Ross Daly: «Η μουσική μπορεί να μας δώσει ό,τι της ζητήσουμε»
Ο σπουδαίος Ιρλανδός, Ρος Ντέιλι, μίλησε για ακόμα μία φορά για την αγάπη του τη μουσική, που γι αυτόν είναι ισορροπία, παρέα, και πρόκληση.
«Αν και δεν νομίζω ότι μπορώ να μιλήσω εγώ για όλη την ανθρωπότητα, μπορώ όμως να πω μόνο ότι η μουσική μπορεί να μας δώσει ό,τι ζητήσουμε εμείς από αυτήν» δήλωσε στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο για να εξηγήσει το εξής:
Κάποιος μπορεί να ζητήσει από τη μουσική απλώς να τον συνοδεύσει στη διασκέδασή του, και βεβαίως η μουσική θα το κάνει αυτό. Κάποιος άλλος μπορεί να ζητήσει από τη μουσική να τον πάει πέρα από τα όρια του εαυτού του σε διαστάσεις που κάποιος άλλος, ριζωμένος στην ατομικότητα, δεν μπορεί καν να φανταστεί ότι υπάρχουν. Η μουσική και αυτό μπορεί να το κάνει, για αυτόν, που ξέρει να το ζητήσει και που με την σχετική γνώση και την αφοσίωση του είναι σε θέση να δεχθεί μια τέτοια εμπειρία» αναφέρει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. «Αυτό που είναι η μουσική για τον καθένα εξαρτάται κατά πολύ από τον ίδιο και το πώς την προσεγγίζει».
Στο πόσο σημαντικό είναι το στοιχείο της παρέας, στη ζωή ενός μουσικού ενός καλλιτέχνη ενός ανθρώπου που ταξιδεύει τον κόσμο έχοντας πάντα όμως το λιμάνι του, απαντάει. «Η παρέα… δηλαδή το έμβιο μας περιβάλλον. Στη δική μου περίπτωση αυτό το περιβάλλον απαρτίζεται από ανθρώπους, ζώα και φυτά και προσπαθώ να διατηρήσω μια όσο γίνεται πιο “φυσική” ισορροπία ανάμεσα σε όλα αυτά τα στοιχεία. Η παρέα μας πρέπει να μας ηρεμεί και να μας ξεκουράζει, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να μας προκαλεί και να μας δοκιμάζει. Απέναντι στα ζώα και τα φυτά που βρίσκονται στο περιβάλλον μας οφείλουμε να είμαστε έντιμοι και αφοσιωμένοι υπηρέτες, σε σχέση με τους ανθρώπους. Κι είναι καλό να βρισκόμαστε μαζί με ανθρώπους που μας εμπνέουν και που εμπνέονται από μας, να είμαστε σοβαροί συνομιλητές και κυρίως καλοί ακροατές, μα βέβαια να έχουμε κατανόηση ο ένας για τον άλλον περιμένοντας πάντα κάτι καλό από τον άλλον».
Όπως καλό μπορεί να περιμένουν τα παιδιά από αυτή καθ΄ αυτή τη μουσική, όταν είναι μέρος της ζωής τους. «Η εκπαίδευση στη μουσική για τα παιδιά έχει για μένα πολύ μεγάλη σημασία, καθώς έχει ένα σημαντικό ρόλο να παίξει στην ευρύτερη καλλιέργεια ενός ανθρώπου. Ο μέσος άνθρωπος δεν διαθέτει τη διάρκεια και την ένταση συγκέντρωσης που απαιτείται να παιχτεί ένα δεκάλεπτο κομμάτι μουσικής, διότι, απλούστατα δεν έχει μια σχετική εκπαίδευση και εξάσκηση.
»Ο καθένας όμως μπορεί να αποκτήσει αυτή την ικανότητα με τον πιο ευχάριστο και μάλλον πιο αποτελεσματικό τρόπο, για να την αποκτήσει είναι μαθαίνοντας μουσική. Η μουσική απαιτεί από τον μουσικό να είναι πάντα έτοιμος για μη προβλέψιμες αλλαγές και να είναι σε θέση να τοποθετηθεί απέναντι σε αυτές (ο αυτοσχεδιασμός πχ). Αυτή η ικανότητα θα είναι η πλέον σημαντική και καίρια για τις μελλοντικές γενιές. Πέρα βέβαια από αυτούς και άλλους παρόμοιους λόγους, η μουσική μπορεί να διαδραματίσει ένα κεντρικό ρόλο στη γενικότερη πνευματική ανάπτυξη και καλλιέργεια ενός ατόμου», λέει ο κ. Ντέιλι.
