Το Ελληνικό Στοιχείο στην Επτανησιακή Μουσική Σχολή (μέρος 2ο)
Οι Επτανήσιοι συνθέτες του 19ου αιώνα, παρ’ όλες τις Ιταλικές επιρροές που είχαν δεχτεί, αποτόλμησαν – και φαίνεται σε βάθος χρόνου να δικαιώνονται για την επιλογή τους αυτή- να κινηθούν σε αυτό που θα μπορούσαμε περιφραστικά να ονομάσουμε «μουσικό εθνικισμό». Ο μουσικός εθνικισμός, είναι ένα στοιχείο που διέπει ως επί το πλείστον τις Εθνικές Σχολές. Έτσι, μπορεί να εξαχθεί και το συμπέρασμα ότι η Επτανησιακή Μουσική Σχολή υπήρξε πιο πρωτοπόρος από τις Εθνικές Σχολές και οπωσδήποτε από αυτή της Ελλάδας.
Έρευνα (και ευρήματα)
Η έρευνα του γράφοντος στα αρχεία της Φ.Ε.Κ. κατέδειξε πλήθος ελληνικότατων έργων, γραμμένων από τους εκπροσώπους της Επτανησιακής Σχολής, όπως :
– Ν.Χ. Μάντζαρος: Οι παλμοί της καρδιάς μου: Η Ελληνίς για φωνή και πιάνο [1], 16 Arie Grecke [2],
– Ναπολέων Λαμπελέτ: Το τραγούδι των Αθηνών για φωνή και πιάνο [3],
– Σπυρίδων Ξύνδας: Ζεστό είναι το μνήμα σου για φωνή και πιάνο [4]
– Γεράσιμος Λαυράγκας:Τα τραγούδια του στρατού. Συλλογή τραγουδιών για φωνή και πιάνο [5].
– Αλέξανδρος Γκρεκ: κράζοντας Αέρα [6], Στοχασμός [7], Η Φαρμακωμένη [8], Κλάψε κοπέλα, [9] Νυχτερινό Παράπονο [10], Στο σούρουπο [11], Έλα- Come- Viens [12], όλα για φωνή και πιάνο.
[1] Α/Α 01307, [2] 889. Στο συγκεκριμένο έργο η καταλογογράφηση βασίζεται στο ερευνητικό πόνημα: Καίτης Ρωμανού, Ίωνα Ζώτου, Αριάδνης Αναστασοπούλου, Αριστείδη Κέντρου, Νίκου Πουλάκη, Παύλου Βεντούρα: Η μουσική βιβλιοθήκη της Φιλαρμονικής Εταιρίας Κερκύρας, Εκδόσεις Κουλτούρα, Αθήνα 2004, [3] Α/Α 02071, [4] Α/Α 03012, [5] Α/Α 01130, [6] Α/Α 00694, [7] Α/Α 01293, [8] Α/Α 01293β, [9] Α/Α 01294α, [10] Α/Α 01294γ, [11] Α/Α 01516, [12] Α/Α 01517
Το θέατρο στην Επτανησιακή Μουσική Σχολή
Η σχέση του κοινού με το θέατρο, και ειδικότερα με τα θεωρία, αντικατοπτρίζει ότι η θεατρική παράσταση δεν ήταν για τους Επτανησίους απλό ζήτημα διασκέδασης αλλά ξεκάθαρα ένα ταξικό ζήτημα. Τα θέατρα της Κέρκυρας, της Ζακύνθου και της Κεφαλονιάς υπήρξαν φορείς καλλιέργειας του πνεύματος και «σμίλευσης» των ιδεωδών εκείνων τα οποία άρχισαν να χτίζουν στο υποσυνείδητο των Επτανησίων την ανάγκη για μια Εθνική Ταυτότητα. Μια ταυτότητα Ελληνική.
