Μια συνέντευξη του Αντώνη Καλογιάννη

«Δεν πρόσβαλα τα αφτιά των άλλων»

Της Γιώτας Συκκά

Τραγούδησε στα γενέθλια του Πάμπλο Πικάσο, γνωρίστηκε με τον Αράμ Χατζατουριάν, βρέθηκε στην ίδια σκηνή με τον Υβ Μοντάν στο Παρίσι, συναντήθηκε με τους Μπιτλς, γνώρισε τον Λουί Αραγκόν. Εκείνος άλλωστε ήταν που έγραψε στη Lettre Francaise: «Η φωνή του Αντώνη Καλογιάννη μου θυμίζει τα βουνά και τις θάλασσες της πατρίδας του». Ο νεαρός τσαγκάρης από την Καισαριανή είχε τύχη βουνό. Μια αδρή, καθαρή περήφανη φωνή που από μια σύμπτωση τον έκανε τραγουδιστή του Μίκη Θεοδωράκη σε δέκα ημέρες. Μαζί του γνώρισε τις πέντε ηπείρους τα χρόνια της χούντας, τότε που τραγούδησε τους σημαντικότερους Ελληνες ποιητές. Ομως, ακόμη κι όταν οι καιροί άλλαξαν, δεν πρόδωσε τις επιλογές του. Δεν ήταν άλλωστε ποτέ διασκεδαστής. Αύριο, ο Αντώνης Καλογιάννης ετοιμάζεται για μια γιορτή στο Μέγαρο Μουσικής. Γι’ αυτές τις τέσσερις δεκαετίες στο τραγούδι…

 

– Μέρα χαράς;

– Και λύπης. Περνάνε διάφορα από το μυαλό: μνήμες, νοσταλγία, μια επιθυμία. Θα ήθελα να μου ξανασυμβούν όλα αυτά. Είναι γοητευτικά και επώδυνα. Με την Μαρία (Φαραντούρη) ζήσαμε έντονες στιγμές. Εκατοντάδες εμφανίσεις στο εξωτερικό. Αγωνία και αμφιβολία για την επιστροφή στην Ελλάδα. Τι θα βρούμε, πώς θα ζήσουμε…

 

– Παιδί εργατικής οικογένειας πώς βγήκατε στο τραγούδι;

 – Γεννήθηκα στην Καισαριανή, εδώ που μένω και δεν έφυγα ποτέ παρά μόνο στο διάστημα των πέντε χρόνων που έλειψα στο εξωτερικό. Εδώ γονείς, εδώ παιδιά, εδώ έφυγαν όλοι οι αγαπημένοι, από δω θα είναι και το τελευταίο ταξίδι. Δεν είμαι σούπερ ρεαλιστής όμως, ξέρω τι συμβαίνει γύρω μου. Ολα έγιναν ξαφνικά από τη μία μέρα στην άλλη. Με βρήκε ο Θεοδωράκης, τραγουδούσα σε ένα υπόγειο μαγαζί, έφτιαχνα παπούτσια… Τσαγκάρης. Τέλος πάντων δεν μπορώ να μιλάω γι’ αυτά. Μου κάθονται στο στομάχι. Τα χω πει τόσες φορές. Ποιον απασχολεί;

 

– Με το που σας ανακάλυψε σας έριξε στα βαθιά. Σε μια εβδομάδα τραγουδήσατε στην αίθουσα Τσαϊκόφσκι στην Μόσχα.

– Τραγουδώντας τους «Μοιραίους» του Βάρναλη. Ηταν τέλος του 1966. Ακολούθησαν 30 συναυλίες σε όλη τη Σοβιετική Ενωση. Πήγα παντού. Υστερα, το Μάιο του ’67 έφυγα στο Παρίσι. Ετσι άρχισαν οι συναυλίες σε πέντε ηπείρους.

