Ο Ιρλανδός που λάτρεψε τα ηπειρώτικα

«Ὅσον ζῇς φαίνου» ή αλλιώς «όσο ζεις λάμπε»: Ο Paul Duane γύρισε ένα ντοκιμαντέρ για την ηπειρώτικη μουσική με τίτλο από τους στίχους του αρχαιότερου λυρικού τραγουδιού που γνωρίζουμε.

 

από την Εφη Παπαζαχαρίου
 

Ένας Ιρλανδός σκηνοθέτης γυρίζει, μέσω Αμερικής, ντοκιμαντέρ για τα Ηπειρώτικα και του δίνει τίτλο έναν στίχο από το αρχαιότερο τραγούδι! «Ὅσον ζῇς φαίνου» ή αλλιώς «όσο ζεις λάμπε», έγραφε ο Σείκιλος και ο Paul Duane θεωρεί, δικαίως, ότι το νόημα αυτών των τριών λέξεων είναι το ίδιο ισχυρό, όσες χιλιετίες κι αν περάσουν. «Οι στίχοι αυτοί με κατακεραύνωσαν. Είναι σαν μια όμορφη περίληψη της ανθρώπινης ζωής. Φανερώνουν τη λαχτάρα του «να ζεις την στιγμή», να κάνεις τη ζωή σου όσο πιο υπέροχη και γεμάτη, για σένα και για τους άλλους, μπορείς», λέει, ατενίζοντας τον ηλιόλουστο ορίζοντα του Θερμαϊκού, πρώτη του φορά στη Θεσσαλονίκη, όπου βρίσκεται για την προβολή της ταινίας του στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ. «Μία πραγματικά σύγχρονη σκέψη, κι ας είναι στίχοι του αρχαιότερου λυρικού τραγουδιού που γνωρίζουμε», συνεχίζει. «Το γεγονός ότι η μουσική αυτών των ανθρώπων που έζησαν αιώνες πριν, μπορεί να είναι τόσο ισχυρή σήμερα, με παρακίνησε πολύ. Ένιωσα πώς ήταν ο τέλειος τίτλος για μία ταινία με θέμα της το πώς η Ηπειρώτικη μουσική ακόμη ζει και ακόμη σήμερα μας μιλάει».

Όλα ξεκίνησαν από ένα άρθρο που διάβασε online στο περιοδικό των New York Times, για το πανηγύρι στην Βίτσα και την εμμονή του Αμερικανού, βραβευμένου με Γκράμυ, παραγωγού και συλλέκτη δίσκων, Christopher King, για τα ηπειρώτικα. «Η ιστορία ήταν τόσο γοητευτική», λέει «και οι εικόνες τόσο δυνατές, που ένιωσα την ανάγκη να προσπαθήσω να κάνω μία ταινία εκεί –έστω κι αν δεν είχα ιδέα για την ελληνική κουλτούρα. Απλώς άκουσα τη μουσική και την λάτρεψα και ένιωσα ότι, αν κανείς άλλος δεν έκανε μια ταινία για αυτό, έπρεπε να κάνω εγώ…», καταλήγει ο Ιρλανδός σκηνοθέτης, που έχει πίσω του είκοσι χρόνια δημιουργίας, ενώ έχει ήδη ταξιδέψει με αυτό το ντοκιμαντέρ στα φεστιβάλ του Δουβλίνου, του Μπέλφαστ, του Ρότερνταμ και αλλού.

Σε μία εποχή όπου, τονίζει, «όλοι είμαστε πολύ συνδεδεμένοι», δεν ήταν δύσκολο να βρει, μέσω κάποιων φίλων, τον Αμερικανό παραγωγό και να του δηλώσει την επιθυμία του. Η συνομιλία τους στο Skype, ήταν αρκετή για να νοιώσουν αμέσως άνετα μεταξύ τους και να ανακαλύψουν πολλά κοινά. «Είμαστε και οι δύο φαν των ταινιών του Tarkovsky, αλλά και των science-fiction & pulp crime fiction ταινιών. Και οι δύο αγαπάμε το ουίσκι και την παλιά μουσική…», χαμογελάει.

