Ηλεκτροακουστική μουσική: Από το 1948 έως τις μέρες μας

Από Ιωάννα Αλεξοπούλου Δουκουμέ
 

Η ηλεκτροακουστική μουσική γεννήθηκε το 1948, όταν ο Γάλλος τεχνικός ραδιοφώνου Pierre Schaeffer συνέθεσε τις «Πέντε Σπουδές Θορύβου»· το πρώτο έργο ηλεκτροακουστικής μουσικής στην ιστορία. Το έργο δεν αντλούσε το ηχητικό του υλικό από τις δώδεκα νότες της κλίμακας αλλά από ηχογραφημένους ήχους της καθημερινής ζωής. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του 1950, στο Παρίσι, για να συμπεριλάβει συνθετικές προσεγγίσεις που έκαναν χρήση φυσικών ηχογραφημένων και συνθετικά παραγόμενων, ηλεκτρονικών ήχων. Σήμερα, η έννοια της ηλεκτροακουστικής μουσικής είναι τόσο διευρυμένη ώστε να περιλαμβάνει μουσικά είδη πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Ακουσματική Μουσική (Musique Acousmatique), ηχοτοπία, ποπ, ροκ κ.ά. μπορούν να υπαχθούν σε αυτά. Ωστόσο, στο ιστορικό της ξεκίνημα, η ηλεκτροακουστική μουσική συνδέθηκε με δύο κυρίαρχες σχολές: τη Σχολή του Παρισιού που ανέπτυξε τη Συγκεκριμένη Μουσική (Musique Concrète) και τη Σχολή της Κολωνίας που ασχολήθηκε με τη δημιουργία Ηλεκτρονικής Μουσικής (Elektronische Musik).

Παρίσι Οι François Bayle, Pierre Schaeffer και Bernard Parmeggiani.

Τα μουσικά αυτά είδη άνθισαν σε δύο σημαντικά ραδιοφωνικά κέντρα της Ευρώπης: στη Radiodiffusion – Télévision Française του Παρισιού και στη Westdeutscher Rundfunk της Κολωνίας. Οι παραπάνω ραδιοφωνικοί σταθμοί διέθεταν τα απαραίτητα τεχνολογικά μέσα που επέτρεψαν στους συνθέτες να πειραματιστούν και να δημιουργήσουν. Με επίκεντρο το Παρίσι και την Κολωνία, αναπτύχθηκαν δύο αντίθετες μεταξύ τους μουσικές προσεγγίσεις. Ενώ, οι εκφραστές της Συγκεκριμένης Μουσικής αντλούσαν το ηχητικό τους υλικό από φυσικούς ήχους, οι υπέρμαχοι της Ηλεκτρονικής Μουσικής επέλεγαν ηλεκτρονικούς ήχους. Η ραγδαία ανάπτυξη της ηλεκτρονικής τεχνολογίας, που χαρακτήρισε τη μεταπολεμική περίοδο, έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην εξέλιξη της ηλεκτροακουστικής μουσικής. Η Συγκεκριμένη Μουσική ευνοήθηκε ιδιαίτερα από την ευρύτερη εξάπλωση του μέσου καταγραφής ήχου της μαγνητοταινίας τη δεκαετία του 1950 η οποία έδωσε στους συνθέτες μια τεράστια καλλιτεχνική ελευθερία. Στο μέσο αυτό αξιοποιήθηκαν τεχνικές που προϋπήρχαν στο σινεμά. Στην Ηλεκτρονική Μουσική κεντρικός ήταν ο ρόλος των γεννητριών ημιτονοειδών σημάτων.

