Γιώτα Νέγκα: «Ας σώσουμε το μεγαλείο της γλώσσας μας»
Όχι, δεν θα χαθεί το λαϊκό τραγούδι. Γιατί έχει μέσα του το μεγαλείο της γλώσσας. Και αυτό δεν πρέπει να χαθεί. Το πιστεύει. Και το παλεύει η Γιώτα Νέγκα. Απλώς να ξέρουμε τι λέμε λαϊκό. «Άλλο ο κόσμος ο λαϊκός, άλλο εκείνος που ντύθηκε νεόπλουτος. Από κάτω, αν το δεις, όλοι ίδιοι είναι. Στις κρίσεις φαίνεται ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίδιοι στη βάση τους. Απλώς δεν βρέθηκε κάτι ή κάποιος για να το ανακαλύψει»
Toυ Παύλου Αγιαννίδη
Σχολή α λα παλαιά. Λαϊκά. Μια από τις «τις Κυριακές μετά το μεσημέρι, που μένεις στο τραπέζι και παίζεις με τ’ αλάτι». Στο Αιγάλεω. Δεν ακούγεται το «Εμένα με συμφέρει» των Κραουνάκη – Νικολακοπούλου, απ’ όπου και οι στίχοι, αλλά πολλά ωραία λαϊκά. Καλλίφωνα. Μαζί της οι δικοί της και φίλοι…
Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα για την μικρή Γιώτα. Λαϊκά, καλλίφωνα κι απλά. Τι άλλο χρειάζεται κάποιος για να μπει στο λαϊκό τραγούδι; Μια καλή, στιβαρή, αυθεντικά λαϊκή φωνή, σαν τη δική της και μπόλικα ανάλογα ακούσματα. Δεν έχει κάπου αφετηρία το μπάσιμό της στο τραγούδι, μου απαντάει η Γιώτα Νέγκα, στην ερώτησή μου. «Ήταν πάντα εκεί. Δεν θυμάμαι συνειδητά να το διάλεξα ποτέ. Απλά. Με τράβαγε περισσότερο από κάθε τι άλλο». Στα γλέντια. Στις συνάξεις. Στις σχόλες, τις Κυριακές. Όταν σταματούσε να παίζει το πικάπ και έπιαναν τα τραγούδια. Παραδοσιακά, λαϊκά. «Αυτό που έβλεπα στα γυαλιστερά μάτια τους έχει μείνει τόσο πολύ χαραγμένο μέσα μου. Το τραγούδι ήταν και για τους δικούς μου κάτι φυσικό. Δεν ήταν σαν κάτι να εισέβαλε στην ζωή μου. Πορεύτηκα από την αρχή πολύ αρμονικά μαζί του. Αργότερα κατάλαβα, απλά και πάλι, ότι αυτό θα είναι η καρδιά και η ανάσα μου».
Προσέχω τον οργανωμένο λόγο της. Και κυρίως την εκφορά της στο λόγο. Κάτι στο οποίο μόνον κάποιοι παλιοί – λαϊκοί, κυρίως, τραγουδιστές – θα μπορούσαν να διεκδικήσουν εύσημα. Βυθίζεται στις θύμησές της. Στο τάλεντ σόου που είχε στηθεί στο αναψυκτήριο/βαριετέ «Ερμής», στην πλατεία Δαβάκη του Αιγάλεω, όπου είχε πρωτοτραγουδήσει. Την περηφάνια του καλλιτέχνη πατέρα της, που ήταν σαν να ζούσε το δικό του όνειρο. Ψυκτικός ήταν, αλλά «έχτιζε, ζωγράφιζε, έφτιαχνε τα υδραυλικά, έγραφε ποίηση, έκανε τα πάντα». Καλλιτέχνης, πολυτεχνίτης. Και καλλίφωνος. Το είπαμε αυτό, δεν το είπαμε; Όταν η Γιώτα Νέγκα έστησε (το 1992), με φίλους, τη μικρή μουσική σκηνή «Έμμετρο» στο Μοσχάτο, και πήρε πια για τα καλά το μικρόφωνο και τα ηνία του τραγουδιού στα χέρια της, εκείνος, «ο μπαμπάς που ήταν ο αιθέρας», πάλι πιο καλλιτεχνικά και ρομαντικά το είδε. Η μητέρα της, «η ψυχή του σπιτιού» όπως μου τη χαρακτηρίζει, φοβήθηκε περισσότερο «πού πάει το παιδί στη νύχτα». Η «κανονική» νύχτα πάντως ήρθε πολύ αργότερα, το 1997 όταν συνεργάστηκε με τον Αντώνη Ρεπάνη και το Νίκο Δημητράτο. Πάντα σε λαϊκά και ρεμπέτικα.