Το επόμενο βήμα ήταν να έρθει για τα γυρίσματα στην Ελλάδα, που ποτέ, μέχρι τότε, δεν είχε επισκεφθεί. «Αυτό με ανησυχούσε λίγο, αλλά τελικά αποδείχθηκε πώς δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, γιατί οι άνθρωποι ήταν τόσο βοηθητικοί και τόσο χαρούμενοι που μας είχαν εκεί», θυμάται χαρακτηριστικά και αφηγείται ένα ταξίδι που θα του μείνει αξέχαστο. Όπως και στον Chris King, ο οποίος μάλιστα κατέγραψε στο εξαιρετικό βιβλίο «Ηπειρώτικο Μοιρολόι» («Lament from Epirus: An Odyssey into Europe’s Oldest Surviving Folk Music», κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Δώμα), το πώς αυτή η μουσική άλλαξε τη ζωή του για πάντα.

Ήταν και για σένα το ίδιο καθοριστικά τα ηπειρώτικα; Είχες ακούσει ποτέ πριν αυτή την μουσική;

Δεν είχα ακούσει ποτέ, πριν διαβάσω το κομμάτι των New York Times και μάθω για τον Chris και την Ήπειρο. Αλλά όταν άκουσα με γοήτευσε πολύ, με παρέσυρε πραγματικά. Υπάρχει μια μελαγχολία και μια αγνή ομορφιά σε αυτούς τους ήχους, ώστε αμέσως συνδέθηκα μαζί τους. Ίσως να ακούγεται πρωτόγονο, αλλά πάντα αγαπούσα τη μουσική που προκαλεί έντονα συναισθήματα και όχι την ήρεμη, χαλαρή, ‘smooth’ μουσική. Οπότε ήταν πολύ εύκολο από τη στιγμή που τα αυτιά μου «προσαρμόστηκαν» σε αυτόν τον άγνωστο μέχρι τότε σε μένα ήχο, να ταιριάξουν μαζί του.

Ο σκηνοθέτης Paul Duane

Κατά τη διάρκεια της δημιουργίας αυτής της ταινίας τι ήταν εκείνο που αποδείχθηκε ιδιαίτερα ενδιαφέρον και μοναδικό για σένα;

Η ευκαιρία να αποκτήσω μια βαθιά γνώση ενός τρόπου ζωής που παρέμεινε ο ίδιος μέσα στο πέρασμα των αιώνων –αυτό ήταν πραγματικά μοναδικό! Μάθαμε πόσο δύσκολη μπορεί να είναι η ζωή για όσους μένουν στην Ήπειρο όλο τον χρόνο, πάνω στα ψηλά βουνά. Και, παράλληλα, πόσο ανεξάρτητος και μοναδικός είναι αυτός ο τρόπος ζωής και πόσο ευγενικοί και γενναιόδωροι είναι αυτοί οι άνθρωποι. Είναι τέτοια η αντίθεση με τον ευρωπαϊκό αστικό τρόπο ζωής, αλλά είναι και τόσο κοντά του συγχρόνως… Όμως ο περισσότερος κόσμος ούτε μπορεί να διανοηθεί ότι υπάρχει ακόμη ζωντανή στην κεντρική Ευρώπη, μια παράδοση τόσο παλιά και τόσο καλά διατηρημένη. Ήταν μια απίστευτη, αξέχαστη εμπειρία!

Σε βοήθησαν οι Έλληνες εκεί, σε μία γη που δεν είχες ξαναβρεθεί, να δώσεις σάρκα και οστά στο όραμά σου για αυτή την ταινία;

Το συνεργείο κι εγώ περάσαμε καταπληκτικά στα γυρίσματα –όχι μόνο γιατί η γη της Ηπείρου είναι τόσο μοναδική και ασυνήθιστη ώστε ήταν αδύνατον στον διευθυντή φωτογραφίας να σταματήσει να τραβάει! Αλλά και γιατί όποιοι κι αν συναντήσαμε μας καλοδέχονταν, ήταν έκπληκτοι που Ιρλανδοί επισκέπτονταν τον τόπο τους. Ενδιαφερόντουσαν για αυτό που κάναμε, ήταν ενθουσιώδεις, ήθελαν να βοηθήσουν με κάθε τρόπο.

