O σαξοφωνίστας, φλαουτίστας και κλαρινίστας Eric Dolphy υπήρξε ένας θρύλος της τζαζ
Από τον Φώντα Τρούσα
Με αφορμή και με επίκεντρο μια σημαντική πρόσφατη έκδοση (και) με ανέκδοτες ηχογραφήσεις του, ρίχνουμε μια ματιά στην τρανή περίπτωσή του
Πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε στην Αμερική μια μνημειώδης έκδοση. Πρόκειται για το τριπλό CD “Musical Prophet / The Expanded 1963 New York Studio Sessions” [Resonance Records], που μεγεθύνει σε μια πολύ συγκεκριμένη χρονική στιγμή του έργου ενός μεγάλου της τζαζ, του Eric Dolply (L.A. 20 Ιουνίου 1928-Δυτικό Βερολίνο 29 Ιουνίου 1964).
Αν και στο back cover ως έτος παραγωγής αναφέρεται το 2018, στην πράξη η εντυπωσιακή αυτή έκδοση, που σταντάρει τον θρύλο συνθέτη, μπασοκλαρινίστα, άλτο σαξοφωνίστα, φλαουτίστα και κλαρινίστα της τζαζ στις εγγραφές του στη Νέα Υόρκη το 1963, κυκλοφόρησε την 25η Ιανουαρίου 2019 – το επισημαίνουμε, βασικά, για να μην ξεχαστεί στους απολογισμούς, στο τέλος της χρονιάς, επειδή εν προκειμένω έχουμε να κάνουμε με μια εντυπωσιακή έκδοση, που θα γράψει ιστορία.
Ο Eric Dolphy είναι ένας παγκόσμιος μάστερ μουσικός, ο οποίος ενώ αφομοίωσε ποικίλες “κλασικές” και “έθνικ” επιρροές, δούλεψε μέσα στη παράδοση της τζαζ διευρύνοντάς την.
Βεβαίως, την ιστορία την έγραψε ο ίδιος ο Eric Dolphy όσο ζούσε, όμως και το “Musical Prophet” έρχεται να συμβάλλει προς τη διατήρηση και διαιώνιση του τζαζ μύθου του μ’ έναν απολύτως ταιριαστό, για την περίπτωσή του, τρόπο.
Να πούμε κατ’ αρχάς τι ακριβώς περιέχει η συγκεκριμένη έκδοση.
Τα τρία CDs
Το πρώτο CD αφορά στο άλμπουμ του Eric Dolphy “Conversations”, που είχε κυκλοφορήσει από τη μικρή αμερικανική εταιρεία FM (που ειδικευόταν σε folk και jazz) το 1963, σε παραγωγή του Alan Douglas. Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε την 1η και την 3η Ιουλίου 1963, στα Music Maker’s Studios της Νέας Υόρκης και στην πρώτη βινυλιακή έκδοσή του περιλάμβανε τέσσερα tracks. Εδώ υπάρχουν έξι. Τα δύο επιπλέον ανέκδοτα είναι τα “Muses for Richard Davis 1” (7:34) και “Muses for Richard Davis 2” (8:21).
Το δεύτερο CD αφορά στο άλμπουμ “Iron Man”, που σε πρώτο χρόνο είχε τυπωθεί για την underground ετικέτα Douglas, του Alan Douglas, το 1968 (μετά το θάνατο του Eric Dolphy δηλαδή). Και αυτό το άλμπουμ είχε ηχογραφηθεί στις ίδιες sessions με το προηγούμενο (1η και 3η Ιουλίου 1963, Music Maker’s Studios, Νέα Υόρκη) και περιλαμβάνει πέντε tracks στην original έκδοσή του. Εδώ, όμως, ακούγονται έξι. Τα πέντε βασικά, συν το bonus “A personal statement” (14:59), γραμμένο στα WUOM studios, στην πόλη Ann Arbor του Michigan, την 2α Μαρτίου 1964.
