Jazz και ποίηση
του Σάκη Παπαδημητρίου
Οι αγγλικές προτάσεις είναι πράγματι πολλές και ποικίλες και έχουν συμπληρώσει σχεδόν εξήντα χρόνια. Ουσιαστική επίδραση, στον συνδυασμό τζαζ και ποίησης, η γενιά των Beats. Τα νέα δεν άργησαν να φτάσουν και ενώ στις ΗΠΑ το 1960 θεωρείται ημερομηνία λήξεως της τρέλας ή μόδας με τα τζαζ κλάμπ και τις απαγγελίες, στην Αγγλία το 1961 θεωρείται αφετηρία με τις πρώτες δύο δημόσιες εκδηλώσεις στο Hampstead Town Hall, τον Φεβρουάριο, και στο Royal Festival Hall τον Ιούνιο. Σύμφωνα με μάρτυρες της εποχής, το πείραμα πέτυχε και συνεχίστηκε με καλύτερη διοργάνωση – τρείς χιλιάδες άτομα παρευρέθηκαν στη δεύτερη εκδήλωση. Το 1969 ήρθε η ώρα μιας ανθολογίας «Poemsfrom Poetry and Jazz in Concert», με επιμέλεια του Jeremy Robson, ενός εκ των ποιητών που συμμετείχαν. Την ίδια χρονιά κυκλοφορούν δύο δίσκοι της Argo ZDA26 και 27 με τον τίτλο Poetry and Jazz in Concert. Οκτώ ποιητές διαβάζουν και παίζει το σεξτέτο του πιανίστα και συνθέτη Michael Garrick. Στο βιβλίο καταγράφονται 250 εκδηλώσεις από το 1961 έως το 1969 στο Λονδίνο και σε πολλές πόλεις της Μεγάλης Βρετανίας (τότε) κυρίως σε πανεπιστήμια, σχολές Καλών Τεχνών, αίθουσες θεάτρων και πνευματικών κέντρων και όχι απαραιτήτως σε τζαζ κλάμπ.
Ας πάρουμε μία χαρακτηριστική βραδιά με τζαζ και ποίηση. Τι συμβαίνει; Η αγγλική πρόταση της δεκαετίας του ΄60 είχε αποκτήσει σταδιακά μια συγκεκριμένη δομή, ήτοι: τέσσερις ποιητές διαβάζουν ποιήματά τους, δύο στο πρώτο μέρος και δύο στο δεύτερο, ενώ στα ενδιάμεσα το συγκρότημα παίζει συνήθως κομμάτια γραμμένα ειδικά για την περίπτωση. Μόνο μερικά ποιήματα διαβάζονται την ώρα που παίζουν οι μουσικοί.
Ο Michael Garrick, μιλώντας για τις εμπειρίες του στο περιοδικό Poetry Review, υπογραμμίζει ότι «Εκείνοι που αγαπούν την τζαζ και μισούν την ποίηση, μαθαίνουν κάτι καινούργιο. Εκείνοι που αγαπούν μόνο την ποίηση, αρχίζουν να βρίσκουν πως κάτι υπάρχει και στην τζαζ… Τουλάχιστον αποδείξαμε ότι οι άνθρωποι δεν χωρούν τόσο εύκολα σε κατηγορίες, όπως συνήθως θεωρείται ως δεδομένο». Έπειτα οι ποιητές έχουν ένα ακροατήριο που κατά κάποιο τρόπο «ξεκουράζεται» με τα μουσικά διαλείμματα, ενώ και οι μουσικοί έχουν το πλεονέκτημα να παίζουν μπροστά σε ένα σοβαρό ακροατήριο το οποίο τους παρακολουθεί με προσοχή.
