σκηνοθέτης, ιδρύτρια της ομάδας Grasshopper Youth, υπεύθυνη επί σειρά ετών του Φεστιβάλ Εφηβικού Θεάτρου της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών.

Στο πρώτο πειραματικό εργαστήρι για ανήλικους πρόσφυγες έγινε προσπάθεια να αξιοποιηθεί ο θεατρικός λόγος ως έναυσμα για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, αν και τα αποτελέσματα που προέκυψαν είχαν να κάνουν πρωτίστως με την ένταξη και τη συμμετοχή των παιδιών στην κοινωνία. Η Σοφία Βγενοπούλου, που μαζί με τους συνεργάτες της οργάνωσε αυτό το ιδιαίτερο βιωματικό εργαστήριο, αναφέρει χαρακτηριστικά για την απήχηση της δράσης στα προσφυγόπουλα: «Τα παιδιά του αρχικού σεμιναρίου διαμόρφωσαν την επιθυμία να συνεχίσουν με το θέατρο. Μπορεί να μην ήταν ακριβώς αυτός ο αρχικός στόχος για ό,τι οργανώθηκε το καλοκαίρι, να προέκυψε ένα παραπροϊόν που ίσως τελικά είναι και το κύριο προϊόν». 

Για δύο εβδομάδες παρουσιάστηκαν με την εθελοντική βοήθεια Ελλήνων εφήβων που είχαν πρότερη εμπειρία στο θέατρο, 8 επεισόδια από το ταξίδι ενός αγοριού -βασικό εργαλείο υπήρξε το βιβλίο του Μάικ Κένι “Το αγόρι και η βαλίτσα” που περιγράφει την πορεία ενός προσφυγόπουλου από την εμπόλεμη χώρα του στο Βερολίνο, προκειμένου να συναντήσει τον μεγάλο του αδερφό- και οι νέοι “πρωταγωνιστές” από τη Συρία, το Πακιστάν και το Αφγανιστάν ανέλαβαν δράση ανασυνθέτοντας κάποιες από τις εικόνες ή δημιουργώντας νέες δικές τους.

Η κυρία Βγενοπούλου μάς δίνει μια γεύση από το δρώμενο: «20 παιδιά που είχαν την ανασφάλεια, τη μπούρκα στο σώμα τους, το θέμα της ένταξης στην κοινωνία, όλα αυτά τα προβλήματα διογκώνονται όταν υπάρχει το εμπόδιο της γλώσσας, καταφέραμε λίγο ή πολύ να τα κάνουμε να επικοινωνήσουν, αυξάνοντας ταυτόχρονα και τη δυνατότητα πρόσληψης της ελληνικής γλώσσας. Στη διαδικασία αυτή δεν είδαμε παιδιά να βαριούνται, να μην προσπαθούν, αλλά να είναι ενεργοί θεατές στη φάση που το έργο εξελισσόταν. Παρακολουθούσαν Έλληνες ηθοποιούς να ερμηνεύουν και επεδίωκαν να κατανοήσουν και να ενταχθούν στη διαδικασία του βιωματικού εργαστηρίου, να υιοθετήσουν οδηγίες και να δώσουν το δικό τους στίγμα. Δεν θελήσαμε να τους κόψουμε τη φόρα να ελευθερωθούν, να εκφραστούν απαραίτητα στα ελληνικά, στόχος ήταν να ανοίξει μια δίοδος έκφρασης και στη συνέχεια, στον βαθμό που θα τους ήταν εφικτό, να ενσωματωθούν και τα ελληνικά. Δεν μπήκαμε στο κομμάτι διδασκαλίας με την παραδοσιακή έννοια. Τα είδαμε όλα από τον δρόμο του θεάτρου, της ελεύθερης έκφρασης, της εμπιστοσύνης στην ομάδα, της συλλογικότητας της στιγμής. Και η γλώσσα μέσω αυτής της οδού έρχεται μετά, όταν είναι έτοιμη να γίνει αυτή η ένταξη, σαν από φυσικού. Στόχος ήταν η γλώσσα να προκύψει, χωρίς να είναι ο αυτοσκοπός». 

