Χούλιο Κορτάσαρ, Τόνι Μόρισον: με τον τρόπο της τζαζ

του Γιάννη Ν. Μπασκόζου

Μπορεί να γραφτεί ένα μυθιστόρημα ως ένα μουσικό έργο της τζαζ; Δύο μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν μετά από καιρό και πάλι στα ελληνικά κατάφεραν να δώσουν την μορφή της τζαζ στο κείμενο τους με τέτοιο τρόπο που η πολύτροπή φόρμα της να αναδεικνύεται μέσα από την μορφοδομή, την αισθητική και τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Είναι  το «Κουτσό» του Χούλιο Κορτάσαρ και το Jazz της Toni Morrison, από δύο διαλεχτούς μεταφραστές, τον Αχιλλέα Κυριακίδη (εκδ.opera) και την Κατερίνα Σχινά (εκδ. Παπαδόπουλος).

Η τζαζ που είναι (σύμφωνα με πολλούς μελετητές της) μια μη προσδιορίσιμη μουσική, πώς ταιριάζει με το μυθιστόρημα;  Ο Marshal Stearns όπως και ο Σάκης Παπαδημητρίου επισημαίνουν ότι η λέξη τζαζ πέρα από τα διάφορα στυλ που ενσωματώνει, μπορεί να σημαίνει παλιά αλλά και σύγχρονη μουσική , αισιόδοξη και απαισιόδοξη, απλή και πολύπλοκη αλλά βασικά η τζαζ έχει το βάθος της ριζωμένο  στην ψυχοσύνθεση και την νοοτροπία των μουσικών  της και όσων ασχολούνται με αυτήν. Ο Χούλιο Κορτάσαρ, φίλος της τζαζ –  ο ίδιος έπαιζε τρομπέτα –  έχει επηρεαστεί πολύ από την φιλοσοφία της τζαζ, αυτή την πολύπλοκη, αυτοσχεδιαστική, ανεξάρτητη μουσική που διαπερνά χώρες, λαούς και παραδόσεις ενώνοντας σε ένα ζητούμενο, τον άνθρωπο. Στο «Κουτσό» ο Κορτάσαρ σκιαγραφεί σε ένα κεφάλαιο την τζαζ :

«…είναι η βροχή και το  ψωμί και το αλάτι, κάτι που αδιαφορεί απολύτως για τις εθνικές εορτές, για τις απαράβατες παραδόσεις, για τη γλώσσα και για το φολκλορ: ένα ασύνορο σύνορο, ένας κατάσκοπος του νερού και του αέρα, μια αρχετυπική μορφή, κάτι από πριν, κάτι από κάτω, που αδελφώνει μεξικανούς με νορβηγούς και ρώσους και ισπανούς , που τους επανεντάσσει στη μουντή και ξεχασμένη κεντρική φωτιά, και τους επαναφέρει άτσαλα κι άσχημα και με επισφάλεια σε προδομένες απαρχές, τους δείχνει ότι μπορεί να υπήρχαν άλλοι δρόμοι κι ότι αυτός που πήραν δεν ήταν ο μοναδικός ούτε ήταν ο καλύτερος, ή ότι μπορεί να υπήρχαν και άλλοι δρόμοι, γλυκοδιάβατοι, που δεν τους πήραν ή τους πήραν μέχρι τα μισά, κι ότι ο άνθρωπος είναι πάντα κάτι παραπάνω από άνθρωπος και πάντα κάτι λιγότερο από άνθρωπος, περισσότερο από άνθρωπος γιατί κλείνει μέσα του αυτά που η τζαζ υπονοεί, αυτά που παρακάμπτει, ακόμα κι αυτά που προεικάζει, και λιγότερο από άνθρωπος γιατί αυτή την ελευθερία την μετέτρεψε σ΄ένα παιχνίδι αισθητικής ή ηθικής, μια σκακιέρα όπου αρκείται να΄ναι ο αξιωματικός ή το άλογο, ένας ορισμός της ελευθερίας που διδάσκεται στα σχολεία, νια, στα σχολεία, όπου τα παιδιά δεν διδάχτηκαν ούτε θα διδαχθούν ποτέ τα πρώτα μέτρα ενός ραγκταιμ ή την πρώτη φράση ενός μπλουζ, και τα λοιπά και τα λοιπά».