Κάνω ταινίες με πολύ μικρό συνεργείο -παραγωγό και διευθυντή φωτογραφίας, ηχογραφώ τον ήχο μόνος μου-, οπότε είναι εύκολο να ταξιδεύω και να δουλεύω σε απομονωμένα μέρη. Αλλά ναι, χρειαζόμασταν Έλληνες, της περιοχής, να μας βοηθήσουν στο πού να πάμε και τι να κινηματογραφήσουμε. Είχαμε έναν θαυμάσιο συνεργάτη, τον Κώστα Ζήση, που μετέφραζε για εμάς και είναι και ο ίδιος φωτογράφος, οπότε μπορούσε να προτείνει σημαντικές ιδέες για την εικόνα. Η δεύτερη κάμερα που είχαμε, ο Γιώργος Χαρίσης, ήταν επίσης καθοριστικός παράγοντας –μάλιστα εκείνος έκανε μία από τις συνεντεύξεις που είχαμε με τον πατέρα του Στράτο και τον θείο του Τάσο. Τέλος, ο Chris King μοιράστηκε μαζί μας τις επαφές του και μας σύστησε σε φίλους του, όπως ο Μπάμπης ο κρεοπώλης που αποδείχθηκε ιδιαίτερα σημαντικός για την ταινία.

Ανακαλύψαμε επίσης, πρέπει να πω, το τσίπουρο, το οποίο απολαύσαμε όλοι μας πολύ!

Τι σας συγκλόνισε περισσότερο, εσάς τους «ξένους», στη διάρκεια της παραμονής σας στην Ήπειρο;

Νομίζω ότι όλοι εκπλαγήκαμε από το πόσο δυνατό, θεμελιώδες, είναι το πανηγύρι, πώς αλλάζει πολλές φορές μέσα σε ένα απόγευμα, γίνεται άγριο και ακατάστατο ή γαλήνιο και στοχαστικό ή έχει στιγμές που φαίνεται σαν να το κυριαρχούν οι χορευτές και οι μουσικοί να τους ακολουθούν. Μας εξέπλησσε διαρκώς, και υπήρχαν παράλληλα τόσα πολλά πράγματα να κινηματογραφήσεις. Τόσο στον διευθυντή φωτογραφίας όσο και σε μένα μας αρέσει να τραβάμε μονοπλάνα, έχοντας την κάμερα να κινείται εξονυχιστικά –και εκεί υπήρχαν χιλιάδες ευκαιρίες να το κάνουμε αυτό, ανάμεσα στη μουσική και τον χορό.

Υπήρξε όμως και κάτι που σας δυσκόλεψε, στα γυρίσματα εκεί;

Το πιο δύσκολο πράγμα ήταν η αίσθηση ότι το πανηγύρι είναι ένα πολύ προσωπικό θέμα για τους ανθρώπους του χωριού. Δεν έχασα ποτέ την αίσθηση ότι «εισβάλαμε» με την κάμερά μας σε κάτι που, στην πραγματικότητα, δεν θα έπρεπε να το «ενοχλούμε». Παρόλα αυτά οι Ηπειρώτες ήταν κατενθουσιασμένοι με τη σκέψη ότι γινόταν μία ταινία που θα έδειχνε την ομορφιά της κουλτούρας τους στον «έξω κόσμο», οπότε ήξερα ότι είμασταν καλοδεχούμενοι. Όμως και πάλι, αυτό δεν με βοήθησε στο να μην νιώθω, εγώ προσωπικά, ως «εισβολέας» κάποιες στιγμές…

 

 

INFO
«While You Live, Shine» / « Ὅσον ζῇς, φαίνου» του Paul Duane 
ΠΡΟΒΟΛΕΣ
Αθήνα
Κυριακή 17 Μαρτίου // στις 16:00 // ΔΑΝΑΟΣ (Λ. Κηφισίας 109)

 

Πηγή

Top