Σε ένα περιβάλλον απελευθερωμένο από συμβάσεις οι παραστασιακές ιστορίες λειτούργησαν ως αφορμή για διάδραση, θεατρικό παιχνίδι, αυτοσχεδιασμούς, αλλά κυρίως για ενεργοποίηση στρατηγικών εκμάθησης και επικοινωνίας καθώς τα παιδιά ένιωσαν ασφάλεια και ενθαρρύνθηκαν να εκφραστούν με τον δικό τους τρόπο.

Για τη συνέχιση του εγχειρήματος η Σοφία Βγενοπούλου μας κατατοπίζει: «Ήταν πολύ συγκινητικό ότι αυτά τα παιδιά ήθελαν να συνεχίσουν, παρά την ολοκλήρωση του σεμιναρίου. Ήταν αδύνατο να τα αφήσουμε και πήραμε την απόφαση να τα εντάξουμε στις ζωές μας. Αυτή είναι η μια πλευρά. Από την άλλη στόχος μας είναι ο ίδιος κύκλος να επαναληφθεί και για άλλα, καινούργια παιδιά. Στην εφαρμογή αυτό είναι δύσκολο. Για να έχει πραγματική ουσία το εγχείρημα χρειάζεται πολύς χρόνος, από την άλλη απευθύνεται αναγκαστικά σε λίγα παιδιά, μέχρι 20 περίπου τη φορά. Έτσι έχουμε στο μυαλό μας μαθήματα τύπου masterclass, ένα λόγου χάρη εντατικό Σαββατοκύριακο, που θα λειτουργεί ως βιωματικό εργαστήριο, με τη συμμετοχή Ελλήνων ηθοποιών, φυσικών ομιλητών της γλώσσας. Θα ήταν ευχής έργο να βρεθούν τρόποι υποστήριξης, όπως συνέβη στην πρώτη φάση με τη χορηγία του Σωματείου της Σχολής Χιλλ, ώστε να υλοποιηθεί στην πράξη και αποτελεσματικά αυτός ο σχεδιασμός. Ήδη υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον από δομές που ασχολούνται με παιδιά-πρόσφυγες, τα οποία επιθυμούν να γνωρίσουν το θέατρο, να έρθουν σε επαφή με άτομα της ηλικίας τους, να κάνουν μαζί τους παιχνίδια θεατρικά, να πούνε τις ιστορίες τους. Οι νέοι κύκλοι μαθημάτων είναι στο πλάνο να ξεκινήσουν τον Δεκέμβριο, συνεχίζοντας παράλληλα το ήδη υπάρχον εργαστήρι της παιδικής σκηνής με τα προηγούμενα παιδιά. Δεν θέλαμε να κάνουμε ένα πυροτέχνημα. Στόχος είναι η συνέχεια, τα εργαστήρια να αποτελέσουν πύλη εισόδου όχι μόνο για τη γλώσσα αλλά και για το θέατρο, την κοινωνία, το μέλλον αυτών των παιδιών».

Μέσα από την “ασφάλεια” που παρέχουν τα θεατρικά πλαίσια, την επικοινωνιακή προσέγγιση στη στοχοθεσία, τον σωματικό αυτοσχεδιασμό, την συνύπαρξη φυσικών ομιλητών και μη, επιτυγχάνεται η εμπιστοσύνη, η συνεργασία, το κοινό αποτέλεσμα με την ανταλλαγή εμπειριών, προβληματισμών, διαμορφώνονται όμοιοι κώδικες επικοινωνίας, η ιδέα της διαπολιτισμικής ισότητας.