Ενδεικτικό γεγονός που αντανακλά τη σπουδαιότητα που έπαιζαν τα θέατρα της Επτανήσου στη διαμόρφωση ενός Ελληνικού γίγνεσθαι είναι και το παρακάτω ενδεικτικό περιστατικό: Βρισκόμαστε στο έτος 1833. Ο Όθων διασχίζει το Ιόνιο με προορισμό το Ναύπλιο προκειμένου να ενθρονιστεί ως Βασιλέας των Ελλήνων. Το πλοίο σταματάει στην Κέρκυρα για ανεφοδιασμό. Η σπουδαιότητα και η «Ελληνικότητα» του γεγονότος αυτού, το οποίο αποτιμάται ως χαρμόσυνο από τους κατοίκους της Κέρκυρας (ο βασιλιάς της Ελλάδας βρίσκεται κοντά τους), αντικατοπτρίζεται πλήρως στο γεγονός ότι ο Εθνικός Ποιητής Διονύσιος Σολωμός μοιράζεται τη χαρά του με τους Κερκυραίους μέσα από τον εξαίσιο στίχο: Μεσ’ στο γιαλό της Κέρκυρας μαύρ’ είμαι πέτρα κι έρμη, κι είναι δικό Σου δόξασμα, δικός Σου πλούτος είναι πνεύμα καλό που σ’άρεσε φωνή να μου χαρίσης. Κι αν με πατήσεις, Βασιλιά, βγαίνω βαγί και δάφνη.[12]
Όπως αναφέρει ο έγκριτος ιστορικός Νίκιας Λούντζης: «Το ιστορικό λοιπόν εκείνο βράδυ, η επαφή του λαού και του ενσαρκωτή των ονείρων του, πραγματοποιείται στην όπερα! Ο Άγγλος High Commissioner λόρδος Nugent συνοδεύει τον Όθωνα στο θέατρο μετά πλήθος απλού κόσμου. Η μουσική, και εν προκειμένω ο ναός της ονόματι San Giacomo, έγινε το όχημα της αμφίδρομης επικοινωνίας λαού και Βασιλέα με κοινό στόχο την ανάταση του Ελληνισμού». [13]
Το θέατρο δεν λειτουργούσε σαν απλό όχημα διασκέδασης αλλά σαν θεσμός. Θεσμός προσανατολισμένος στα Εθνικά Ιδεώδη. Ένα ακόμα ενδεικτικό γεγονός που τεκμηριώνει την παραπάνω θέση αναφέρεται στη Ζάκυνθο του 1858. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Παύλου Καρρέρ, όλα τα Επτάνησα «βράζουν» για Ένωση με την Ελλάδα. Το Λονδίνο σε μια ύστατη προσπάθεια ελέγχου της κατάστασης στέλνει τον πολύπειρο φιλέλληνα Gladstone (1809 – 1898). Σύμφωνα λοιπόν με το ημερολόγιο του Καρρέρ, ο Gladstone επισκέφτηκε ένα απόγευμα το θέατρο και παρακολούθησε Rigoletto. Το θέατρο στολίστηκε κατάλληλα για την περίσταση, ο κόσμος το γέμισε ασφυκτικά, καλοδεχούμενος τον Gladstone, και όλοι στο τέλος αποθέωσαν την πρωταγωνίστρια Ισαβέλλα Γιατρά (μετέπειτα σύζυγο του Παύλου Καρρέρ).[14]
[12] Λούντζης, Νίκιας: ό.π. σ. 58
[13] Λούντζης, Νίκιας: Η Ζάκυνθος μετά μουσικής, Τεύχος Β, Οι φίλοι του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, 2009., σ.56
[14] Λούντζης, Νίκιας: ό.π.
