Η Μαρία για την Κάλλας: «Η ζωή δεν μπορεί να είναι τόσο βασανιστική, δεν αξίζω τόσο πόνο»
«Απεχθάνομαι να μιλώ για τον εαυτό μου. Αφήνω πάντα τους άλλους να μιλούν ελεύθερα για λογαριασμό μου, σίγουρη πως έχω να κάνω με ανθρώπους ευφυείς, καλοπροαίρετους και γενναιόδωρους. Δυστυχώς, βέβαια, ακριβώς επειδή αφήνω τους άλλους να μιλούν, βρέθηκα να πρωταγωνιστώ σε ανυπόστατα σκάνδαλα που κάνουν τον γύρο του κόσμου. Προκειμένου να διορθώσω τις τόσες ανακρίβειες, αποφάσισα τώρα, αν και με μια κάποια επιφύλαξη, να αναφερθώ στους κυριότερους σταθμούς της προσωπικής μου ζωής και της καλλιτεχνικής μου πορείας. Η αφήγησή μου δεν έχει, συνεπώς, καμιά επιτήδευση, πολλώ μάλλον –Θεός φυλάξοι!– καμιά πρόθεση για αντιπαράθεση. Επιθυμώ να την παρακολουθήσει ο αναγνώστης με το πνεύμα που την υπαγόρευσα».
Είναι 1957 και η Μαρία Μενεγκίνι-Κάλλας (τότε ήταν ακόμη παντρεμένη με τον Ιταλό βιομήχανο –και για πολλούς «Πυγμαλίωνά» της– Tζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι) αποφασίζει να καταγράψει στιγμιότυπα από τη ζωή της, πιάνοντας το νήμα από τα παιδικά της χρόνια. Από εκείνες τις πρώτες εξομολογήσεις της ξεκινά το βιβλίο «Μαρία Κάλλας: Γράμματα και αναμνήσεις», με επιλογή, επιμέλεια κειμένων και σχόλια του Γάλλου σκηνοθέτη και φωτογράφου Τομ Βολφ, το οποίο σύντομα θα κυκλοφορήσει και στα ελληνικά, στις 29 Νοεμβρίου, από τις Εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση Ανδρέα Παππά. Περιέχει κομμάτια από την αυτοβιογραφία της, την οποία δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει, αλλά και από την πλούσια αλληλογραφία της με πρόσωπα που έπαιξαν κομβικό ρόλο στη ζωή της, καθώς και διάφορες σημειώσεις.
Στις σελίδες του όλα μπερδεύονται –άλλοτε γλυκά, άλλοτε πικρά–, συνθέτοντας ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα: φιλοδοξίες, όνειρα και προσπάθειες· ανασφάλειες και υπερβάσεις· διαψεύσεις και απογοήτευση· θρίαμβοι και χαρές· αναπάντεχες συναντήσεις· φιλίες και έρωτες· προδοσίες και πισώπλατες μαχαιριές· ανατροπές καταστάσεων και ψυχολογικές μεταπτώσεις – μέχρι το 1977, λίγο πριν από τον πρόωρο θάνατό της, σε ηλικία 53 ετών.
Στην είσοδο της Σκάλας, στις 31 Μαΐου 1958, μετά την τελευταία παράσταση του «Πειρατή».
Ειδικά οι ανατροπές και οι μεταπτώσεις, οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, γίνονται ολοφάνερες στον αναγνώστη. «Μπατίστα μου, είμαι ολόκληρη δική σου, έως το πιο μύχιο συναίσθημά μου, έως την παραμικρή μου σκέψη. Ζω για σένα. Οι επιθυμίες σου είναι και δικές μου. Θα κάνω ό,τι θελήσεις, αλλά μην πάρεις αυτή την αγάπη και την κλειδώσεις στο συρτάρι σου. Προσπάθησε να την αγκαλιάσεις. Έχω ανάγκη τη φροντίδα σου», γράφει στον Μενεγκίνι το 1947. «Ο σύζυγός μου παριστάνει τον δισεκατομμυριούχο, αν και δεν έχει δική του δεκάρα τσακιστή. Έχει βάλει χέρι σε ό,τι έχω και δεν έχω (επωφελούμενος από την απροθυμία μου να καβγαδίζω), με εξαίρεση το σπίτι όπου μένω και τα κοσμήματά μου. Όταν ανακάλυψα πως όλα ήταν γραμμένα στο όνομά του, ήταν η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει. Ελπίζω τώρα πια να ρυθμίζω το μέλλον μου όπως εγώ θέλω», αναφέρει σε επιστολή της στον Αμερικανό συγγραφέα και μουσικολόγο Χέρμπερτ Ουάνστοκ, τον Μάρτιο του 1960, όταν ο Αριστοτέλης Ωνάσης έχει μπει δυναμικά στη ζωή της και ο γάμος της έχει καταρρεύσει.
