Νίκος Κυπουργός: «Μερικές φορές καλύτερα να παίζουν ερασιτέχνες, παρά η καλύτερη ορχήστρα»

Πιστεύω ότι οι δημιουργοί και οι ερμηνευτές που έχουν το ταλέντο βρίσκουν τον δρόμο τους. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Ο συνθέτης με το πολύπλευρο και πολυβραβευμένο έργο μιλά στη LiFO με αφορμή τη βραδιά που ετοιμάζει στη Μικρή Επίδαυρο.

Από την Αργυρώ Μποζώνη

——————————-

Ο Νίκος Κυπουργός μου μιλάει από τη Σύρο, το δεύτερο σπίτι του και καταφύγιό του όταν θέλει να δουλέψει με λίγη ησυχία. Όποιος τον γνωρίζει ξέρει ότι αυτό δεν συμβαίνει ποτέ, όπως γνωρίζει ότι μέσα σε φασαρία μπορεί να δουλεύει παράλληλα πολλά πρότζεκτ διατηρώντας την προσήλωση και την ακατάβλητη ενεργητικότητά του.

Όπως λέει, η τέχνη είναι ένας τρόπος για να ζεις, κάτι λυτρωτικό και ένα παράθυρο στο φως μιας ζωής όχι μόνο περισσότερο υποφερτής αλλά και εξαιρετικά ενδιαφέρουσας. Από τις ιστορίες που του αρέσει να αφηγείται είναι πώς απέκτησε την πρώτη του κιθάρα, σε μια ταβέρνα στη Φιλοθέη, στην κυρά Μαρία, όταν θαύμασε έναν πλανόδιο μουσικό και ζήτησε να παίζει και αυτός. Ο πατέρας του του την αγόρασε από τον άνθρωπο που έπαιζε για πεντακόσιες δραχμές και ήταν ουσιαστικά η αιτία που έγινε ο Νίκος μουσικός. Ήταν δέκα ετών, ξεκίνησε να κάνει μαθήματα και μετά φοίτησε στο Ωδείο Αθηνών και δεν σκέφτηκε ποτέ να γίνει νομικός όταν τέλειωσε τις σπουδές του. Η μουσική είχε νικήσει.

Με εκατοντάδες συμμετοχές σε κινηματογραφικά και θεατρικά έργα και τη μουσική του να έχει αποσπάσει δεκάδες ελληνικά και διεθνή βραβεία, το έργο του χαρακτηρίζεται από ποικιλομορφία και σύγχρονες μουσικές αναζητήσεις. Μόλις έχει επιστρέψει από τη Σμύρνη, όπου βραβεύτηκε για τη μουσική του στην ταινία «Kerr» του Ταϊφούν Πιρσελίμογλου. Είναι το τέταρτο βραβείο μέσα σε έναν χρόνο, καθώς η ίδια ταινία βραβεύτηκε πριν λίγο καιρό στην Αττάλεια και η μουσική του για τον «Ράφτη» της Σόνια-Λίζα Κέντερμαν απέσπασε το Βραβείο Μουσικής Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου 2021 και του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βαλένθια.

Ο Νίκος Κυπουργός θα παρουσιάσει τα «Κυπο-θεατρικά» στη Μικρή Επίδαυρο στις 9 Ιουλίου σε μια βραδιά αφιερωμένη στο πολύπλευρο έργο του που εκτείνεται από το αρχαίο δράμα ως το μιούζικαλ, ενώ έχει γράψει τη μουσική για τους «Επιτρέποντες» του Μενάνδρου που ανεβαίνουν στη Μικρή Επίδαυρο στις 22 και 23 Ιουλίου σε σκηνοθεσία Βασίλη Μαυρογεωργίου.

Χαίρομαι αφάνταστα που δουλεύω με νέους ανθρώπους, το επιδιώκω, οι νέοι σου δίνουν ενέργεια, είναι το παράθυρό μας στον κόσμο.

