Ηχοτοπία των Αρχαίων

Ζούμε σ’ ένα κόσμο τεχνητών και φυσικών ήχων, ένα τοπίο ακουστικό ή «ηχοτοπίο» (ο όρος επινοήθηκε από τον μουσικό R. Murray Schafer). Συχνά οι συμφωνικές ορχήστρες που παίζουν στο Ηρώδειο το μεσοκαλόκαιρο συναγωνίζονται τις χορωδίες αρσενικών τζιτζικιών τα οποία, κρυμμένα στα πεύκα, δημιουργούν ήχους δονώντας ακούραστα μια μεμβράνη στον θώρακά τους. Πρόκειται για μουσική ή για μονότονη, φιλάρεσκη, ακατανόητη φλυαρία; Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθως απολάμβαναν το οξύ τιτίβισμα αυτού του εντόμου. Το παρομοίαζαν με άσμα, ηχηρό μεν αλλά θεσπέσιο. Αυτό δείχνει πόσο η πρόσληψη του ήχου είναι συνυφασμένη με τον πολιτισμό. Αντίθετα με τους σημερινούς Βολιβιανούς ιθαγενείς οι οποίοι αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία στην αρμονία, οι αρχαίοι συγκινούνταν περισσότερο από το ηχόχρωμα, την ομηρική ὄπα. Αν και σιωπηλά, τα κείμενα της ελληνικής και λατινικής γραμματείας παρέχουν πλήθος πληροφοριών για ήχους διαφόρων εντάσεων και ποιοτήτων. Ποιους θορύβους και ήχους γενικότερα αναφέρουν τα κείμενα αυτά; Ποιους ήχους επιχειρούν να μιμηθούν;

Τον περασμένο μήνα διεξήχθη στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών (ΚΕΣ) του Harvard, στο Ναύπλιο, το 23ο CORHALI Colloquium, αφιερωμένο εφέτος σε «Ηχοτοπία του Αρχαίου Κόσμου» (‘Soundscapes of the Ancient Greek World‘).

Το CORALHI είναι διεθνές εγχείρημα μελέτης της αρχαιότητος, το οποίο ξεκίνησε το 1989 με πρωτοβουλία των τομέων κλασικής φιλολογίας των Πανεπιστημίων Cornell, Harvard και του γαλλικού Πανεπιστημίου Lille III (εξ ου και το ακρωνύμιο CorHaLi). Έκτοτε, στις διεπιστημονικές συναντήσεις του προστέθηκαν τα Πανεπιστήμια Princeton, Λωζάννης και Cambridge, η École des hautes études en sciences sociales του Παρισιού και για πρώτη φορά εφέτος το ΚΕΣ. Η συνάντηση του Ιουνίου συνδιοργανώθηκε από το Τμήμα Κλασικών Σπουδών του Harvard και το ΚΕΣ. Συμποσίαρχοι, οι καθηγητές του Harvard David Elmer και Naomi Weiss. Οι σύνεδροι εξέτασαν κάθε είδους ήχους–από τη φωνή των θεών έως το γάβγισμα σκύλων ή το τρίξιμο που ακούγεται στον καταποντισμό ναυαγίων

Ο Σενέκας ο Νεώτερος (1ος αι. μ.Χ.) είχε την ατυχία να μένει δίπλα σε λουτρά. Στην 56η Επιστολή του καταγράφει λεπτομερώς τις ποικίλες μορφές ηχορύπανσης οι οποίες διασπούσαν την προσοχή του όταν διάβαζε: το χτύπημα της παλάμης της μασέζ πάνω στην ωμοπλάτη του αριστοκράτη πελάτη της, το κακόφωνο τραγούδι ενός λουόμενου, το ξέσπασμα βραχνών γλεντζέδων, τις αλλεπάλληλες κραυγές των μικροπωλητών, τον θόρυβο από την κυκλοφορία των αμαξών– περιληπτικά, τις ενοχλητικές απρέπειες του ρωμαϊκού άστεως. Μνημονεύοντας τη γκρινιάρικη επιστολή του Σενέκα, η Hanna Golab (Princeton) αναπαρέστησε το ηχοτοπίο της Εφέσου τον 2ο μ.Χ. αιώνα. Η πόλη αυτή ξεχείλιζε από κτήρια και μνημεία ύδρευσης αλλά και από διαφόρους ήχους oι οποίοι προέρχονταν, για παράδειγμα, από τα αναβλύζοντα ύδατα της περίτεχνης πηγής του Τραϊανού (Nymphaeum Traiani), τις διάφορες κρήνες κατά μήκος των δρόμων και από τον αδιάκοπο θόρυβο των δημοσίων αποχωρητηρίων, καθώς η συνεχής ροή των χειμάρρων απομάκρυνε τα αφοδεύματα. Καθισμένοι πάνω σε λίθινους πάγκους με τρύπες, οι άνδρες ανακουφίζονταν συζητώντας και διαποτίζοντας συναισθητικά το περιβάλλον με ήχους αλλά και οσμές.