Οι φιλαρμονικές στην Επτανησιακή Μουσική Σχολή και ο κοινωνικός τους ρόλος
Οι επτανησιακές φιλαρμονικές εταιρίες παρείχαν σαν κονσερβατόρια δωρεάν παιδεία και οικοτροφή στα ελληνόπουλα. Ήταν τόποι συναναστροφής και διαλόγου των διανοουμένων. Οι μπάντες ήταν κήρυκες της εθνικής ιδεολογίας και η πηγή από την οποία επανδρώθηκαν οι στρατιωτικές μπάντες της Ελλάδας. Μουσικά σύνολα και σχολεία ονομάστηκαν «Φιλαρμονικές» και ιδρύθηκαν από τις αρχές του 19ου αιώνα σε Ζάκυνθο (1816), Ληξούρι (1837), Αργοστόλι (1838), Κέρκυρα (1840) και Λευκάδα (1850). [15]
[15] Τζερμπίνος, Στέλιος: Φιλαρμονικά Ζακύνθου (1816-1960), Φιλόμουση Κίνηση Ζακύνθου, Ζάκυνθος, 1996
Η Φιλαρμονική Εταιρία Κέρκυρας (Παλαιά Φιλαρμονική)
Μεταξύ αυτών, η μόνη που συνεχίζει απρόσκοπτα το έργο της μέχρι σήμερα είναι η Φιλαρμονική Εταιρία της Κέρκυρας. Το οργανόγραμμά της, από τα πρώτα χρόνια ήταν εντυπωσιακό: Η μουσική σχολή υποδιαιρέθηκε σε τμήματα εκτέλεσης και σύνθεσης. Στο τμήμα εκτέλεσης διδάσκονταν πνευστά, έγχορδα, πιάνο και χορωδιακό ρεπερτόριο. Στο τμήμα σύνθεσης διδάσκονταν η πλήρης σειρά ανωτέρων θεωρητικών, δηλαδή αρμονία, αντίστιξη, φούγκα και σύνθεση.[16]
Η συμβολή της συγκεκριμένης φιλαρμονικής εταιρίας δεν περιορίζεται εδώ, αφού παιάνισε τον Ύμνο εις την Ελευθερία του Μάντζαρου στην Αθήνα, στις επίσημες εορτές της Ένωσης της Επτανήσου με την Ελλάδα. Αποτέλεσμα της εκτέλεσης αυτής ήταν να καθιερωθεί αρχικά το κομμάτι σαν το «εθνικόν άσμα» του βασιλικού ναυτικού (Μέχρι στιγμής δεν έχει βρεθεί το επίσημο έγγραφο καθιέρωσης του έργου ως εθνικού ύμνου της χώρας) [17].
Η προσωπικότητα του Μάντζαρου συνέβαλε και στον φιλανθρωπικό ρόλο της Φιλαρμονικής Εταιρίας Κερκύρας. Αφοσιώθηκε στη διαπαιδαγώγηση του λαού με πολύ κόπο και προσωπικές θυσίες και έξοδα. Το ψήφισμα της Ιονίου Βουλής, με ημερομηνία 28 Ιουνίου 1855, για ισόβια σύνταξη στο Μάντζαρο αναφέρει σχετικά: «Επειδή ο Ιππότης Νικόλαος Μάντζαρος αφιερώσας το πλείστον μέρος της ζωής του εις την μελέτην της Μουσικής τέχνης, μεγάλως διαπρέπει εν αυτή μεταξύ ομοεθνών τε και ξένων δια τε την ευφυΐαν του, και τας βαθύτατας γνώσεις του. Επειδή όχι μόνον τιμά τοιουτοτρόπως την εαυτού πατρίδα, αλλά και ευεργετεί αυτήν αδιακόπως διδάσκων αμισθί προ πολλών ετών τους φιλόμουσους νέους και θυσιαζων εις καλλιέργειαν και διάδοσιν της Τέχνης τα ιδιαίτερα αυτού συμφέροντα. Επειδή δίκαιον είναι[…..] όσοι τοσούτων γενναίως και λυσιτελώς μοχθούσι προς τιμήν και φωτισμόν της Πατρίδος. Αποφασίζει…… κ.λ.π.»[18]