Συγκεκριμένη Μουσική: ιστορική πορεία από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο


Στις 5 Οκτωβρίου του 1948 μεταδόθηκε από τη Γαλλική Ραδιοφωνία το πρώτο έργο Συγκεκριμένης Μουσικής με τίτλο «Πέντε Σπουδές Θορύβου» (Cinq études de bruits) του Pierre Schaeffer. Η εμπειρία του Schaeffer στο ραδιόφωνο συνετέλεσε στη σύλληψη του έργου. Η ηχητική επένδυση ταινιών αποτέλεσε επίσης πηγή έμπνευσης για τον Schaffer. Η σύνθεση είχε τη φόρμα σουίτας σε πέντε μέρη. Αντλούσε το ηχητικό της υλικό από ηχογραφήσεις του σιδηροδρόμου, παιδικών παιχνιδιών, κρουστών, μαγειρικών σκευών, πλοίων, του πιάνου, της ανθρώπινης φωνής. Στη δυτική λόγια μουσική, η μουσική ιδέα προϋπάρχει αφηρημένη στην παρτιτούρα ώστε να ερμηνευθεί αργότερα από την ορχήστρα και να συγκεκριμενοποιηθεί. Στη Συγκεκριμένη Μουσική συμβαίνει το αντίθετο. Σε αυτή το ηχητικό αντικείμενο (objet sonore), δηλαδή συγκεκριμένο, προϋπάρχει της συμβολικής του αποτύπωσης, δηλαδή αφηρημένο, σε κάποιο μέσο καταγραφής. Στην ιστορία της δυτικής λόγιας μουσικής η συνθετική διαδικασία ξεκινούσε από το αφηρημένο για να φτάσει το συγκεκριμένο. Η Συγκεκριμένη Μουσική έκανε το αντίστροφο.

Ο Pierre Schaeffer ήταν βαθύς γνώστης της επιστήμης, της μουσικής, της φιλοσοφίας και της λογοτεχνίας. Ενδιαφέρθηκε για τη βαθύτερη κατανόηση των εσωτερικών γνωρισμάτων των ήχων. Με την εφεύρεση της ηχογράφησης κάθε ήχος μπορούσε να αποκτήσει την ίδια αξία και να μετατραπεί σε συνθετικό υλικό. Για τον Schaeffer όλοι οι ήχοι ήταν ίσοι απέναντι στην καλλιτεχνική δημιουργία. Ο ήχος του τραίνου δεν ήταν κατώτερος από τον ήχο του πιάνου. Δεν τον ενδιέφερε η πηγή που παρήγαγε τον ήχο. Αποκόπτωντάς τους ήχους από το σημασιολογικό τους περιεχόμενο, ο Schaeffer κατόρθωσε να εξερευνήσει τις εσωτερικές ποιότητές τους. Ανέπτυξε μια ολόκληρη μουσική θεωρία και διδασκαλία για τον τρόπο ακρόασης και κατηγοριοποίησής τους. Σύνεθεσε λίγη ακόμη μουσική ως το 1960 αφότου εγκατέλειψε τη σύνθεση για να επικεντρωθεί στη θεωρία. Το 1966 ολοκλήρωσε το σπουδαίο του σύγγραμα με τίτλο «Πραγματεία περί Μουσικών Αντικειμένων» (Traité des objets musicaux).

Παράλληλα στην Κολωνία – Ηλεκτρονική Μουσική


Παράλληλα, συσπειρώθηκε γύρω από τον Κρατικό Ραδιοφωνικό Σταθμό της Κολωνίας μια ομάδα συνθετών που επεδίωκε να δημιουργήσει μια νέα μουσική. Σε αντίθεση με τους Γάλλους συνθέτες που ενδιαφέρθηκαν αποκλειστικά για τον φυσικό ήχο, η ομάδα αυτή συνέθεσε με ηλεκτρονικούς ήχους. Θέλησαν να σχεδιάσουν τον κάθε ήχο από την αρχή καθορίζοντας τις ηχητικές παραμέτρους του. Το σημαντικότερο εργαλείο συνθετών όπως ο Κάρλχαϊντς Στοκχάουζεν (Karlheinz Stockhausen) ήταν η γεννήτρια ημιτονοειδών σημάτων. Η διάταξη αυτή επέτρεπε την παραγωγή απλών ήχων όσο το ημίτονο και σύνθετων όσο ο λευκός θόρυβος. Το 1953 ο Στοκχάουζεν δημιούργησε το πρώτο έργο ηλεκτρονικής μουσικής με τίτλο «Studie I». Το έργο αποτελείτο αποκλειστικά από απλούς ημιτονοειδείς ήχους. Οι ήχοι αυτοί δεν ικανοποίησαν τον συνθέτη. Έτσι, το 1955-1956 συνέθεσε το «Τραγούδι των νεαρών» (Gesang der Jünglinge). Ήταν το πρώτο ηχογραφημένο έργο που έκανε χρήση φυσικών και ηλεκτρονικών ήχων.

