Οι φιλέλληνες ρεμπέτες των Βρυξελλών και οι ευρωπαϊκοί τους αμανέδες

Τρεις Βέλγοι τραγουδάνε ρεμπέτικα στις Βρυξέλλες και δεν πέφτει καρφίτσα 

 

aπό την Δήμητρα Καγιόγλου

Στις Βρυξέλλες δεν περιμένεις να ακούσεις ρεμπέτικο. Ειδικά από τρεις Βέλγους. Όταν μπήκα στο Art Base και γνώρισα τονFrans de Clercq κατάλαβα πως το ρεμπέτικο μπορεί να ταξιδεύει από τον Πειραιά, την Κουμουνδούρου, το Μεταξουργείο και να φτάνει μέχρι το Βέλγιο. Οι μάγκες που κρατούσαν το κομπολόι στο αριστερό τους χέρι και θα μπορούσαν να είναι ήρωες του Tαραντίνο δίνουν τη σκυτάλη τους σε φιλέλληνες που μεταφράζουν ρεμπέτικα τραγούδια σε αγγλικά, γαλλικά και φλαμανδικά, δημιουργώντας έτσι ένα είδος μουσικού κινήματος Ευρωπαίων ρεμπετών.

Το βράδυ που έμαθα πως σε κάποιο μαγαζί θα έπαιζαν ρεμπέτικο, πήρα την ομπρέλα μου κι έφυγα σφαίρα. Όταν μπήκαμε στο Art Base, έπαιζε το «Δερβισάκι» («Je suis pauvre, j’ etais riche, je suis un petit derviche, au café Aman, mon amour aman») και καρφίτσα δεν έπεφτε. Γάλλοι, Φλαμανδοί, Άγγλοι, Έλληνες κι ένας γέρος που φορούσε σκωτσέζικη φούστα και δερμάτινες μπότες. Παλαμάκια, χοροί, κροταλοδαχτυλίσματα και τσαλιμάκια σε έναν χώρο που εκ πρώτης όψεως δεν θύμιζε ελληνικό κουτούκι. Οι καρέκλες ήταν στημένες θεατρικά, λίγο πιο μέσα είχε ελληνικούς μεζέδες, τσίπουρα και ρακές. Οι κυρίες έβγαζαν τις βεντάλιες τους κι έκαναν αέρα. «Αυτό το μαγαζί είναι ευρωπαϊκοελληνικό» συμφωνήσαμε με τον Νίκο Τσιφόρο σε έναν φανταστικό μεταξύ μας διάλογο. Λίγο μετά, θα μας το επιβεβαίωνε και ο Frans, σε άψογα ελληνικά και με ύφος δερβισόμαγκα.

Όταν μπήκαμε στο Art Base, έπαιζε το «Δερβισάκι» («Je suis pauvre, j’ etais riche, je suis un petit derviche, au café Aman, mon amour aman») και καρφίτσα δεν έπεφτε. Γάλλοι, Φλαμανδοί, Άγγλοι, Έλληνες κι ένας γέρος που φορούσε σκωτσέζικη φούστα και δερμάτινες μπότες. Παλαμάκια, χοροί, κροταλοδαχτυλίσματα και τσαλιμάκια σε έναν χώρο που εκ πρώτης όψεως δεν θύμιζε ελληνικό κουτούκι.

 

«Η κομπανία μας λέγεται “Κοσμοκράτορες”, μας βάφτισε η Ρόζα Εσκενάζυ. Όταν τραγουδάς ρεμπέτικο, πράγματι νιώθεις βασιλιάς, δικτάτορας, θεός και κοσμοκράτορας. Είμαστε εραστές του ρεμπέτικου και η ομάδα μας αποτελείται από εμένα και τον Karsten de Vilder, που είμαστε Φλαμανδοί, και τον Dimi Dumortier, που είναι Βέλγος. [Σε κάποια λάιβ συμμετέχει στα φωνητικά και ο Έλληνας Μιχάλης Καρακατσάνης.] Ερευνούμε τα πρωτογενή στοιχεία του ρεμπέτικου, προσπαθούμε να κάνουμε πιστή μεταφορά του ήχου, ενορχηστρώνουμε και μεταφράζουμε τους στίχους, προσπαθώντας να μην αλλάζουμε το περιεχόμενό τους. Χαρακτηριστικό της ομάδας μας είναι η διασκευή ρεμπέτικων σε ξένη γλώσσα (αγγλικά, γαλλικά, ολλανδικά), παρουσιάζοντάς τα για πρώτη φορά υπό αυτήν τη μορφή στην Ευρώπη.

