Δημήτρης Μυστακίδης: «Οι νέοι αγαπούν και σέβονται το ρεμπέτικο»

Ο ανανεωτής του ρεμπέτικου φέρνει στο σήμερα σπάνιες ηχογραφήσεις ελλήνων μεταναστών στην Αμερική

 

Δεξιοτέχνης της λαϊκής κιθάρας, ιχνηλάτης και ανανεωτής του ρεμπέτικου. Ο Δημήτρης Μυστακίδης εδώ και 30 χρόνια εξερευνά το μουσικό αυτό θησαυρό χωρίς να σταματήσει να εκπλήσσεται από τις αξίες που κρύβει.

Με τον τελευταίο του δίσκο «Εσπεράντο» ανέδειξε το ρεμπέτικο ως μια οικουμενική μουσική γλώσσα με 16 – μεταπολεμικά κυρίως – λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια, διασκευασμένα για λαϊκή κιθάρα από τον Μυστακίδη και τραγουδισμένα από ισάριθμους ερμηνευτές της ελληνικής σκηνής:  Αλκίνοος Ιωαννίδης, Δήμητρα Γαλάνη, Γιώτα Νέγκα, Ελένη Τσαλιγοπούλου, Ελένη Βιτάλη, Φωτεινή Βελεσιώτου, Χρήστος Θηβαίος, Γιώργος Νταλάρας, Διονύσης Σαββόπουλος, Ελευθερία Αρβανιτάκη, Ματούλα Ζαμάνη, Ελεωνόρα Ζουγανέλη, Κωστής Αβυσσινός, Φώτης Σιώτας, Χρήστος Μαστέλος, Μανώλης Πάππος.

Αυτές τις μέρες ολοκληρώνει τη νέα του δουλειά με ρεμπέτικα τραγούδια που κυκλοφόρησαν και παίχτηκαν ζωντανά μόνο στην Αμερική, στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Πρωταγωνιστές αυτού του δίσκου είναι Έλληνες μουσικοί, όπως ο Γιώργος Κατσαρός και ο Κώστας Δούσας (ή Γκούσιας), μετανάστες στην Αμερική που ανέπτυξαν την τεχνική της τσιμπητής κιθάρας επηρεασμένοι από τo finger-picking παίξιμο των αφροαμερικανών bluesmen.

 Mαζί με τους συνεργάτες του, Γιώργο Τσαλαμπούνη και Δημήτρη Παππά στις κιθάρες και Ιφιγένεια Ιωάννου στο τραγούδι θα παρουσιάσει όλα τα Σάββατα του Φεβρουαρίου στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο διασκευές και επανεκτελέσεις γνωστών τραγουδιών από το ρεπερτόριο των Τσιτσάνη, Περιστέρη, Τούντα, Σκαρβέλη, Βαμβακάρη, Χιώτη, Μητσάκη, Ρούκουνα, Ριτσιάρδη, Νταλγκά.

 

Πότε ξεκίνησε η σχέση σας με τη μουσική και πιο συγκεκριμένα με την κιθάρα;
Αφορμή για να ασχοληθώ με τη μουσική υπήρξε ένας δάσκαλός μου στο δημοτικό που μας έβαζε όλους στην τάξη να παίζουμε κάποιο όργανο – κυρίως φλογέρες, κρουστά και μελόντικες. Εγώ, ότι μάθαινα στο σχολείο, πήγαινα και το έπαιζα στο σπίτι με μια κιθάρα που είχαμε, για εξάσκηση. Η σχέση αυτή μετράει λοιπόν κοντά 40 χρόνια!