Δύο Ελλάδες

 – Ποιες ήταν οι πιο συγκινητικές στιγμές;

– Ηταν διαρκείς τότε. Ημουν μέσα σε δύο μορφές ελληνισμού. Σε εκείνους που δεν μπορούσαν να γυρίσουν στην Ελλάδα εξαιτίας της χούντας και τους άλλους που ήταν ξεχασμένοι από τον εμφύλιο πόλεμο.

 

– Ταυτιστήκατε με αυτό το πολιτικό τραγούδι, όμως με την επιστροφή σας το 1972 εξαιτίας του θανάτου του πατέρα σας δοκιμαστήκατε και σε άλλα τραγούδια.

– Δεν μπορούσα να συνεχίσω τον προηγούμενο κύκλο. Ηταν απαγορευμένος. Είχα την τύχη να δουλέψω με τον Δήμο Μούτση,τον Μίμη Πλέσσα, τον Ηλία Ανδριόπουλο, τον Σπύρο Παπαβασιλείου που έγραψαν ειδικά για μένα. Τραγούδια ωραία, που δεν με πρόσβαλαν, με λόγο σοβαρό. Ακόμη και τώρα τον στίχο προσέχω πρώτα. Μου άρεσε η ποίηση -ακόμη διαβάζω- δεν μπορούσα λοιπόν να τραγουδήσω κάτι φτηνό. Οταν έχεις τραγουδήσει Σικελιανό, Σεφέρη, Ελευθερίου, Ρίτσο πώς να μιλήσεις διαφορετικά;

 

– Γνωρίσατε όμως και τους μεγάλους χώρους της νύχτας τη δεκαετία του ’80 όταν στραφήκατε στο ερωτικό τραγούδι.

– Δεν πρόσβαλα τα αφτιά των άλλων. Δεν πρόδωσα κανέναν. Δεν ζήτησα ποτέ από τον εκάστοτε συνθέτη της μόδας, υλικό ανάλογα με το πνεύμα της εποχής. Ποτέ δεν είπα «sos παιδιά, θα τραγουδήσω στα μεγάλα μαγαζιά» γράψτε μου κάτι να ‘χει μεγάλη απόδοση. Πορεύτηκα στη νύχτα, τραγουδώντας Χριστοδούλου, Ελευθερίου, Σικελιανό…

 

– Γιατί φύγατε;

– Εκανα τον κύκλο μου. Αγριο ωράριο κι ανάλογες συμπεριφορές.

 

– Τώρα είναι καλύτερα τα πράγματα;

– Τώρα έχουν ένα μανδύα ευγένειας. Τραγουδάω πάντως, σε μαγαζιά συνοικιακά των εκατό ατόμων. Ταιριάζουν στις συνήθειές μου. Η συμπεριφορά του κόσμου εξαρτάται από τον χώρο που πηγαίνουν. Στα μεγάλα μαγαζιά επιβάλλεται να ‘ναι όλα δυνατά. Κάποτε έκανα παράπονα σε έναν καταστηματάρχη ότι δεν μπορώ να τραγουδήσω με τόσο θόρυβο. «Θέλω πιο σιγά». Μου απάντησε: «Αντώνη αν δεν ακούσουν στο χίλια δεν πίνουν. Πρέπει να γίνουν γκολ. Τότε θα αφήσουν και περισσότερα».

 

– Ποιες θεωρείτε νίκες σας;

– Οτι έμεινα ίδιος. Κάποτε πήγα στη Θεσσαλονίκη να βοηθήσω το μαγαζί ενός φίλου. Περνούσε δύσκολα. Είχε σκυλάδικο, σκυλάδικο. Πήγα λοιπόν εκεί και τραγουδούσα τους «Μοιραίους» του Βάρναλη, το «Στρώσε το στρώμα σου»… Μερικοί φώναζαν «τι θα γίνει, θα ακούσουμε κι απ’ τα άλλα;». Κάποιοι άλλοι όμως έλεγαν: «πάψτε βρε, δεν ακούτε τον άνθρωπο τι μας λέει». Εμεινα 15 ημέρες με αυτό το ρεπερτόριο σε ένα μαγαζί που απ’ έξω ήταν γεμάτο ντάτσουν. Ομως μέσα, συμπεριφέρονταν σαν να ‘ταν σε εκκλησία. Από δέος, από άγνοια, όμως άκουγαν. Αυτή η νίκη είναι ουσιαστική.