ηλεκτρονική μουσική Ο Κάρλχαϊντς Στοκχάουζεν πρωτοπόρος της ηλεκτρονικής μουσικής.

Τα επόμενα χρόνια υπήρξαν αρκετοί συνθέτες που χρησιμοποίησαν ως ηχητικό υλικό φυσικούς ηχογραφημένους ήχους μαζί με ηλεκτρονικούς. Ένα από τα σπουδαιότερα έργα ηλεκτροακουστικής μουσικής είναι το «Poème Électronique» του Εντγκάρ Βαρέζε (Edgar Varese). Το έργο, ανάθεση για τη Μεγάλη Έκθεση των Βρυξελλών του 1958, παρουσιάστηκε στο περίπτερο της Philips Pavillion. Ο χώρος, σχεδιασμένος από τους Le Corbusier και Ξενάκη, ήταν εξοπλισμένος με 425 ηχεία. Εξαιρετικά καινοτόμο για την εποχή του, συνδύαζε ηχογραφήσεις ηλεκτρονικών ήχων, ήχων μηχανών, πιάνου, κρουστών, καμπάνων, σόλο φωνής και χορωδίας. Στον ίδιο χώρο παρουσιάστηκε και το έργο του ελληνικής καταγωγής μοντερνιστή συνθέτη Ιάννη Ξενάκη «Concret PH». Το έργο αξιοποιεί ως ηχητικό του υλικό ηχογραφήσεις κάρβουνων. Ο Ξενάκης την περίοδο 1957-1962 εργάστηκε στο Groupe de Recherches Musicales του Schaeffer. Συνέθεσε αρκετά έργα για μαγνητοταινία και ενδιαφέρθηκε για τη δημιουργία ηχητικών μαζών. Κατά τη συνθετική διαδικασία έκανε χρήση μαθηματικών υπολογισμών.

Η.Π.Α – Μουσική με Υπολογιστές


Το σύνολο της ηλεκτροακουστικής μουσικής στις μέρες μας συντίθεται μέσω υπολογιστών παρότι δεν απουσιάζουν συνθέτες που επιμένουν σε αναλογικές τεχνικές. Το 1957 ο Max Mathews έγραψε την πρώτη γλώσσα μουσικού προγραμματισμού MUSIC I στα εργαστήρια της Bell Telephone Laboratories στο New Jersey. Χάρη σε εκείνον το όραμα σύνθεσης μουσικής από υπολογιστή έγινε πραγματικότητα. Αφορμή για τη δημιουργία της MUSIC I υπήρξε μια κακή ερμηνεία ενός πιανιστικού έργου του Schnabel. Στη συναυλία ο Mathews είχε παρευρεθεί με τον John Pierce, το αφεντικό του στα εργαστήρια της Bell. Μετά το τέλος της συναυλίας, κοιτάχτηκαν και είπαν ο ένας στον άλλον «Ένας υπολογιστής θα το έπαιζε καλύτερα». Τότε ο Pierce προέτρεψε τον Mathews να σταματήσει να εργάζεται πάνω στη δημιουργία νέων τηλεφώνων. Στόχος ήταν να επικεντρωθεί στη δημιουργία ενός προγράμματος μουσικής όπως και έκανε.