Ποιες ήταν οι πηγές έμπνευσης στο ξεκίνημα της πορείας σας και κατά πόσο έχουν αλλάξει σήμερα;
Θεωρώ ότι η διαδρομή μου δε διαφέρει πολύ απ’ ότι των περισσότερων μουσικών. Νομίζω δηλαδή ότι στην αρχή εντυπωσιαζόμαστε και αντλούμε έμπνευση από μουσικούς που θαυμάζουμε και μετά, αφού κατακτήσουμε την τεχνική κυρίως γνώση βάζουμε τη δική μας σφραγίδα, ανάλογα με το τι κουβαλά ο καθένας. Έτσι και σε μένα. Όταν ξεκίνησα να παίζω στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, το ρεμπέτικο περνούσε την φάση της δεύτερης «αναβίωσής» του. Εκείνη την περίοδο με ενέπνευσαν οι μουσικοί που έπαιζαν σε κομπανίες, όπως η «Αθηναϊκή Κομπανία», το «Ρεμπέτικο Συγκρότημα Θεσσαλονίκης», αλλά και πολλοί μουσικοί στη Θεσσαλονίκη που ήρθα σε άμεση επαφή μαζί τους. Σήμερα είναι άλλα τα πράγματα που με κάνουν να θέλω να πιάσω την κιθάρα και να τολμήσω κάτι. Είναι κυρίως ο διάλογος με τον εαυτό μου και πράγματα που συμβαίνουν γύρω μου, που με συγκινούν θετικά ή αρνητικά και ψάχνουν δρόμο να βγουν προς τα έξω μέσα απ΄ την κιθάρα μου.

Tι είναι για σας τα ρεμπέτικα της Αμερικής στις αρχές του περασμένου αιώνα και πως προέκυψε η εστίαση σας σε αυτά.
Όλες μου οι δουλειές έχουν ως τώρα σαν κεντρικό σημείο αναφοράς τη λαϊκή κιθάρα και τις τεχνικές της όπως αναπτύχθηκαν σε όλη τη διαδρομή του ρεμπέτικου. Από τις προηγούμενές μου δουλειές έλειπε η περίοδος της πρώιμης ιστορίας του ρεμπέτικου και της αντίστοιχης τεχνικής της λαϊκής κιθάρας που δημιουργήθηκε από Έλληνες μετανάστες στην Αμερική. Με αφορμή όμως αυτά τα τραγούδια άρχισα να σκαλίζω βαθύτερα την ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης στην Αμερική και ομολογώ πως συγκλονίστηκα. Όχι τόσο από τα γεγονότα αυτά καθ’ αυτά, όσο απ’ τη διαπίστωση της άθλιας επανάληψης της ιστορίας, αυτού που συμβαίνει σήμερα μπροστά στα μάτια μας, απλώς με άλλους πρωταγωνιστές, Έλληνες και μη.

Πως συνομιλούν με το σήμερα;
Συνομιλούν εύκολα κατά τη γνώμη μου, γιατί έρχονται να «καθίσουν» σ’ αυτό το «δίπλωμα» του χρόνου, την επανάληψη της ιστορίας που λέγαμε. Η συνάφειά τους με το σήμερα είναι τόσο ισχυρή που, με πιο σύγχρονη γλώσσα και ήχο, θα μπορούσαν να είχαν γραφτεί σήμερα! Οι λόγοι που ώθησαν τον κόσμο να μεταναστεύσει στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου μοιάζουν με αυτούς που οδηγούν στην τωρινή μας «αιμορραγία». Οι δε καταστάσεις που έζησαν οι πρόγονοί μας στον τόπο που πήγαν, μη νομίζετε ότι διαφέρουν – με σύγχρονους όρους – απ’ αυτό που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονοι μετανάστες μας. Δυστυχώς όμως παρόμοιες συνθήκες διαμορφώνουμε κι εμείς, Έλληνες και Ευρωπαίοι, για όσους αναγκάζονται να φύγουν απ’ την πατρίδα τους και μάλιστα όχι για οικονομικούς λόγους, αλλά σαν πρόσφυγες και να ζητήσουν καταφύγιο στα δικά μας μέρη. Μοιάζει σαν σήμερα να δίνουμε και να παίρνουμε φόβο και ρατσισμό, να αναζητούμε αλληλεγγύη και ταυτόχρονα να τη στερούμε από άλλους, να προσπαθούμε να επιβιώσουμε εδώ ή έξω και παράλληλα να χτίζουμε τείχη για τους ανήμπορους εδώ ή έξω…

