Η τρίτη… επανάσταση στην όπερα
Κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και τις πρώτες δεκαετίες του 21ου, τρεις ριζικές επαναστάσεις επηρέασαν καθοριστικά την εξέλιξη της όπερας και εξασφάλισαν τη δημοτικότητά της στην εποχή μας, που διέπεται από κινηματογραφικά, τηλεοπτικά κριτήρια δραματικής πειστικότητας.
Πρώτη ήταν η «επανάσταση Μαρίας Κάλλας», που μετέτρεψε σε πιστευτό θέατρο μια τέχνη που έως τότε ήταν φωνητικά θεσπέσια αλλά συνήθως δραματικά γελοία. Δεύτερη, η εισαγωγή υπερ- (ή υπο)τίτλων που επιτρέπουν στο κοινό να συμμετέχει άμεσα στη δραματική πλευρά των έργων, και τρίτη ήταν η σειρά «Live from the Met», η ζωντανή αναμετάδοση επιλεγμένων παραγωγών της Μετροπόλιταν Οπερας (Μet) της Νέας Υόρκης σε περισσότερες από 3.000 κινηματογραφικές αίθουσες παγκοσμίως. Ενδεικτικά την περυσινή σεζόν παρακολούθησαν 2.547.243 θεατές σε 54 χώρες.
Στην Ελλάδα οι παραγωγές μεταδίδονται στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και Θεσσαλονίκης και σε κινηματογράφους της περιφέρειας. Εμπνευστής και υπεύθυνος γι’ αυτή τη συναρπαστική καινοτομία είναι ο 64χρονος Πίτερ Γκελμπ, ο γενικός διευθυντής της Μετροπόλιταν Οπερα.
Γνωριζόμαστε περίπου 30 χρόνια, από τότε που ως υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βοστώνης οργάνωσε συνέντευξη με τον μουσικό διευθυντή της ορχήστρας, Σέιτζι Οζάουα, για το πρώτο μου βιβλίο, τον «Μαέστρο». Λίγα χρόνια αργότερα ξαναβρεθήκαμε στο Σάλτσμπουργκ, όταν ήταν πλέον δυναμικός παράγων στην πανίσχυρη Columbia Artists Management, την εταιρεία εκπροσώπησης των διασημότερων κλασικών καλλιτεχνών, συμπεριλαμβανομένου του Χέρμπερτ φον Κάραγιαν. Ο ελληνικής καταγωγής διευθυντής της εταιρείας, Ρόναλντ Ουίλφορντ, είχε αναθέσει στον Γκελμπ την επέκταση της εταιρείας στα οπτικοακουστικά μέσα (CAMI video), που εγκαινιάστηκε με την επιστροφή του θρυλικού Βλαντίμιρ Χόροβιτς στα στούντιο, και ηχογραφήθηκε στο πανέμορφο Ωδείο Τσαϊκόφσκι της Μόσχας. Η αλματώδης άνοδος του Γκελμπ κορυφώθηκε με τον διορισμό του, το 2006, στη θέση του γενικού διευθυντή της Μετροπόλιταν Οπερας της Νέας Υόρκης.
Στην κορυφή
Διατηρήσαμε φιλική επαφή και από καιρό είχε δεχθεί να δώσει συνέντευξη στην «Κ», όταν θα ερχόταν για 48 ώρες στο Λονδίνο για τον πρώτο «Οθέλλο» του Γιόνας Κάουφμαν στο Κόβεντ Γκάρντεν. Ετσι βρεθήκαμε στο ξενοδοχείο του το απόγευμα της πρεμιέρας και καθίσαμε να τα πούμε στο αρκετά θορυβώδες μπαρ.
Ο Γκελμπ, γιος δημοσιογράφου των «Τάιμς της Νέας Υόρκης» και με μητέρα συγγραφέα-βιογράφο, ανιψιά του διάσημου βιολιστή Γιάσα Χάιφετς (τον οποίο ο γιος της θυμάται σαν «αντιπαθέστατο άτομο»), έχει επαναφέρει τη Μετροπόλιταν Οπερα στην κορυφή των λυρικών θεάτρων. Στόχος του από την αρχή ήταν να «αναζωογονήσει» τη Μet.