Απευθυνόμενος στους νέους ανθρώπους είπε το εξής: «Μπαίνουμε (ή μάλλον ήδη μπήκαμε) στους πιο δύσκολους καιρούς που έχει γνωρίσει ποτέ η ανθρωπότητα. Η καταστροφή αλλά και η σωτηρία του ίδιου του βιοτικού μας περιβάλλοντος βρίσκεται πια στα χέρια μας. Έχουμε αναπτυχθεί σε υπερβολικό βαθμό τεχνολογικά τα τελευταία 100 χρόνια, αλλά πνευματικά, σε πολύ μεγάλο βαθμό, βρισκόμαστε σε εντελώς πρωτόγονα επίπεδα. Τώρα, όχι απλώς είναι καιρός να κάνουμε κάτι για αυτό, μάλλον είναι επιτακτική ανάγκη να δοθεί πολύ μεγάλη έμφασή σε αυτή τη διάσταση της ύπαρξής μας. Όσο συνεχίζουμε ως άπληστοι πίθηκοι, απλώς τρέχουμε ολοταχώς προς τον γκρεμό. Παιδεία, ευελιξία, κριτική σκέψη, ανιδιοτέλεια, και από-χαλιναγώγηση από τους τοξικούς μύθους που μας έφεραν ως εδώ, είναι, κατά την άποψη μου, τα “όπλα” μας του μέλλοντος».
Μιας και μιλάμε για τα όπλα μας ως άνθρωποι για το μέλλον, τον ρωτήσαμε αν η Κρήτη ήταν το δικό του “όπλο” στον αγώνα της ζωής σε ένα παγκόσμιο ταξίδι που κάποτε ξεκίνησε μα ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί. Η Κρήτη έγινε μέρος της ζωής του, πατρίδας του, τόπος δημιουργίας και επικοινωνίας… Τι ήταν όμως αυτό που κυριάρχησε στην επιλογή αυτή και την απόφαση του να γίνει η στέγη του, το λιμάνι του.
«Δυο φορές «αποφάσισα» να πάω στην Κρήτη, μια φορά το 1975 μέχρι το 1987 και άλλη μια φορά το 1992 μέχρι σήμερα, αφού ήμουν 12 χρόνια στην Αθήνα τότε. Και τις δυο φορές καταλαβαίνω εκ των υστέρων ότι δεν ήταν ακριβώς “απόφαση” αλλά μια αυτονόητη κίνηση μέσα σε μια πορεία που καθορίζεται από πολύ περισσότερους παράγοντες από τις δικές μου “επιλογές” μόνο. Βέβαια, κάπως έτσι είναι η πορεία όλων μας στην ουσία, είτε το καταλαβαίνουμε είτε όχι. Απλώς όσοι έχουμε περάσει σε ηλικίες άνω των εξήντα το βλέπουμε αρκετά καθαρά πλέον. Για να το πω πιο απλά, βρίσκομαι στην Κρήτη επειδή η ίδια μου η φύση με οδήγησε εδώ και έτσι η “φυσική” μου θέση είναι εδώ».
Από το 1975 έχει αφιερωθεί στη μελέτη της κρητικής μουσικής. Στην ερώτηση αν βρίσκει διαφορές από το χθες στο σήμερα, στο αν επίσης υπάρχει θετική εξέλιξη στα ακούσματα ή αν έχει κάποιο παράπονο, απαντάει: «Το σίγουρο είναι ότι υπάρχει εξέλιξη, και βέβαια καμία εξέλιξη δεν είναι αμιγώς θετική η αρνητική. Εμείς απλώς έχουμε την υποχρέωση και τη δυνατότητα να κάνουμε τις δικές μας επιλογές μέσα από αυτά που προσφέρονται. Σαν γενική τάση μπορώ όμως να πω το εξής: Η κρητική μουσική είναι κατά βάση μια απλή μουσική και εκεί ακριβώς βρίσκεται η ομορφιά της.
»Οι φόρμες και οι δομές της έχουν κάτι το απλό (όχι απλοϊκό) και ανεπιτήδευτο και, όπως το κάθε τι αυθεντικό και απλό, η κρητική μουσική διακρίνεται από λεπτές και ευαίσθητες ισορροπίες. Εκεί ακριβώς βρίσκεται η μεγάλη πρόκληση για αυτούς που θέλουν να ασχοληθούν δημιουργικά μαζί της. Για να κάνει κανείς παρεμβάσεις που είναι όντως δημιουργικές και ανανεωτικές σε μια μουσική που διακρίνεται από την απλότητα απαιτείται βαθιά γνώση, ωριμότητα και λεπτούς χειρισμούς. Αυτά τα χαρακτηριστικά δυστυχώς σπανίζουν στην εποχή μας που τα θέλει όλα γρήγορα και που συχνά μπερδεύει το ακραίο με το πρωτοπόρο, την ανανέωση με την ανατροπή, και το πρόχειρο με το άμεσο. Δύσκολοι καιροί…».
