Αργύρης Μπακιρτζής: Βουτιά στη Θεσσαλονίκη των παιδικών μου χρόνων
«Γεννήθηκα στο ρωσικό μαιευτήριο στις 18.1.1947, γύρω στις 3.30. Μέχρι πρότινος ήξερα, από τις διηγήσεις των γονιών μου, ότι την ώρα εκείνη βυθιζόταν έξω απ’ την Εύβοια, από πρόσκρουση σε βραχονησίδα ή από γερμανική νάρκη, με 390 πνιγμένους, το ατμόπλοιο «Χειμάρρα». Ομως πρόσφατα διάβασα ότι το πλοίο βυθίστηκε είκοσι τέσσερις ώρες μετά, οπότε δεν αποκλείεται να γεννήθηκα στις δεκαεννιά και να με γράψανε στις δεκαοκτώ.
Μια απ’ τις παλιότερες αναμνήσεις μου είναι που την Πρωτοχρονιά του ’50 βλέπαμε τους προβολείς των πολεμικών πλοίων από το μπαλκόνι μας στη Μακεδονικής Αμύνης 7. Τα αρχαία της πλατείας Δικαστηρίων ανασκάφηκαν πολύ αργότερα. Εκεί παίζαμε. Ο πετροπόλεμος σε ημερήσια διάταξη. Λίγο παρακάτω ήταν το 4ο ΑΤ. Μια μέρα κλείσανε στο ημιυπόγειο κρατητήριο τους μεγαλύτερους γιατί είχαμε σπάσει με την μπάλα κάτι τζαμαρίες. Μίαν άλλη μάς ψάχνανε στα σπίτια μας γιατί πήγαμε στο κατηχητικό, πήραμε τις εικονίτσες και ό,τι άλλο μας δώσανε και δεν ξαναπατήσαμε. Στα υπόγεια του ΑΤ επί της οδού Καρμπολά μέσ’ απ’ τις σχάρες των φωτιστικών θυρίδων βλέπαμε κατασχεμένα κομμουνιστικά έντυπα.
Επί της Ολύμπου, εκεί που είναι σήμερα το ξενοδοχείο Ολύμπια, βρίσκονταν τα λουτρά Ολύμπια. Μια απ’ τις πρώτες μου αναμνήσεις ήταν το χαμάμ των γυναικών, με το πλήθος των γυμνών γυναικών, τα γυμνά στήθη τους να κινούνται αργά μέσα στους αχνούς και τα νερά. Ενας παράδεισος απ’ τον οποίο γρήγορα η μητέρα μάς απέκλεισε αφού τα μάτια του μεσαίου μου αδελφού άνοιγαν υπερβολικά. Σκεφτόμουν ότι αυτή την ατμόσφαιρα έζησα σε ένα κατοπινό όνειρό μου, παραδομένος, ευτυχισμένος, σε μια σπηλιά γεμάτη χρώματα, καταρράχτες και λιμνούλες, που γνώριζα πως ήταν το αιδοίο της Ανίτα Εκμπεργκ της «Γλυκιάς ζωής». Ομως ήταν τόσο πολύ τέλειο που μάλλον ήταν ανάμνηση της μήτρας. Λίγα χρόνια μετά πηγαίναμε με τον πατέρα στο χαμάμ των αντρών. Η λέρα που έβγαινε ήταν απερίγραπτη. Είμαι σίγουρος πως σήμερα, χωρίς χαμάμ, κουβαλάμε γύρω στο 1/4 με 1/2 κιλό λέρα απλωμένη πάνω στο σώμα μας κι ας κάνουμε οι περισσότεροι μπάνιο με χημικά κάθε μέρα. Πριν από τρία χρόνια πήγα στο χαμάμ του Σινάν στην Ανδριανούπολη. Ο,τι και να πω, είναι φτωχά τα λόγια.
Το πρώτο μεγάλο μου κατόρθωμα ήταν να πάω, δημοτικό βέβαια, μόνος μου στον μπαξέ της οικογένειας της μάνας μου, κοντά στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό […]. Ο μπαξές του παππού και της γιαγιάς σημάδεψε κυριολεκτικά τα παιδικά μας χρόνια. Ο παππούς πέθανε το 1950 από συμφόρηση. Πριν πεθάνει τον φιλήσαμε. Θυμάμαι το δάκρυ που κύλησε απ’ τα ωραία γαλάζια μάτια του. Ο παππούς είχε πάει στη Μικρά Ασία αφήνοντας τη γιαγιά με δυο παιδιά. Εκεί τι να κάνει, ο καιρός περνούσε, αρραβωνιάστηκε. Ομως, όπως έλεγε ένας φίλος που ήταν μαζί, όπου έβρισκε ύψωμα ανέβαινε και φώναζε: «Μαριγώ!» […].