 

— Νίκο, έχεις διαλέξει μια περιοχή της μουσικής που άλλες φορές είναι δύσκολη, δεν φέρνει τον συνθέτη σε πρώτο πλάνο, δεν πρόκειται για τραγούδια, μίλησέ μου γι’ αυτή σου την κατεύθυνση.
Μου αρέσει που ξεκινάμε τη συζήτησή μας με αυτό, αυτό είναι ένα από τα καλά της μουσική στο θέατρο και στο σινεμά, δεν είναι τραγούδια. Ο κόσμος συγχέει σήμερα τη μουσική με τα τραγούδια σαν να είναι το μόνο είδος μουσικής. Αν πεις σε έναν ταξιτζή «είμαι μουσικός, γράφω μουσική», θα σε ρωτήσει «τι τραγούδια γράφεις;». Δεν πάει ο νους του ότι μπορεί να μη γράφεις τραγούδια, όπως δεν έχει συνειδητοποιήσει ο κόσμος ότι το τραγούδι είναι ένα είδος που ενώνει δύο τέχνες, ενώ η μουσική είναι από τον Μπαχ μέχρι την ινδική μουσική, τις συμφωνίες και τη μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο, δεν συνδέεται με τον λόγο απαραιτήτως. Αναρωτιέμαι πολλές φορές πόσος κόσμος ακούει καθαρή μουσική.

— Αυτή είναι μια επιλογή που την έκανες συνειδητά στην αρχή της καριέρα σου ή το ένα πράγμα έφερε το άλλο;
Ακόμα δεν έχω καταλάβει τη ζωή μου, σε ποιο βαθμό διαλέγουμε και σε ποιο βαθμό τα πράγματα έρχονται από μόνα τους. Ακόμα και φορές που νομίζουμε ότι διαλέγουμε, η συγκυρία έχει ευνοήσει καθοριστικά την πορεία μας και ανάποδα, κάποιες φορές που νομίζουμε ότι όλα είναι τυχαία, έρχεσαι μέσα από τη συγκυρία να κάνεις μια επιλογή κρίσιμη την κατάλληλη στιγμή, η οποία θα σε οδηγήσει κάπου. Εγώ ανέκαθεν αγαπούσα το θέατρο, τον κινηματογράφο και τη μουσική.

Στο επίπεδο της εκπαίδευσης είμαστε πίσω, θα έπρεπε σε κάθε σχολείο να υπάρχουν μουσικοπαιδαγωγοί και να εξηγούν ότι είναι ένα απίστευτο εφόδιο για τη ζωή μας η μουσική, για να αποκτήσουμε εσωτερική πειθαρχία αλλά και να συνομιλούμε και να έχουμε τη χαρά της επικοινωνίας μεταξύ μας. Αυτό είναι πολύ σπουδαίο. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Ποια είναι η πρόκληση πίσω από αυτές τις μουσικές;
Η διαφορά είναι ότι στο θέατρο και τον κινηματογράφο δεν κάνεις καθαρή μουσική, δεν δουλεύεις ένα κουαρτέτο εγχόρδων, σου βάζουν όρια, σαν να ξεκινάς από το βήτα για να πας στο άλφα και πρέπει να υπηρετήσεις ένα έργο που υπάρχει από πριν. Αυτή είναι η ομορφιά τού να κάνεις ταξίδια παράξενα, περίεργα, που δεν έχεις προβλέψει και που συμβαίνουν σε διαφορετικές εποχές και σε διαφορετικούς τόπους μέσα από τον Σαίξπηρ, τον Αριστοφάνη, τον Λόρκα. Αυτή είναι η χαρά και η πρόκληση, πρέπει να αγαπάς το θέατρο και τον κινηματόγραφο, να αγαπάς και τη μεταμόρφωση, να φοράς κάθε φορά διαφορετικό «κοστούμι», σαν τον ηθοποιό που παίζει τελείως διαφορετικούς ρόλους.

— Όταν τέλειωσες τις σπουδές σου εδώ, πήγες στο Παρίσι, με τι μουσική ασχολήθηκες εκεί;
Στην αρχή ασχολήθηκα κυρίως με σύγχρονη μουσική. Σπούδασα με τον Ξενάκη και αυτή η εμπειρία με επηρέασε αφάνταστα, όχι τόσο η γλώσσα που χρησιμοποιεί, το ιδίωμα της σύγχρονης μουσικής και ο τρόπος που χρησιμοποιούσε τα μαθηματικά για να βρει τη δική του προσωπική γλώσσα, όσο η ανοιχτοσύνη του μυαλού του στο καινούργιο, το άγνωστο και τους καινούργιους δρόμους.

