Η Λίζα Ζώη για τον θεμελιωτή της κλασσικής κιθάρας Αντρές Σεγκόβια
Ο Αντρές Σεγκόβια θεωρείται στον κόσμο της κλασσικής μουσικής και ειδικότερα της κλασσικής κιθάρας μυθική προσωπικότητα που συνέβαλλε καθοριστικά στην ανάδειξη και καταξίωση του οργάνου αυτού ως συναυλιακού και σολιστικού.
Η Λίζα Ζώη και ο Ευάγγελος Ασημακόπουλος, που διέπρεψαν στην Ελλάδα και διεθνώς ως κιθαριστικό ντουέτο, είχαν την τύχη να είναι μαθητές του αλλά και να τους συνδέει μια βαθιά αλληλοεκτίμηση και φιλία μέχρι το τέλος του σπουδαίου αυτού ισπανού βιρτουόζου.
Οι αναμνήσεις και οι εμπειρίες που έζησαν κοντά του αποτελούν μια ζωντανή μαρτυρία για τον μύθο του Σεγκόβια και αποτέλεσαν το περιεχόμενο της διάλεξης που έδωσε η κυρία Λίζα Ζώη στο πλαίσιο του 26ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κιθάρας στην Πάτρα που ολοκληρώθηκε πριν λίγες ημέρες. Ο ίδιος δεν είχε διστάσει να εκφραστεί για τους νέους τότε Έλληνες κιθαριστές: «Τους εύχομαι ολόψυχα να κατακτήσουν την υψηλή εκτίμηση του κοινού, όπως κατέκτησαν και τη δική μου», είχε γράψει.
Ο αυτοδίδακτος κιθαριστής
«Ο Αντρές Σεγκόβια Τόρρες υπήρξε ένας αυτοδίδακτος, όπως υποστήριζε, κιθαριστής που γεννήθηκε στο Λινάρες της Ανδαλουσίας τον 19ο αιώνα (1893) και έδωσε το πρώτο του ρεσιτάλ σε ηλικία 16 ετών. O Σεγκόβια δεν υπήρξε ποτέ παιδί – θαύμα, αλλά ούτε καν ένας ασυναγώνιστος δεξιοτέχνης που χρωστάει τη φήμη του σε ακροβατισμούς, ταχύτητες και εντυπωσιακά εφέ με την κιθάρα. Για τον Σεγκόβια ταιριάζει ο τίτλος: “O θεμελιωτής της κλασικής κιθάρας”», ανέφερε στην διάλεξή της η κυρία Ζώη επισημαίνοντας ότι «πράγματι στον Σεγκόβια ο κόσμος της κιθάρας χρωστάει πάρα πολλά αφού η προσφορά του στο όργανο είναι ανεκτίμητη».
«Υπήρξε ο καλλιτέχνης που για έναν ολόκληρο αιώνα – τον εικοστό – εργάσθηκε ακατάπαυστα και πέτυχε να καθιερώσει το υποτιμημένο μέχρι τότε λαϊκό όργανο, σε συναυλιακό. Έδωσε αμέτρητα ρεσιτάλ απ’ άκρου εις άκρον, παρουσιάστηκε στις πιο φημισμένες αίθουσες του κόσμου, εμφανίστηκε σε κονσέρτα με ορχήστρα ως σολίστ και ήταν ο πρώτος που δίδαξε το όργανο διεθνώς σε Master Classes στις Ακαδημίες Κιτζιάνα της Ιταλίας και Σαντιάγο της Ισπανίας», σημείωσε, ενώ αναφορικά με την προσφορά του στην κλασσική κιθάρα πρόσθεσε:
«Ο Σεγκόβια εμπλούτισε το ρεπερτόριο του οργάνου με έργα επώνυμων συνθετών αλλά και με επιλεγμένες μεταγραφές δικές του, ηχογράφησε στις μεγαλύτερες εταιρείες δίσκων πάμπολλα έργα και τέλος αγωνίστηκε μέχρι τα βαθιά του γεράματα για να πετύχει να διδάσκεται η κιθάρα σε Ακαδημίες, Πανεπιστήμια και επώνυμες Μουσικές Σχολές, δίνοντάς της τελικά μια θέση ανάλογη με αυτή που είχαν και τα υπόλοιπα όργανα της συμφωνικής ορχήστρας. Η προσφορά του δεν περιορίζεται μόνο στην εξαίρετη ερμηνεία των μουσικών έργων. Είναι κυρίως η συμβολή του στην ανάδειξη ενός υποβαθμισμένου μουσικού οργάνου, σε όργανο υψηλών καλλιτεχνικών απαιτήσεων. Είναι η μεταμόρφωση της κιθάρας από όργανο απλής συνοδείας σε ρόλο “σολίστ”».