«Σε αγαπώ με όλο μου το σώμα και με όλη μου την ψυχή, και μοναδική μου ευχή είναι να νιώθεις κι εσύ το ίδιο», εξομολογείται στον Αρίστο της τον Ιανουάριο του 1968. «Νιώθω σαν να έχω δεχτεί ένα πολύ βαρύ χτύπημα. Υπάρχουν στιγμές που δυσκολεύομαι να αναπνεύσω. Όπως σου είχα πει, πρόκειται για άνθρωπο ανεύθυνο, που τελικά η συμπεριφορά του με κάνει και αηδιάζω», γράφει στην αγαπημένη της δασκάλα, Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, λίγους μήνες μετά, τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, όταν έχει πια γίνει γνωστή η σχέση του Ωνάση με την Τζάκι Κένεντι.
Τι προκύπτει από τις σελίδες του βιβλίου; Η αδιάκοπη μάχη της Μαρίας με την Κάλλας, του εσωστρεφούς κοριτσιού, της πληγωμένης κόρης, που ήθελε απεγνωσμένα να αγαπηθεί, με την ντίβα της όπερας, που έπρεπε να δείχνει λαμπερή, δυνατή και άτρωτη. Η Μαρία πίστευε πως «στη ζωή μιας γυναίκας ο έρωτας είναι πιο σημαντικός από κάθε καλλιτεχνικό θρίαμβο». Η Κάλλας έλεγε ότι «για μένα, το τραγούδι δεν είναι πράξη αυτοεπιβεβαίωσης. Είναι απόπειρα ανύψωσης στα ουράνια, εκεί όπου όλα είναι αρμονία». Και ίσως, τελικά, μόνο εκεί να τη βρήκε…
Το ξεκίνημα: «Ήμουν στρογγυλή και με ακμή»
Θυμάμαι πως μοναδική έγνοια μου εκείνη την εποχή ήταν τα χέρια μου. Δεν ήξερα ποτέ πού να τα τοποθετήσω, τα αισθανόμουν άχρηστα και τεράστια. Επιπλέον, δεχόμουν παρατηρήσεις από τη δασκάλα μου για το απαράδεκτο ντύσιμό μου – τώρα καταλαβαίνω πόσο δίκιο είχε. Κάποια φορά, και ενώ με είχε παρακαλέσει να φορέσω το πιο κομψό μου ρούχο, καθώς έπρεπε να με παρουσιάσει σε κάποιο υψηλό πρόσωπο, με είδε να εμφανίζομαι με μια σκούρα κόκκινη φούστα, ένα πουκάμισο με βολάν σε επίσης κραυγαλέο κόκκινο χρώμα και, στο κεφάλι, πάνω από τις πλεξούδες, ένα φρικτό καπέλο, παρόμοιο με εκείνο που φορούσε η Μουζέττα [*εκκεντρικός χαρακτήρας στην όπερα «Μποέμ» του Πουτσίνι]. Νόμιζα πως ήμουν κομψότατη. Έτσι, απογοητεύτηκα όταν η κυρία Ελβίρα μού έβγαλε το γελοίο καπέλο, φωνάζοντας πως δεν θα μου έκανε ξανά μάθημα αν δεν αποφάσιζα να βελτιώσω την εμφάνισή μου.