 
Σπούδασα Φιλολογία στο τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών του Άμστερνταμ. Η πιο κυνική απάντηση στο γιατί επέλεξα αυτές τις σπουδές είναι ότι δεν ήξερα να κάνω κάτι άλλο τόσο καλά. Μου άρεσαν από μικρό στο σχολείο τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά. Κάναμε Γλωσσολογία −έχω περάσει δύο ώρες μιλώντας για τον αόριστο χρόνο−, κάναμε λογοτεχνία − έτσι έμαθα και τον Σεφέρη. Στο πανεπιστήμιο είχε γίνει μια προβολή του “Ρεμπέτικου” του Φέρρη. Έψαξα τις παλιές εκτελέσεις, πήγα στην Ελλάδα, πήρα ένα μπουζουκάκι και αρχίσαμε να παίζουμε ρεμπέτικο στο Άμστερνταμ. Είχαμε ένα σχήμα που λεγόταν “Ακάλυπτοι”. Έτσι, για πλάκα, ξεκίνησα να κάνω μεταφράσεις και με βοήθησε ένα περιοδικό στο πανεπιστήμιο της Γάνδης που λεγόταν “Τετράδιο” και περιείχε ήδη έτοιμες μεταφράσεις τραγουδιών.

Έπειτα, τα ερεθίσματα έρχονταν το ένα μετά το άλλο. Πηγαίναμε στην Ικαρία από πολύ παλιά. Ήμασταν μια τεράστια παρέα − ακόμα είμαστε. Όταν είχαμε πάει πρώτη φορά, μας πήρε με οτοστόπ από το λιμάνι μια κυρία και μας γνώρισε όλη της την οικογένεια. Μέναμε σε ένα ωραίο μέρος που από κάτω είχε μαγαζί. Είχα τότε ένα όργανο μαζί μου και μου είπε ο ιδιοκτήτης: “Καλά, γιατί κάθεσαι στο δωμάτιό σου και παίζεις εκεί μέσα; Κάτσε στο μαγαζί να παίξεις”. “Ναι, αλλά δεν έχω κομπανία μαζί μου”. “Θα σου βρούμε” είπε. Και τότε κατάλαβα πως αυτά τα πράγματα μπορούν να συμβούν αβίαστα στα ελληνικά νησιά. Μαζεύτηκε τεράστια παρέα και κάναμε τρέλες, περνούσαμε καταπληκτικά.

 

Μετά το πανεπιστήμιο, ήρθα στις Βρυξέλλες για να συνεχίσω ως διερμηνέας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και έμεινα εδώ με αυτή την ιδιότητα. Ήρθα το ’82, οπότε έζησα την πρώτη ελληνική προεδρία που ξεκίνησε τον Ιούλιο του ’83. Πάντα παίζαμε μουσική σε ταβέρνες και μαγαζιά εδώ στις Βρυξέλλες. Λέγαμε, λοιπόν, μεταξύ σοβαρού και αστείου: “Γιατί να μην έχουμε έναν δικό μας χώρο, με τους δικούς μας μεζέδες, και να παίζουμε ό,τι μουσική μας αρέσει;”. Μας δόθηκε η δυνατότητα να το κάνουμε και πάνε τώρα δώδεκα χρόνια που το Art Base φιλοξενεί διάφορους καλλιτέχνες κι έχει γίνει και το δικό μας ρεμπέτικο σπίτι.

Στο Βέλγιο υπάρχουν άνθρωποι που έχουν πειραματιστεί πολύ με το ρεμπέτικο. Για παράδειγμα, κάποιος πήρε το τραγούδι “Το χρήμα δε το λογαριάζω” και το μετέφρασε σε στίχους που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος. Εμείς παραμένουμε πιστοί στη μετάφραση. Οι συνάδελφοί μου που δεν ξέρουν ελληνικά πιστεύω πως αγάπησαν πιο πολύ τη μουσική του ρεμπέτικου αλλά και το κλίμα που το περιτριγυρίζει. Στον Dimi αρέσει πιο πολύ ο Χιώτης. Εμένα μ’ αρέσουν τα παλιότερα, Μπάτης, Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, γιατί σε βάζουν σε μια τρανς κατάσταση.