Ο μπαξές είχε μια μεγαλούτσικη στέρνα, πισίνα τεράστια για μας. Μαζεύοντας τα παιδιά κι απ’ τους άλλους μπαξέδες, οι Μακρήδες από τον διπλανό –ο ένας τους έπαιξε και στον ΠΑΟΚ– όλη μέρα κάναμε βουτιές. Ολους μαζί πάλι μάς φόρτωνε ο παππούς –και αργότερα ο θείος μας– στο κάρο, περνούσαμε τις γραμμές και πηγαίναμε στο Μπέχτσιναρ. Ελυναν το άλογο κι έκανε κι εκείνο το μπάνιο του μαζί μας. Κοντά στις γραμμές, απ’ τη μεριά της θάλασσας, ήταν το εξοχικό κέντρο Χατζή Μπαξέ. Εκεί αναζητούσε η γιαγιά τον παππού όταν ξεχνούσε να γυρίσει σπίτι […].
Η ομάδα μας, το 5ο Σύστημα Προσκόπων, στεγαζόταν σ’ ένα τολ πάνω απ’ τα σημερινά αρχαία της πλατείας Δικαστηρίων, πολύ κοντά στην Ολύμπου. Αργότερα μεταφερθήκαμε στο Αλατζά Ιμαρέτ, κοντά στον Αγιο Δημήτριο, ένα σπουδαίο οθωμανικό μνημείο που γλίτωσε την κατεδάφιση –προσπαθούσε να την πετύχει ένας πρώτος ξάδελφος του εκ των πρωτεργατών της χούντας συνταγματάρχη Ασλανίδη επειδή του έκοβε τη θέα προς τη μικρή πλατεία της οδού Γαλιλαίου και της εκκλησίας των Παλαιοημερολογιτών– γιατί οι γονείς μας αντιδράσανε υποστηρίζοντας πως δεν είναι δυνατό να κατεδαφιστεί μια προσκοπική λέσχη που με τόση προσωπική εργασία είχαν φτιάξει τα παιδιά τους.
Σε μια συγκέντρωση της ομάδας, έναν φίλο μας, τον Γιάννη Καλαμπαλίκα, τον παραδώσανε στη δημόσια χλεύη γιατί διάβαζε «Μικρό Ηρωα», περιοδικό που φαίνεται πως ήταν ύποπτο αριστερών αποκλίσεων αφού ο Γιώργος Θαλάσσης ήταν μέγας πολέμιος των κατακτητών Γερμανών και στη δεκαετία του ’50 οι δωσίλογοι είχαν σηκώσει για τα καλά κεφάλι στελεχώνοντας το παρακράτος και εισδύοντας στα κέντρα εξουσίας. Η αντίσταση κατά των Γερμανών μάλλον ήταν πια ύποπτη αριστεροφροσύνης.
Στο τζαμί, όπως λέγαμε το Ιμαρέτ, παίζαμε όλη τη μέρα πινγκ πονγκ (συστήνω με θέρμη το ομώνυμο βιβλίο του Jerome Charyn) και κάναμε φοβερά πάρτι, συναυλίες κ.ά. Μια Δευτέρα κυκλοφόρησε η ακροδεξιά εβδομαδιαία εφημερίδα «Δράσις» με πρωτοσέλιδο τίτλο «Οργια σε ομάδα προσκόπων», με αποτέλεσμα να απομακρύνουν τον αρχηγό μας, Σταύρο Μαυρομάτη. Υποψιαστήκαμε ότι αυτό έγινε γιατί δεν είχαμε καλέσει την κόρη ενός τοπικού παράγοντα του προσκοπισμού. Το τζαμί ήταν στέκι μας και αφότου μεγαλώσαμε και αποχωρήσαμε. Πηγαίναμε συχνά για πινγκ πονγκ, για να συναντήσουμε τους φίλους μας. Για αρκετά χρόνια ήταν πρόσκοπος στο τζαμί και ο Νίκος Παπάζογλου, παιδί του Κουλέ Καφέ. Μια μέρα μπαίνει ο Θόδωρος Αγγελόπουλος με έναν βοηθό του που τον ξεναγούσε στη Θεσσαλονίκη και με τον οποίο γνωριζόμασταν από παιδιά. Εκανε πως δεν μας γνώρισε, όμως δεν του κάναμε τη χάρη, τον «εκθέσαμε». Μιαν άλλη, επισκέφθηκαν το τζαμί οι διάδοχοι Κωνσταντίνος και Χουάν Κάρλος, με μια πράσινη αυτόματη ανοιχτή Μερσεντές. Σ’ έναν τοίχο είχαμε μια φωτογραφία του Πικάσο. Με ρώτησαν «ποιος είν’ αυτός;».