Το κείμενo της διάλεξης:
Ανθρώπινος, προσιτός και πεισματάρης
Για εμάς ήταν μια ευτυχισμένη συγκυρία συμπτώσεων να μαθητεύσουμε κοντά του για τρείς συνεχόμενες περιόδους και πέρα από αυτό να συνδεθούμε με μια στενή σχέση που κράτησε μέχρι το θάνατό του. Είχαμε την ευκαιρία και την τύχη θα έλεγα, μετά τα πρώτα χρόνια της Ακαδημίας να βρεθούμε αρκετές φορές σε διάφορες γωνιές της γης, να δειπνήσουμε μαζί, να ακούσουμε τις απόψεις του και να αντλήσουμε θέματα από τη τρικυμισμένη του ζωή, να απολαύσουμε τις εμπειρίες του, να προβληματιστούμε με τις συμβουλές του, να κερδίσουμε από τη σοφία του. O Σεγκόβια ήταν άτομο σπάνιας ευφυΐας. Διέθετε εκπληκτική μνήμη, κρίση, αισθητική και είχε ανεπτυγμένη σε μεγάλο βαθμό την αίσθηση του χιούμορ. Μιλούσε τέσσερις γλώσσες και εργαζόταν καθημερινά ατέλειωτες ώρες. Ως χαρακτήρας υπήρξε βαθιά ανθρώπινος, προσιτός και γενναιόδωρος. Ήταν όμως παράλληλα και πεισματάρης, εγωιστής ή ακόμα και εμπαθής. Και είναι βέβαιο πως αν εμείς προσωπικά δεν έχουμε να θυμηθούμε κάτι που να σκιάζει την εικόνα του, δεν είναι λίγοι αυτοί που δεν συγκρατούν ένα μορφασμό στη θύμηση της γνωριμίας μαζί του. Για μια προσωπικότητα ωστόσο που έζησε και έδρασε έναν ολόκληρο αιώνα θα ήταν υπερβολή να απαιτήσει κάποιος μια στάση αψεγάδιαστη και υποδειγματική, σε κάθε φάση της πολυκύμαντης ζωής του. Υπήρξε ο καλλιτέχνης που πέρασε 2 παγκόσμιους πολέμους, έναν εμφύλιο, ξεκληρίστηκε για χρόνια από την πατρίδα του, παντρεύτηκε 4 φορές, έχασε κάποια από τα παιδιά του και όπως όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί με έντονη παρουσία και προσφορά, απέκτησε στενούς φίλους και άσπονδους εχθρούς. Στα δικά μας μάτια υπήρξε ο απλός, ο προσηνής, ο σοφός. Μάλιστα για πολλά χρόνια αργότερα, ακόμα και σήμερα, συναντώ μπροστά μου πολλές από τις απόψεις του για τη ζωή, τις κρίσεις του για τους ανθρώπους, τις ιδέες του για τη μουσική. Ο Σεγκόβια ήταν από τους ελάχιστους καλλιτέχνες που μπορούσε να επικοινωνεί με το κοινό και κυριολεκτικά να το συναρπάζει. Διέθετε αυτό το χάρισμα που οι Ισπανοί ονομάζουν “ντουέντε”. Τα δάχτυλά του ήταν μεγάλα και χοντρά αλλά εξαιρετικά γυμνασμένα και ευκίνητα. Τα νύχια του φαρδιά και ιδιαίτερα σκληρά, γι’ αυτό και ο ήχος του ήταν βαθύς, πλούσιος και μεστός. Ειδικά ο ήχος του Σεγκόβια ήταν αυτός που γοήτευε περισσότερο στο παίξιμό του, γεγονός που και σήμερα μπορεί εύκολα να διαπιστώσει ο ακροατής μέσα από τους δίσκους του, πολλοί από τους οποίους ηχογραφήθηκαν απ’ ευθείας στο βινύλιο.