Φωτο: Θοδωρής Κονδάκος

 

Αφότου βγάλαμε το CD μας, κάναμε μια μεγάλη βόλτα στην Ελλάδα, παίξαμε τις μουσικές μας και ο κόσμος ενθουσιάστηκε. Όταν οι Έλληνες ακούν μεταφρασμένο ρεμπέτικο νιώθουν κολακευμένοι, ιδιαίτερα με τoν γαλλικό στίχο. Έχετε, εξάλλου, μια δυνατή σχέση με τη Γαλλία. Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, τα γαλλικά μάς βολεύουν πολύ στις ομοιοκαταληξίες και μας δίνουν ελευθερία στιχουργικά. Όσο για τους γαλλόφωνους, όταν θέλουν μια μουσική λίγο πιο street, θα διαλέξουν gypsy ή balkan. Τώρα όμως μπήκε στη λίστα τους και το ρεμπέτικο. Συναντάς μουσικούς που δεν έχουν καμία σχέση με την Ελλάδα, αλλά μαθαίνουν ελληνικά για να λένε αμανέδες. Τραγουδάνε αμανέδες οι άνθρωποι!

“Αγάντα, βλάμισσα, γκλάβα, τεκές, μάλε βράσε, γιαβουκλού, αλάνης, αντάμ αμάν”.

“Τι γλώσσα είναι αυτή;” – “Αυτή, αδερφέ μου, είναι το ησπεράλντο, το λεξικό του μάγκα! Κι από ενθάδε κι εμπρός όλη η Ελλάδα θα ξηγιέται μ’ αυτό το βιολί” αναφέρει στο ρεμπέτικο τραγούδι το “Λεξικό του Μάγκα”.

Για τις λέξεις του ρεμπέτικου που δεν καταλάβαινα ρωτούσα τους Έλληνες. Πολλές φορές όμως υπάρχει σύγχυση. Είναι ένα κομμάτι που λέγεται “Εργάτης Τιμημένος”. Ανάμεσα στους στίχους που λέει στην καλή του για τα ψάρια που θέλει να του τηγανίζει και τα παντζάρια και τη σκορδαλιά, αναφέρει προς το τέλος του τραγουδιού “Τώρα με το Εν Αρ Ε, θα σου πάρω καναπέ”. Ρωτούσα, λοιπόν, από δω κι από κει τι ήταν αυτό το “Εν Αρ Ε” και δεν ήξεραν να μου πουν. Ψάχνοντας, ανακάλυψα πως το ’32 ο Ρουζβελτ είχε βγάλει έναν νόμο με αφορμή την τότε κρίση, με τον οποίο μπορούσαν οι φτωχοί άνθρωποι στην Αμερική να πάρουν εύκολα δάνειο και να αγοράσουν έπιπλα για το σπίτι τους. Έτσι θα τον αγόραζε τον καναπέ στην αγαπημένη του! Μας αρέσει πολύ να ψάχνουμε και να ανακαλύπτουμε τραγούδια όχι και τόσο γνωστά, ώστε να τα επαναφέρουμε στη ζωή και να τα μαθαίνει ο κόσμος.

Το ρεμπέτικο ήταν τρόπος ζωής. Τώρα μπορούμε να το καταλάβουμε μόνο από τα τραγούδια και τις φωτογραφίες. Θέλω πολύ να κάνουμε μια βραδιά σμυρναίικη στις Βρυξέλλες. Με μαξιλάρες κάτω, χωρίς περιορισμούς στο ταξίμι, να επιτρέπεται το κάπνισμα, να ‘μαστε εντελώς χυμαδιό. Στα live, μου αρέσει οι καρέκλες να είναι ατακτοποίητες και να υπάρχει μια αλέγρα διάθεση. Προσπαθήσαμε μια φορά να κάνουμε λίγο ακατάστατο τον χώρο, αλλά δεν τα καταφέραμε. Οπότε ξεκινάμε με την τάξη και περιμένουμε την αταξία να ‘ρθει από μόνη της. Αυτό που περιμένω με αγωνία να βγει στην επιφάνεια είναι μια νέα γενιά ρεμπέτικου. Τα ρεμπετάδικα κλείνουν, αλλά το ρεμπέτικο ανθίζει. Θέλω να βγει κάτι καινούργιο μέσα από την κρίση και η μετανάστευση των νέων, η προσφυγιά, το παράπονο, η αγανάκτηση και η οργή να είναι το εφαλτήριο για τους νέους ρεμπέτες».

 

 

 

 

Κεντρική φωτό: Η κομπανία μας λέγεται “Κοσμοκράτορες”, μας βάφτισε η Ρόζα Εσκενάζυ. Όταν τραγουδάς ρεμπέτικο, πράγματι νιώθεις βασιλιάς, δικτάτορας, θεός και κοσμοκράτορας. Φωτο: Θοδωρής Κονδάκος

 

Πηγή: www.lifo.gr

Top