Κούλα Πράτσικα: 120 χρόνια από τη γέννησή της

Φέτος συμπληρώνονται 120 χρόνια από τη γέννηση της  χορεύτριας,  καθηγήτριας ρυθμικής και χορού και χορογράφου Κούλας Πράτσικα.

Εννιά γυναίκες έχουν υποδυθεί το δύσκολο ρόλο της Πρωθιέρειας στην τελετή αφής της Ολυμπιακής Φλόγας από το 1936 μέχρι σήμερα, στην αρχαία Ολυμπία. Η αρχή έγινε τον Ιούλιο του 1936 με πρώτη Πρωθιέρεια στην ιστορία την μεγάλη Κούλα Πράτσικα. Θεωρείται ακόμα και σήμερα η πρωτοπόρος του κλασικού χορού στην χώρα μας.

Η Κούλα Πράτσικα γεννήθηκε στην Πάτρα, στις 24 Νοεμβρίου του 1899. Ήταν χορεύτρια, καθηγήτρια ρυθμικής και χορού, χορογράφος, και υπήρξε πρωτοπόρος στο χώρο της. Είχε ιδιαίτερη αγάπη προς τη μουσική και το χορό. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές της στο Αρσάκειο Αθηνών. Το 1927 έλαβε μέρος ως κορυφαία στις πρώτες Δελφικές γιορτές. Φοίτησε για τρία χρόνια στην επαγγελματική Σχολή Γυμναστικής και Ρυθμικής Χελλεράου – Λάξενμπουργκ, κοντά στη Βιέννη. Επιστρέφοντας από την Αυστρία, ίδρυσε το 1930 τη δική της Σχολή Γυμναστικής και Ρυθμικής, την πρώτη σχολή αυτού του είδους διευθυνόμενη από Ελληνίδα, και δίδαξε ομαδική απαγγελία, αυλό, ελληνικούς χορούς κλπ. Το 1937 πρόσθεσε και τμήμα επαγγελματικής κατάρτισης χοροδιδασκάλων έως το 1973 που την δώρισε στο ελληνικό κράτος. Η σχολή λειτουργεί ακόμα και σήμερα σαν Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης.

 

Το 1936 ήταν η πρωθιέρεια που άναψε την ολυμπιακή φλόγα για τους ολυμπιακούς αγώνες του Βερολίνου.

Στάλθηκε επανειλημμένως από το Κράτος για να δώσει παραστάσεις στο εξωτερικό. Στο Αμβούργο της Γερμανίας το 1937, στην Μεντόν της Γαλλίας το 1939, στο Παρίσι το 1946, στη γιορτή της Ουνέσκο, και το 1952 στο Φράϊμπουργκ της Γερμανίας, στη Βερόνα και στη Βιτσένζα της Ιταλίας, όπου έδωσε καλλιτεχνικές παραστάσεις με λαϊκούς χορούς με μεγάλη επιτυχία. Με τη σχολή της έδωσε την πρώτη ώθηση για την εξάπλωση της ρυθμικής και του χορού στην Ελλάδα, οργάνωσε δε διάφορες γιορτές σε αρχαία θέατρα (Αθηνών, Ρόδου, Επιδαύρου). Πρώτη της παράσταση ήταν το 1927 στις “Δελφικές εορτές” του Σικελιανού.

Τιμήθηκε με τα μετάλλια του “Πολέμου 1940-41”, του “Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού” , της “Αρχιεπισκοπής Αθηνών”, με τον “Ταξιάρχη Εποποιίας”, με δίπλωμα και μετάλλιο «Vermeil» της πόλης του Παρισιού, και με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών.

Η μαθήτριά της, περίφημη χορογράφος Ζουζού Νικολούδη σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» είπε χαρακτηριστικά: «Νομίζω ότι η Πράτσικα θέλησε να μας εμφυσήσει μια δημιουργική αγάπη για το ελληνικό πνεύμα. Έλεγε πάντα: “Μην αντιγράφετε τα αγγεία, αυτό είναι κάτι μουσειακό και πεθαμένο. Η Ελλάδα είναι φως, ρυθμός και πνεύμα”. Η Πράτσικα άλλωστε ήταν μια κοσμική αστή με τακούνια και καπέλα, γαλουχημένη από το σπίτι της στη γερμανική μουσική παράδοση, ώσπου την ανακάλυψε η Σικελιανού. Παλλόταν η ψυχή της και μέσω αυτών της άνοιξε ένας κόσμος που τον αναζητούσε και δεν τον έβρισκε. Μετά τις σπουδές της στο Λουξεμβούργο γύρισε στην Ελλάδα για να φτιάξει την ελληνική όρχηση ξανά, που δεν είναι ούτε το κλασικό μπαλέτο ούτε η αντιγραφή κάποιου ξένου μοντέλου».

Διαβάστε τον αφιερωματικό τόμο με τίτλο: Κούλας Πράτσικα Έργα και Ημέρες, Αθήνα 1991.