Στην Αθήνα, το 1943, σε ηλικία 20 ετών. «Η μητέρα μου διάλεγε τα ρούχα που φορούσα και δεν μου επέτρεπε να κοιταχτώ στον καθρέφτη περισσότερο από πέντε λεπτά», γράφει για εκείνη την εποχή η Κάλλας.
Για να είμαι ειλικρινής, δεν είχα ασχοληθεί ποτέ η ίδια με την εμφάνισή μου. Η μητέρα μου διάλεγε τα ρούχα που φορούσα και δεν μου επέτρεπε να κοιταχτώ στον καθρέφτη περισσότερο από πέντε λεπτά. Έπρεπε να μελετώ και όχι «να χάνω τον χρόνο μου με ανοησίες». Στην αυστηρότητά της οφείλω το γεγονός πως σήμερα, μόλις στα τριάντα τρία μου χρόνια, έχω πλατιά και βαθιά καλλιτεχνική πείρα. Από την άλλη ωστόσο, μου στέρησε τις χαρές της νιότης και τις αθώες, δροσερές, γλυκές, αναντικατάστατες απολαύσεις της. Ξέχασα να αναφέρω πως, για να αναπληρώσω το κενό, έπαιρνα βάρος. Με την πρόφαση πως έπρεπε να έχω ένα κάποιο εκτόπισμα για να τραγουδώ καλά, καταβρόχθιζα πρωί και βράδυ μακαρονάδες, σοκολάτες, κρουασάν και κρέμες. Ήμουν στρογγυλή και ροδαλή και υπέφερα από τα σημάδια της ακμής στο πρόσωπό μου.
(Αναμνήσεις, 1957 – Υπαγορευμένες από την Κάλλας στα ιταλικά στη φίλη της, δημοσιογράφο Anita Pensotti, στα τέλη του 1956 και στις αρχές του 1957)
Ο γάμος με τον Μενεγκίνι
Με τον Μενεγκίνι και τον Ωνάση στο Λίντο της Βενετίας, το 1957. Μαζί τους η διάσημη χρονικογράφος Έλσα Μάξγουελ, μέσω της οποίας έγινε η γνωριμία με τον Ωνάση.
Στις πέντε το απόγευμα, όλα ήταν έτοιμα στην εκκλησία των Ορατοριανών, στη Βερόνα, για τον θρησκευτικό γάμο. Καθώς εγώ, όπως προανέφερα, είμαι ορθόδοξη, η τελετή πραγματοποιήθηκε στο γειτονικό παρεκκλήσιο. Παρόντες ήμασταν μόνο έξι: ο ιερέας, που με έκανε να δακρύσω με τα συγκινητικά λόγια του, ο νεωκόρος, οι δύο μάρτυρες, ο Τίττα κι εγώ. Ανταλλάξαμε όρκους αιώνιας αγάπης. Ήμουν ντυμένη στα γαλάζια, με μια μαύρη δαντέλα στα μαλλιά. Δεν είχα προλάβει να αγοράσω καινούργιο φόρεμα. Η τελετή ήταν σύντομη. Για μία ακόμα φορά στερήθηκα τις χαρές που κάθε γυναίκα ονειρεύεται, τις προετοιμασίες του γάμου, τα δώρα, τα λουλούδια.
Καμιά προετοιμασία, κανένα δώρο ή λουλούδι. Μόνο ένας μεγάλος έρωτας και μια συγκλονιστική απλότητα.
(Αναμνήσεις, 1957 – Υπαγορευμένες από την Κάλλας στα ιταλικά στη φίλη της, δημοσιογράφο Anita Pensotti, στα τέλη του 1956 και στις αρχές του 1957)
«Οι δύο σταυροί που κουβαλάω»
Ο Θεός μού έχει δώσει δύο μεγάλους σταυρούς να κουβαλάω. Ο πρώτος είναι η μητέρα μου, η οποία, από παιδί ακόμη που ήμουν, δεν ήταν απολύτως στα καλά της, έχοντας και τότε επιχειρήσει κάτι ανάλογο με πραγματικό δηλητήριο, με αποτέλεσμα να μείνει τρεις μήνες στο νοσοκομείο Bellevue. Ο δεύτερος σταυρός είναι ο «αγαπητός» σύζυγός μου, ο οποίος, αφού πρώτα σπατάλησε σχεδόν τα τρία τέταρτα των χρημάτων μου, με δυσφημεί συνεχώς. Τη Δευτέρα πρέπει και πάλι να είμαι στο Μιλάνο, για μία ακόμα δίκη μαζί του!