Παρόλο που η ποίηση γενικά και η τζαζ έχουν την αυτοτέλειά τους ως μορφές τέχνης, υπάρχει πάντα η δυνατότητα ανάμιξης της ποίησης με τη μουσική, όπως άλλωστε έχει γίνει από τους αρχαίους χρόνους. Οι φιλολογικές, όμως, βραδιές θεωρούνται από πολλούς ξεπερασμένες και πληκτικές, για να μην πούμε ανυπόφορες. Πώς είναι δυνατόν ένας σύγχρονος άνθρωπος να μην βαρεθεί να είναι καθισμένος και ακίνητος επί δύο ώρες και να ακούει διάφορους να διαβάζουν (με στόμφο συνήθως) απανωτά ποιήματα. Τέτοιες συγκεντρώσεις έχουν μεγάλη ιστορία σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη. Πολύ συχνά επικρατεί ο κοσμικός χαρακτήρας, σοβαροφανής ατμόσφαιρα και νεκρική σιγή. Οι περισσότεροι παρευρίσκονται τηρώντας τα προσχήματα και εξισορροπώντας τις υποχρεώσεις τους. Η τζαζ, όσο να’ ναι, βελτιώνει την κατάσταση. Υποχωρεί η επιτήδευση. Ένα κύμα χαλαρότητας διαπερνά την αίθουσα και τους ίδιους τους ποιητές. Ένα οφθαλμοφανές αποτέλεσμα: η διάθεση που αποκτά ο ακροατής να κουνήσει το σώμα του και να πει μια κουβέντα στον διπλανό του. Να πάρει μιαν ανάσα. Να μην χρειάζεται να καταβάλει προσπάθεια για να συμμετέχει. Η αγγλική πρόταση της δεκαετίας του ΄60 τονίζει το κοινό σημείο ποίησης και τζαζ, δηλαδή ότι οι ίδιοι οι δημιουργοί παρουσιάζουν τα έργα τους, οι ποιητές διαβάζουν τα δικά τους ποιήματα και οι μουσικοί παίζουν τις συνθέσεις τους και αυτοσχεδιάζουν.
Μερικές ακόμα παρατηρήσεις που προέρχονται από εμπειρίες της εποχής εκείνης στην Μεγάλη Βρετανία. O John Smith, ένας από τους ποιητές που περιλαμβάνεται στην ανθολογία του Jeremy Robson, πιστεύει ότι «το να απαγγέλλει ενώπιον ενός μεγάλου και ποικίλου ακροατηρίου και ιδίως το να γράφει ποιήματα ειδικά για να διαβαστούν με μουσική τζαζ, δίνει στον ποιητή μια μεγαλύτερη επίγνωση του βάρους και της ουσίας κάθε λέξης. Επίσης τον εμποδίζει να ασχολείται με αφηρημένες έννοιες».
Υπάρχουν βέβαια και μερικοί κίνδυνοι γιατί, π.χ., οι ποιητές στο τέλος μετατρέπονται σε κονφερασιέ ή ηθοποιούς ή καταλήγουν σε μια δημοσιογραφική ποίηση. Επίσης υπάρχει πάντα ο κίνδυνος οι καλοί ποιητές που δεν διαβάζουν εντυπωσιακά να μην αρέσουν στο ακροατήριο, ενώ άλλοι, μέτριοι ποιητές, που ξέρουν να δραματοποιούν τους στίχους τους να προκαλούν τελικά μεγαλύτερη εντύπωση. Οι διοργανωτές, απαριθμώντας τα θετικά σημεία των εκδηλώσεών τους, υποστηρίζουν ότι επιτέλους έγινε αντιληπτό ότι η ποίηση δεν είναι μόνο για το μάθημα λογοτεχνίας στα σχολεία και τα σπουδαστήρια των πανεπιστημίων και ότι η τζαζ, ως μια ζωντανή και σύγχρονη μορφή μουσικής, μπορεί να βρεί τη θέση της και έξω από τα νυχτερινά κέντρα και τις πίστες χορού.
Οι μουσικοί που ενδιαφέρθηκαν και ασχολήθηκαν με τέτοιες ή ανάλογες εκδηλώσεις είναι πάρα πολλοί. Προς το παρόν ας περιοριστούμε σε όσους συμμετείχαν στη σειρά των συναυλιών με την χαρακτηριστική ονομασία Poetry and Jazz in Concert. Επικεφαλής ο Michael Garrick ο οποίος έχει συνδέσει το όνομά του με τον συνδυασμό τζαζ και ποίησης γιατί συνέθεσε τα κομμάτια για τις περισσότερες εκδηλώσεις και για συγκεκριμένους ποιητές. Άλλοι μουσικοί που έπαιξαν στα συγκροτήματά του: οι σαξοφωνίστες Joe Harriott, Tony Coe, Don Rendell, οι τρομπετίστες Ian Carr Shake Keane, οι μπασίστες Jeff Clyne, Dave Green, Coleridge Goode και John Taylor και οι ντράμερ Trevor Tomkins και Colin Barnes. Μιλώντας πάντα για την ίδια περίοδο, δηλαδή 1961-1969, οι ποιητές που εμφανίστηκαν στη σκηνή και που ανθολογούνται είναι συνολικά είκοσι τρεις και από αυτούς οι οκτώ ακούγονται στους δύο δίσκους της σειράς: Dannie Abse, Thomas Blackburn, Douglas Hill, Laurie Lee, Spike Milligan, Jeremy Robson. John Smith, Vernon Scannell.