«Για μένα όλα αυτά δεν άλλαξαν κάτι από εκείνη την αρχική μου σχέση με το τραγούδι», μου λέει και γελάει. «Ήμουν μέσα στην καλή χαρά. Και είχα και την πλήρη υποστήριξη από το σχολείο. Κάθε Δευτέρα μπορούσα να πηγαίνω με καθυστέρηση δύο ωρών το πρωί. Και έτσι, απλά, ξεκίνησα να το απολαμβάνω και να το περπατάω και να ανακαλύπτω. Και ανθρώπους και τραγούδια και δυνατότητες ίσως».
Χάνεται ξανά στην αφήγησή της, όταν φέρνω την κουβέντα στην πολιτικοποίηση. Γοητευτικά και με εξαιρετική εκφορά στον λόγο. «Έχω διαβάσει πολύ… Ανέπτυξα τις δικές μου απόψεις, όμως δεν είχα ποτέ ανάγκη να ενταχθώ σε ένα κόμμα. Θαύμαζα όσους το έκαναν. Δεν σημαίνει δε το ότι δεν εντάχθηκα, πως δεν έκανα όσο μπορούσα, ως μονάδα, πράξη τα οράματα. Σκεφτόμουν και έκρινα τι κάνω, γιατί το κάνω, πόσο σωστά και πόσο έντιμα το κάνω. Όλα αυτά ήταν πάντοτε μέλημά μου».
Την ώρα της κουβέντας μας έχει ανεβαστεί στο Διαδίκτυο ένα νέο της τραγούδι. Αλλά με τόση δουλειά, πρόβες, συνεντέυξεις ή συζητήσεις, αν θέλετε, σαν τη δική μας, δεν προλαβαίνει – μου λέει – να το χαρεί. Να το μυριστεί. Άσε που περιμένει πάλι την συνάντησή της με το πάλκο. Την σκηνή.«Εκεί πάνω είμαι ο εαυτός μου. Είναι ο φυσικός μου χώρος. Εκεί δεν μπορεί να εισβάλλει κανένα από τα προβλήματα. Μπορεί δε ο εξωτερικός παράγοντας υπόγεια να χρωματίσει κάτι, δεν μπορεί όμως να το διαλύσει. Είναι όλο πολύ συμπαγές μέσα μου. Γι’ αυτό είμαι και γκρινιάρα (σ.σ.: χαμογελάει, κουνώντας το κεφάλι σε κατάφαση). Αν δεν είναι στο 100% αυτό που κάνω, δεν το θέλω το 99%. Δεν το μπορώ. Και βασανίζω τους άλλους, τους συνεργάτες μου. Αν μείνει κάπου κενό, αφήνει στίγμα. Και δεν θέλω να αφήσει. Αυτό θέλω να το διαφυλάξω».
Έτσι δούλεψε και στα νέα της, λαϊκά πάντα, τραγούδια. Όπως είχε δουλέψει και από το 2001, που συναντήθηκε μουσικά με τον Παναγιώτη Καλαντζόπουλο, την Ευανθία Ρεμπούτσικα και την Έλλη Πασπαλά, συμμετέχοντας αρχικά σε παραστάσεις τους και στη νεοσύστατη τότε δισκογραφική τους εταιρεία Cantini. Από εκεί, με το πρώτο της ήδη δισκογραφημένο τραγούδι, το «Με τα μάτια κλειστά», προκάλεσε αίσθηση. Κι έπειτα ήρθε «Το βέλος» με τον ακραιφνώς λαϊκό συνθέτη της Καισαριανής Βαγγέλη Κορακάκη. Και πολλές συνεργασίες επί πάλκου ή μουσικής σκηνής. Μέχρι να φτάσει στην μουσική παρέα του Θέμη Καραμουρατίδη με τον «Τελευταίο εαυτό» και το «Καινούργιο φιλί». Έτσι δούλεψε και τώρα σε ένα παράξενο λαϊκό μουσικό πρότζεκτ. Για το «Φύλλο ανδρικό». Με τραγούδια ανδρικά, που έχουν ερμηνεύσει άντρες. Από τον Καζαντζίδη και τον Διονυσίου, μέχρι τον Ξαρχάκο και τον Παπάζογλου. Στο Passport Κεραμεικός Upstairs, από το Σάββατο 16 Δεκεμβρίου και για πέντε Σάββατα.
«Εδώ, έχω συγκεντρώσει όλα όσα δεν κατάφερνα να τραγουδήσω τόσα χρόνια. Που δεν έχτισαν μόνον τις δικές μου μουσικές στιγμές και το συναίσθημα, αλλά άφησαν σε πολύν κόσμο πολλές στιγμές ταύτισης και πολλά συναισθήματα», μου λέει. «Αυτά τα τραγούδια είναι αντίδωρο για όλους τους ερμηνευτές που μας χάρισαν τόσα χρόνια την ερμηνεία και το συναίσθημά τους. Αγαπώ πολύ τους άντρες ερμηνευτές και ήθελα να τους το αντιγυρίσω αυτό. Και έτσι, με έναν τρόπο, να επιστρέψω και σε μένα. Στα πρώτα ακούσματα, στις πρώτες μελέτες. Υπήρχαν τραγούδια που χρόνια ποθούσα να τα τραγουδήσω αλλά δεν καθόταν. Είτε τραγούδια που με σημάδεψαν. Και τώρα το κατάφερα. Για να δω και πως ηχούν στο στόμα μιας γυναίκας, όλα αυτά που εκείνοι εξέφραζαν είτε στην τρυφερότητα είτε στην παλικαριά τους. Άλλωστε, το συναίσθημα δεν έχει φύλο».