[16] Ρωμανού, Καίτη: Έντεχη Ελληνική Μουσική στους νεώτερους χρόνους, Εκδόσεις Κουλτούρα, Αθήνα, 2006, σελ. 86 – 87
[17] Ρωμανού, Καίτη: ό.π., σελ 91
[18] Μοτσενίγος, Σπύρος: Νεοελληνική Μουσική. Συμβολή εις την Ιστορίαν της (Αθήνα, 1958) σ. 104
Η Επτανησιακή Μουσική Σχολή ως όχημα διάδοσης των Ιδεών του Διαφωτισμού στον Ελλαδικό χώρο
Η κύρια δίοδος των ιδεωδών του Διαφωτισμού προς την υπόλοιπη Ελλάδα ήταν τα Επτάνησα. Ο 19οςαιώνας ήταν ο αιώνας του κινήματος του Ρομαντισμού, ενός κινήματος που έσπασε τις καθιερωμένες φόρμες και πρόβαλε μορφολογικές καινοτομίες μέσω των νέων ειδών σύνθεσης, όπως το Συμφωνικό Ποίημα και η Προγραμματική Μουσική. Σε αυτή τη χρονική στιγμή, λίγο πριν την ανάδυση των ανά την Ευρώπη «Εθνικών Σχολών», οι Επτανήσιοι εμφανίζονται «συνεπείς» με τις ανακατατάξεις και τις αλλαγές στο δημιουργικό πεδίο, συλλαμβάνοντας την ιδέα της εθνικής μουσικής. [19]
Τα πρώτα ιδρύματα για την κοινωνική πρόοδο και παιδεία του Λαού κατά την Επτανησιακή Μουσική Σχολή είχαν μεν βενετικά πρότυπα ως προς την οργάνωση και τη δομή τους, στόχευαν ωστόσο -μεταξύ άλλων- και στην προαγωγή της ελληνικής γλώσσας. Το 1824, ιδρύεται στην Κέρκυρα το πρώτο Ελληνικό πανεπιστήμιο μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, η «Ιόνιος Ακαδημία» (Κέρκυρα, 1824). Από το 1828, λειτούργησε και τμήμα μουσικής στην Ιόνιο Ακαδημία, με πρώτο διδάσκαλο τον Ιωάννη Αριστείδη (1786 – 1828).[20]. Η Ιόνιος Ακαδημία λειτούργησε μέχρι και το τέλος της Γαλλικής (αυτοκρατορικής) διοίκησης στο νησί της Κέρκυρας. [21]
[19] Ρωμανού, Καίτη: ο.π., σ. 47.
[20] Ρωμανού, Καίτη: ο.π. 48
[21] Κοθρής – Κουρκουμέλης, Νικόλαος: Η Εκπαίδευση στην Κέρκυρα κατά τη διάρκεια της Βρετανικής Προστασίας (1816 – 1864), Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων, Αθήνα, 2002.
Η επίγνωση της αναγκαιότητας για μια σύνθεση συγκροτημένης Εθνικής Μουσικής Σχολής
Η απαίτηση για «ελληνική μουσική» αποκρυσταλλώθηκε πλήρως, τόσο με γραπτά κείμενα όσο και με έργα, την ιστορική στιγμή όπου ο αλυτρωτισμός ζητούσε (και) καλλιτεχνικά μέσα για να εκφραστεί. Η επίγνωση της αναγκαιότητας για μια σύνθεση συγκροτημένης Εθνικής Μουσικής Σχολής, μετά τις συνθέσεις έρχεται και με κείμενα, από τους Επτανησίους. Το 1901, ο Κερκυραίος Τζώρτζης Λαμπελέτ διατυπώνει το μανιφέστο της Εθνικής Μουσικής [22].Ακολουθεί το 1903 η Ελληνική Σουίτα Αρ.1 του Κεφαλλονίτη Διονυσίου Λαυράγκα.