Το τρίτο CD έχει τον σαφή τίτλο “Previously Unissued Official Studio Recordings” και περιλαμβάνει επτά alternate takes συνθέσεων, που, στην κανονική μορφή τους, υπάρχουν στα δύο προηγούμενα επίσημα LP. Φυσικά, οι ημερομηνίες εγγραφής είναι οι ίδιες (1η και 3η Ιουλίου 1963, Music Maker’s Studios, Νέα Υόρκη). Η διάρκεια αυτού του CD, με το ανέκδοτο υλικό, είναι μεγαλύτερη από 50 λεπτά!
Το βιβλίο
Όμως η έκδοση “Musical Prophet / The Expanded 1963 New York Studio Sessions” δεν είναι μόνο τα CDs, δεν είναι μόνο μουσική, είναι και διάβασμα. Και αναφερόμαστε στο εξαιρετικό 100 σελίδων(!) booklet, με το εντυπωσιακό περιεχόμενο. Να πούμε, λοιπόν, τι περιέχεται και σ’ αυτό.
Στην αρχή ένα κατατοπιστικό κείμενο του Zev Feldman, τζαζ παραγωγού, αντιπροέδρου και γενικού μάνατζερ της Resonance Records, που εξηγεί πώς μέσα από μια διαδρομή, στην οποία εμπλέκονται διάφορα γνωστά και λιγότερα γνωστά πρόσωπα (Charles Lloyd, Garrett Shelton, Jason Moran, James Newton, Hale Smith…), φθάσαμε στο ποθούμενο. Στην κυκλοφορία αυτού του άλμπουμ δηλαδή.
10 + 2 εξαιρετικά ελληνικά άλμπουμ από το 2018
Στη συνέχεια έχουμε ένα κείμενο του διακεκριμένου καθηγητή της Μουσικής (στο UCLA) James Newton, στο οποίο αναφέρονται διάφορα ιστορικά και μουσικολογικά στοιχεία, που αφορούν στον Eric Dolphy, στον τρόπο που συνέθετε κ.λπ.
Νέο κείμενο από τον Robin D.G. Kelley (επίσης καθηγητή στο UCLA και συγγραφέα), που εστιάζει στο τι προηγήθηκε εκείνων των εγγραφών, όπως και σ’ αυτές καθ’ αυτές τις νεοϋορκέζικες sessions.
Εν συνεχεία έχουμε κείμενο με αποσπάσματα λόγων φίλων και συνεργατών του Eric Dolphy (John Coltrane, McCoy Tyner, Ornette Coleman, Charles Mingus, Sonny Rollins), δανεισμένα από παλαιές και νεότερες πηγές, και ακόμη κείμενα των Bill Laswell και Michaël Lemesre για τον παραγωγό των συγκεκριμένων εγγραφών Alan Douglas, συν απόσπασμα συζήτησης της Juanita Smith (στενής φίλης του Eric Dolphy) στον Zev Feldman. Ας πούμε πως κάπως έτσι κλείνει το πρώτο μέρος του βιβλίου.
Στο δεύτερο μέρος υπάρχει σωρεία συνεντεύξεων με μουσικούς που γνώρισαν, υπήρξαν συνεργάτες του Eric Dolphy ή επηρεάστηκαν από ‘κείνον.
Μιλούν ο μπασίστας στις νεοϋορκέζικες sessions Richard Davis (παίζει και στο άλμπουμ-έμβλημα του Eric Dolply “Out to Lunch!”), ο άλτο σαξοφωνίστας στις ίδιες sessions Huey “Sonny” Simmons, ο ολλανδός ντράμερ Han Bennink (ο οποίος είχε προλάβει να παίξει και να ηχογραφήσει με τον Eric Dolphy), όπως και ο ντράμερ, βιμπραφωνίστας και πιανίστας Joe Chambers.