Πως βλέπετε την παρατεταμένη κρίση και το ανύπαρκτο μέλλον για μια ολόκληρη γενιά νέων ανθρώπων;
Θεωρώ ότι η κρίση είναι πρωτίστως κρίση αξιών και μετά οικονομική. Αν δεν διδαχτούμε απ’ την ιστορία, δεν ωριμάσουμε ως πολίτες, δεν επαναπροσδιορίσουμε τις αρχές μας, τότε δεν μπορούμε να περιμένουμε να αλλάξουν πολλά. Αυτά τα πράγματα διαμορφώνουν τις επιλογές μας και προσδιορίζουν τις ζωές μας. Ορίζουν το μέλλον το δικό μας και των παιδιών μας. Και παρότι οι ενδείξεις δεν είναι προς το παρόν θετικές, θέλω να είμαι αισιόδοξος. Όπως οι λαϊκοί μουσικοί σ’ εκείνη τη σκληρή περίοδο προσαρμόστηκαν και δημιούργησαν, έτσι θέλω να πιστεύω ότι όλοι μας, αλλά κυρίως η νέα γενιά που αναφέρατε, θα βρει τον τρόπο να χτίσει με νέα υλικά το μέλλον της.

Πως ανταποκρίνεται το νεότερο κοινό στα κομμάτια αυτά;
Συγκινητικά θα έλεγα. Οι νέοι έρχονται, ακούνε και, ευτυχώς πια, κρίνουνε. Δείχνουν όχι μόνο να αγαπούν, αλλά και να σέβονται αυτό το είδος. Σαν να κατανοούν σε μεγαλύτερο βάθος απ’ ότι παλιότερα την αξία που κουβαλά αυτό το ρεπερτόριο. Ίσως αυτό να συμβαίνει γιατί είναι πιο «διαβασμένοι», ίσως και να νιώθουν ότι αυτά τα τραγούδια τους αφορούν, ότι στη βάση τους περιγράφουν δικές τους καταστάσεις και συναισθήματα. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται να βλέπουν πιο καθαρά την αλήθεια του είδους, περισσότερο απ’ ότι οι παλαιότεροι. Αυτό το παρατηρώ τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο στις δικές μου παραστάσεις, αλλά και στις συναυλίες του Θανάση όποτε μου ζητούσε να παίξω κανένα ρεμπέτικο.

Tι έκανε πιστεύετε όλους αυτούς τους συνθέτες να γράψουν τα διαχρονικά κομμάτια του ρεμπέτικου; Πόσο σημαντικός ήταν ο στίχος και πόσο η φόρμα στη μουσική για τη δημιουργία του ρεμπέτικου; Πως τα αντιμετωπίζετε εσείς;
Την εποχή που δημιούργησαν, δεν υπήρχαν στιβαροί μηχανισμοί προώθησης. Το μόνο που μπορούσε να σε κάνει να «ανέβεις» ήταν η πραγματική αξία και η αλήθεια. Αυτό ακριβώς κάνανε. Είπαν την αλήθεια τους με πραγματικά άξιο τρόπο. Ο στίχος που σε πρώτη ανάγνωση ακούγεται απλοϊκός, είναι η επιτομή της λαϊκής έκφρασης. Απλά λόγια, σταράτα και τίμια. Εγώ για πολλά χρόνια δεν έδινα και πολύ σημασία στον στίχο, όχι τουλάχιστον συνειδητά. Η προσοχή μου ήταν επικεντρωμένη στη μουσική αλλά και στην ιδιορρυθμία του τραγουδιστικού τρόπου. Στο υποσυνείδητο όμως το πράγμα δούλευε και οι αλήθειες του με συνόδευσαν σε πολλές φάσεις στη ζωή μου. Όσο πιο πολύ ασχολείσαι μ’ αυτή τη μουσική τόσο σε ξαφνιάζουν οι αξίες που κρύβει. 