Μπορεί μεν στο θέατρο να μην έχεις συχνά την ευκαιρία να πειραματιστείς, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις την είχα και εκεί αξιοποίησα όλες τις γνώσεις και την παιδεία που είχα αποκτήσει πάνω στη σύγχρονη μουσική του 20ού αιώνα όταν ήμουνα στη Γαλλία αλλά και μετέπειτα, γιατί εξακολουθώ να παρακολουθώ τι γίνεται με τη μουσική σε όλους τους τομείς που σήμερα πλέον είναι πολύ ανοιχτοί και διασυνδέονται και επιτέλους μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε –χωρίς τον φόβο ότι θα θεωρηθούμε συντηρητικοί ή προοδευτικοί ή αβαν γκαρντ– και να αναμείξουμε όλα τα είδη της μουσικής, ανεμπόδιστα, με πάθος και σαν ανεξάρτητοι συνθέτες.

— Συνεργάστηκες και ανήκεις στη θρυλική ομάδα της «Λιλιπούπολης». Πήγαινέ μας πίσω σε αυτά τα χρόνια.
Το 1975 είχα γνωρίσει τον Χατζιδάκι από έναν δίσκο που είχα το θράσος να βγάλω όταν ήμουν ακόμα μαθητής και αυτός ο δίσκος βινυλίου, που ευτυχώς δεν υπάρχει πια, έπεσε στα χέρια του. Μου έστειλε μια επιστολή που την έχω ακόμα κρατήσει και τη φυλάω ως κόρη οφθαλμού, στην οποία μου εξηγούσε πόσο δύσκολο και σημαντικό είναι αυτό που ονομάζουμε τραγούδι και ότι δεν πρέπει κάποιος να επαφίεται στην ευκολία του, αλλά πρέπει να αναζητήσει τους κρυμμένους νόμους του τραγουδιού. Να μη βιαστώ, με συμβούλευε, να βγάζω δίσκους και αυτό το ακολούθησα κατά γράμμα και έκανα πέντε χρόνια από τότε για να ξαναρχίσω να γράφω, αφού έκανα σπουδές με τον Γιάννη Α. Παπαϊωάννου.

Βρέθηκα στη «Λιλιπούπολη» το 1975. Εκεί πρωτοέγραψα και τόλμησα να δημοσιοποιήσω κάποια πράγματα που ακούγοντάς τα ο Χατζιδάκις με ενθάρρυνε πλέον και σιγά σιγά ξεκίνησε μια συνεργασία, του έκανα ενορχηστρώσεις, κάναμε συναυλίες μαζί και πριν και αφότου γύρισα από το Παρίσι, ήμουνα βοηθός του στον Σείριο, στους αγώνες τραγουδιού Κέρκυρας και Καλαμάτας.

Ήταν μια φοβερή εμπειρία να συνεργάζεσαι με αυτόν τον άνθρωπο που επίσης είχε με τελείως διαφορετικό τρόπο και από άλλη σκοπιά από αυτήν του Ξενάκη την ευρύτητα πνεύματος. Σκέφτομαι σήμερα πώς το να μιλάς και με τον Χατζιδάκι και τον Ξενάκη, παρότι φαίνεται ασύμβατο, κρύβει από πίσω κάτι κοινό που λέγεται ταλέντο και πνευματικότητα.