Κάνω ό,τι μπορώ για να είμαι καλά. Έχω καλούς φίλους, αλλά η ψυχούλα μου το ξέρει πόσο υποφέρω. Και φυσικά, κάτω από αυτές τις συνθήκες, είναι πολύ δύσκολο να τραγουδάω (τα πουλιά, όταν είναι δυστυχισμένα, δεν νομίζω να τραγουδάνε!).
(Γράμμα στον Αμερικανό θαυμαστή της Έντουαρντ Κόνραντ, Παρίσι, 8 Μαΐου 1962)
«Η μητέρα μου με ντροπιάζει»
Η «αγαπημένη» μου μητέρα με έχει βάλει για ακόμα μία φορά σε μπελάδες. Σου στέλνω, λοιπόν, το επίδομά της. Συγγνώμη για την ενόχληση.
Ενημέρωσέ τη λοιπόν, Λεωνίδα, ότι θα της δίνω ένα επίδομα (σύμφωνα με την Κοινωνική Πρόνοια, χρειάζεται 65 δολάρια το δεκαπενθήμερο!), αλλά θα πρέπει να ζει μετρημένα (σεμνά, για αλλαγή), να μάθει να κλείνει το στόμα της και να μην ντροπιάζει συνεχώς την οικογένειά της και τους φίλους της.
(Γράμμα στον νονό της, Λεωνίδα Λαντζούνη, Μόντε Κάρλο, 9 Ιανουαρίου 1963)
«Είμαι δική σου, μπορείς να με κάνεις ό,τι θέλεις»
Αρίστο, αγάπη μου,
Ξέρω ότι αυτό είναι ένα ασήμαντο δώρο για τα γενέθλιά σου. Όμως, έπειτα από οκτώμισι χρόνια, έπειτα από τόσα και τόσα που έχουμε περάσει μαζί, έχω τη χαρά να μπορώ να σου πω πόσο υπερήφανη είμαι για σένα. Σε αγαπώ με όλο μου το σώμα και με όλη μου την ψυχή, και μοναδική μου ευχή είναι να νιώθεις κι εσύ το ίδιο.
Έχω το προνόμιο να έχω φτάσει στο πιο ψηλό σημείο μιας δύσκολης καριέρας και να με έχει αξιώσει ο Θεός να σε συναντήσω, εσένα που έχεις επίσης περάσει διά πυρός και σιδήρου, και να είμαστε μαζί, έτσι όπως είμαστε.
Προσπάθησε, προσπάθησε σε παρακαλώ, να μείνουμε μαζί, ενωμένοι για πάντα, γιατί έχω ανάγκη την παντοτινή σου αγάπη και τον παντοτινό σου σεβασμό. Είμαι υπερβολικά υπερήφανη για να το παραδεχτώ, αλλά να ξέρεις πως είσαι η ανάσα μου, το πνεύμα μου, η περηφάνια μου, η τρυφερότητά μου. Αν μπορούσες να διαβάσεις τα συναισθήματά μου για σένα, θα ένιωθες ο πιο δυνατός και ο πιο πλούσιος άνθρωπος όλου του κόσμου.
Δεν είναι το γράμμα ενός παιδιού αυτό. Είναι μια πληγωμένη, κουρασμένη γυναίκα που έχει δει πολλά και που σου εκφράζει τα πιο αγνά και νεανικά συναισθήματά της. Μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό. Να είσαι πάντα τόσο τρυφερός μαζί μου όσο αυτές τις μέρες. Με κάνεις να νιώθω βασίλισσα του κόσμου, αγάπη μου. Έχω τόση ανάγκη από αγάπη και τρυφερότητα.
