Η δημοτική μουσική, οι Τσιγγάνοι και ο Πάνας
Από τον Παντελή Μπουκαλά
Μανιώδης θηρευτής και συλλέκτης δίσκων και μουσικός παραγωγός ο Κρίστοφερ Κινγκ, ο Αμερικανός συγγραφέας του βιβλίου «Ηπειρώτικο μοιρολόι: Οδοιπορικό στην αρχαιότερη ζωντανή δημώδη μουσική της Ευρώπης» (εκδόσεις Δώμα), πριν από δύο χρόνια έθεσε σε κυκλοφορία ένα μέρος του θησαυρού που έχει ανακαλύψει: 28 ακυκλοφόρητα ελληνικά παραδοσιακά τραγούδια, με τον τίτλο «Why the mountains are black – Primeval Greek Village Music: 1907-1960».
Ορθότατα –και δίκαια– ο Κινγκ υπογραμμίζει στο βιβλίο του τη μεγάλη συμβολή των Τσιγγάνων στη δημιουργία, τη διατήρηση και τη διάδοση της ελληνικής δημοτικής μουσικής, όχι μόνο της ηπειρώτικης. Συμβολή τόσο κρίσιμη ώστε να μετριάζει κάπως τον υπερβολικό τόνο που σίγουρα έχει ο τίτλος ενός βιβλίου του Σκυριανού λαογράφου και λογοτέχνη Κωνσταντίνου Φαλτάιτς, που εκδόθηκε το 1927: «Το πρόβλημα του δημοτικού μας τραγουδιού: ελληνικό ή γύφτικο;». Αρκεί μία μνεία για να φανεί το μέγεθος της συμβολής. Θυμίζω όσα ιστορούσε ο Σαμουήλ Μπω-Μποβύ στο υποκεφάλαιο «Τα Γιάννινα και οι Γύφτοι» του βιβλίου του «Δοκίμιο για το δημοτικό τραγούδι» (Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ιδρυμα, Ναύπλιο 2005):
«Αντίθετα απ’ ό,τι συνέβαινε στην Ουγγαρία, όπου οι Γύφτοι είναι σχεδόν αποκλειστικά οργανοπαίχτες […], στην Ελλάδα, και μάλιστα στην Ηπειρο, φημίζονταν όχι μόνο για το παίξιμό τους αλλά και για το τραγούδι τους. […] Αναμφισβήτητα είναι οι Γύφτοι “δοκιμότατοι στιχοπλόκοι” […] που έφεραν το δίστιχο στην Ηπειρο, ή, πιο σωστά, στα Γιάννινα».
Εξαιρετικός αφηγητής ο Κινγκ, με χιούμορ που αριστεύει όταν επιδίδεται –αρκετά συχνά– στον αυτοσαρκασμό, κινείται ταυτόχρονα και άνετα σε δύο επίπεδα: της εμπειρίας και του βιώματος αφενός, του ήρεμου στοχασμού αφετέρου. Αντλεί έτσι και καταθέτει διαφορετικού τύπου τεκμήρια, που συντείνουν στο να επικυρώσουν την τριαδική αξονική ιδέα του: ότι η ηπειρώτικη μουσική είναι και η αρχαιότερη της Ευρώπης και ζωντανή και θεραπευτική. Πάνω σ’ αυτήν την προσπάθεια, όσο διάβαζα το «ερωτικό γράμμα του στη μουσική και τους ανθρώπους της Ηπείρου», άκουγα τη φωνή του Γιώργου Σεφέρη να λέει: «Η Ηπειρος είναι ένας τόπος όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμη». Για την Κύπρο μιλούσε βέβαια ο ποιητής, το θυμόμαστε. Ας μας συγχωρήσει όμως για τον σφετερισμό, που μοιάζει υποχρεωτικός στην περίπτωση του Κινγκ και του έρωτά του για την ηπειρώτικη παράδοση, την αντοχή της και τη γενναιοδωρία της.
Ας επιστρατεύσω εδώ άλλους δύο Ελληνες ποιητές, ώστε ο παραμυθητικός λόγος τους να πείσει τον Αμερικανό συγγραφέα πως δεν λαθεύει όταν γράφει «μού αρέσει να φαντάζομαι ότι ο Πάνας προσποιήθηκε πως πέθανε όταν έμαθε για την άνοδο της νέας θρησκείας», του χριστιανισμού. Τον Κωστή Παλαμά πρώτα. Το 1897, απαντώντας στην κραυγή «Ο μέγας Παν τέθνηκε», που ακούστηκε στο Ιόνιο περί το 35 μ.Χ., σύμφωνα βέβαια με την εξιστόρηση του Πλούταρχου, ο Παλαμάς στιχούργησε την πίστη του: «Η αρχαία ψυχή ζει μέσα μας / αθέλητα κρυμμένη, / ο Μέγας Παν δεν πέθανε, / όχι, ο Παν δεν πεθαίνει!». Τον Ανδρέα Εμπειρίκο έπειτα, παλαμιστή στα νιάτα του. Στο αφήγημά του «Αργώ ή πλους αεροστάτου» ο υπερρεαλιστής ποιητής σκηνοθετεί τον Πέντρο Ραμίρεθ να κραυγάζει: «Ο Μέγας Παν δεν πέθανε! Ο Μέγας Παν δεν πεθαίνει». Στην ουτοπική Παγκόσμια Συμπολιτεία που σχεδιάζει στο μυθιστόρημά του «Ο Μέγας Ανατολικός» επιλέγει ως επίσημη θρησκεία την του Πανός. Τέλος, στο ποίημα «Το μέγα βέλασμα ή Παν-Ιησούς Χριστός» αποθεώνει τον συγκρητισμό, κατά τον τρόπο και του Αγγελου Σικελιανού.