Παρεμβάλλεται, στη συνέχεια, ένα κείμενο για το πώς «πέρασε» η μουσική του Eric Dolphy στην Ιαπωνία (υπό Masakazu “Grappa” Sato), για να ακολουθήσει η συνέχεια των συνεντεύξεων, με μουσικούς που επηρεάστηκαν από το έργο του Eric Dolphy, όπως η φλαουτίστρια Nicole Mitchell, ο σαξοφωνίστας και φλαουτίστας Henry Threadgill, ο σαξοφωνίστας και φλαουτίστας επίσης Oliver Lake (που έχει κάνει tribute άλμπουμ στον Eric Dolphy), ο σαξοφωνίστας Steve Coleman, ο σαξοφωνίστας και μπάσο-κλαρινίστας David Murray και τέλος ο σαξοφωνίστας-φλαουτίστας Dave Liebman (με τα περισσότερα από 500 άλμπουμ στη δισκογραφία του είτε ως leader, είτε ως sideman).
Λέμε, λοιπόν, για ένα κανονικό βιβλίο με απίστευτη συμπυκνωμένη ύλη, που ρουφιέται γραμμή-γραμμή.
Μερικά λόγια για τον Eric Dolphy
Κατ’ αρχάς να πούμε πως ο Eric Dolphy, μια πολύ μεγάλη και πρόωρα χαμένη μορφή της τζαζ (ο Dolphy έζησε μόλις 36 χρόνια), είχε μια μάλλον μικρή δισκογραφική καριέρα ως leader. Εντάξει, ως sideman βρέθηκε δίπλα σε μέγιστες μορφές (John Coltrane, Ornette Coleman, Charles Mingus, George Russell, Oliver Nelson, Max Roach, Chico Hamilton, John Lewis…), όμως η προσωπική δισκογραφία του είναι μικρή. Μάλιστα, ο Robin D.G. Kelley γράφει πως για τα προσωπικά άλμπουμ του πήρε μόλις πέντε στούντιο record dates, τρεις από τις οποίες αφορούσαν τα LP “Outward Bound”, “Out There” και “Far Cry” (που γράφτηκαν όλα μέσα στο 1960).
Όλοι αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, γιατί εκείνες οι record dates του Ιουλίου 1963, μέσα στις οποίες ηχογραφήθηκε το υλικό αυτού του τριπλού άλμπουμ (3CD, αλλά και 3LP – η έκδοση βινυλίου κυκλοφόρησε την Record Store Day Black Friday, την 23η Νοεμβρίου 2018) υπήρξαν σημαντικές και καθοριστικές, αν θέλετε, για τη σύντομη στο χρόνο καλλιτεχνική πορεία τού τρανού μουσικού.
Για τον Eric Dolphy υπάρχει ένα ωραίο κείμενο του αμερικανού δημοσιογράφου, συγγραφέα, ποιητή και κριτικού Jonathan Cott (γενν. 1944) στο μέσα μέρος του gatefold cover, του 2LP “Copenhagen Concert” [Prestige, 1973]. Απ’ αυτό το κείμενο αξίζει να μεταφέρουμε εδώ λίγα λόγια. Σημειώνει ο Cott:
«(…) Ο Κλωντ Ντεμπυσσύ έγραψε κάποτε: “Σε όλες τις συνθέσεις προσπαθώ να εμβαθύνω στις διαφορετικές παρορμήσεις που τις εμπνέουν, όπως και στην εσωτερική ύπαρξή τους. Κάτι που το θεωρώ πολύ πιο ενδιαφέρον από κείνο το παιχνίδι, που τις διαλύει σε κομμάτια, σαν να είναι κάποιο περίεργο ρολόι”.
Έτσι κάπως και οι συνθέσεις του Έρικ Ντόλφι είναι μιαν απόδειξη της βαθιάς, πειθαρχημένης και εμπνευσμένης επεξεργασίας των δυνατοτήτων τής εσωτερικής ύπαρξης τής μουσικής.