Είμαι δική σου, μπορείς να με κάνεις ό,τι θέλεις. Η ψυχή σου, Μαρία
(Γράμμα στον Αριστοτέλη Ωνάση, Παρίσι, 30 Ιανουαρίου 1968)
«Τι μοναχική ζωή με περιμένει!»
Έχουν συμβεί τόσα! Νομίζω πως, εξωτερικά τουλάχιστον, αντιδρώ πολύ καλά. Το πιστεύω πραγματικά αυτό. Είμαι πάντως πολύ πιεσμένη και προσπαθώ απεγνωσμένα να ελέγχω τις αντιδράσεις μου. Φυσικά θεωρώ πως, αν μη τι άλλο, ξεκαθάρισε η κατάσταση, είμαι ελεύθερη. Όμως, πόσο λίγο μπορώ πια να εμπιστεύομαι τους ανθρώπους! Τη μια στιγμή είμαι γεμάτη αυτοπεποίθηση, την επόμενη κλονίζομαι. Πολεμάω τα αρνητικά μου συναισθήματα, γιατί δεν είναι ούτε χριστιανικά ούτε ευγενή. Τα αισθήματά μου είναι κατά βάση αγνά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Τι μοναχική ζωή με περιμένει όμως, Τζον! Καμιά δουλειά για την οποία νιώθω ικανή δεν θα είναι όπως ήταν κάποτε. Κανένας άντρας δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες μου και στα κριτήριά μου – και δεν εννοώ, βέβαια, από οικονομική άποψη. Ζητάει κάποιος πολλά αν απαιτεί από τους ανθρώπους να είναι πιστοί, έντιμοι, ευσυνείδητοι και ενθουσιώδεις (πάντα με μέτρο, βέβαια);
Νιώθω μεγάλη απογοήτευση για το ότι δεν εμπιστεύομαι κανέναν άλλο, προηγούμενο, τωρινό ή μελλούμενο, εκτός από τον εαυτό μου. Είμαι, άραγε, τόσο παράξενο πλάσμα; Και αν ναι, γιατί;
(Γράμμα στον μουσικοκριτικό Τζον Αρντόιν, Νέα Υόρκη, 13 Σεπτεμβρίου 1968)
Η οικογένειά της
Μία από τις τελευταίες γνωστές φωτογραφίες της Μαρίας Κάλλας, λίγο πριν από τον θάνατό της το 1977. Βγαίνει από το σπίτι της, στην avenue Georges Mandel του Παρισιού, μαζί με την πιστή (από το 1955) οικονόμο της, Μπρούνα, και τα δύο σκυλάκια της.
Δεν διαλέγεις τους γονείς σου· μπορείς, ωστόσο, να υιοθετήσεις γονείς. Λόγου χάριν, η Μπρούνα, αν και μόλις δύο χρόνια μεγαλύτερή μου, ήταν για μένα και μάνα και αδελφή, ακόμα και νοσοκόμα. Όταν ήμουν στο νοσοκομείο, δεν άφηνε κανέναν να την υποκαταστήσει σε ό,τι εκείνη θεωρούσε καθήκοντά της. Με έπλενε και μου έδινε κουράγιο, όπως θα έδινε –ή μάλλον, όπως θα έπρεπε να δίνει– κουράγιο μια μάνα στο παιδί της. Αν και δεν απορούσα με την αφοσίωση της Μπρούνα, για την οποία και της ήμουν ευγνώμων, δεν μπορούσα συγχρόνως να μη σκέφτομαι πως αυτό δεν ήταν σωστό. Θα έπρεπε δίπλα μου να είναι η μητέρα μου και η αδελφή μου, όχι η Μπρούνα. Στο νοσοκομείο, και έπειτα στο σπίτι, αναρωτιόμουν γιατί δεν ήταν δίπλα μου η μητέρα μου και η αδελφή μου. Η Μπρούνα θα διάβαζε προφανώς τη σκέψη μου, γιατί, με τη σοφία αλλά και τη διακριτικότητα που τη διακρίνουν, δεν με άφηνε να κάνω μαύρες σκέψεις γι’ αυτό το γεγονός. Παρά τα όποια δικά μου σφάλματα, εκείνες [η μητέρα μου και η αδελφή μου] θα μπορούσαν, αν μη τι άλλο, να είναι υπερήφανες για μένα. Πολλοί γονείς σε αυτόν τον κόσμο, τολμώ να πω, θα ήταν ευτυχείς να έχουν μια κόρη σαν εμένα. Και όμως, το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής μας το έχουμε περάσει –και εξακολουθούμε να το περνάμε– σε θλιβερή μοναξιά, καθεμιά από μας στο σπίτι της, μακριά από τις άλλες.