Η γνωριμία
Η πρώτη φορά που συναντήσαμε αυτόν τον “μύθο” της κιθάρας, ήταν το 1967 όταν με τον Βαγγέλη επισκεφτήκαμε την Ισπανία. Πράγματι, ο Σεγκόβια είχε καταχωρηθεί στη σκέψη μας από πολλά χρόνια νωρίτερα ως ένα μυθικό πρόσωπο, ένα “είδωλο”. Στην αντίληψη αυτή για τον Σεγκόβια, άθελά του, καθοριστικό ρόλο είχε παίξει ο θαυμασμός που έτρεφε για τον διάσημο κιθαριστή ο δάσκαλός μας ο Δημήτρης Φάμπας, ένας θαυμασμός που κάποιες στιγμές μετατρέπονταν σε φανατισμό και κάποιες άλλες προσέγγιζε τα όρια του παραλογισμού: Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Φάμπας μας υποχρέωνε να ερμηνεύσουμε ένα κομμάτι ακριβώς όπως το έπαιζε στον δίσκο ο Σεγκόβια, ενώ κάποιες άλλες θα έπρεπε να μιμηθούμε ακόμα και τις πιο ασήμαντες εκφραστικές λεπτομέρειες με τις οποίες ο Σεγκόβια συνήθιζε να διανθίζει το μουσικό κείμενο. Μα πέρα από αυτά, ο δάσκαλός μας δεν έπαυε να μας μιλάει ατέλειωτα για τις περιοδείες, τα κατορθώματα και την αποθέωση που γνώριζε παντού ο Ισπανός καλλιτέχνης, πλέκοντας κάθε φορά το εγκώμιό του. Ήταν μια πλύση εγκεφάλου που επαναλαμβανόταν σε κάθε μάθημα και με κάθε ευκαιρία. Η αλήθεια είναι πως αυτή τη “Σεγκοβιομανία” δεν την είχε μόνο ο Φάμπας. Όπως διαπίστωσα αργότερα που επισκέφτηκα και το εξωτερικό, κυριαρχούσε παντού ένα ντελίριο γύρω από τη μορφή και το παίξιμο του Σεγκόβια, σε σημείο που αν κάποιος δεν ακολουθούσε τις ερμηνείες, τον ήχο και την αισθητική του, να θεωρείται ούτε λίγο ούτε πολύ άσχετος ή ημιμαθής. Με λίγα λόγια ο Σεγκόβια είχε καταφέρει τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες να γίνει ένα κιθαριστικό “κατεστημένο”, τέτοιο που κανείς δεν διανοείτο να αμφισβητήσει. Η εξήγηση που μπορώ σήμερα να δώσω είναι πως όλη αυτή η υστερία που κατείχε τον κιθαρόκοσμο, προέκυπτε από το γεγονός πως οι πάντες αναγνώριζαν στον Σεγκόβια τον καλλιτέχνη που είχε αφήσει πολλά χρόνια πίσω του τον οποιονδήποτε ανταγωνιστή. Προέκυπτε ακόμη από το γεγονός ότι αυτός διαμόρφωνε και επέβαλε για δεκαετίες το δικό του ρεπερτόριο και το δικό του στιλ παιξίματος και τέλος γιατί ήταν ο ίδιος που δίδαξε για πρώτη φορά τα ”μυστικά” της τεχνικής της κιθάρας σε διεθνή ακαδημία, με αποτέλεσμα όλοι οι μεταγενέστεροι να υπάρξουν μαθητές του και κατά συνέπεια οι καλύτεροι πρεσβευτές της φήμης και του μύθου του. Βέβαια η παράδοση της κιθάρας δεν ξεκινά από τον Σεγκόβια. Τους δυο τελευταίους αιώνες οι Ισπανοί Σορ, Αγουάδο, Τάρρεγα, Λιομπέτ, Πουζόλ, οι Ιταλοί Τζουλιάνι, Καρούλι, Καρκάσι, Λενιάνι, Ρεγκόντι και ο Νοτιοαμερικανός Μπάρριος είχαν βελτιώσει και προωθήσει την τεχνική και την εξέλιξη του οργάνου. Αλλά ήταν ο Σεγκόβια αυτός που εμφανίστηκε στις πιο γνωστές αίθουσες συναυλιών του κόσμου, ήταν ο Σεγκόβια που ενέπνευσε συνθέτες να γράψουν για το όργανο, ήταν αυτός ο καλλιτέχνης που αγωνίστηκε να αποσυνδέσει την κιθάρα από τη βαριά κληρονομιά του λαϊκού οργάνου και να της προσδώσει το κύρος του ”κλασικού”.