Αυτό που προσδιορίζει και χαρακτηρίζει άμεσα το έργο του Ντόλφι είναι απλά η εξαιρετική μορφική σαφήνεια και διαύγειά του. Τούτες οι λέξεις συχνά αντιμετωπίζονται σαν ένα είδος αποστειρωμένης και άκαμπτης τεχνικής εξειδίκευσης, που καταντάει αυτοσκοπός, αλλά οι διαχύσεις, τα τυχαία παιξίματα και οι νυσταλέοι συναισθηματισμοί δεν ανοίγουν ποτέ τις πύλες για το αληθινό συναίσθημα. Δεν είναι παράξενο το γεγονός πως ο Ντόλφι συχνά μιλάει για τη μουσική του Σένμπεργκ, για τους Πυγμαίους του δάσους Ιτούρι (σ.σ. Κονγκό) ή για τον Ραβί Σανκάρ. Το κάνει γιατί σε όλα αυτά βρίσκουμε μιαν εκπληκτικά διακριτική οργάνωση και συγκέντρωση μουσικών υλικών, των οποίων η γνώση και μόνο θα μας φέρει κοντά στην πραγματική αγαλλίαση και στην έκσταση. “Αν θέλεις να καταλάβεις το αόρατο” λέει μια παροιμία “κοίτα προσεκτικά το ορατό”.(…)
Ο έλεγχος του Ντόλφι πάνω σε όλα τα διαρθρωτικά ηχοχρώματα και τις πτυχές τονισμού των οργάνων του –σαξόφωνα, φλάουτα και κλαρινέτα– πολύ δύσκολα θα καταλήξει σε αυτοσκοπό. Πιο πολύ χρησιμοποιεί τη δεξιοτεχνία του και την κοφτερή σαν ξυράφι αίσθησή του για το χρόνο, για να σχηματίσει και να χρωματίσει φράσεις εκπληκτικής μουσικότητας και ακόμη λυρικής δύναμης μ’ ένα είδος αρχιτεκτονικής λογικής, που εμπεριέχει, αντί να διαλύει εις τα εξ ων συνετέθη, τη μουσική ορμή του.(…)
Ο Έρικ Ντόλφι είναι ένας παγκόσμιος μάστερ μουσικός, ο οποίος ενώ αφομοίωσε ποικίλες “κλασικές” και “έθνικ” επιρροές, δούλεψε μέσα στη παράδοση της τζαζ διευρύνοντάς την(…)».
Το άλμπουμ “Conversations”
Το πρώτο κομμάτι από το “Conversations” είναι το “Jitterbug waltz” του Fats Waller. Στην μπάντα, στο συγκεκριμένο track, πέραν του Eric Dolphy ακούγονται και οι Woody Shaw τρομπέτα, Bobby Hutcherson βιμπράφωνο, Eddie Khan μπάσο και J.C. Moses ντραμς. Μικρό σχήμα, εντελώς ευλύγιστο και οπωσδήποτε σουινγκάτο, με τον Dolphy να κάνει τη διαφορά με το φλάουτό του, δείχνοντας σέβας προς τις κλασικές αξίες.
Ακολουθεί το “Music matador” με Eric Dolphy σε μπάσο κλαρίνο, William “Prince” Lasha φλάουτο, Huey “Sonny” Simmons άλτο σαξόφωνο, Clifford Jordan σοπράνο σαξόφωνο, Richard Davis μπάσο και Charles Moffett ντραμς. Πρωτότυπη σύνθεση των Lasha και Simmons, το “Music matador” είναι ένα calypso, με τα ethnic στοιχεία του να ακούγονται (και για την εποχή) σχετικώς προχωρημένα. Ο Dolphy έχει μάλλον περιορισμένο ρόλο εδώ, αφήνοντας χώρο για απανωτά σόλι στους σαξοφωνίστες του, με τον μπασίστα Davis να γράφει όχι μέτρα, αλλά χιλιόμετρα προς το τέλος.