Το πρώτο κομμάτι που γράφτηκε στη MUSIC I το 1957 ήταν το «In the Silver Scale» του Newman Guttman. Το ίδιο έτος συντέθηκε το «Illiac Suite» για κουαρτέτο εγχόρδων με αλγόριθμο του Lejaren Hiller. Ήταν το πρώτο έργο που συνέθεσε υπολογιστής. Τo 1962 ο IBM 7094 έγινε ο πρώτος υπολογιστής στην ιστορία που τραγούδησε. Αυτό επιτεύχθηκε χάρη σε φυσική μοντελοποίηση της ανθρώπινης φωνής των Carol Lochbaum και John Kelly στα εργαστήρια της Bell. Το τραγούδι που είπε ήταν το «Bicycle Built for Two (Daisy Bell) » που τραγουδήθηκε αργότερα από τον υπολογιστή HAL στην ταινία «2001: Η Οδύσσεια του διαστήματος» (1968). Ο Mathews εξέλιξε μαζί με άλλους τη MUSIC I στην οικογένεια γλωσσών μουσικού προγραμματισμού MUSIC N. Θεωρείται ο πατέρας της computer music. Μία από τις διασημότερες γλώσσες μουσικού προγραμματισμού η MAX της Cycling ’74 είναι ονομασμένη προς τιμήν του.

Ζωντανή ηλεκτρονική μουσική – mixed music και live electronics


Η ζωντανή εκτέλεση μουσικής με συνδυασμό μουσικών οργάνων, ηχογραφημένου υλικού και ηλεκτρονικών μέσων συνδέθηκε στενά με την ηλεκτροακουστική μουσική. Αυτή εκφράστηκε μέσω δύο πρακτικών. Η πρώτη ήταν εκείνη της μικτής μουσικής (mixed music) δηλαδή ζωντανής μουσικής παραγόμενης από μουσικά όργανα σε συνδυασμό με μαγνητοτανία. Η δεύτερη τάση ήταν η ζωντανή ηλεκτρονική μουσική (live electronic music). Σε αυτήν, η μουσική εκτελείται ζωντανά και υφίσταται επεξεργασία μέσω ηλεκτρονικών μέσων που δύνανται να ενεργοποιούν, να ελέγχουν και να μεταμορφώνουν τον παραγόμενο ήχο. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 το κοινό άρχισε να δείχνει ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη ζωντανή ηλεκτρονική μουσική. Συγκροτήματα ζωντανής ηλεκτρονικής μουσικής άρχισαν να εμφανίζονται στην Ευρώπη και την Αμερική. Μερικά από αυτά ήταν τα Musica Elettronica Viva, το σύνολο του Στοκχάουζεν, το Sonic Arts Union.

John Cage Ο John Cage πρωτοπόρος στη ζωντανή ηλεκτρονική μουσική και συνθέτης του φημισμένου έργου 4’33” (1952).

Πρωτοπόρος στη ζωντανή ηλεκτρονική μουσική υπήρξε ο John Cage με τις σειρές έργων του «Imaginary Landscapes» (1939-1952). Στα έργα αυτά χρησιμοποιούνται κύμβαλα, πιάνο, πικάπ, ραδιόφωνα, μαγνητοταινία. Το έργο του Cage «Williams Mix» (1952), ήταν ένα από τα πρώτα έργα που συντέθηκαν στην Αμερική για μαγνητοταινία. Το 1964-1965 ο Στοκχάουζεν συνέθεσε το «Mikrophonie I»· το πρώτο του έργο ζωντανής ηλεκτρονικής μουσικής. Στο έργο δύο μικρόφωνα λαμβάνουν τον ήχο του ταμ-ταμ που κρούεται με διάφορα αντικείμενα που εξερευνούν τις ηχητικές ποιότητές του. Ύστερα οι παραγόμενοι ήχοι υφίστανται από άλλους εκτελεστές ηλεκτρονική επεξεργασία. Το 1967 συνέθεσε το «Mixtur» για το σύνολο ζωντανής ηλεκτρονικής μουσικής που διηύθυνε. Πρόκειται για μια ανοιχτή φόρμα που απαιτεί την αλληλεπίδραση των εκτελεστών μεταξύ τους.