Στη Νέα Υόρκη το 1983
Από όλα τα ρεσιτάλ του που κατά καιρούς έτυχε να παρακολουθήσουμε, αυτό που θυμάμαι έντονα ήταν της Νέας Υόρκης το 1983. Ο Σεγκόβια ήταν ήδη 90 ετών και βγαίνοντας στο παλκοσένικο διέσχισε με δυσκολία την απέραντη σκηνή του θεάτρου στην κατάμεστη από 3000 κόσμο αίθουσα του Άϊβερυ Φίσσερ Χωλ, όπου του έγινε μια ανεπανάληπτη υποδοχή από ένα ακροατήριο που τον επευφημούσε όρθιο για πολλή ώρα πριν ακόμα αρχίσει το πρόγραμμά του. Ήταν ένα θέαμα συγκινητικό, θα έλεγα συναρπαστικό, ένας φόρος τιμής που οι Αμερικάνοι απέδιδαν την ώρα εκείνη σ’ ένα μοναδικό καλλιτέχνη. Κι αυτός, όπως πάντα με το αγέρωχο ύφος, το φράκο, τα λουστρίνια παπούτσια, την επισημότητα και την μεγαλόπρεπη συμπεριφορά, τόνιζε όσο του ήταν δυνατόν το σεβασμό, τη δυσκολία και την αξία του οργάνου που κρατούσε στα χέρια του. Ένοιωθα, πως εκείνη η στιγμή, ήταν η δικαίωση ενός μοναδικού καλλιτέχνη που με όραμα και στόχους αγωνίστηκε μια ολόκληρη ζωή για να επιβάλει την κιθάρα ως όργανο κονσέρτου μέσα από αφάνταστες δυσκολίες, ειρωνείες, σαρκασμούς και ταπεινώσεις. Έβλεπα στο πρόσωπό του τη διπλή ικανοποίηση για το παραλήρημα ενθουσιασμού από ένα κοινό που άκουγε πλέον την κιθάρα και τα έργα της με θρησκευτική ευλάβεια. Και στο μυαλό μου στριφογύριζαν οι ατέλειωτες συζητήσεις που είχαν προηγηθεί μαζί του όλα αυτά τα χρόνια: οι ιστορίες για τις άδειες αίθουσες στο ξεκίνημα της καριέρας του, για τις κυρίες των σαλονιών που αποφαίνονταν «πόσο γελοίο είναι το άκουσμα του Μπαχ στην κιθάρα», για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε με τις μεταγραφές, για τους εξευτελισμούς από τους ‘ειδικούς’ και το ‘μουσικό κατεστημένο’, για την πρόταση που του έκαναν στην Αμερική να φορέσει σομπρέρο στην TV διαφημίζοντας καφέ ή για να παίξει φλαμένκο ώστε να αρέσει περισσότερο αλλά και το παράπονο του για όσους από τους μαθητές του νόθευαν το πρόγραμμά τους με φτήνιες. Σκεφτόμουνα εκείνη την ώρα της αποθέωσης πόση δύναμη και τι πείσμα διέθετε αυτός ο αιωνόβιος καλλιτέχνης που υποκλινόταν πάνω στη σκηνή, ώστε να εξακολουθεί να ταλαιπωρείται στα 90 του χρόνια με τις καθυστερήσεις των αεροπλάνων, τις βαρυχειμωνιές, τα jet-lag, τις αγωνίες, το τρακ, τα ξενύχτια και τις εντάσεις. Δεν ήταν άλλωστε και κάποιος χαρακτήρας έτοιμος να κάνει περικοπές και συμβιβασμούς με το ρεπερτόριο. Ένα πρόγραμμα απαιτητικό και μεγάλης διάρκειας ερμήνευσε και παρά τις όποιες αδυναμίες στην τεχνική και τη μνήμη, κατάφερε να χαρίσει στιγμές συγκίνησης με ένα παίξιμό που διατηρούσε μια παράξενη φρεσκάδα. Αυτή η φρεσκάδα ήταν που τον χαρακτήριζε και όταν λίγες ώρες αργότερα τρώγαμε μαζί στη δεξίωση που δόθηκε προς τιμήν του στο σπίτι της Rose Augistin και ένιωθα πως μιλούσα με ένα νεαρό που ξενυχτούσε, έτρωγε, έπινε, έλεγε ανέκδοτα αλλά θυμόταν τα πάντα για μας, την Ελλάδα, τον Μηλιαρέση, τον Φάμπα, τον ιμπρεσάριο που τον είχε καλέσει στην Ελλάδα το 1951 και δεν τον πλήρωσε!