Η τέχνη της
Οφείλουμε πάντα να τραγουδάμε μένοντας πιστοί σε αυτό που έγραψε ο συνθέτης, φροντίζοντας όμως παράλληλα να τραγουδάμε με τρόπο που το κοινό να μας ακούει. Πριν από εκατό χρόνια το κοινό ήταν, προφανώς, διαφορετικό· σκεφτόταν αλλιώς, ντυνόταν αλλιώς, κ.ο.κ. Δεν μπορούμε να μην το λάβουμε υπόψη αυτό. Κάνουμε, λοιπόν, αλλαγές προκειμένου μια όπερα να έχει επιτυχία, διατηρώντας παράλληλα την ατμόσφαιρα, την ποίηση, τον μυστικισμό που κάθε είδος θεάτρου έχει ανάγκη. Δεν υπάρχει τίποτα το αναχρονιστικό σε μια τέτοια προσέγγιση. Το συναίσθημα ήταν πάντα καθοριστικής σημασίας στοιχείο μιας παράστασης, και το ίδιο θα ισχύει για πάντα, στο μέτρο που θα πρόκειται για βαθύ, ειλικρινές συναίσθημα. Το τραγούδι δεν έχει προορισμό να κάνει υπερήφανο αυτόν που τραγουδάει· είναι απόπειρα ανύψωσης στη σφαίρα εκείνη όπου όλα είναι αρμονία.
Δεν αρκεί να έχεις ωραία φωνή. Από μόνο του αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Όταν ερμηνεύεις έναν ρόλο, έχεις ανάγκη από χίλια χρώματα για να αποδώσεις την ευτυχία, τη χαρά, τη λύπη, την οργή, τον φόβο. Αρκεί, άραγε, η ωραία φωνή για να αποδοθούν όλα αυτά τα συναισθήματα; Ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες που τραγουδάς με κάπως τραχιά φωνή, όπως έχω τραγουδήσει βέβαια κι εγώ, είναι γιατί το επιβάλλουν λόγοι έκφρασης. Οφείλεις να τραγουδήσεις έτσι, έστω και αν οι ακροατές δεν καταλάβουν γιατί· άλλωστε, σε βάθος χρόνου θα καταλάβουν τον λόγο για τον οποίο τραγούδησες έτσι, στο μέτρο βέβαια που εσύ θα έχεις καταφέρει να τους πείσεις.
Η Νόρμα
Το 1958, στο ξενοδοχείο Quirinale της Ρώμης, την επομένη του «σκανδάλου» (είχε διακόψει την παράσταση της «Νόρμα» λόγω αδιαθεσίας). Δίπλα της ο Λουκίνο Βισκόντι, που είχε σπεύσει για να της συμπαρασταθεί.
Αγαπώ όλους τους ρόλους που έχω ερμηνεύσει. Τη Βιολέττα, την Άννα Μπολένα, τη Μήδεια… Η αλήθεια είναι πως υπήρξε μια περίοδος που είχα ξετρελαθεί με τη Φεντόρα. Ωστόσο, ο κατάλογος είναι μακρύς, καθώς ο ρόλος που αγαπώ πιο πολύ είναι πάντα… εκείνος που τραγουδάω. Με τη Νόρμα, όμως, τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Με τη Νόρμα έχουμε πολλά κοινά στοιχεία. Δείχνει πολύ δυνατή, ακόμα και σκληρή κάποιες φορές, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα πρόβατο που προσπαθεί να βρυχάται σαν λιοντάρι. Είναι μια γυναίκα που την τρώει το παράπονο, αλλά και που, όντας υπερβολικά περήφανη, αποφεύγει να εκδηλώσει τα συναισθήματά της. Τελικά, δεν μπορεί να φανεί κακή ή άδικη μπροστά σε μια κατάσταση για την οποία η ευθύνη βαραίνει κυρίως την ίδια. Τα δάκρυά μου όταν ερμήνευα τη Νόρμα ήταν πραγματικά.