Ύστερα από όλα αυτά επισημαίνονται τουλάχιστον τρεις άξονες ανάμεσα στους θιασώτες της «Εθνικής Σχολής» και σε αυτούς της Επτανησιακής Μουσικής Σχολής: α) Ελληνική Θεματολογία , β) Μελοποίηση Ελλήνων ποιητών και γ) διεθνείς αισθητικές επιρροές.[21]
[22] Λαμπελέτ, Γεώργιος: Η Εθνική μουσική, Έτος Β’ 15/11/1901
[23] Λούντζης, Νίκιας:Η Ζάκυνθος μετα μουσικής, τΓ, ό.π., σ.289
Πρώτα ασφαλή συμπεράσματα
Καταλήγοντας, μπορεί να ειπωθεί πως η σχέση των Εθνικών Μουσικών Σχολών με το Ρομαντισμό σε όλη την Ευρώπη είναι νομοτελειακή. Κατά πρώτον γιατί ο Ρομαντισμός χαρακτηρίζεται από τη στροφή του προς τη λαϊκή παράδοση και την ανακάλυψή της ως στοιχείου Εθνικής ταυτότητας. Η ένταξη των Εθνικών Σχολών σε Εθνικο – απελευθερωτικά κινήματα συνεπάγεται τη σύνταξη μιας μουσικής γλώσσας κατάλληλης για εμφατικές εκφάνσεις εξιδανίκευσης στο επίπεδο της φαντασίας, στο επίπεδο του έργου τέχνης, δηλαδή μιας ρομαντικής γλώσσας. Με αυτό τον τρόπο, τα έργα τέχνης της εποχής εκείνης γίνονται «υποκατάστατα της εκπλήρωσης εθνικών πόθων, ανανεωτικών προοδευτικών ιδανικών ή και εξιδανικευμένη έκφραση της πραγματοποίησής τους».[24] Αρθρώνουν λοιπόν το μουσικό τους λόγο, μέσα από μουσικές φόρμες που άνθησαν κατά το τέλος του 19ου αιώνα, κατά το τέλος δηλαδή του Ύστερου Μετα-Βαγκνερικού Μουσικού Ρομαντισμού.
Το κομβικό momentum όπου κρίθηκαν…όπως κρίθηκαν μέχρι σήμερα τα έργα και οι ημέρες της Επτανησιακής Σχολής, είναι η εποχή των Βαλκανικών πολέμων. Είναι η εποχή που οι Επτανήσιοι Συνθέτες μετακομίζουν σε μια Αθήνα που δεν γνωρίζει σχεδόν τίποτα για το έργο τους, (σε μια εποχή που –ας μην ξεχνάμε- η διάδοση της πληροφορίας και της γνώσης ήταν σε πρωτόγονα επίπεδα σε σχέση με το σήμερα), και όπου στο χώρο κυριαρχούν συνθέτες οι οποίοι αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα δημιουργίας Ελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής, με προεξάρχοντα τον Μανώλη Καλομοίρη. Ορθώς διείδε την ανάγκη αυτή ο Μανώλης Καλομοίρης και η ομάδα του. Όφειλε όμως, ταυτόχρονα, να ρίξει μια ματιά στο μουσικό παρελθόν πριν χτίσει το μουσικό παρόν και μέλλον της Ελλάδας. Και κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ.