Πάντα οι μουσικοί ήταν συνδεδεμένοι με το θέατρο, κάτι που τα τελευταία χρόνια κινδύνευσε να χαθεί για λόγους κυρίως οικονομικούς. Ωστόσο τελευταία όλο και περισσότεροι επιδιώκουν να επανέρχεται η ανάγκη της ζωντανής μουσικής και στο θέατρο. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Σε εκείνο το κλίμα της μουσικής που επικρατούσε ήταν πιο ανοιχτά τα πράγματα, πιο εύκολος ο πειραματισμός, η αποδοχή;
Εγώ είμαι φύσει αισιόδοξος και πιστεύω ότι πολλές φορές υπάρχει μια τάση να ωραιοποιούμε το παρελθόν και να μην μπορούμε να δούμε τα θετικά του σήμερα. Έχω την αίσθηση, παρά τις διαφορές των μέσων –τώρα επικρατεί το διαδίκτυο, τότε οι διαπροσωπικές σχέσεις, απαιτείτο μια άμεση γνωριμία– και την εποχή και το τοπίο που έχει αλλάξει πάρα πολύ, ότι υπάρχουν εξαιρετικά ταλέντα σε όλους τους τομείς και στο θέατρο που βλέπω παραστάσεις νέων σκηνοθετών, νεών ηθοποιών που είναι εξαιρετικοί, και στον χώρο της μουσικής που υπάρχουν πολύ σπουδαία ταλέντα.

Κυρίως υπάρχει ανοιχτός ορίζοντας, έχουμε φύγει από εκείνες τις ετικέτες που οι εταιρείες σε έσπρωχναν να κάνεις, κάτι που συμβάδιζε με μια τάση, για παράδειγμα με το «νέο κύμα» ή να ακολουθήσεις τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη, ότι έπρεπε να έχεις ένα στίγμα. Σήμερα όλα είναι επιτρεπτά και αυτό, αν και φαίνεται χαοτικό σε έναν βαθμό, και με έναν τρόπο είναι πιο δύσκολο, μου αρέσει πάρα πολύ. Τελικά πιστεύω ότι οι δημιουργοί και οι ερμηνευτές που έχουν το ταλέντο βρίσκουν τον δρόμο τους. 

— Ακούς ραπ ελληνική;
Ακούω τα πάντα. Επειδή εγώ σαν μουσικός ακούω πρώτα τη μουσική και μετά τα λόγια, το ενδιαφέρον της ραπ, πλην εξαιρέσεων, έγκειται περισσότερο στον στίχο παρά στη μουσική. Εκεί έχω λιγότερη εξοικείωση. Αλλά πάντα υπάρχουν ενδιαφέρουσες προτάσεις, κυρίως όμως με ενδιαφέρει να δω πώς εκφράζονται οι νέοι και με ποιον τρόπο γίνεται σήμερα αυτό, γιατί πιστεύω όλοι οι νέοι έχουν δικαίωμα να εκφραστούν με τον δικό τους τρόπο.

— Πώς ξεκίνησε η περιπέτειά σου με την κινούμενη εικόνα και το θέατρο;
Εκεί στο Τρίτο Πρόγραμμα, συνάντησα και τον Βογιατζή και τον Μπαντή και τον Μαυρίκιο και τον Μενέλαο Καραμαγγιώλη και έτσι μπήκα στον χώρο του κινηματογράφου παράλληλα με τον χώρο του θεάτρου, όταν ήμουν στην πρώτη μου νεότητα. Και μετά έφερε το ένα το άλλο. Όταν επέστρεψα από τη Γαλλία το 1984, δούλευα περισσότερο ως ενορχηστρωτής, ήμουν παραγωγός στη Λύρα, υπήρχα στον χώρο της μουσικής.

Δημιουργικά μπήκα προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και όλη τη δεκαετία του ’90 που έκανα μουσικές για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Έκανα δουλειές με το Θέατρο Τέχνης, το Εμπρός, τη Σκηνή του Λευτέρη Βογιατζή, το Εθνικό, το Αμόρε και άλλα πολλά. Κάποια από αυτά θα παίξουμε στη Μικρή Επίδαυρο.

— Τι είναι αυτό που σε γοητεύει όταν γράφεις μουσική για το θέατρο ή τον κινηματογράφο;
Οι διαφορετικοί κόσμοι, το έργο αρχικά και η ματιά του σκηνοθέτη και η χαρά της συνεργασίας και η χαρά της συνύπαρξης, στο θέατρο κυρίως. Εκεί είσαι παρών στις πρόβες και χτίζεται το έργο μπροστά σου και επίσης έχεις τη δυνατότητα της ζωντανής μουσικής, που σου επιτρέπει να συνδιαλέγεται η μουσική με την παράσταση και να χτίζεται μαζί με το στήσιμο του έργου μέχρι την πρεμιέρα.