 

Θεία Κούλα

Ζ. ΝΙΚΟΛΟΥΔΗ

Κάθε τόσο μέσα από τη συνέχεια της ανθρώπινης πορείας, ξεπηδάει ο ένας, ο αλλίωτικος, ο ξεχωριστός, ο μεγάλος που το πέρασμά του σημαδεύει την εποχή του.

Μια τέτοια ξεχωριστή, φωτεινή μορφή, μορφή παιδαγωγική και καλλιτεχνική ήταν η Κούλα Πράτσικα, η “Θεία Κούλα” όπως συνηθίζαμε να τη φωνάζουμε οι πολλές γενιές μικρών και μεγάλων που είχαμε την τύχη να περάσουμε από κοντά της.

Η θεία Κούλα με την τεράστια ψυχική δύναμη που ακτινοβολούσε γύρω της, μετέδιδε τον παλμό της ψυχής της, τον ενθουσιασμό της, την λατρεία της για την Ελλάδα, την πίστη στο μεγάλο έργο της. Στόχος της ν’ ανεβάσει το επίπεδο του χορού στον τόπο μας που εκείνα τα χρόνια δε λογαριαζόταν για τέχνη και να το κάμει ισότιμο μέλος με τις Καλές Τέχνες. Άνοιξε δρόμους καινούριους, τους οποίους πατούν οι νεότεροι σήμερα χωρίς ίσως να υποπτεύονται ότι εκείνη έκαμε την αρχή, μια αρχή πολύ δύσκολη για την εποχή εκείνη και η οποία σημάδεψε την πορεία του χορού στην πατρίδα μας.

Πώς να περιγράψω τώρα με απλά λόγια τη μυσταγωγία, γιατί για μυσταγωγία πρόκειται, που βιωνόταν από εμάς τα απλά κοριτσόπουλα μέσα στην τάξη, όπου μας άνοιγε τα μάτια σε κόσμους μαγικούς. Ρυθμός – Μουσική – Ποίηση – Τέχνη – Ελλάδα… Βγαίναμε από το μάθημα συνεπαρμένες, συγκινημένες ως τα δάκρυα πολλές φορές από το μαγικό άγγιγμα που μας μετέφερε σε σφαίρες άλλες, μακριά από τη μικρή καθημερινότητα. Mας έδειχνε αξίες για τις οποίες είμαστε πια πεπεισμένες ότι αξίζει να αφιερώσουμε τη ζωή μας, για να οδηγήσουμε κι εμείς με τη σειρά μας τα νέα παιδιά που θα έρθουν στα χέρια μας μια μέρα.

Αυτές τις ανεκτίμητες ώρες σε όλη τους την έκταση την έζησαν όσοι έκαμαν την επαγγελματική σπουδή κοντά της. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες αυτές, οι πιο στενές μαθήτριες, και αργότερα συνεργάτισσές της, η πνευματική της οικογένεια όπως μας αποκαλούσε, όλες χωρίς εξαίρεση, δημιούργησαν, άλλες περισσότερο, άλλες λιγότερο, όλες όμως, η μία στο θέατρο, η άλλη στον παιδαγωγικό τομέα, άλλη στο χώρο της ιατρικής, στη χορογραφία του αρχαίου δράματος κτλ. κτλ. όλες αντιμετώπισαν με σοβαρότητα και συνέπεια τη ζωή και το επάγγελμά τους.

“Επάγγελμα; έλεγε συχνά η Θεία Κούλα, όχι!”

“Σκοπός ζωής;… ναι!”

Η Θεία Κούλα λάτρεψε την Ελλάδα. Το πρώτο της βίωμα, το αποφασιστικό για τη μετέπειτα πορεία της, ήταν οι Δελφικές Εορτές, τις οποίες έζησε ως κορυφαία του χορού κοντά στους Σικελιανούς.

Πίστεψε όσο κανείς άλλος στις δικές μας ρίζες, στη μεγάλη μας πνευματική κληρονομιά και αυτή τη φλόγα μας τη μετέδωσε, πλαισιωμένη από άξιους συνεργάτες, την Πολυξένη Ματέυ, τον Σίμο Καρά, τον Γιάννη Μηλιάδη, την Αγγελική Χατζημιχάλη, Κατερίνα Κακούρη, Μαρίκα Βελουδίου, τον Παντελή Πρεβελάκη, Θρασύβουλο Γεωργιάδη, Μενέλαο Παλλάντιο, Μυριβήλη, Βενέζη, τον Γιάννη Τσαρούχη και τόσους άλλους… ό,τι καλύτερο είχε ο τόπος μας πέρασε από την κυψέλη μας της οδού Ομήρου, το άσπρο σχολείο, όπως το ονόμαζε η ίδια, που στέκει ακόμα ακλόνητο, γεμάτο νιάτα και υγεία για να συνεχίσει το μεγάλο έργο ακολουθώντας όσο γίνεται τον δρόμο που χάραξε Εκείνη.

Μάρτιος 1991, Ζ. ΝΙΚΟΛΟΥΔΗ

Πηγή

Top