 

mikro etniko ergastiria

Όπως συμπληρώνει η κυρία Βγενοπούλου «τα νέα εργαστήρια θα έχουν τη δομή του μεικτού πληθυσμού με παιδιά-πρόσφυγες αλλά και Ελληνόπουλα. Στο επίπεδο που αφορά στην εκμάθηση της γλώσσας, τα προσφυγόπουλα ερχόμενα σε επαφή με τους ομιλητές της φυσικής γλώσσας αποκτούν κίνητρο να την χρησιμοποιήσουν. Και το μεγαλύτερο κίνητρο τους, όπως αποδείχτηκε, είναι να επικοινωνήσουν με ανθρώπους της ηλικίας τους από την χώρα που βρίσκονται. Παρατηρήσαμε έτσι ότι στον αυτοσχεδιασμό ειδικά χρησιμοποιούσαν κάποιες ελληνικές λέξεις στην προσπάθεια να εκφραστούν. Το πιο ενδυναμωτικό σε αυτό υπήρξε η αλληλοβοήθεια. Στόχος ήταν να περάσουμε το μήνυμα ότι η ομάδα, ο θίασος, η γλώσσα που χρησιμοποιείται, δεν είναι απρόσιτα και ξένα, ήταν ένα κάλεσμα να έρθουν και εκείνα κοντά σε αυτά. Τους δώσαμε το θάρρος, την ενθάρρυνση ότι μπορούν αν θέλουν και ότι αξίζει τον κόπο να το προσπαθήσουν. Υπάρχουν άνθρωποι που είναι στην αντίπερα όχθη και τους περιμένουν να επικοινωνήσουν. Ο στόχος ο καθαυτός έδωσε την βαρύτητα στον τρόπο. Αυτό το άτυπο καλωσόρισμα πέτυχε, θέλουν και περιμένουν κάθε βδομάδα να έρθουν να κάνουν “μάθημα” στο Εθνικό Θέατρο, ξέροντας ότι αυτό δε θα γίνει στη γλώσσα τους».

Σημαντική υπήρξε και η αρωγή των Ελλήνων εφήβων που συμμετείχαν στο πρόγραμμα και αγκάλιασαν τους συνομηλίκους τους πρόσφυγες, διευκολύνοντας τους ουσιαστικά στην προσαρμογή στο νέο πολιτισμικό περιβάλλον, στην επικοινωνία με αυτό χωρίς τον φόβο του λάθους ή της έκθεσης. Η κυρία Βγενοπούλου επισημαίνει για τη συνύπαρξη αυτή: «Η διαθεσιμότητα και η γενναιοδωρία που υποδέχτηκαν οι Έλληνες έφηβοι τα ξένα παιδιά ήταν από μόνη της μια εμπειρία σπάνια και συγκινητική. Πολλές φορές τα προσφυγόπουλα “χρησιμοποιούσαν” τα Ελληνόπουλα για να εξηγήσουν και να εκφραστούν. Ίσως στο μέλλον οργανωθεί μια κοινή παράσταση, χωρίς ωστόσο αυτό να είναι πρωταρχικός σκοπός».

Κλείνοντας τη συζήτηση ζητήσαμε από την κυρία Βγενοπούλου να φέρει στη μνήμη της μια στιγμή που ξεχώρισε από τον πρώτο κύκλο των “ιδιαίτερων” αυτών μαθημάτων: «Θυμάμαι έντονα, προς το τέλος της ιστορίας που είχαμε αφηγηθεί, υπήρχε μια πόλη όπου κατέληγε ο ήρωας- πρόσφυγας και ο κάθε συμμετέχων μπορούσε να σχεδιάσει μια πόλη με συγκεκριμένους κανόνες. Όταν σταματούσαμε τη δράση και λέγαμε τώρα μπορείς να σπάσεις τους κανόνες, εικόνες τρυφερότητας και ανθρωπιάς απλώνονταν που αναδείκνυαν την ανάγκη για επικοινωνία: χέρια ενωμένα, αγκαλιές, πτώματα που σηκώνονταν, υπήρχε μια κοινή κατάθεση ψυχής ότι μέσα μας κουβαλάμε την ίδια ποιότητα ζωής».

Top