Να, λοιπόν, που υλοποίησε ένα όνειρό της. Άλλο; «Θα ήθελα να μπορώ να είμαι ηθοποιός. Να το έχω σπουδάσει. Θεωρώ ότι είναι πολύ συγγενικό με το τραγούδι. Σκέφτηκα πολλές φορές αν χωράω σε αυτό. Έτσι κι αλλιώς το τραγούδι έχει τις δικές του, ανεξίτηλες, εικόνες. Έχουν και οι δύο τέχνες ρυθμό. Και εγώ είμαι, ξέρεις, παιδί του ρυθμού. Και παιδί του λόγου. Αυτό κάνω: μεταφέρω το λόγο. Η μελωδία μου χαρίστηκε και εγώ έχω να κάνω αυτό. Να μεταφέρω το λόγο… Όνειρο, είπες. Ναι, λοιπόν, υπάρχει ένα γενικό όνειρο. Όταν κάποια στιγμή θα γυρίσω πίσω για να δω τι έχει γίνει, τι έχω κάνει, να χαμογελάσω. Να μην ντρέπομαι. Και αυτό δεν έχει να κάνει με καλές ή άσχημες στιγμές. Έχει να κάνει με αυτό στο οποίο στοχεύεις. Να μην αλλάξει. Διότι ακόμη και αυτά που σε μια πορεία μπορεί να μην είναι τα καλύτερα, είναι χρήσιμα».
Λαϊκό, όμως. Μιλάμε τόση ώρα για λαϊκό. Τι είναι; Και επιζεί ακόμη; «Είναι κύριο μέλημά μου να επιβιώσει. Ο λαϊκός κώδικας είναι εκείνος που με μεγάλωσε και με πότισε και δεν θέλω να εξαφανιστεί. Να μην αλλοιωθεί. Να μην αλλάξει το ελληνικό φραζάρισμα. Επιμένω σε αυτό γιατί ακριβώς αυτό, το λαϊκό, έχει μέσα του τη γλώσσα μας. Η οποία γενικά κακοποιείται. Το Ίντερνετ και τα greeklish καραδοκούν. Δεν ακούς πια κανονικά ελληνικά. Δεν έχει η γλώσσα εκείνον τον κυματισμό… Όταν δεν τιμάς την γλώσσα σου, όμως, αυτό επηρεάζει και τη μελωδία. Να τραγουδάς ας πούμε «και αγάπη» και να βάζεις το μέλισμα στο «και» και να περάσεις στο ντούκου την «αγάπη»! Η δουλειά μας, σαν τραγουδιστές, είναι να μεταφέρουμε στον ακροατή, να του περάσουμε όση δική μας αλήθεια έχουμε. Να νιώσει, να δεθεί συναισθηματικά, να λυτρωθεί, όχι για να το οικειοποιηθεί».
Μπορεί να είναι μύθος – με εκπλήσσει κάπου στο τέλος της κουβέντας μας – ότι χάνονται πολλά, ή τα ποιοτικά, μέσα στην κρίση. «Δεν το έχουμε ακόμη προσπαθήσει μέχρι το τέλος για να δούμε αν θα διαψευσθεί. Πιστεύω ότι αν υπάρξει ένας πυρήνας που να κάνει αυτή την προσπάθεια με αγνότητα, δεν θα περάσει στο ντούκου. Έστω κι αν δεν φωνάζουν κάποια πράγματα μέσα στη φασαρία των άλλων, γυαλιστερών, δεν πιστεύω πως χάνονται. Αλλιώς θα είχα παραιτηθεί».
Ιnfo
«Φύλλο ανδρικό» από τη Γιώτα Νέγκα
Passport Κεραμεικός Upstairs: Κεραμεικού 58 & Μαραθώνος
Aπό 16 Δεκεμβρίου και για πέντε Σάββατα
Μαζί της οι Νίκος Κατσίκης – μπουζούκι, Βασίλης Κετεντζόγλου – κιθάρα, Ντάσο Κούρτι – ακορντεόν
Επιμέλεια προγραμματος: Μαργαρίτα Μυτιληναίου
Ώρα Προσέλευσης: 21.30. Ώρα Έναρξης: 22.30.
Τιμή: 13 ευρώ με μπύρα ή κρασί.