Βοηθώντας τους νέους
Θέλω να ολοκληρώσω την εικόνα για τον Σεγκόβια με αναφορές στην βοήθεια που πρόσφερε στους νέους και τη γενναιοδωρία που τον χαρακτήριζε. Θυμάμαι την πρώτη μας περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά το Μάιο του 1969 με 9 ρεσιτάλ. Ξεκινήσαμε από το Βανκούβερ και στη συνέχεια παίζαμε στο Σηάτλ. Πλημμυρισμένη από τις αφίσες μας η πόλη, με τα ονόματά μας, τη φωτογραφία μας και τον υπότιτλο Recommended by Andrés Segovia. Όταν ρωτήσαμε τον Duncan MacKenna, τον τοπικό παράγοντα στο Σηάτλ, μας απάντησε πως ο Σεγκόβια που πέρυσι είχε παίξει εκεί, του συνέστησε να μας καλέσει. Ο ίδιος ο Σεγκόβια ποτέ δεν μας μίλησε γι’ αυτό. Κάτι ανάλογο μας είχαν πει πριν μερικά χρόνια και οι Πρέστι – Λαγκόγια. Ποτέ δεν τους έκανε κουβέντα για μια περιοδεία με 4 ρεσιτάλ που έδωσαν στην Ελβετία. Ο ίδιος είχε συστήσει στον ιμπρεσάριό του να διοργανώσει αυτή τη σειρά συναυλιών για το ντουέτο τους. Μπορώ να θυμηθώ και αρκετούς ακόμη επώνυμους καλλιτέχνες που βοήθησε, είτε με συστατικές επιστολές, είτε με προσωπική παραίνεση στον ιμπρεσάριό του, είτε καθ’ οιονδήποτε τρόπο: Alirio Diaz, José Tomás, Oscar Ghiglia, Eliot Fisk, Christopher Parkening, José Luis Rodrigo, David Russell, την αφεντιά μας, μα περισσότερο απ’ όλους, τον John Williams τον “ πρίγκιπα της κιθάρας” όπως τον χαρακτήρισε σε συστατική επιστολή του το 1958, ανοίγοντάς του διάπλατα τις πόρτες για μια παγκόσμια σταδιοδρομία.
Ο Σεγκόβια στην Ελλάδα το 1931 και το 1951
Ο Ισπανός καλλιτέχνης επισκέφθηκε την Αθήνα δυο φορές, την πρώτη το 1931 και την δεύτερη, σε απόσταση 20 χρόνων, το 1951. Δεν είχαμε την τύχη να τον ακούσουμε βέβαια σε καμία από τις επισκέψεις του αυτές, αλλά αξίζει τον κόπο να αναφερθώ στον τρόπο που προσκλήθηκε την πρώτη φορά. Είναι μια μαρτυρία του γερο-Νίκου του Ιωάννου, του δάσκαλου του δασκάλου μας. Όπως μας το αφηγήθηκε λοιπόν ο Ιωάννου που υπήρξε ο πρώτος Έλληνας κλασικός κιθαριστής, το Ωδείο Αθηνών με διευθυντή τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη και το επταμελές συμβούλιο, ήταν το ίδρυμα που μετακαλούσε ξένους καλλιτέχνες για ρεσιτάλ, σε ένα περιορισμένο βέβαια αριθμό πέντε περίπου συναυλιών κάθε χρόνο. Έτσι μετά το θαυμάσιο ρεσιτάλ του διάσημου Πολωνού βιολονίστα Μπρόνισλαβ Χούμπερμαν το 1929, το συμβούλιο ζήτησε τη γνώμη του για την προσεχή χρονιά, ποιόν καλλιτέχνη δηλαδή μεγάλου καλλιτεχνικού κύρους θα μπορούσαν να προσκαλέσουν. Ο Χούμπερμαν χωρίς δισταγμό πρότεινε τον ισπανό βιολοντσελίστα Πάμπλο Καζάλς, αλλά η απάντηση ήταν πως τον είχαν ήδη μετακαλέσει την προηγούμενη χρονιά. Ο Χούμπερμαν συνέχισε να απαριθμεί άλλα μεγάλα ονόματα διαφόρων οργάνων: Αρθούρο Ρουμπινσταϊν, Γιάσα Χάϊφετς, Βάντα Λαντόφσκα, Γκασπάρ Κασαντό, Αντρές