Ιρλανδία.. Κόσμος… Κρήτη… Χουδέτσι. Αναρωτήθηκαν στο ΑΠΕ- ΜΠΕ αν με δύο λόγια μπορεί να αποτυπωθεί μιας ζωής πορεία. «Είμαι στην καταγωγή Ιρλανδός, αλλά λόγω πολύ περιορισμένων βιωμάτων στη συγκεκριμένη χώρα είμαι μάλλον ένα κακό δείγμα Ιρλανδού. Οι συνθήκες των νεανικών μου χρόνων ήταν τέτοιες που μεγάλωσα σε διάφορες χώρες (Αγγλία, Καναδάς, ΗΠΑ, Ιαπωνία). Στη συνέχεια ταξίδευα και διέμεινα σε χώρες της Ασίας στο πλαίσιο των μουσικών μου αναζητήσεων και κατέληξα στην Ελλάδα (κυρίως Κρήτη) όπου μένω τώρα 43 χρόνια.
»Μου είναι εντελώς ξένη η εμπειρία τού να έχω γεννηθεί και μεγαλώσει σε ένα συγκεκριμένο τόπο και στα πλαίσια ενός συγκεκριμένο πολιτισμού. Και έτσι ό,τι υπάρχει σε μένα από την έννοια της εθνικής ταυτότητας (εάν έχει απομείνει τίποτα) προφανώς θα διαφέρει σημαντικά από αυτό που βιώνει ο περισσότερος κόσμος. Εγώ ωστόσο δεν αισθάνομαι καμία έλλειψη εξαιτίας αυτής της ιδιομορφίας, και ίσα- ίσα αισθάνομαι πάρα πολύ τυχερός που η ζωή μου πήρε αυτή την εξέλιξη. Όλοι είμαστε κάτοικοι του ίδιου πλανήτη, άρα πατριώτες, κι όλοι έχουμε όφελος από τη χαρά των άλλων και ζημιά από τη δυστυχία τους. Πολύ καλό θα ήταν να το καταλάβουμε καλά αυτό».
Στην ερώτηση πως αντιδρά στους χαρακτηρισμούς «εκκεντρικός» και «χίπις», που του έχουν αποδοθεί κατά καιρούς απάντησε: «Δεν ασχολούμαι καθόλου με τους διάφορους χαρακτηρισμούς που μου έχουν αποδοθεί από ανθρώπους που δεν με ξέρουν καν. Λαμβάνω όμως πολύ σοβαρά υπόψη μου την καλοπροαίρετη και εποικοδομητική κριτική που μου ασκούν οι πραγματικοί μου φίλοι».
Όταν κλήθηκε να σχολιάσει ποια είναι η εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό σχολίασε πως «αυτό είναι άλλο ένα πονεμένο θέμα. Αν μου επιτρέπεται μια παρατήρηση/κριτική είναι η εξής: Οι Έλληνες, για διάφορους λόγους ιστορικούς και άλλους, έχουν μια τάση να παλινδρομούν ανάμεσα στην περιαυτολογία και στο αυτό-μαστίγωμα. Αυτή η διαδικασία, εκτός από εξαντλητική και εξωπραγματική, είναι και επιζήμια για την εικόνα της χώρας και των ανθρώπων της προς τα έξω. Καμιά φορά μου θυμίζει μια γυναίκα που κλείνεται μέσα στο μπάνιο, μπροστά στον καθρέφτη και ασχολείται συνεχώς και κάπως υπερβολικά με την εμφάνισή της.
»Στο τέλος, η υπερβολική ενασχόληση με την εξωτερική εμφάνιση την κάνει να παλινδρομεί, ανάμεσα σε φιλαρέσκεια και αποτροπιασμό, για αυτό που βλέπει σε βαθμό που δεν μπορεί πια να δει την πραγματική της εικόνα. Εντέλει βέβαια το καλύτερο που έχει να κάνει, είναι απλώς να βγει χαμογελώντας στον κόσμο με μια αληθινή και ανεπιτήδευτη εμφάνιση, να κάνει όσο μπορεί καλύτερα ό,τι κάνει, και σε όποιον αρέσει. Νομίζω όμως ότι η υπερδιογκωμένη και σε μεγάλο βαθμό κακοσχεδιασμένη τουριστική βιομηχανία έχει την τάση να ενισχύει αυτή την υπερβολική ενασχόληση του κόσμου με την εικόνα της χώρας προς τα έξω» λέει στο ΑΠΕ- ΜΠΕ ο Ρος Ντέιλι.
Και στο ερώτημα αν ξεκινούσε σήμερα τη ζωή του, τι θα έκανε άραγε ξανά το ίδιο και τι όχι απαντάει «Δεν έχω τη παρά μικρή ιδέα…..». Έχει όμως γνώση βαθιά για την παράδοση σε σχέση με το μέλλον και το πώς συνδέονται αυτά τα δύο, έχοντας και ο καλλιτέχνης τον δικό του ρόλο στη σχέση αυτή. «Η παράδοση ως η συσσωρευμένη και κωδικοποιημένη γνώση του παρελθόντος, που τρέφει τη σημερινή δημιουργία, έχει τεράστια αξία», αναφέρει με νόημα δίνοντας την ευκαιρία να θυμηθούμε όλοι μας πως όλα όσα μας έφεραν στη ζωή και μας κράτησαν όρθιους, είναι και συνυπεύθυνα για όλα όσα σήμερα δημιουργούμε.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