Πιστεύω ότι είναι κάτι πολύ ζωντανό, χρησιμοποιείς τον χώρο και μερικές φορές καλύτερα να παίζουν ερασιτέχνες μουσικοί ή ηθοποιοί, παρά η καλύτερη ορχήστρα του κόσμου. Είναι μαγικό και υπάρχει η χαρά της κοινωνικοποίησης για κάποιους ανθρώπους σαν εμένα, που είμαι μοναχικός και με λίγους ανθρώπους μπορώ να συναντιέμαι. Μαθαίνεις να συνεργάζεσαι και να μοιράζεσαι αυτή την τρομερή εμπειρία της μουσικής και του κειμένου και είσαι ενεργό μέλος μιας ομάδας.

Τα τελευταία χρόνια μού ζητούν νέοι άνθρωποι 35-40 χρονών, παιδιά που είναι είκοσι και τριάντα χρόνια μικρότερά μου και από άλλες χώρες να γράψω μουσική για τις ταινίες τους και η συνάντηση αυτή είναι η χαρά να νιώθεις ότι δεν κόβεται το νήμα και ότι οι ηλικίες δεν έχουν σημασία όταν μπορούμε να επικοινωνούμε μεταξύ μας. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Έρχεσαι και σε επαφή με μεγάλα κείμενα και μουσικά ιδιώματα πολύ διαφορετικά.
Ναι, φυσικά έρχεσαι σε επαφή με κείμενα που αλλιώς μπορεί να μην είχες την ευκαιρία να διαβάσεις, με τη γλώσσα, το ιδίωμα, ανακαλύπτεις χώρους με τους οποίους δεν θα ασχολιόσουνα. Όταν γράφεις ένα παραδοσιακό νανούρισμα, όταν σου ζητούν να γράψεις ένα κομμάτι τζαζ ή ροκ και στο σινεμά το ίδιο, όταν σου ζητούν να γράψεις κάτι σε μια ταινία με έναν Ινδό μετανάστη και μελετάς και μπαίνεις σε χώρους που δεν γνώριζες ότι σε ενδιαφέρουν και χαίρεσαι να τα ανακαλύπτεις και να τα μελετάς και να τα χρησιμοποιείς, είναι και αυτό ένα ταξίδι στις γλώσσες της μουσικής.

Πάντα οι μουσικοί ήταν συνδεδεμένοι με το θέατρο, κάτι που τα τελευταία χρόνια κινδύνευσε να χαθεί για λόγους κυρίως οικονομικούς. Ωστόσο τελευταία όλο και περισσότεροι επιδιώκουν να επανέρχεται η ανάγκη της ζωντανής μουσικής και στο θέατρο. 

— Πόσο πιστεύεις ότι ακούμε σύγχρονη ελληνική μουσική, έχει κάποια τύχη ή  δημοφιλία στην Ελλάδα ή ένας συνθέτης σύγχρονης μουσικής πρέπει να πάρει τον δρόμο της ξενιτιάς;
Αν θέλεις να ασχοληθείς αποκλειστικά με αυτό το είδος μουσικής, είναι αναγκαίο σχεδόν να φύγεις. Σήμερα όμως, μέσα από όλα τα είδη μουσικής που είναι ανοιχτά και τις αναμείξεις των ειδών, βλέπουμε ακόμα και τραγουδοποιούς να πειραματίζονται και να δοκιμάζουν καινούργια πράγματα.

Στον χώρο της λεγομένης λόγιας μουσικής τα πράγματα είναι πολύ πιο περιορισμένα, αλλά αυτό ήταν πάντα έτσι, ήδη από τον προηγούμενο αιώνα έχει απομονωθεί αυτό το είδος από το μεγάλο κοινό, ενδεχομένως δεν έχει ανάγκη το μεγάλο κοινό. Είναι σαν να λέμε ότι η ποίηση θα συναντήσει μεγάλο κοινό. Δεν θα συμβεί. 

