Γιαγκίνηδες: Ένα νεαρό δίδυμο κάνει μόδα το ρεμπέτικο του δρόμου
Κείμενο: Γιώργος Ψωμιάδης
«Γιαγκίνι» σημαίνει φωτιά, και οι νεαροί φοιτητές Σπύρος και Παναγιώτης βάζουν φωτιά στο ρεμπέτικο του δρόμου.
Η ΛΕΞΗ «ΓΙΑΓΚΙΝΙ» ΕΧΕΙ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ προέλευση. Σημαίνει φωτιά, πυρκαγιά. Οι ρεμπέτες κάποτε τη χρησιμοποιούσαν λέγοντας «έχω γιαγκίνι στην καρδιά», για να δηλώσουν πως η ερωτική κάψα άναβε μέσα τους.
Σήμερα δύο φοιτητές, ο Σπύρος και ο Παναγιώτης, συστήνονται ως Γιαγκίνηδες και έχουν καταφέρει μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα να κάνουν το ρεμπέτικο αγαπητό στον νεαρόκοσμο. Είτε μέσα από τα social media, με το φανατικό κοινό που τους ακολουθεί πιστά, είτε στα live και κυρίως στον δρόμο, που, όπως αναφέρουν, συνεχίζει να τους ταΐζει και να τους διαμορφώνει ως ανθρώπους.
«Η επαφή μας με τη μουσική αρχίζει από μικρή ηλικία. Και οι δύο πηγαίναμε σε ωδείο. Ο Παναγιώτης από επτά χρονών έπαιζε μπουζούκι, οπότε είχε αρκετή επαφή με τη λαϊκή μουσική. Εγώ έπαιζα μόνο κλασική κιθάρα», λέει ο Σπύρος.
«Γνωριστήκαμε το 2018, στο πρώτο έτος της σχολής. Εκείνη την περίοδο είχα αρχίσει να ακούω ρεμπέτικα και ήθελα να παίξω κάτι διαφορετικό. Και ο Παναγιώτης έψαχνε να βρει κάποιον που έπαιζε κιθάρα, έτσι ξεκινήσαμε. Στην αρχή κάναμε πρόβες και παίζαμε σε κάνα δυο μαγαζιά, αλλά οι μαγαζάτορες ήταν περίεργοι, τα μεροκάματα κακά. Δεν έβγαιναν λεφτά. Απογοητευτήκαμε. Ήταν κακό το vibe. Παίζαμε και δεν περνούσαμε καλά, γιατί αν έχεις τον μαγαζάτορα να μετράει “πόσους φέρατε” και να λέει “σήμερα δεν πήγαμε καλά”, έχεις άγχος. Καλύτερα βγες στον δρόμο, παίξε μόνος σου και ό,τι γίνει. Είχα κάτι φίλους που έβγαιναν στον δρόμο και μου το είχαν πει ως ιδέα. Λέω στον Παναγιώτη: “Δεν το δοκιμάζουμε;”».
Έτσι, δειλά-δειλά άρχισαν να βγαίνουν στον δρόμο. Αριστοτέλους, Τσιμισκή και Αγίας Σοφίας. Ο κόσμος τούς αγκάλιαζε και τα χρήματα που έβγαζαν ήταν καλά.
«Τις πρώτες φορές δεν είναι και εύκολο. Ντρέπεσαι, λες “μπορεί να ενοχλώ κάποιον”, αλλά συνεχίσαμε, οι περαστικοί μάς έλεγαν καλά λόγια. Ωραίο πρόγραμμα, ωραία τραγούδια. Το vibe του κόσμου μάς βοήθησε να συνεχίσουμε να παίζουμε στον δρόμο», λέει ο Σπύρος.
Το πρόγραμμά τους είναι, όπως μου λένε, μεγάλο και περιλαμβάνει ρεμπέτικα που ο κόσμος συχνά δεν ξέρει. Η εικόνα που βλέπουν οι περαστικοί παίζει τον ρόλο της. «Είμαστε δυο νέα παιδιά που παίζουν τραγούδια εκατό χρονών».
«Το ρεμπέτικο έχει πολύ επαναστατικό χαρακτήρα και τα νοήματά του είναι πολύ διαχρονικά. Είναι παλιά τραγούδια και μπορεί να τα ακούσεις και να ταυτιστείς μαζί τους σε όποια ηλικία κι αν είσαι. Στα social μάς στέλνουν μηνύματα άτομα από δώδεκα μέχρι ογδόντα χρονών. Οι άνθρωποι μεγάλης ηλικίας, που γνωρίζουν τα κομμάτια και έχουν καλύτερη επαφή με αυτήν τη μουσική, μας συγχαίρουν.