Το επόμενο track τιτλοφορείται “Love me” και δεν είναι άλλο από ένα στάνταρντ των Ned Washington και Victor Young (μια μπαλάντα, που είχε τραγουδήσει και ο Frank Sinatra ανάμεσα σε άλλους). Εδώ, ο Eric Dolphy ακούγεται μόνος του στο άλτο σαξόφωνο. Τέλεια ισορροπία της ηχητικής δράσης, με τη μελωδία να χτίζεται συνεχώς, δίνοντας σ’ αυτό το ποπ τραγούδι, μια μεγαλειώδη διάσταση.
Το “Alone together” που ακολουθεί και κλείνει το original άλμπουμ βρίσκει μαζί τους Eric Dolphy μπάσο-κλαρίνο και Richard Davis μπάσο. Εκπληκτικό 14λεπτο σχεδόν track από δύο master μουσικούς, με τρομερά παιξίματα και πλήρη συναισθηματικό όγκο. Πολύ προχωρημένο για το 1961!
Τα δύο ανέκδοτα “Muses for Richard Davis 1” και “2” είναι συνθέσεις του πιανίστα Roland Hanna. Ο Dolphy είχε ηχογραφήσει σε σχήμα ντούο με μπασίστα (με τον Ron Carter), αλλά αυτές εδώ οι συνομιλίες του με τον Richard Davis είναι άλλο πράγμα. Φοβερό arco παίξιμο από τον μπασίστα και με τον Dolphy να σχηματίζει γραμμή-γραμμή το τζαζ λεξιλόγιο του μπάσου κλαρίνου.
Το άλμπουμ “Iron Man”
Το άλλο άλμπουμ, το “Iron Man”, ανοίγει με το φερώνυμο track, που είναι σύνθεση του Eric Dolphy και στο οποίο συμμετέχουν οι William “Prince” Lasha φλάουτο, Huey “Sonny” Simmons άλτο σαξόφωνο, Clifford Jordan σοπράνο σαξόφωνο, Woody Shaw τρομπέτα, Garvin Bushell μπασούν, Bobby Hutcherson βιμπράφωνο, Eddie Khan μπάσο και J.C. Moses ντραμς. Έξοχη σύνθεση σε γρήγορο τέμπο, με πολλά επίπεδα και με τους μουσικούς να βγαίνουν διαδοχικά «μπροστά» προσφέροντας συνεχή σόλι σε σαξόφωνα, τρομπέτα, βιμπράφωνο και κοντραμπάσο.
Ακολουθεί το “Mandrake” με Dolphy, Lasha, Simmons, Jordan, Shaw, Bushell, Hutcherson, Davis και Moses ντραμς (ίδια line-up με την προηγούμενη, με μόνη αλλαγή στη θέση του μπασίστα). Ακόμη μια εξαιρετική σύνθεση του Dolphy, μεστή, με διαρκή κινητικότητα και ασυγκράτητη στα παιξίματα και τις συνομιλίες. Τι να πρωτοθαυμάσεις κι εδώ!
Το “Iron Man” συνεχίζει με το “Come Sunday”, που είναι σύνθεση του Duke Ellington από τη μνημειώδες μεγάλης διάρκειας Black Brown and Beige (εδώ μόνο με Dolphy μπάσο-κλαρίνο και Richard Davis κοντραμπάσο). Όπως και στο “Alone together”, από το προηγούμενο LP (CD), οι Dolphy και Davis γράφουν και σ’ αυτό το track ιστορία, όντας οι μοναδικοί performers. Μπορεί να μην είναι σπάνια η πληρότητα που μπορείς να νοιώσεις από δύο μόλις όργανα, όμως εδώ αυτή η ακριβώς η πληρότητα δεν αγγίζει απλώς το τέλειο – είναι τέλεια.