— Έχεις ασχοληθεί με τη μουσική διαπαιδαγώγηση και τα μουσικά σχολεία. Πες μου την εμπειρία σου.
Είναι η σημαντικότερη μεταρρύθμιση που έγινε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Αυτό το είδαμε, είδαμε τα απίστευτα αποτελέσματα που έχει, ακόμα και αν δεν γίνουν τα παιδιά μουσικοί, γιατί το ζητούμενο δεν είναι να φτιάξουμε μουσικούς, διαμορφώνεται ένα ήθος εντελώς διαφορετικό και το βλέπεις αυτό, η παραβατικότητα στα μουσικά σχολεία είναι μηδενική.

Είχα την τύχη τα τελευταία χρόνια να οργανώνω τη συνάντηση των μουσικών σχολείων στην Ξάνθη. Φέτος συγκεντρώθηκαν εκεί 1.300 παιδιά για τα οποία έπρεπε να ενορχηστρώσω κομμάτια για απίστευτα σύνολα, για 40 βιολιά και κλαρινέτα και κρουστά και μπουζούκια και κιθάρες, όργανα από διαφορετικούς χώρους και είχα τη χαρά και την τιμή να γράψω για αυτό το τεράστιο σύνολο και να το διευθύνω.

Μεγαλύτερη συγκίνηση από το να έχω από κάτω 1.300 παιδιά και να γίνεται σιωπή σε δυο λεπτά και μετά να αρχίσουν να κατανοούν απολύτως τη σημασία του συντονισμού και του συγχρονισμού και να ακούμε ο ένας τον άλλο μέσα στην πλατεία της Ξάνθης, να τραγουδούν και να παίζουν, δεν έχω νιώσει. Αυτή και η συναυλία στην Εγνατία Οδό με όλες τις γλώσσες που συναντάμε στη Βόρεια Ελλάδα είναι οι πιο συγκινητικές εμπειρίες της ζωής μου. Είναι μια από τις αιτίες της αισιοδοξίας μου για το μέλλον της μουσικής σε αυτό τον τόπο.

Στο επίπεδο της εκπαίδευσης είμαστε πίσω, θα έπρεπε σε κάθε σχολείο να υπάρχουν μουσικοπαιδαγωγοί και να εξηγούν ότι είναι ένα απίστευτο εφόδιο για τη ζωή μας η μουσική, για να αποκτήσουμε εσωτερική πειθαρχία αλλά και να συνομιλούμε και να έχουμε τη χαρά της επικοινωνίας μεταξύ μας. Αυτό είναι πολύ σπουδαίο.

Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Τα τελευταία χρόνια έχεις κάνει μια ομάδα μουσικών στη Σύρο ενισχύοντας την επαρχία, ας το πούμε και έτσι. Τι κάνετε με αυτό το σύνολο, την Ορχήστρα των Κυκλάδων;
Σίγουρα σε αυτή τη χώρα που είναι αθηνοκεντρική, πολλοί άνθρωποι για να ασχοληθούν πιο βαθιά με τις τέχνες πρέπει να πάνε στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη, είναι φυσικό. Από την άλλη, εδώ στη Σύρο που είμαστε 15.000 κάτοικοι βρέθηκαν δεκαπέντε πολύ καλοί μουσικοί που είναι από διαφορετικούς χώρους, από την κλασική, από τη ροκ, από την παραδοσιακή μουσική.

Το ρεπερτόριό μας είναι μουσική για το σινεμά, μουσική του Χατζιδάκι αλλά και πιο σύγχρονων δημιουργών. Τραγούδια κυρίως παίζουμε, αλλά έχουμε και κομμάτια πολύ πιο υψηλών απαιτήσεων. Κάνουμε συναυλίες, είχαμε ατονήσει τα δυο τελευταία χρόνια, αλλά τον Νοέμβριο θα κάνουμε μια συναυλία στον Πειραιά.

Αφού λοιπόν εδώ στη Σύρο μπορεί να υπάρχει αυτό, φαντάσου, σε μια πόλη 50.000 κατοίκων θα υπάρχει σίγουρα ένα τέτοιο υλικό, θα πρέπει να συναντηθούν και να φτιάξουν ορχήστρες διαφόρων ειδών που να χαίρονται τη μουσική και να την προσφέρουν και στους κατοίκους και να μη περιμένουν μια στις τόσες να φτάσει ένα σύνολο που μπορεί να μη φτάσει ποτέ ή να πας στην Αθήνα για να ακούσεις μια συναυλία. Να μετέχεις δηλαδή στη μουσική, να δημιουργούνται θύλακες και να έχουν όσο περισσότεροι γινεται μια επαφή με την τέχνη που λυτρώνει και ανοίγει άλλους δρόμους.