[24] Δήλωση του Δημήτρη Γιάννου, καθηγητή Ιστορικής Μουσικολογίας στο Α.Π.Θ. σε συνέντευξη που παραχώρησε στην τηλεοπτική εκπομπή «Ιστορία της Ελληνικής Μουσικής»
Το ιστορικό υπόβαθρο της αποτίμησης
Το ιστορικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο βρήκαν βήμα οι αισθητικές αυτές αναζητήσεις και ανακατατάξεις γύρω από ζητήματα τέχνης, στο επίκεντρο των οποίων βρέθηκε η εμβληματική προσωπικότητα του Μανώλη Καλομοίρη, ήταν ένα φαινόμενο που παρατηρήθηκε σε όλη την Ευρώπη και ήρθε στην Ελλάδα περίπου με κάποια καθυστέρηση. Πρόκειται για την άνοδο της μεσοαστικής τάξης, η οποία στο πρόσωπο του Ελευθερίου Βενιζέλου είδε να αναδύονται μεταξύ άλλων και τα εθνικά ιδανικά και οι μεγάλες Ιδέες. Πρόκειται δηλαδή, για μια «επανάληψη της ιστορίας», για ένα ακόμα γύρισμα του τροχού. Η «αναγνωρισμένη» Εθνική Σχολή, στα πλαίσια αποκρυστάλλωσης και παγιοποίησης της λειτουργεί όπως λειτούργησε η Επτανησιακή Μουσική Σχολή έναν αιώνα πριν. Η μόνη διαφορά είναι ότι η τελευταία, κοιτούσε προς δυσμάς ενώ η «Εθνική Σχολή» προς ανατολάς.
Post mortem postludio
Η Επτανησιακή Μουσική Σχολή δεν αντιμετωπίστηκε ποτέ μέχρι σήμερα σαν ένα μοναδικό ιστορικό-κοινωνικό φαινόμενο, στον Ευρωπαϊκό χώρο. Κι όμως, υπήρξε μοναδικό. Αντιμετωπίστηκε άδικα και άκομψα από τους Αθηναίους συνθέτες των αρχών του 20ού αιώνα σαν ένα Ιταλικό κακέκτυπο, θέση λανθασμένη και ανιστόρητη, όπως προκύπτει από τα παραπάνω γεγονότα που παρατέθηκαν και τεκμηριώθηκαν. Οι Επτανήσιοι μουσουργοί του 19ου αιώνα, έχοντας ευρωπαϊκή κουλτούρα, ιόνια ιδιοσυγκρασία και ελληνική ψυχή και νοοτροπία, χάρισαν στην ιστορία της τέχνης σελίδες πολύ υψηλού συνθετικού επιπέδου. Σελίδες μοναδικού, από κάθε παράμετρο, επιπέδου.
Συνεπώς, ύστερα από όλα τα παραπάνω μπορεί να τεκμηριωθεί η θέση πως η Επτανησιακή Μουσική Σχολή υπήρξε η πρώτη Εθνική Σχολή της Ελλάδας και μάλιστα επί Ελληνικού εδάφους από το 1864 και μετά. Μια Μουσική Σχολή που μέχρι και σήμερα δημιουργεί «αυτοτροφοδοτούμενη έμπνευση» και νέες, νεο-επτανησιακής μουσικής εκφάνσεις.
Βιβλιογραφία
- Αλεξιάδης, Μηνάς: H όπερα Μαραθών – Σαλαμίς (1888) του Παύλου Καρρέρ, στην Εθνική Λυρική Σκηνή (2003 & 2005), Aνακοίνωση στο Συνέδριο «Επτανησιακή Όπερα και Μουσικό Θέατρο έως το 1953» Ηλεκτρονική έκδοση τμήματος ΘεατρικώνΣπουδών, Αθήνα, 2011.
- Αρχείο Φιλαρμονικής Εταιρείας Κέρκυρας.
- Βήμα της Κυριακής.
- Δεληγιαννόπουλος, Σπύρος: Το Ελληνικό Στοιχείο στην Επτανησιακή Μουσική Σχολή, Ιονικά Ανάλεκτα, Αθήνα, 2014.
- Καλογερόπουλος, Τάκης: Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής. Γιαλλελής, Αθήνα, 1998.
- Καλομοίρης, Μανώλης:Η Τέχνη μου κι οι πόθοι μου, Για ωδεία και για τ’ ωδείο. Νουμάς, 1910.
- Καρδάμης, Κώστας: Ελληνικήν Μουσικήν. Εμπρός, Ιστορία Εικονογραφημένη, τεύχος 539, Αθήνα, Μάιος 2013.