Σεγκόβια… Στο άκουσμα του ονόματος του Σεγκόβια τα μέλη του συμβουλίου κοιτάχτηκαν αμήχανα ζητώντας από τον Χούμπερμαν να επαναλάβει το όνομά του. Ο διάσημος βιολονίστας τους διευκρίνισε πως ο Αντρές Σεγκόβια είναι ένας περίφημος ισπανός κιθαριστής που έχει μετατρέψει την κιθάρα σε όργανο κλασικό και δίνει ρεσιτάλ σε γνωστές αίθουσες συναυλιών. Στο άκουσμα ‘κλασική κιθάρα’ τόσο ο Οικονομίδης όσο και το Συμβούλιο παρέκαμψαν αμέσως το θέμα μεταφέροντας τη συζήτηση αλλού. Έτσι το ζήτημα ξεχάστηκε εντελώς αφού θεώρησαν πως η πρόταση του Χούμπερμαν για κάποιον Σεγκόβια με την κιθάρα του ήταν ατυχής. Ωστόσο την άλλη χρονιά που ο Φιλοκτήτης Οικονομίδης βρέθηκε στην Βιέννη και είδε τις τεράστιες αφίσες στους δρόμους για το ρεσιτάλ του Ισπανού κιθαριστή Αντρές Σεγκόβια, θυμήθηκε τον Χούμπερμαν και την πρότασή του. Χωρίς δεύτερη σκέψη παρακολούθησε το ρεσιτάλ και γοητευμένος από το παίξιμό του Ισπανού καλλιτέχνη τον προσκάλεσε στην Αθήνα για μια εμφάνιση την Άνοιξη του 1931. Το εκπληκτικό στην ιστορία αυτή είναι ότι το Θέατρο ‘Ολύμπια’ όπως λεγόταν η Λυρική Σκηνή, ήταν κατάμεστο από ένα κοινό που στο τέλος παραληρούσε από ενθουσιασμό, γεγονός που ανάγκασε τους οργανωτές να επαναλάβουν το ρεσιτάλ τρείς μέρες αργότερα. Ο Σεγκόβια παίζοντας ένα εντελώς καινούριο πρόγραμμα τη φορά αυτή, γοήτευσε και πάλι το ακροατήριο με αποτέλεσμα να πραγματοποιηθεί ένα τρίτο ρεσιτάλ με ένα και πάλι διαφορετικό πρόγραμμα σε τρεις ημέρες! Ήταν η αποθέωση ενός καλλιτέχνη που το όνομα του όπου κι αν εμφανιζόταν πλέον έπαιρνε μυθικές διαστάσεις…
Ως επίλογος
Ως επίλογο και ως φόρο τιμής για τα 30 χρόνια φέτος από το θάνατό του, αντί άλλης κριτικής θέλω να παραθέσω τα σχόλια ενός μεγάλου καλλιτέχνη του 20ου αιώνα, του Julian Bream, ο οποίος το 1974 μιλώντας στο B.B.C αναφέρθηκε στην εντύπωση που του προξένησε ο Σεγκόβια όταν τον άκουσε για πρώτη φορά: “Το παίξιμο του Σεγκόβια, μου φάνηκε μοναδικό. Δεν είχα ξανακούσει ποτέ τέτοιο πλούτο ηχοχρωμάτων, τέτοια εμπνευσμένη ερμηνεία, τέτοιον υπέροχο καλλιτέχνη. Πιστεύω πως ο ήχος του είναι ανεπανάληπτος. Σ’ αυτό βοηθάει αναμφίβολα η κατασκευή των χεριών του: Το δυνατό και βαρύ αλλά αεικίνητο αριστερό του χέρι σε συνδυασμό με το μαλακό και χαλαρό δεξί το οποίο διαθέτει ένα εξαιρετικά πλατύ και σκληρό νύχι. Ακούγοντας τον Σεγκόβια ξεχωρίζεις αμέσως τον μοναδικό αυτόν ήχο. Οτιδήποτε ερμηνεύει έχει τη δική του σφραγίδα. Ο Σεγκόβια είναι ίσως από τους ελάχιστους καλλιτέχνες όλων των οργάνων που μπορεί να σε καθηλώσει και να σε μεταφέρει με το παίξιμό του στον δικό του μαγικό κόσμο.” Αμέσως μετά τον θάνατο του Ισπανού καλλιτέχνη, ο Bream ηχογράφησε ένα δίσκο με έργα του ρεπερτορίου του Segovia, ένα δίσκο που τον αφιέρωσε στη μνήμη του.