— Στη Μικρή Επίδαυρο έχεις μαζέψει πολύ διαφορετικούς καλλιτέχνες και μουσικούς, τι θα ακούσουμε;
Αυτήν τη φορά έτσι όπως ξεκίνησε η ιδέα ήταν να δοκιμάσω και να δώσω κομμάτια σε μουσικούς και φωνές με τους οποίους δεν είχα συνεργαστεί, έτσι ώστε να δω και εγώ τα κομμάτια μου από μια άλλη σκοπιά. Έτσι ζήτησα από τον Χρήστο Θηβαίο να πει κομμάτια δίνοντας το δικό του προσωπικό στίγμα, ζήτησα από τον Γιάννη Διονυσίου που έχει υπέροχη φωνή να πει κάποια τραγούδια παραδοσιακά, στη Μαρίνα Σάττι, που την είχα συναντήσει στο ξεκίνημά της, έδωσα κάποια τραγούδια καθόλου αναμενόμενα. Το ίδιο και στον Δημήτρη Πακτσόγλου που είναι τενόρος και ηθοποιός, στη Μαρία Κατριβέση που είναι σοπράνο με μεγάλη εμπειρία στο μουσικό θέατρο και στην Ερασμία Μαρκίδη και την Έλενα Παπαδημητρίου, από τις Fones.

Έχω ένα υλικό υψηλής ποιότητας, αυτές τις φωνές, και έπρεπε να προσαρμόσω μουσικές που είναι γραμμένες και για πολύ μεγάλα σύνολα για ένα ευέλικτο κουιντέτο σπουδαίων μουσικών, που είναι οι Μαρίνος Γαλατσινός, Μιχάλης Καλκάνης, Σταύρος Λάντσιας, Τάσος Μισυρλής και Μιλτιάδης Παπαστάμου.

Υπάρχει μεγάλη ποικιλία από τραγούδια, και έχω και έναν φόρο τιμής στη Μαριανίνα Κριεζή με τραγούδια από τη «Λιλιπούπολη» και κάποια αποσπάσματα από τα πιο πρόσφατα έργα μουσικού θεάτρου που έχω κάνει, όπως η «Ειρήνη» του Αριστοφάνη που έχει κάνει ο Δημοσθένης Παπαμάρκος. Και ένας συνάδελφος, ο Θοδωρής Αμπαζής, έρχεται να με βοηθήσει σκηνοθετικά. Και φυσικά ακολουθούν οι «Eπιτρέποντες» στη Μικρή Επίδαυρο σε σκηνοθεσία Βασίλη Μαυρογεωργίου. 

Χαίρομαι αφάνταστα που δουλεύω με νέους ανθρώπους, το επιδιώκω, οι νέοι σου δίνουν ενέργεια, είναι το παράθυρό μας στον κόσμο. Τα τελευταία χρόνια μού ζητούν νέοι άνθρωποι 35-40 χρονών, παιδιά που είναι είκοσι και τριάντα χρόνια μικρότερά μου και από άλλες χώρες, να γράψω μουσική για τις ταινίες τους και η συνάντηση αυτή είναι η χαρά τού να νιώθεις ότι δεν κόβεται το νήμα και ότι οι ηλικίες δεν έχουν σημασία όταν μπορούμε να επικοινωνούμε μεταξύ μας.

Νιώθω ότι είμαι στην πιο δημιουργική μου περίοδο και αυτές οι συναντήσεις κάνουν αυτό το ταξίδι μου στη μουσική και τη ζωή να είναι ενδιαφέρον και προκλητικό. Έχουμε να μάθουμε πάρα πολλά ακόμα.

Νίκος Κυπουργός
Τα Κυπο-Θεατρικά

Μικρή Επίδαυρος
9/7, 21:30

Πηγή

Top