Αυτή η ελευθερία της τζαζ διαπερνά και καθορίζει το μυθιστόρημά του που στη δομή του βρίσκεται πολύ κοντά στη σύγχρονη (free, αυτοσχεδιαζόμενη κλπ) μουσική. Οι ήρωες του, ο Οράσιο Ολιβέιρα, ο Ετιέν, η Μάγα και κυρίως ο Ρόναλντ, ακούν συνέχεια τζαζ, κλασική ή μοντέρνα. Υπάρχουν κεφάλαια όπου η τζαζ  και οι εκδοχές της (σουίνγκ, μπλουζ, ραγκτάιμ κ.ά) εμφιλοχωρούν ανάμεσα στις σχέσεις της παρέας των φίλων που πρωταγωνιστούν και δίνουν την εντύπωση ότι τις καθορίζουν ή ότι λειτουργούν σε ένα παράλληλο μυθιστόρημα μουσικών τρόπων. Ακόμα ένα στοιχείο που φέρνει το μοντέρνο αυτό μυθιστόρημα κοντά στην τζαζ είναι ότι ο κάθε χαρακτήρας μπορεί να συμμετέχει στο συλλογικό (την ιστορία που αφηγείται ο Κορτάσαρ) αλλά ταυτόχρονα να ακολουθεί και τον δικό του δρόμο, το δικό του σόλο. Έτσι γίνεται μουσικός μια ορχήστρας της ελεύθερης αυτοσχεδιαζόμενης μουσικής αφήγησης, της οποίας μαέστρος είναι ο συγγραφέας.

 

Αλλά και η δομή στο «Κουτσό», αυτή ελευθερία πάνω στην οποία είναι στημένο, με κεφάλαια που μπορούν να διαβαστούν γραμμικά ή χωρίς συγκεκριμένη σειρά, είναι ο τρόπος που ο Κορτάσαρ επιλέγει να αφηγηθεί την ιστορία του, κάτι ανάλογο με αυτό που έλεγε  ο Λούις Άρμστρονγκ ότι «η τζαζ είναι ο δικός μου τρόπος με τον οποίο έπρεπε να παίζεται ένα θέμα». Ο Χούλιο Κορτάσαρ έφτιαξε ένα μυθιστόρημα με τον δικό του μοναδικό τρόπο.

Η αυτοσχεδιαστική τζαζ, ειδικότερα, απαιτεί τη συμμετοχή του ακροατή,  εκείνη την  προσπάθεια που κάνει για να συνταυτιστεί με ένα έργο τέχνης που απαιτεί εγρήγορση αλλά και δυναμική  ικανότητα επιλογής. Ο ακροατής καλείται να  βγάλει από το νου του ένα κλειστό μουσικό σύστημα και να είναι έτοιμος να αποδεχτεί ένα ανοικτό έργο, που η πρόσληψή του εξαρτάται κατά μεγάλο μέρος από την συμμετοχή του. Κάτι ανάλογο με αυτό που ο Κορτάσαρ στο «Κουτσό» μιλώντας για το roman comique καλεί τον αναγνώστη να ανταποκριθεί σε μια   «πρόκληση, εξοικείωση μ΄ένα κείμενο αφρόντιστο, απογυμνωμένο, ασυνάρτητο, αλλοπρόσαλλο αντι- μυθιστορηματικό αλλά όχι αντιμυθιστορηματικό(…) εκρίζωση κάθε συστηματικής δομής χαρακτήρων και καταστάσεων».