Ακουσματική Μουσική – Η εξέλιξη της Συγκεκριμένης Μουσικής


Μία από τις εκφράσεις της ηλεκτροακουστικής μουσικής είναι η Ακουσματική Μουσική. Στην Ακουσματική Μουσική η μουσική, προηχογραφημένη, αναπαράγεται από ένα σύνολο ηχείων από έναν εκτελεστή ο οποίος μπορεί να αναδιαρθρώνει τις δομές της στον χώρο. Ο όρος προτάθηκε το 1974 από τον François Bayle ως καταλληλότερος του όρου ηλεκτροακουστική μουσική. Έδινε έμφαση στον τρόπο ακρόασης της μουσικής. Η λέξη ανιχνεύεται στον Πυθαγόρα ο οποίος δίδακε πίσω από μια κουρτίνα. Οι μαθητές του ονομάστηκαν ακουσματικοί καθώς δεν είχαν οπτική επαφή με τον δάσκαλό τους. Με τον ίδιο τρόπο, οι ακροατές της ακουσματικής μουσικής δεν έχουν οπτική επαφή με την ηχητική πηγή. Στις συναυλίες δυτικής έντεχνης μουσικής είναι παρών ο ερμηνευτής που με τις κινήσεις του παράγει ήχο. Στην ηλεκτροακουστική μουσική ωστόσο, ο ακροατής δεν αντιλαμβάνεται το αίτιο της παραγωγής του ήχου. Για τον λόγο αυτό συχνά στις συναυλίες ηλεκτροακουστικής μουσικής οι ακροατές έχαναν το ενδιαφέρον τους.

Το πρόβλημα αυτό ήρθε να λύσει η διάχυση (diffusion) του ήχου μέσα από ένα σύνολο ηχείων που περιέβαλλαν τον ακροατή. Ο συνθέτης διαμοιράζοντας μέσω της κονσόλας με διαφορετικό τρόπο την ένταση της μουσικής στο κάθε ηχείο, δημιουργεί στον ακροατή την εντύπωση ότι ο ήχος κινείται στον χώρο. Από τη δεκαετία του ’90 και μετά, δημοφιλία απέκτησε η οκτακάναλη σύνθεση. Στις μέρες μας, η διάχυση του ήχου μπορεί να επιτευχθεί με αυτοματισμό στον υπολογιστή. Έτσι, δεν είναι απαραίτητη η χειροκίνητη διάχυση από την κονσόλα την ώρα της συναυλίας. Ο πρώτος χώρος με μόνιμα εγκατεστημένα ηχεία για τη διάχυση της μουσικής δημιουργήθηκε το 1973 στη Μπουρζ και λεγόταν Gmebaphone. Έναν χρόνο αργότερα, ιδρύθηκε το Acousmonium από το GRM στο Παρίσι. Στο παρελθόν είχαν υπάρξει κάποια εφήμερα συστήματα διάχυσης ήχου. Ένα από αυτά ήταν το σφαιρικό αμφιθέατρο ηχείων στο Osaka World’s Fair το 1970.

ηλεκτρονική μουσική

Ο Κάρλχαϊντς Στοκχάουζεν στο σφαιρικό αμφιθέατρο ηχείων της Osaka World’s Fair του 1970.

Η ηλεκτροακουστική μουσική και η επιρροή της στη δημοφιλή μουσική


Σήμερα είναι δύσκολο να δοθεί ένας ορισμός στο τί είναι ηλεκτροακουστική μουσική. Το σύνολο της ηχογραφημένης μουσικής μπορεί να θεωρηθεί ηλεκτροακουστική υπό την έννοια ότι χρησιμοποιεί τόσο φυσικά όσο και ηλεκτρονικά μέσα. Την επιρροή της ηλεκτροακουστικής μουσικής όπως εκφράστηκε μέσω των δύο κυρίαρχων σχολών της Συγκεκριμένης Μουσικής και της Ηλεκτρονικής Μουσικής μπορούμε να τη διακρίνουμε σε κομμάτια δημοφιλούς μουσικής. Ενδεικτικά αναφέρουμε το «Revolution Number 9» από το White Album των Beatles και το «Life in a Glasshouse» από το άλμπουμ Amnesiac των Radiohead. Στοιχεία ηλεκτροακουστικής μουσικής, μπορούμε να εντοπίσουμε επίσης σε έργα του πρωτοπόρου γερμανικού συγκροτήματος ηλεκτρονικής μουσικής του ’70 Kraftwerk, στον Brian Eno, στους Boards of Canada, στον Aphex Twin.