- Καρδάμης, Κώστας: Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος «Ενότητα Μέσα στην Πολλαπλότητα», Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών, Κέρκυρα 2008.
- Κουρκουμέλης – Κοθρής, Νικόλαος: Η Εκπαίδευση στην Κέρκυρα κατά τη διάρκεια της Βρετανικής Προστασίας (1816 – 1864), Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων, Αθήνα, 2002.
- Κουρκουμέλης, Κοθρής Νικόλαος: Οι πρόσφυγες στην ελλάδα Ιταλοί λόγιοι και το μουσικό θέατρο των Επτανήσων. Aνακοίνωση στο Συνέδριο «Επτανησιακή Όπερα και Μουσικό Θέατρο έως το 1953» Ηλεκτρονική έκδοση τμήματος ΘεατρικώνΣπουδών, Αθήνα, 2011.
- Λαμπελέτ, Γεώργιος: Η Εθνική μουσική, Έτος Β’ 15/11/1901.
- Λεωτσάκος, Γιώργος: (Ξε)χάσαμε την Αθήνα…στοπ (ερευνώντας τα Επτάνησα) Aνακοίνωση στο Συνέδριο «Επτανησιακή Όπερα και Μουσικό Θέατρο έως το 1953» Ηλεκτρονική έκδοση τμήματος ΘεατρικώνΣπουδών, Αθήνα, 2011.
- Λεωτσάκος, Γιώργος: Οι χαμένες ελληνικές όπερες ή ο αφανισμός του μουσικού μας πολιτισμού,Έρευνες, Αθήνα, 1992.
- Λεωτσάκος, Γιώργος: Παύλος Καρρέρ – Απομνημονεύματα και Εργογραφία, Μουσείο Μπενάκη – Ιόνιο Πανεπιστήμιο, 2003.
- Λούντζης, Νίκιας: Η Ζάκυνθος μετά μουσικής, Τεύχος Β, Οι φίλοι του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, 2009.
- Λούντζης, Νίκιας: Η Ζάκυνθος μετά μουσικής, Τεύχος Γ, Οι φίλοι του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, 2010.
- Μοτσενίγος, Σπύρος: Νεοελληνική Μουσική. Συμβολή εις την Ιστορίαν της Αθήνα, 1958.
- Ξανθουδάκης, Χάρης: Ο άγνωστος Μάντζαρος. Διήμερο εκδηλώσεων, Αθήνα, 7-8 Δεκεμβρίου 2002, Προγραμματικές σημειώσεις.
- Ξεπαπαδάκου, Αύρα: Παύλος Καρρέρ, Fagotto Music, Αθήνα, 2013.
- Ross, Alex: The Rest Is Noise, Farrar, Straus and Giroux, New York, 2007.
- Ρωμανού, Καίτη: Εντεχνη Ελληνική Μουσική στους Νεότερους Χρόνους, Εκδόσεις Κουλτούρα, Αθήνα, 2006
- Τζερμπίνος, Στέλιος: Φιλαρμονικά Ζακύνθου (1816-1960), Φιλόμουση Κίνηση Ζακύνθου, Ζάκυνθος, 1996
- Τσέτσος, Μάρκος: Εθνικισμός και λαϊκισμός στη νεοελληνική μουσική. Αθήνα, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, 2011.
- Φιλαρμονική Εταιρεία Κέρκυρας: Σπυρίδων – Φιλίσκος Σαμάρας, Επετειακός Τόμος για τα 150 χρόνια από τη γέννησή του, Κέρκυρα 2011.
- Καίτη Ρωμανού, Ίωνας Ζώτος, Αριάδνη Αναστασοπούλου, Αριστείδης Κέντρος, Νίκος Πουλάκης, Παύλος Βεντούρας: Η μουσική βιβλιοθήκη της Φιλαρμονικής Εταιρίας Κερκύρας, Εκδόσεις Κουλτούρα, Αθήνα 2004.
φωτό: Η Ζάκυνθος κατά τον 19ο αιώνα