Το “Come Sunday” παραδίδει τη σκυτάλη στο “Burning Spear”, που είναι σύνθεση του Dolphy (με Dolphy στο μπάσο-κλαρίνο, Lasha, Simmons, Jordan, Shaw, Bushell, Hutcherson, Davis, Khan –παίζουν και οι δύο μπασίστες– και Moses στο σχήμα). Ο ορισμός τής σύγχρονης jazz. Φοβερό track, που σπάει τα κοντέρ, με συνεχείς μελωδικές αναδιπλώσεις και κρεσέντι, και επιπλέον αφιερωμένο στον πρώτο πρωθυπουργό της Κένυας, τον Jomo Kenyatta (αυτός ήταν ο Burning Spear), τον πρωτεργάτη τής εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας.
Eric Dolphy – Burning Spear
Τελευταίο κομμάτι του κανονικού LP ήταν το “Ode to C.P.”, δηλαδή το “Ode to Charlie Parker” (μόνο με Eric Dolphy φλάουτο και Richard Davis μπάσο). Σύνθεση του Jaki Byard από το LP “Far Cry” [New Jazz, 1962] κατά πρώτον, εδώ, στα credits, αποδίδεται όλως περιέργως στον Dolphy.
Το CD θα κλείσει με το 15λεπτο bonus track “A personal statement”, που είναι ηχογραφημένο από τους Eric Dolphy άλτο, μπάσο-κλαρίνο, φλάουτο, Bob James πιάνο, Ron Brooks μπάσο, Robert Pozar κρουστά και David Schwartz φωνή, στην Ann Arbor του Michigan, την 2α Μαρτίου 1964. Το κομμάτι αυτό, που έχει τιτλοφορηθεί και ως “Jim Crow”, ακούστηκε για πρώτη φορά το 1987, στο LP της Blue Note “Other Aspects” και ήταν σύνθεση του Bob James. Παράξενο; Ναι, αν αναλογιστούμε τη smooth εξέλιξη του James, αλλά για ‘κείνη την εποχή όχι και τόσο (αν σκεφθούμε το πώς ηχούσαν άλμπουμ του, όπως το “Bold Conceptions” του ’63). Εντυπωσιακός, εδώ, είναι και ο τραγουδιστής David Schwartz (σ’ αυτή την κοινωνική avant μπαλάντα, με τα αντιρατσιστικά μηνύματα), ο οποίος τραγουδά σε «περιοχές» κόντρα-τενόρου. Γενικώς, το track είναι εντυπωσιακό, με τον Eric Dolphy να δείχνει τις μεγάλες εκτελεστικές δυνατότητές του και στα τρία αγαπημένα του όργανα.
Το CD με τις “previously unissued official studio recordings”
Και πάμε στο τρίτο CD με τα εφτά tracks, που αποτελούν όλα ανέκδοτες εναλλακτικές εγγραφές συνθέσεων από τα δύο προηγούμενα άλμπουμ.
Έτσι, από το “Conversations” ακούγονται τα “Jitterbug waltz”, “Music matador”, “Love me” (δύο φορές) και “Alone together” (κατά βάση ακούγεται μία-φορά-και-κάτι ολόκληρο το κανονικό LP!) και από το “Iron man” τα “Mandrake” και “Burning Spear”. Οι διάρκειες των κομματιών αυτών δεν είναι ολόιδιες μ’ εκείνες των κανονικών LP, κάτι που δείχνει τη σχετική ελευθερία με την οποία ηχογραφούσαν τα εκάστοτε σχήματα, με τους μουσικούς να παίζουν επιπλέον σόλι ή να είναι πιο «συγκρατημένοι» (αναλόγως). Τώρα, γιατί προτιμήθηκαν για τις κανονικές κυκλοφορίες το 7:16 “Jitterbug waltz” και όχι το 9:23 (που ακούμε εδώ) ή το 11:59 “Burning Spear” από το 10:33 (που ακούμε εδώ), αυτό (μάλλον) ήταν θέμα του παραγωγού Alan Douglas και δεν έχει να κάνει με αυτή καθ’ αυτή την αξία της μουσικής ή οποία, για μιαν ακόμη φορά, είναι εκπληκτική!