Η ηλεκτροακουστική μουσική σήμερα


Στις μέρες μας πραγματοποιούνται συχνά συναυλίες ακουσματικής μουσικής με διάχυση σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους. Ποικίλα φεστιβάλ και διαγωνισμοί ακουσματικής σύνθεσης διοργανώνονται σε όλον τον κόσμο. Μερικά από τα σημαντικότερα φεστιβάλ είναι τα L’Espace du Son, Ars Electronica, BEAST FeAST του Πανεπιστημίου του Birmingham, Sonorities. Ένας από τους μεγαλύτερους διαγωνισμούς είναι ο Métamorphoses.

live-electronics Το σύνολο ζωντανής ηλεκτρονικής μουσικής του Ιονίου Πανεπιστημίου Ζήμens.

Το πρώτο στούντιο ηλεκτρονικής μουσικής στην χώρα μας ιδρύθηκε το 1964 από τον Μιχάλη Αδάμη. Σπουδαίοι Έλληνες συνθέτες που ασχολήθηκαν με την ηλεκτροακουστική μουσική είναι οι Ιάννης Ξενάκης, Μιχάλης Αδάμης, Θεόδωρος Αντωνίου, Αναστάσιος Λογοθέτης, Χάρης Ξανθουδάκης. Ορισμένοι από τους σύγχρονους Έλληνες συνθέτες που ασχολούνται με την ηλεκτροακουστική μουσική είναι οι Νικόλας Βαλσαμάκης, Κατερίνα Τζεδάκη, Θεόδωρος Λώτης, Νίκος Σταυρόπουλος. Ένα από τα πληρέστερα προγράμματα σπουδών σύνθεσης ηλεκτροακουστικής μουσικής σε ακαδημαϊκό επίπεδο, από το 1996, είναι του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου. Το 2002 ιδρύθηκε ο Ελληνικός Σύνδεσμος Συνθετών Ηλεκτροακουστικής Μουσικής που διοργανώνει κάθε χρόνο τις Ημέρες Ηλεκτροακουστικής Μουσικής. Οι ημέρες αυτές έχουν ως στόχο την προώθηση της ηλεκτροακουστικής μουσικής και την ανάδειξη νέων συνθετών.

Βιβλιογραφία


• Γκρίφιθς, Πολ, μοντέρνα μουσική, Αθήνα: Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος Α.Ε., 1993
• Λώτης, Θεόδωρος και Διαμαντόπουλος, Ταξιάρχης, Μουσική Πληροφορική & Μουσική με Υπολογιστές, Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, 2015
• Μνιέστρης, Ανδρέας, Λώτης, Θόδωρος και Φραγκίσκος, Γιώργος, «Η ηλεκτρονική μουσική στην Ελλάδα», Νέος Μουσικός Ελληνομνήμων 3, Μάιος-Αύγουστος 2019, 84
• Σάλτσμαν, Έρικ, στο Μίλτος Ζερβός(μτφ.) Εισαγωγή στη μουσική του 20ου αιώνα, Αθήνα: Εκδόσεις Νεφέλη, 1983
• Dhomont, Francis, «Schaeffer, Pierre», στον ιστότοπο της Oxford Music Online Ημερομηνία προσπέλασης: 26/03/2020.

• Emmerson, Simon και Smalley, Denis, «Electro-acoustic music», στον ιστότοπο της Oxford Music Online Ημερομηνία προσπέλασης: 26/03/2020.
• Griffiths, Paul, «Varèse, Edgard [Edgar] (Victor Achille Charles)», στον ιστότοπο της Oxford Music Online Ημερομηνία προσπέλασης: 26/03/2020.

• Hoffmann, Peter, «Xenakis, Iannis», στον ιστότοπο της Oxford Music Online Ημερομηνία προσπέλασης: 26/03/2020.
• Max Mathews & John Chowning – Music Meets the Computer, στον ιστότοπο του YouTube Ημερομηνία προσπέλασης: 26/03/2020.
 O’Dell, Cary «Daisy Bell (Bicycle Built for Two)”—Max Mathews, John L. Kelly, Jr., and Carol Lochbaum (1961)».2009. Προσπελάσιμο στον ιστότοπο της Library of Congress  Ημερομηνία προσπέλασης: 26/03/2020.

Πηγή

Top