Είναι μια ευλογία για τον τόπο, διαχρονικά, ο συγκρητισμός. Αυτό το κατανοεί απολύτως ο Κινγκ. Και είναι ορθή η παρατήρησή του ότι «η Ορθόδοξη Εκκλησία, σε αντίθεση με την πιο δογματική και λιγότερο ευέλικτη Καθολική Εκκλησία, επιδόθηκε περισσότερο στην αφομοίωση παρά στην εξάλειψη των λαϊκών δοξασιών». Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι έλειψαν οι καταστροφές ναών (του Παρθενώνα συμπεριλαμβανομένου) ή οι διώξεις των ειδωλολατρών, των Ελλήνων. Με τα λαϊκά μουσικά όργανα μάλιστα είχε σοβαρό πρόβλημα η Ορθοδοξία. «Οργανα του Σατανά» τα αποκαλούσε. Και τα πολέμησε. Οσο κι αν προσπάθησε όμως, δεν κατάφερε να τα κάνει να σωπάσουν. Η εξήγηση είναι απλή: Η μουσική είναι η ζωή. Αντίθετα, στον Κάτω Κόσμο, «βιολιά δεν παίζουνε, παιγνίδια δεν βαρούνε». Την πίστη αυτή του δημοτικού μοιρολογιού την είχε διατυπώσει, σε άλλη φάση της ελληνικής γλώσσας, και ο Θέογνης από τα Μέγαρα, τον 6ο αιώνα π.Χ. Οποιος κατεβεί στο Ερεβος, έλεγε σε ποίημά του, «τέρπεται ούτε λύρης ούτ’ αυλητήρος ακούων». Σε κάποια αισθήματα, σε κάποιες ιδέες, είναι πολύ καλό να παραμένουμε στάσιμοι. Γιατί είναι ελευθερωτικό.
Επειδή τα οφειλόμενα πρέπει να δηλώνονται, στο βιβλίο του Κρίστοφερ Κινγκ οφείλω, εκτός των άλλων, την πρώτη μου συνάντηση στον πραγματικό κόσμο, και όχι στον κόσμο των λαογραφικών αναφορών σε περασμένες εποχές, μ’ ένα μάλλον απίστευτο και πάντως σημαδιακό γυναικείο όνομα. Ηξερα από τα διαβάσματα και τα γραψίματά μου πως η λαϊκή πίστη στη μαγική ισχύ των ονομάτων (δημιουργική ή αποτρεπτική), ιδιαίτερα των κυρίων, αποτυπώνεται και σε ορισμένες ονοματοδοτικές επιλογές που δείχνουν πόσο μικρή λογαριαζόταν η αξία των κοριτσιών, εν αντιθέσει με των παιδιών, των αρσενικών δηλαδή, που θα κρατούσαν ζωντανό το επώνυμο. Γράφει σχετικά ο Δημ. Β. Οικονομίδης στο δοκίμιό του «Η κοινωνική θέσις της Ελληνίδος κατά τινα έθιμα του λαού» («Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας», Ακαδημία Αθηνών, τόμος ΚΒ΄, έτη 1969-1973, Αθήνα 1973):
«Εις ολόκληρον σχεδόν την Ελλάδα πιστεύεται ότι, διά ν’ αποφύγουν την συνεχή γέννησιν θηλέων τέκνων, πρέπει να χρησιμοποιούν ωρισμένα ευχετικά ονόματα, τα οποία έχουν την δύναμιν της αποφυγής του κακού. Ούτω π.χ. εν Ηπείρω τα τέκνα, προ των οποίων πολλά θήλεα εγεννήθησαν, ίνα σταματήση η γέννησις και άλλων, καλούνται Σταμάτης, Στάθης (Ευστάθιος), Σταμάτω, Σταμάτα, Στασινή κττ. Εν τη κώμη Τσαμαντά της Ηπείρου είναι εν πολλή χρήσει το θηλυκόν όνομα Διώχνω, προελθόν κατά παρετυμολογίαν εκ του ρήματος διώκω. Το όνομα τούτο είναι προφανώς ευχετικόν, διδόμενον μετά την γέννησιν κατά σειράν θηλέων τέκνων, όπως επέλθη τρόπον τινά δίωξις αυτών ή γεννήση η μήτηρ άρρενα πλέον. […] Εν Φθιώτιδι οι γονείς παρακαλούν πολλάκις τον ανάδοχον να ονομάση Αγόρω ή Αγορίτσα του κορίτσι, διά να γεννηθή το μετέπειτα παιδί αρσενικόν. Και εν Κυνουρία, ίνα σταματήση ο κακός δαίμων της θηλυγονίας, συνηθίζονται τα ονόματα Σταμάτα, Σταματίνα, Σταματού. Εις τον Πόντον εις τινα θήλεα εδίδετο το όνομα Κανή, προερχόμενον εκ του κανεί (αρκεί) (εκ παρετυμολογίας), διά να σταματήση πλέον η γέννησις θηλέων».
Πώς την έλεγαν τη μητέρα του κλαριτζή Κίτσου Χαρισιάδη, γεννημένου στη Βήσσανη του Πωγωνίου το 1889; Διώχνω την έλεγαν. Να λοιπόν ένας επιπλέον λόγος που πιστοποιεί ότι δεν είναι διατηρητέα και συνεχιστέα όλη η παράδοση.
Κεντρική εικόνα: «Μια τυπική ημέρα», από τη δεύτερη ατομική έκθεση ζωγραφικής της Αγγελικής Ξυνού στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών, Γλύκωνος 4, Αθήνα. Εως τις 12 Ιανουαρίου.