 

– Σήμερα πολλά παιδιά πρέπει να περάσουν από ριάλιτι για να γίνουν τραγουδιστές. Πώς νιώθετε όταν τα βλέπετε;

– Αυτοί οι σπαραγμοί μετά μουσικής, κάνουν καλό στο κανάλι όχι όμως στους συμμετέχοντες. Για ένα παιδί από την επαρχία που κάνει ένα σουξεδάκι και αμοίβεται με χίλια ευρώ το βράδυ, είναι καταξίωση. Υπολόγισε: 16.000 ευρώ το μήνα! Τρελαίνεται. Πιάνει ένα σπίτι, παίρνει μια ΒΜW και ξαφνικά βρίσκεται εκτός ριάλιτι, εκτός σουξέ, εκτός παρέας. Εκεί έρχονται τα άσχημα. Αντε λίγη κόκα, λίγο χασισάκι, λίγο ποτό παραπάνω και το παιδί καίγεται. Ξέρεις τι άγχος έχουν αυτά τα παιδιά; Αν υπήρχε ένα σχετικό μηχάνημα θα έσπαγε το κοντέρ. Το ζήτημα όμως είναι ότι το άγχος σχετίζεται με τη βραδιά όχι με το αύριο.

Διωγμοί και στερήσεις

– Η δική σας γενιά δηλαδή δεν είχε ανάλογο άγχος;

– Εμάς, μας έσωσαν τα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα. Είχαμε διωγμούς, στερήσεις, οικογένειες σε εξορίες. Αγωνία για την επιβίωση όχι για το επιπλέον. Υπήρχε ένα κοινό όραμα. Υστερα μπήκαν και οι μεγάλοι σ’ αυτό. Ποιητές και δημιουργοί. Ηταν οι αιμοδότες. Ο Μίκης, ο Χατζιδάκις. Ετσι ακούσαμε Βάρναλη, Σεφέρη, Ρίτσο. Ο λαός αγαπούσε εξίσου τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» και το «Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου».

 

– Ακούτε τα καινούργια τραγούδια;

– Αυτά που με κρατάνε είναι τα παλιά. Οι δισκογραφικές σήμερα δεν θέλουν περίπλοκα πράγματα. Γράφει ο στιχουργός ένα τραγούδι, φωνάζουν ένα νέο αγόρι με ωραίο βλέμμα και χωρίς τρίχες στο στήθος, παίρνουν ένα μεροκάματο ο καθένας και όλοι είναι ευχαριστημένοι. Κάποτε τα σύμβολα του σεξ ήταν δασύτριχα. Τώρα είναι ξυρισμένα κεφάλια και στήθος καθαρό. Είναι θέμα μόδας, η εικόνα, μπορώ να το κατανοήσω. Το πρόβλημα είναι άλλο: η φωνή. Αν βάλεις μπροστά από πέντε τραγουδίστριες ένα παραβάν και τις ακούσεις θα είναι όλες ίδιες. Ομοιόμορφες φωνές, ίδιες αναπνοές, ίδιοι ρυθμοί. Ζούμε την εποχή των τραγουδιστικών κλώνων.

 

– Για ποιο πράγμα είστε υπερήφανος;

– Δεν συμβιβάστηκα. Μου αρέσει να το επαναλαμβάνω. Δεν απαρνήθηκα αυτό που είμαι.

 

– Πάντα φορούσατε λευκά ρούχα. Σήμαινε κάτι;

– Στο μεσαίωνα το λευκό ήταν στοιχείο πένθους. Εγώ είχα πολλά να πενθήσω. Τη ζωή που φεύγει, αυτό που δεν πάει καλά, τους δικούς μου αγνοούμενους, τους άλλους στην εξορία. Λίγες ήταν οι χαρές.