«Σε αντίθεση με το μουσικό επίπεδο που από δεκαετίες ήταν εξαιρετικό, η θεατρική πλευρά είχε παρακμάσει. Οι επιλογές του ρεπερτορίου ήταν ξεπερασμένες και η Μet αποκομμένη από το ευρύτερο κοινό και τις εξελίξεις της όπερας στον υπόλοιπο κόσμο τα τελευταία 25 χρόνια. Στην πρώτη μου συνάντηση με τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου εξήγησα ότι έμοιαζε σαν ένα αποκομμένο νησί που χρειαζόταν γέφυρες για να επανασυνδεθεί με τη στεριά και υποσχέθηκα ότι, αν με επιλέξουν, θα επιχειρούσα αυτή την ανανέωση», τονίζει.
Πώς συνέλαβε την ιδέα για τις ζωντανές αναμεταδόσεις και τον τεχνικά πρωτοποριακό τρόπο που κινηματογραφούνται, που κάνει τους θεατές στις αίθουσες κινηματογράφων να αισθάνονται ότι βρίσκονται μέσα στην ίδια τη Μet; «Ενα από τα πλεονεκτήματα ήταν η πείρα μου ως παραγωγού οπτικοακουστικών προϊόντων. Μέρος όσων κάνω σήμερα αποτελεί σύγχρονη προσέγγιση σε πρωτοποριακές προσπάθειες του παρελθόντος. Ενας από τους διαπρεπείς προκατόχους μου, ο Τζούλιο Γκάτι Καζάτσα, διευθυντής της Μet για 30 χρόνια, ξεκίνησε τις ζωντανές ραδιοφωνικές αναμεταδόσεις κάθε Σάββατο. Οταν ανέλαβα, με στόχο να κάνω τη Μet πιο σύγχρονη και να διευρύνω το κοινό της, ήξερα ότι η επέκταση των ζωντανών ραδιοφωνικών αναμεταδόσεων σε οπτικοακουστικές, που θα προβάλλονται σε αίθουσες κινηματογράφου, θα μπορούσαν να απογειώσουν τη Μet από το τέλμα που ανέφερα».
Πιστό κοινό
«Ο λόγος για τον οποίο αισθανόμουν τόσο βέβαιος ήταν ότι ήδη είχαμε ένα απέραντο και πιστό ραδιοφωνικό κοινό σε όλη την Αμερική, που σίγουρα θα αγκάλιαζε αυτή την πρωτοβουλία. Χωρίς αυτό το ραδιοφωνικό κοινό, αμφιβάλλω αν θα τολμούσα να ξεκινήσω κάτι τόσο πρωτοποριακό. Το επιχειρηματικό σχεδιάγραμμα ήταν απλό: να ετοιμάσω ένα οπτικοακουστικό προϊόν και να πείσω το διοικητικό συμβούλιο να του δώσει το πράσινο φως».
Προτού παρουσιάσει στο Δ.Σ. το σχέδιό του, πλησίασε κορυφαίους λυρικούς καλλιτέχνες, όπως ο Πλάσιντο Ντομίνγκο και η Ρενέ Φλέμινγκ, για να τους πείσει να το στηρίξουν. Στη συνέχεια, έπεισε τα συνδικάτα της Μet ότι τους συμφέρει γιατί θα αυξήσει τις αποδοχές και των μελών τους και του θεάτρου (σήμερα αποφέρει έσοδα 90.000.000 εκατομμύρια δολάρια).