Η Ella Haselswerdt (Princeton) έδειξε ότι η τραγωδία Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ πάλλεται από τις «αντηχήσεις της μυστηριακής λατρείας». Δεδομένου ότι η θρησκεία συνάπτεται γενικά με το μυστήριο και το παράδοξο, είναι επόμενο οι αντηχήσεις αυτές να ξεπερνούν το φάσμα των συνηθισμένων ήχων και να μην μεταφράζονται σε ανθρώπινους όρους. Κατά κάποια έννοια, ο άυλος ήχος, ο οποίος, παραδόξως, παράγεται από την ύλη, μπορεί να είναι ακατάληπτος. Το άλσος των Ευμενίδων, στο οποίο ο Οιδίπους πεθαίνει, είναι ένας μεταφυσικός τόπος πέρα από την όραση και την ακοή. Έντρομος και άφωνος, ο χορός διασχίζει το άλσος χωρίς να τολμήσει να το ατενίσει (στ. 125-33). Πρόκειται για τη σιωπή του θείου μυστηρίου το οποίο προξενεί δέος. Στο τέλος, ο Οιδίπους οδηγείται στη μεταθανάτια αποθέωσή του, πρώτα από βροντές, απόκοσμους ήχους που οι θνητοί δεν μπορούν να συλλάβουν και να περιγράψουν (1464), και έπειτα από μια θεία φωνή με πολλά, περίπλοκα ηχοχρώματα (1623-8). Ο Θησέας έχει ορκισθεί να μην αποκαλύψει τη θέση του τάφου του Οιδίποδα: εδώ πάλι δεσπόζει η σιωπή ενώπιον του θείου μυστηρίου (1760-3). Σύμφωνα με ένα αρχαίο σχόλιο, το έργο αυτό ήταν μοναδικό γιατί δομήθηκε έτσι ώστε να υποβάλλει το «άφατον». Η αποφατική Χριστιανική θεολογία θεμελιώθηκε στην αρχή ότι δεν μπορούμε να εκφράσουμε τι είναι ο Θεός.

Μέσα από το γκροτέσκο και την αηδία που προξενούν, τα τέρατα δημιουργούν σύγχυση. Η διανοητική αυτή σύγχυση και απορία, όλως παραδόξως όμως, ανακαλούν το μεγαλείο των θεών. Ο Πολύφημος, το υπερμέγεθες τέρας του Ομήρου, εμπνέει θαυμασμό, απορία, φόβο και το πηγαίο δέος που οι θνητοί νιώθουν μπροστά στο mysterium tremendum, το φρικτό θαύμα των θεών. Ο Jérôme André (τεταρτοετής φοιτητής από το Παν/μιο της Λωζάννης) πραγματεύθηκε το λεξιλόγιο, εν πολλοίς σπάνιο, που ο Όμηρος επιστρατεύει για να περιγράψει τον ηχητικό διάκοσμο (décor sonore) μιας περιπέτειας Grand-Guignol, της μεγαλύτερης δοκιμασίας του Οδυσσέα στην Οδύσσεια. Η φυλή των Κυκλώπων παράγει παράξενους, πιθανώς ζωώδεις ήχους (Oδύσσεια ι. 167), ο δε Πολύφημος εκβάλλει άναρθρους ήχους, ωστόσο μιλάει άψογα ομηρικά ελληνικά, μολονότι με εκκωφαντική βαρύτονη φωνή, η οποία τρομάζει εξίσου με την εξωφρενική φυσική του διάπλαση (257). Το σπήλαιό του είναι ένα αντηχείο του τρόμου, όπου διαχέονται το βουκολικό του σφύριγμα (315), τα ηχηρά του ρεψίματα (ἐρεύγετο, 374), το αποκρουστικό κροτάλισμα του βολβού του οφθαλμού του καθώς τον τσουρουφλίζει o φλεγόμενος πάσσαλος από ελιόδεντρο (390), οι φρικιαστικές στριγκλιές του πόνου του, οι οποίες ξυπνούν τους γείτονές του (395, 399), το βέλασμα των προβάτων, με προεξάρχουσες τις προβατίνες που δεν μπορεί να αρμέξει μετά την τύφλωσή του και των οποίων τα σφύζοντα μαστάρια κροτούν (440).