Kατά πόσο διαφοροποιούνται τα κομμάτια του «Εσπεράντο» στις live εκτελέσεις τους;
Εάν εξαιρέσουμε τους σπουδαίους τραγουδιστές που τα είπαν στον δίσκο, τίποτα άλλο δεν αλλάζει στις ζωντανές εκτελέσεις.

Πως προέκυψε η ενασχόλησή σας με τους συνθέτες άλλους ευρύτερα γνωστούς όπως οι Tσιτσάνης, Βαμβακάρης και άλλους λιγότερο αλλά εξίσου αξιόλογους;
Αυτό ακριβώς που είπατε. Είναι όλοι εξίσου αξιόλογοι και τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους που δε γίνεται να μην ασχοληθείς με όσο περισσότερους μπορείς. Το ρεπερτόριο είναι όμως τόσο μεγάλο, που είναι αδύνατον να ασχοληθείς επιστάμενα με όλους. Μια ζωή δεν φτάνει!

Πόσο σημαντική είναι για σας η διατήρηση ενός τόσο σημαντικού κομματιού της ελληνικής μουσικής παράδοσης;
Αισθάνομαι πολύ τυχερός που ήρθα σε επαφή με το ρεμπέτικο από μικρός. Θεωρώ ότι με έκανε καλύτερο άνθρωπο. Μου δίδαξε έναν αξιοπρεπή τρόπο για να περάσω τα χρόνια μου σ’ αυτή τη ζωή.Και είμαι βέβαιος ότι αυτή η μουσική δεν θα χαθεί ποτέ. Αυτό είναι δεδομένο για μένα. Η μεγάλη της αξία,που την κρατά ζωντανή σχεδόν έναν αιώνα τώρα, θα τη διατηρήσει και στο μέλλον. Το σημαντικό είναι να επαναπροσδιορίσουμε την σχέση μας με το είδος και να την κάνουμε πιο ουσιαστική.

Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;
Είναι σχεδόν έτοιμη η καινούργια μου δουλειά που, όπως αναφέραμε,πραγματεύεται το ρεπερτόριο που αναπτύχθηκε από τους κιθαρίστες Έλληνες μετανάστες στην Αμερική στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Για μένα έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον η τεχνική της «τσιμπητής» κιθάρας που ανέπτυξαν κυρίως οι Κώστας Δούσας, Γιώργος Κατσαρός και Κώστας Μπέζος (Α. Κωστής), επηρεασμένοι από την finger-picking τεχνική των Αφροαμερικανών μουσικών της blues. Το ρεπερτόριο αυτό κυκλοφόρησε μόνο στην Αμερική. Στον νέο μου δίσκο λοιπόν καταπιάνομαι με το συγκεκριμένο υλικό επιχειρώντας την επανεκτέλεση και επικαιροποίησh του. Ελπίζω να το ‘χω καταφέρει! Παράλληλα, τελειώνω και το βιβλίο με τις παρτιτούρες από όλες τις κιθάρες που έπαιξα στο Εσπεράντο. Σειρά έχουν μετά κάποιες διασκευές που συνδυάζουν τα ρεμπέτικα με άλλες μουσικές του κόσμου, αλλά όχι αποκλειστικά με κιθάρες αυτή τη φορά.

Γυάλινο Μουσικό Θέατρο – UpStage, Συγγρού 143, Νέα Σμύρνη, 2109315600. Έναρξη: 22:30. Eίσοδος 12 ευρώ με μπύρα ή κρασί στο bar, 14 ευρώ με ποτό στο bar. Προπώληση: viva.gr 
11876, Public, Seven Spots, Reload, Media Markt, Ευριπίδης. Όλα τα Σάββατα του Φεβρουαρίου, 4, 11, 18 &25/2

Πηγή

Top