Τα νέα παιδιά, που ίσως δεν έχουν ασχοληθεί καθόλου με το ρεμπέτικο, μπορεί να μας ακούσουν και να αρχίσουν να αγαπούν το είδος. Το ρεμπέτικο μιλάει για πράγματα με τα οποία μπορεί να ταυτιστεί ο καθένας, σε όποια φάση της ζωής του κι αν είναι. Και η ταύτιση είναι πιο ρεαλιστική. Τα λεφτά και τα αμάξια ούτε τα έχεις ούτε είναι η πραγματικότητα της κοινωνίας που ζούμε. Το ρεμπέτικο είναι αληθινό».
Οι Γιαγκίνηδες μετρούν πάνω από 30.000 ακόλουθους στο Instagram.
«Δεν περιμέναμε να μαζευτεί τόσο κοινό στα social. Στο Instagram ανεβάσαμε ένα-δυο βίντεο, αλλά δεν ασχοληθήκαμε. Παίζαμε συνέχεια στον δρόμο, οπότε δεν είχαμε χρόνο ούτε και κάποια ιδιαίτερη απήχηση.
Τον χειμώνα έπιασαν τα κρύα και δεν βγαίναμε πάρα πολύ. Αρχίσαμε να ανεβάζουμε συνέχεια βίντεο. Δεν το πιστεύαμε ότι μπορεί να γίνει αυτό, να σε πετάει ο αλγόριθμος στην αναζήτηση και να παίρνεις followers. Τα social μας βοήθησαν επειδή άκουσε τη μουσική μας πολύς κόσμος και εμείς το πήραμε ακόμη πιο ζεστά. Όταν έχεις τόσο καλό feedback, ασχολείσαι ακόμα περισσότερο. Αν δεν είχε ασχοληθεί κανείς μαζί μας, δεν θα είχαμε φτάσει στο επίπεδο που είμαστε».
Φέτος το κύριο πλάνο τους ήταν να πάνε στη Σύρο και να παίζουν στον δρόμο. Όμως, λόγω του Instagram, είχαν πολλές προτάσεις και το tour τους ακόμη συνεχίζεται. Από τη Σκιάθο στην Πάτμο και από την Κύθνο στην Αθήνα και σε ένα live που έγινε sold out στο θέατρο Ρεματιάς στο Χαλάνδρι, οι σταθμοί τους ήταν πολλοί. «Δεν ξέραμε πώς θα πάει, λέγαμε “έχουμε 30.000 followers, μπορεί να μην εμφανιστεί κανείς”», λέει Σπύρος.
«Όταν βγαίναμε στον δρόμο, βιοποριζόμασταν από αυτό. Και τίποτα να μην είχε γίνει, εμείς ακόμη από αυτό θα βιοποριζόμασταν. Ο δρόμος είναι το παν για εμάς. Πλέον έχουμε κι άλλες προτάσεις και κάνουμε κι άλλα πράγματα για να μας μάθει και κόσμος. Αυτό μας ενδιαφέρει τώρα, να ακουστούμε πιο πολύ, να παίξουμε σε πιο πολύ κόσμο, να περνάνε καλά οι άλλοι και να χορεύουν».
Ο δίσκος τους «Άνθρωποι του δρόμου» κυκλοφόρησε τον Μάιο και περιλαμβάνει οκτώ τραγούδια, οκτώ ιστορίες που βασίζονται σε οκτώ ανθρώπους που έχουν γνωρίσει στον δρόμο.
«Έχουμε πολλούς χαρακτήρες. Π.χ. έναν πωλητή της “Σχεδίας”, που στεκόταν δίπλα μας όταν παίζαμε και δουλεύαμε μαζί. Μας έλεγε τον πόνο του, είχε περάσει δύσκολα, μας άγγιξε και τον κάναμε τραγούδι. Ένα άλλο τραγούδι είναι για έναν γκρινιάρη, άλλο για έναν χουβαρντά κιμπάρη, τον Τίλορα, μια περσόνα που θα έμπαινε κάπου και θα κερνούσε όλο το μαγαζί.
Ο δρόμος μάς έχει διαμορφώσει ως μουσικούς και ως ανθρώπους. Μας έκανε να δούμε τη μουσική πολύ σοβαρά. Δεν είχαμε αφεντικό, έπρεπε να κανονίσουμε μόνοι μας το πρόγραμμά μας, να είμαστε αυστηροί με τον εαυτό μας. Λέγαμε αύριο δέκα η ώρα πρέπει να βγούμε. Να πιεστούμε για να παίξουμε κι άλλο. Στον δρόμο δεν σου λέει κανείς πόσο θα παίξεις. Και αυτό μας έκανε να είμαστε πολύ υπεύθυνοι με τη μουσική και τη δουλειά μας».
Στόχος τους από εδώ και πέρα;
«Να μας μάθει ο κόσμος. Να μάθει το ρεμπέτικο. Να βγάλουμε νέα μουσική, να ανεβάσουμε το ρεμπέτικο ξανά. Έχει ανέβει ήδη και ίσως ξεκινάει ένα νέο κύμα. Όπως ήταν το έντεχνο, έτσι θα είναι πλέον το ρεμπέτικο».
Γιαγκίνηδες-Κουταλιανός. Μάνος λοΐζος (1972).