Τα πρόβατα του Κύκλωπα και ο τέττιξ (το τζιτζίκι) των αρχαίων (ο οποίος είναι επίτιμο ωδικό πτηνό) μάς θυμίζουν ότι η ελληνική ποίηση έχει πάμπολλους «συμφωνικούς ζωολογικούς κήπους». Ο Thomas Nelson (Παν/μιο του Cambridge) μάς ξενάγησε στους ήχους των ζώων, συγκρίνοντας τον Β΄ Ίαμβο του Αλεξανδρινού ποιητή Καλλίμαχου με το Καρναβάλι των Ζώων (1886) του Camille Saint-Saëns, μια μουσική φαντασία στην οποία ο συνθέτης παρομοιάζει τους μουσικοκριτικούς με ζώα. Στο όγδοο μέρος του Καρναβαλιού μιμείται γαϊδούρια που γκαρίζουν. Ο Καλλίμαχος, στον Ίαμβό του, ανακαλεί υπαινικτικά την παραδείσια εποχή του Κρόνου, όταν άνθρωποι και ζώα μιλούσαν μια καθολική γλώσσα, παρόλο που το κάθε είδος είχε διαφορετική φωνή. Όταν όμως προσέβαλαν τον Δία, τον διάδοχο του Κρόνου, εκείνος στέρησε από τα ζώα τον έναρθρο λόγο και έδωσε τις φωνές τους στους ανθρώπους: έτσι, σύμφωνα με τη σάτιρα του Καλλίμαχου, ο αντίπαλός του Εύδημος είχε τη φωνή σκύλου, ο Φίλτων γκάριζε σαν γαϊδούρι, οι τραγικοί είχαν τις πνιγηρές, άμουσες φωνές ψαριών. Ο Debussy, ο οποίος συνέθεσε το πρελούδιο για πιάνο με τίτλο Ο Υποβρύχιος Καθεδρικός Ναός, θα έβρισκε ταιριαστούς τους ιχθυόφωνους ποιητές.

Το δεύτερο βράδυ του colloquium, αντήχησαν βροντές πάνω από τον Κόλπο της Αργολίδας στη διάρκεια καταιγίδας. Τέτοιους ήχους, τόσο γνώριμους για τους αρχαίους, αναπαρήγαγαν αρχαίες μινιατούρες «μηχανικών θεάτρων». Ο Marco Romani Mistretta (Harvard) μίλησε για αρχαίες μηχανές ήχων. Ο Ήρων, μαθηματικός και εφευρέτης του 1ου μ.Χ. αιώνα, πραγματεύθηκε τον ήχο της βροντής που προέκυπτε από την πρόσκρουση μολύβδινων σφαιρών πάνω σε στεγνή, στέρεα επιφάνεια. Ακόμη ενωρίτερα, τον 3ου αιώνα π. Χ., ο Φίλων, ο οποίος συνέγραψε πραγματείες τεχνολογίας, ανέλυσε επιστημονικά το τραγούδι (ή καλύτερα, το σφύριγμα) υδροκίνητων πτηνών. Τα αυτόματα αυτά είναι πιθανό να έδιναν ζωντάνια στους κήπους αριστοκρατών ή να στόλιζαν ναούς. 

Η βροχούλα την τελευταία μέρα του colloquium ήταν ένα ακόμη σημείο ότι ο Ζευς Όμβριος δεν έμεινε ασυγκίνητος από τις ανακοινώσεις. Οι ομιλητές κατέδειξαν ότι πρέπει να διαβάζουμε την αρχαιοελληνική λογοτεχνία όχι μόνο με τα μάτια μας, αλλά και με τα αφτιά μας.

 

Ιωάννης Πετρόπουλος, Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας, Δημοκρίτειο Παν/μιο Θράκης, Διευθυντής Κέντρου Ελληνικών Σπουδών-Ελλάδος, Παν/μιο Harvard

Πηγή

 

Top