Στο τεύχος Ιουνίου 2009 του βρετανικού περιοδικού JAZZWISE διαβάζουμε για μία ακόμη επέτειο. Τον Ιούλιο 2009 συμπληρώθηκαν πενήντα χρόνια από την ίδρυση της ομάδας New Departures. O ποιητής Michel Horovitz ήταν φοιτητής αγγλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης όταν ξεκίνησε αυτό το εγχείρημα, κυρίως με τον συνδυασμό τζαζ και ποίησης αλλά και παραστάσεων μεικτών μέσων με θέατρο, εικαστικά, σύγχρονη μουσική. Το New Departures ξεκίνησε ως περιοδικό το οποίο άνοιξε τις σελίδες του σε όλες τις μορφές τέχνης και κυρίως σε εκείνους τους καλλιτέχνες τους οποίους απεδοκίμαζε το κατεστημένο της δεκαετίας του ΄50. Στο πρώτο τεύχος συνεργάζονται ο Samuel Beckett, o William Burroughs, o Adrian Mitchell, η Stevie Smith κ.α. Ήδη ο Michael Horovitz είχε προχωρήσει στις πρώτες συναντήσεις τζαζ και ποίησης. Συνεργάτης του, στην αρχή, ο γνωστός ηθοποιός και πιανίστας Dudley Moore. O Michael Horovitz λοιπόν δηλώνει ότι, η εκτύπωση και η κυκλοφορία ενός περιοδικού δεν είναι αρκετή και ότι θα πρέπει να συνδυάζεται με όλων των ειδών τις παραστάσεις. Έτσι άρχισαν τα Live New Departures με την σύμπραξη ποιητών και μουσικών. Ο Stan Tracey, από την τζαζ, ο Cornelius Cardew, o John Tilbbury από τη σύγχρονη και πειραματική μουσική. Επίσης ο John McGrath με την θεατρική ομάδα 7:84. Αρχικά σε μικρά κλαμπ, αργότερα σε αίθουσες θεάτρων ενώ δημιουργήθηκαν σχήματα, όπως το New Departures Quartet και Sextet με τον πιανίστα Stan Tracey και τον σαξοφωνίστα Bobby Wellins.
O Duncan Heining γράφει ότι μια σημαντική διαφορά μεταξύ του κινήματος «τζαζ και ποίηση» στην Αμερική και στην Μεγάλη Βρετανία είναι ότι στην Αμερική οι πειραματισμοί του Langston Hughes, του Jack Kerouac, του Lawrence Ferlingheti, του Kenneth Rexroth και άλλων είχαν μικρή διάρκεια, ενώ στην Μεγάλη Βρετανία συνεχίστηκαν (και συνεχίζονται μέχρι σήμερα) και συνεισέφεραν ουσιαστικά στην κατάρρευση των ορίων μεταξύ των τεχνών. Επίσης, στην Μεγάλη Βρετανία αναπτύχθηκαν δύο κυκλώματα: το ένα γύρω από τον ποιητή Jeremy Robson με τον πιανίστα και συνθέτη Michael Garrick και το άλλο του New Departures. Ο Michael Horovitz ομολογεί στη συνέντευξή του ότι υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ τους. Η ομάδα του New Departures θεωρούσε την άλλη κάπως ακαδημαϊκή και παρωχημένων αντιλήψεων αλλά τώρα ξεπεράστηκαν οι αντιδικίες, γιατί και σ’ αυτήν υπήρχαν αξιόλογοι ποιητές και κυρίως ο Michael Garrick είναι εξαίρετος μουσικός. Άλλωστε, ο ποιητής Adrian Mitchell συμμετείχε και στις δύο ομάδες. Ο Michael Horovitz υποστηρίζει ότι λειτουργούσαν διαφορετικά, δηλαδή ο Jeremy Robson διοργάνωνε βραδιές στις οποίες εναλλάσσονταν η απαγγελία ποιημάτων με κομμάτια τζαζ, ενώ ο ίδιος ο Horovitz αναζητούσε τον συνδυασμό λόγου και μουσικής σε μια κοινή παράσταση. Φυσικά αυτό ξεκαθαρίζει αρκετά τα πράγματα.
Με αφορμή την επέτειο των πενήντα χρόνων, ο Michael Horovitz και ο Stan Tracey εμφανίστηκαν ως ντούο στο Λονδίνο και απέδειξαν ότι «τζαζ και ποίηση» εξακολουθούν να βρίσκουν τρόπους συνύπαρξης. O Duncan Heining γράφει σε ένα άλλο τεύχος του JAZZWISE ότι ήταν απόλαυση να τους παρακολουθεί κανείς επί σκηνής με πενήντα χρόνια ιστορίας πίσω τους. Ο ρυθμός και η διακύμανση της φωνής συντονίζονται. Οι λέξεις και οι ήχοι δημιουργούν εικόνες και ανακαλούν στη μνήμη όνειρα.