Το τέλος…
Αν υπάρχει ένα άλμπουμ του Eric Dolphy το οποίο γνωρίζουν απαξάπαντες, ακόμη κι εκείνοι που ασχολούνται περιστασιακά με την τζαζ, αυτό είναι το περίφημο “Out to Lunch!” [Blue Note, 1964], που ηχογραφήθηκε από τον Rudy Van Gelder, την 25η Φεβρουαρίου 1964, στο στούντιό του, στο Englewood Cliffs του New Jersey. Σ’ εκείνο το άλμπουμ, που θεωρείται ένα από τα κορυφαία τζαζ άλμπουμ όλων των εποχών (και που θα το βρείτε σε κάθε σοβαρή σχετική τζαζ-λίστα), ο Eric Dolphy είχε συνεργαστεί με τους Freddie Hubbard τρομπέτα, Bobby Hutcherson βιμπράφωνο, Richard Davis μπάσο και Tony Williams ντραμς.
Στο “Out to Lunch!” ο Dolphy ουσιαστικά επεκτείνει και ολοκληρώνει τους αισθητικούς προβληματισμούς του για μια σύγχρονη μουσική (που είχε αναπτύξει στα νεοϋορκέζικα sessions του Ιουλίου ’63, για τα οποία γράψαμε πιο πάνω), δίνοντας ένα άλμπουμ που διέτρεχε την τζαζ ιστορία μέσα από τα νεότερα διδάγματα της modal, του hard bop και της free και το οποίο από πολύ νωρίς αποκαλέστηκε masterpiece. Και ήταν.
Δεν ήταν όμως και η τελευταία εγγραφή του Dolphy, ο οποίος λίγο καιρό μετά την ηχογράφηση του “Out to Lunch!” (προς τον Απρίλιο του ’64) φεύγει για περιοδεία στην Ευρώπη με το σεξτέτο του Charles Mingus. Θα προκύψουν εγγραφές σε Άμστερνταμ, Όσλο, Στοκχόλμη, Κοπεγχάγη, Βρέμη, Παρίσι, μα ακόμη και σε Λιέγη, Μπολώνια, Βούπερταλ, Στουτγκάρδη, σε μια περιοδεία που θα την συνεχίσει μόνος του ο Dolphy (συνεργαζόμενος κυρίως με ευρωπαίους μουσικούς), καθώς έβλεπε πως στην Ευρώπη ήταν όλα (ή εν πάση περιπτώσει τα περισσότερα) πιο εύκολα για ‘κείνον, ώστε απρόσκοπτα να δημιουργήσει. Και όντως, αφού γράφει συνεχώς νέο υλικό σε Παρίσι, Αϊντχόφεν, Χίλβερσουμ (Ολλανδία) και ξανά Παρίσι, στο τελευταίο του session, την 11η Ιουνίου 1964.
Λίγες μέρες αργότερα, την 29η Ιουνίου, ο Eric Dolphy θα φύγει από τη ζωή στο τότε Δυτικό Βερολίνο. Η πιο αποδεκτή αιτία θανάτου του ήταν πως κατέρρευσε από διαβητικό κώμα. Μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο, του χορηγήθηκε ινσουλίνη, αλλά πέθανε από σοκ. Ήταν μόλις 36 ετών.
Eric Dolphy – Musical Prophet: The Expanded 1963 New York Studio Sessions (The Story)
Κεντρική εικόνα: Ο Eric Dolphy, μια πολύ μεγάλη και πρόωρα χαμένη μορφή της τζαζ (ο Dolphy έζησε μόλις 36 χρόνια), είχε μια μάλλον μικρή δισκογραφική καριέρα ως leader. Φωτο: Chuck Stewart Photography/Resonance Records