Αρχικά το πείραμα βασιζόταν στην προϋπόθεση ότι αν δεν πετύχαινε θα σταματούσε μετά την πρώτη σεζόν. Αλλά από την αρχή ήταν ολοφάνερο ότι θα πετύχει. Οχι μόνον ανύψωσε το γόητρο της Μet διεθνώς, αλλά βοήθησε και τον τομέα διανομών. «Διότι όταν είσαι σε θέση να προσφέρεις σ’ έναν καλλιτέχνη μια τέτοιας εμβέλειας διεθνή προβολή, του προσφέρεις ένα εργαλείο για να γίνει σταρ», σημειώνει.
Σωτήρας ή κατάρα ο σκηνοθέτης;
Τι εφόδια χρειάζεται κάποιος για να γίνει διευθυντής ενός μεγάλου λυρικού θεάτρου; «Αίσθηση του παραλόγου! Θέληση για ασταμάτητη δουλειά. Ζω, αναπνέω εργάζομαι και ονειρεύομαι τη Μet». Ο εργασιομανής και υπερπαραγωγικός Γκελμπ κοιμάται ελάχιστα και ξυπνάει γύρω στις 4 το πρωί, ώστε να επικοινωνεί με την Ευρώπη, ήδη πέντε ώρες μπροστά, πριν αρχίσει την ημέρα του στο γραφείο.
«Πρέπει να σκέπτεσαι το κοινό σου και το καλλιτεχνικό περιεχόμενο που θα του προσφέρεις, το οποίο δεν θα είναι μόνο αυτό που θέλει, αλλά και να το οδηγείς έτσι ώστε να εξελίσσεται. Πρέπει να ξέρεις ότι είναι αδύνατον να βρίσκεσαι πάντα παντού. Επειδή στη δουλειά μου υπάρχει μια κρίση κάθε ώρα, προσπαθώ να μένω ήρεμος. Ο Ρόναλντ Ουίλφορντ με δίδαξε ότι το να χάνεις τον έλεγχο είναι πάντα αντιπαραγωγικό και ένδειξη αδυναμίας. Ετσι προσπαθώ να μην το κάνω. Θυμάμαι κάτι που μου είπε ο Ρόμπερτ Λεπάζ, όταν σκηνοθετούσε την Τετραλογία μας: “Θεωρώ τα προβλήματα φίλους μου”».
Ο Λεπάζ είναι ένας από τους πρωτοποριακούς σκηνοθέτες (μεταξύ των Ντέιβιντ ΜακΒίκαρ, Ουίλιαμ Κέντριτζ, Τζούλι Τέιμορ) που προσέλαβε ο Γκελμπ, προκαλώντας ενίοτε έντονες αντιδράσεις στη συντηρητική ομάδα των συνδρομητών που συνεισφέρουν καθοριστικά στον προϋπολογισμό της Μet. Ο ρόλος του σκηνοθέτη είναι σήμερα καυτό θέμα στον χώρο της όπερας. Σωτήρας ή κατάρα;
Συνύπαρξη
Τον Γκελμπ ενδιαφέρουν σκηνοθέτες «ικανοί να συγκινήσουν το κοινό και συγχρόνως να πηγαίνουν την όπερα ένα βήμα μπροστά σαν τέχνη. Οσοι μπορούν να το καταφέρουν –ακόμη κι αν όχι πάντα– είναι σωτήρες. Επειδή αυτό που καθιστά την όπερα συναρπαστική είναι η συνύπαρξη μουσικής, θεατρικότητας και του οπτικού παράγοντα, οι σκηνοθέτες που θεωρούν ότι το δικό τους κομμάτι είναι σημαντικότερο από τ’ άλλα είναι κακοί σκηνοθέτες, είναι κατάρα. Και οι μαέστροι που θεωρούν το δραματικό στοιχείο λιγότερο σημαντικό από το μουσικό και το φωνητικό είναι κακοί μαέστροι όπερας. Πρέπει να υπάρχει ισορροπία και θεωρώ τον εαυτό μου “προξενήτρα”. Προσπαθώ να προσλάβω καλλιτέχνες που θα συνεργαστούν αρμονικά: σκηνοθέτες που σέβονται τη μουσική και μαέστρους που σέβονται τη σκηνή».