Δημοτικό πήγα στο 56ο, στο συγκρότημα του 4ου Γυμνασίου, φημισμένου για τους πολύ άτακτους μαθητές του […]. Στην 5η τάξη πήγα στον Κοραή, όπου ο θείος μου ήταν διευθυντής και πληρώναμε λιγότερα. Στα αγγλικά στον πρώτο έλεγχο πήρα 2 και η μητέρα μου κατάφερε να με απαλλάξουν απ’ την ξένη γλώσσα. Ημουν από τότε ανεπίδεκτος ξένων γλωσσών. Μόνο ιταλικά αναγκάστηκα να μάθω όταν εξασφάλισα υποτροφία για μεταπτυχιακές σπουδές και λίγα γαλλικά, οριακά ικανοποιητικά για την προσέγγιση του άλλου φύλου. Αγγλικά έμαθα τρεις τέσσερις εκφράσεις όταν πήγαμε με τους Χειμερινούς Κολυμβητές στην Αυστραλία και μ’ αυτές πορεύτηκα.
Στο Πειραματικό πέρασα 28ος στους 30. Φανταστικά χρόνια, η παρέα μας από τότε ακόμη αντέχει, σπουδαίοι καθηγητές, ο φιλόλογός μας Σαράντος Παυλέας στην τρίτη τάξη μάς έκανε όλο το χρόνο Κάλβο, στην πέμπτη Καβάφη, στην τελευταία «Ελεύθερους πολιορκημένους». Εκδρομές πολυήμερες απ’ τη 2α Γυμνασίου, ανατολική Μακεδονία-Θάσος, δυτική Μακεδονία, Γιάννενα-Κέρκυρα, Αγιον Ορος, γύρος της Ελλάδας. Οι συμμαθητές μου δεν με άφηναν να τραγουδώ γιατί τους χαλούσα τη χορωδία. Γυρνώντας απ’ τη Θάσο στην Κεραμωτή, 2α Γυμνασίου, πάνω σ’ ένα μικρό ψαροκάικο, χάραζε:
Πρωί πρωί αφήνοντας το ρέμα του πελάγου
πίσω μας στροβιλίζοντας τις σκέψεις.
Δυο γλάροι γίναν φίλοι,
το πλοίο τρέχει σε στεριές κι αφήνει πίσω θάλασσα.
Ολοι ασάλευτοι, με τη ματιά στο μέρος του κυρίαρχου
της φωτιάς που βγαίνει απ’ το πέλαγο.
2α Γυμνασίου, 1961: Ξενύχτι μέχρι τις 5, μέχρι να βγουν τα αποτελέσματα του Φεστιβάλ Τραγουδιού. Νικητής ο Μίκης, ενθουσιασμός. Στο σχολείο οι περισσότεροι ήταν χατζιδακικοί, παιδιά καλών οικογενειών του κέντρου.
Ο θείος Βάσος, σιδηροδρομικός, μέγας ταβλαδόρος, που τον λατρεύαμε, τα καλοκαίρια μάς έπαιρνε κοντά του, στα σπίτια του ΣΕΚ που έμενε, μερικά χρόνια στο Αδενδρο, μετά στο Αμύνταιο […]. Οταν μας έπαιρνε μαζί στην υπηρεσία του καθόμασταν με τον οδηγό, ανεβαίναμε σε ντρεζίνες, φτάναμε ως το Ξινό Νερό. Οταν μετατέθηκε στη Θεσσαλονίκη, για να πάμε στο σπίτι του στην Ξηροκρήνη περνούσαμε απ’ τη σιδερένια γέφυρα κοντά στους Αγιους Πάντες. Εκεί καθόμασταν, περιμένοντας να μας τυλίξουν οι καπνοί των τρένων:
Στον Επτάλοφο σε θυμήθηκα
ήσουν εκεί, στη γέφυρα
μες στους καπνούς τους άσπρους
των τραίνων που φεύγουν
κι αυτών
που ξεφυσάν κάποιο χαμένο μεγαλείο
στο καφέ της δύσης άπλωμα
οπτασία.
Οι πρώτοι αυτοί στίχοι μου επενδύθηκαν πολλά χρόνια αργότερα με μια απ’ τις ωραιότερες μελωδίες μου».