Ξυπνάω τη νύχτα και τη σκέφτομαι.
Ο Ωνάσης
Για ένα διάστημα, στην αρχή της σχέσης μας, ήμασταν πολύ ευτυχισμένοι. Επίσης, ένιωθα ασφαλής τότε. Ακόμα και τα προβλήματα που είχα με τη φωνή μου δεν με ανησυχούσαν έστω, προσωρινά. Όπως ήδη υπαινίχθηκα, μάθαινα για πρώτη φορά στη ζωή μου να είμαι χαλαρή και να φροντίζω να περνάω καλά· ακόμα και την άποψή μου ότι τίποτα δεν μπορούσε να είναι πιο σημαντικό για μένα από ό,τι η τέχνη είχα αρχίσει να την αμφισβητώ. Αυτή η ψυχική μου κατάσταση δεν κράτησε πολύ, καθώς σχετικά σύντομα διαπίστωσα πως αρκετές αρχές και συνήθειες του Αρίστου ήταν πολύ διαφορετικές από τις αντίστοιχες δικές μου. Ήμουν μπερδεμένη. Πώς μπορεί ένας άντρας που σε αγαπάει πραγματικά να έχει συγχρόνως και σχέσεις με άλλες γυναίκες; Δεν μπορεί να τις αγαπούσε όλες. […]
Έξαλλη, στα παρασκήνια της Όπερας του Σικάγου, το 1955, λίγα λεπτά μετά την επίδοση αγωγής εις βάρος της από τον σερίφη της πόλης.
Μετά τον γάμο του δεν ξανακαβγαδίσαμε ποτέ πια. Οι συζητήσεις μας ήταν γόνιμες, εποικοδομητικές. Δεν προσπαθούσαμε πια να αποδείξουμε κάτι, είτε στον εαυτό μας είτε ο ένας στον άλλο. Όταν τον είδα στο νοσοκομείο [*στο Αμερικανικό Νοσοκομείο, στο Νεϊγύ-συρ-Σεν] λίγο πριν πεθάνει, ήταν ήρεμος και, νομίζω, συμφιλιωμένος με τον εαυτό του. Ήταν πολύ άρρωστος και ήξερε πως πλησίαζε το τέλος του, αν και έκανε προσπάθεια να μην το δείχνει. Δεν μιλήσαμε για τις παλιές καλές μέρες που ζήσαμε μαζί. Άλλωστε, ούτε και για οτιδήποτε άλλο είπαμε πολλά· πιο πολύ επικοινωνούσαμε με τη σιωπή. Όταν έφευγα (είχε εκείνος ζητήσει να πάω να τον δω, αλλά οι γιατροί με είχαν παρακαλέσει να μη μείνω πολύ), κάνοντας μεγάλη προσπάθεια, κατάφερε να μου πει: «Σε αγάπησα. Όχι πάντα με τον καλύτερο τρόπο, αλλά όσο καλύτερα και όσο περισσότερο μπορούσα. Προσπάθησα». Αυτός ήταν ο Αρίστος.
(Αναμνήσεις. Το 1977, έχοντας πάντα κατά νου να γράψει τα απομνημονεύματά της, όπως είχε επιχειρήσει και πριν από είκοσι χρόνια, η Μαρία Κάλλας αποφάσισε να τα υπαγορεύσει, αυτή τη φορά στα αγγλικά, στον συμπατριώτη και φίλο της Στέλιο Γαλατόπουλο.)
«Μαρία Κάλλας. Γράμματα και αναμνήσεις», Τομ Βολφ, Εκδόσεις Πατάκη