 

– Πικραμένος;

– Ολοι είχαν μια πίκρα τότε. Από τις ανθρώπινες σχέσεις είμαι χορτασμένος. Ευχαριστημένος που προσπάθησα να μη μείνω αδαής. Που άνοιξα κάποια βιβλία, γνώρισα ανθρώπους ξεχωριστούς. Σαράντα χρόνια γεμάτα. Κάποιος με έφερε στον κόσμο, κάποιους έφερα, δεν χρωστάω τίποτα. Δεν οφείλω ούτε μια πεντάρα στη μάνα φύση.

 

– Εγγόνια έχετε;

– Είχα δυο παιδιά, τώρα έχω ένα. Εχασα πριν από οκτώ μήνες το γιο μου. Γι’ αυτό λέω: πήρα και μου πήρανε. Εχω τρεις υπέροχες εγγονές, ζούμε μαζί θαυμάσια και τώρα περιμένω και την τέταρτη από την κόρη μου. Ξέρεις, είμαι φίλος παρά παππούς. Αντώνη με φωνάζουν.

 

– Η ημέρα σας πώς είναι στην Καισαριανή;

– Κανένα ταβερνάκι, κανένα μπαράκι, πότε φωνάζουμε, πότε μιλάμε πιο πολιτισμένα. Στο καφενείο κάθε τόσο λείπει κι ένας. Η απάντηση στην ερώτηση «πού είναι;» παραμένει ίδια: «πέθανε». Το αντιμετωπίζουμε στωικά. Χωρίς οδυρμούς. Είναι ο κύκλος της ζωής.

Παραμένω αριστερός

– Είστε πιστός στις ιδέες σας;

– Παραμένω αριστερός. Δεν έχω φόβο να αλλάξω. Κάποτε ο Δημήτρης Χριστοδούλου μου είπε να διαβάσω τον Μαρκήσιο ντε Σαντ. Ημασταν στο Παρίσι. Συναντιόμαστε σε λίγες ημέρες και με ρωτάει: το διάβασες; Απάντησα ναι. Ολο; Ναι. Και δεν το πέταξες; Νιώθω ένοχος. Εγώ το πέταξα στη μέση. Φοβήθηκα μη βρω τον εαυτό μου μέσα. Θέλω να σου πω ότι εγώ δεν επηρεάζομαι για να αλλάξω τις θέσεις μου. Δεν είναι θέμα εγωισμού αλλά αρχών.

 

– Τι σας συνέδεε με τον Δ. Χριστοδούλου;

– Αυτός μου έφτιαξε τον χαρακτήρα μου. Μου έδινε συμβουλές τι να διαβάσω και του έδινα καθημερινά αναφορά. Σε αυτόν οφείλω τη γνωριμία μου με την ποίηση, τον Αριστοτέλη, τη λογοτεχνία. Δεν είχα σχέση με τη μάθηση. Ηταν πνευματικός καθοδηγητής.

 

– Από τους τραγουδιστές με ποιον κάνατε καλύτερη παρέα;

– Με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση ταιριάζαμε. Στην παρέα, τα τραγούδια -προσπαθούσα να τον μιμηθώ – στα χαρτιά που μας άρεσε να παίζουμε. Με βοήθησε σε θέματα ορθοφωνίας. Εκανε πολλά για μένα.

 

– Πιστεύετε στον Θεό;

– Δεν ασχολούμαι. Καμιά φορά όμως, όταν κάνουμε κάτι μας ξεφεύγει «βοήθα Παναγιά μου». Είναι και το άλλο που βρίζουμε τα Θεία. Δεν μπορείς να βρίζεις τον άλλον χωρίς να τον αγαπάς.

 

– Ο θάνατος σας φοβίζει;

– Εδώ στην Καισαριανή εξοικειωθήκαμε νωρίς με τον θάνατο. Δεν τον προκαλώ. Αλλά του λέω περήφανα: «δε σε φοβάμαι, έλα να φύγουμε και να τα πούμε στο δρόμο».

Φωτό: Αντώνης Καλογιάννης (Eurokinissi) 

Πηγή

Top