Και στις δύο περιπτώσεις (τζαζ και μυθιστόρημα) έχουμε «μια αφήγηση που να μην είναι πρόσχημα για τη μετάδοση ενός «μηνύματος» (δεν υπάρχει μήνυμα, υπάρχουν μόνον μηνυματοφόροι, κι αυτό είναι το μήνυμα, έτσι όπως και η αγάπη είναι αυτός που αγαπά), λέει ο Κορτάσαρ για να ολοκληρώσει με έναν ενδιαφέροντα αφορισμό: «κάθε κλειστή τάξη αφήνει συστηματικά απέξω εκείνα τα αγγέλματα που μπορούν να μας κάνουν μηνυματοφόρους, να μας προσεγγίσουν στα ίδια μας τα όρια μπροστά στα οποία, έστω κι από τόσο μακριά, είμαστε πρόσωπο με πρόσωπο».

Με τον τρόπο της Τόνι Μόρισον

Η Τονι Μόρισον στον πρόλογο του μυθιστορήματος “Jazz” αναρωτιέται  αν θα μπορέσει να αφηγηθεί μια ιστορία «μέσα από ένα συγκεκριμένο φακό ένα φακό που θα αντικατοπτρίσει το περιεχόμενο και τα χαρακτηριστικά της μουσικής τζαζ (αισθηματισμό, ελευθερία επιλογής, καταβαράθρωση, αποπλάνηση, θυμό) και τον τρόπο έκφρασης τους. Θέλει να «δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα μουσική, να συνενώσει τους ήχους των νιάτων της ηρωίδας και να τους μετατρέψει σε μια γλώσσα εξίσου σαγηνευτική, εξίσου λαμπερή μ΄ένα βραδυνό τσαντάκι παραχωμένο σε ένα μπαούλο». Και το καταφέρνει. Το Jazz της Μόρισον είναι μια απλή ερωτική ιστορία για ένα τρίο (χαρακτήρων ή και μουσικών οργάνων).

 

Η αφορμή να γραφτεί το «Jazz» είναι μια φωτογραφία που είδε η συγγραφέας, ένα νέο κορίτσι δολοφονημένο από τον εραστή της. Τρίτο πρόσωπο η γυναίκα του δολοφόνου, μια γυναίκα τυραννισμένη που έζησε τον έρωτα με τον άντρα της και με το πέρασμα του χρόνου βιώνει την απώλεια του.  Αυτό είναι το κυρίως θέμα (ας πούμε ένα απλό μουσικό τζαζ θέμα). Απορεί κανείς πώς θα συνεχιστεί ένα μυθιστόρημα που από τις πρώτες σελίδες γνωρίζουμε όλη την ιστορία.  Η Μόρισον κατάφερε να αφεθεί και να αρχίσει να «αυτοσχεδιάζει», καλύτερα θα λέγαμε να περικυκλώνει το βασικό της θέμα, με παρεμβολές, πισωγυρίσματα, άγνωστες μελωδικές πτυχές, απότομες μεταπτώσεις, κορυφώσεις και μαλακά σβησίματα. Είναι σαν το «My favorite things», χιλιοπαιγμένο πια, όταν το ακούς με την συνθετική ερμηνεία του John Coltrane, καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση. Το ίδιο κάνει η Μόρισον με αυτό το ερωτικό τρίγωνο. Μεταδίδει με τον τρόπο της μια άλλη αίσθηση.  Όπως επισημαίνει και η Κατερίνα Σχινά στο επίμετρο «ο τρόπος της Μόρισον είναι κυκλικός και η αφήγησή της δεν είναι ποτέ γραμμική , αλλά κατασκευάζεται με απανωτές μνημονικές στρώσεις, με επανόδους, παλινδρομήσεις, αναγωγές και τελικά όλα τελειώνουν όπως άρχισαν – με μια φωτογραφία».

Και στο «Κουτσό» όσο και στο «Jazz» έχουμε μυθιστορήματα που με διαφορετικό τρόπο το καθένα αντανακλούν όχι μόνον την αγάπη των συγγραφέων τους για την παγκόσμια αυτή μουσική αλλά μεταφέρουν ένα κομμάτι της μέσα στο ίδιο μυθιστόρημα απευθυνόμενα ταυτόχρονα σε αναγνώστη και ακροατή.

Πηγή

Top