Alex Drakos Trio: «Η αισθητική διαμορφώνει αποφάσεις στη ζωή κι ας μην το καταλαβαίνουμε»
Αυτήν την Παρασκευή ο Βάτραχος απομακρύνθηκε για λίγο από τον παροξυσμό των Χριστουγέννων και βρέθηκε στο χώρο του BIOS Tesla (Πειραιώς 84, Αθήνα) για ένα εξαιρετικά ατμοσφαιρικό live από το Alex Drakos Trio, το οποίο απαρτίζεται από τους Αλέξανδρο – Δράκο Κτιστάκη, Γιάννη Παπαδόπουλο και Ντίνο Μάνο.
Η νέα παράσταση του εξαιρετικού και καταξιωμένου drummer, Αλέξανδρου – Δράκου Κτιστάκη, ονομάζεται «The Lost Track», ένας τίτλος που μάλλον της ταιριάζει σα γάντι: «Σημαίνει είτε το χαμένο τραγούδι είτε ο χαμένος δρόμος. Προφανώς είναι αλληγορικό και ξεκινάει με αφορμή το ότι, πολλές φορές όταν παίζουμε, ο αυτοσχεδιασμός μάς οδηγεί σε μια πορεία, την οποία ωστόσο διακόπτουμε, γιατί είμαστε αποφασισμένοι να παίξουμε πράγματα τα οποία έχουμε προγραμματίσει. Όποτε συνέβαινε αυτό, αισθανόμασταν ότι χάναμε κάτι ωραίο που θα μπορούσε να συμβεί. Αισθανθήκαμε λοιπόν την ανάγκη να το ακολουθήσουμε αυτό σε ένα καλλιτεχνικό σπίτι, το οποίο θα μας δώσει την ελευθερία να πειραματιστούμε».
Από την πρώτη φορά που άκουσα ζωντανά το trio στα 10α γενέθλια της Puzzlemusik, ήμουν βέβαιη ότι έχουμε να κάνουμε με μια ιδιαίτερη χημεία. Εν τέλει έφτασα μέσα από την κουβέντα μου μαζί τους να μάθω ότι η σχέση που τους ενώνει είναι «εκπαιδευτική», καθώς, κατά τη φοίτησή τους στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, ο Ντίνος και ο Γιάννης ήταν μαθητές του Αλέξανδρου: «Η πρώτη φορά που παίξαμε ως trio ήταν στην αποφοίτηση του Γιάννη. Ήταν δική μου προτροπή αρχικά να το κάνουμε αυτό, αλλά νομίζω ότι αισθανθήκαμε και οι τρεις πως ήταν κάτι πολύ ιδιαίτερο. Ένα βασικό στοιχείο που υπάρχει είναι η συνεννόηση χωρίς λόγια».
Για την εξέλιξη της σχέσης αυτής έχει ο καθένας να παρατηρήσει ξεχωριστά «ίχνη» που οδηγούσαν σε αυτό που βλέπουμε και ακούμε σήμερα. «Σημαντικό ήταν όταν οι διορθώσεις άρχισαν να αφορούν πράγματα που βλέπαμε όλοι και οι έννοιες που επικοινωνούσαμε άρχισαν να γίνονται πιο ειδικές. Τότε καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για μια διαδικασία δημιουργίας και όχι εκπαίδευσης. Άρχισε σιγά σιγά να απομακρύνεται η αίσθηση ότι είναι δάσκαλός μας, αν και πάντα υπάρχει στο πίσω μέρος του μυαλού μας και μου αρέσει πολύ αυτό. Σίγουρα δεν υπάρχει στην επιφάνεια, αλλά θα ισχύει για πάντα για μας».
Από την άλλη πλευρά, ο Ντίνος αποδίδει αυτή τη σχέση στην ίδια τη μουσική: «Μπορεί να είχαμε μια σχέση καθηγητή – φοιτητή, αλλά όταν παίζαμε μουσική πολλές φορές παραγκωνιζόταν αυτό και μας ένοιαζε μόνο να παίξουμε. Σίγουρα ο Αλέξανδρος μάς είχε βάλει σε ένα δρόμο με τις παρατηρήσεις του, πράγμα το οποίο ήταν πιο εύκολο τότε από την άποψη ότι και εμείς μαθαίναμε, αλλά από εκεί και πέρα η μουσική άφηνε τα πράγματα να εξελιχθούν».
Όσον αφορά στο εκπαιδευτικό σύστημα, με εξαίρεση τα μουσικά σχολεία, συμφωνήσαμε και οι τέσσερις στο τραπέζι ότι στη μουσική δε δίνεται η δέουσα βαρύτητα, αντιθέτως στο σχολείο θεωρείται η ώρα του παιδιού. Ως εκπαιδευτικός ωστόσο, ο Αλέξανδρος παρατηρεί ότι πολλά παιδιά ζητούν να μάθουν μουσική και μάλιστα τα περισσότερα ως χόμπι: «Αυτό το βρίσκω εξαιρετικά σημαντικό, διότι, έστω και έτσι, εκπαιδεύονται ακροατές. Έχουμε εκπαιδεύσει πολύ καλούς εκτελεστές, αλλά δεν έχουμε καθόλου ακροατές. Τα ωδεία ανέλαβαν το βάρος να εκπαιδεύσουν τους επόμενους επαγγελματίες, το οποίο είναι λάθος. Θα έπρεπε να υπάρχουν τα μουσικά πανεπιστήμια, τα οποία τώρα αρχίζουν να εδραιώνονται».
Ακόμα και με τα παραπάνω δεδομένα σε ισχύ, σε μια ευρύτερη κλίμακα ο Αλέξανδρος δε θα μπορούσε να μιλήσει για πεπαιδευμένο ελληνικό κοινό: «Η μουσική θα έπρεπε να είναι πιο σοβαρά θεσμοθετημένη και να είναι από τα πρώτα πράγματα που συζητάμε. Η αισθητική διαμορφώνει αποφάσεις στη ζωή κι ας μην το καταλαβαίνουμε».
Φωτογραφία: Όλγα Τζίμου
Από το τραπέζι μας δε γινόταν να λείπει και το φαινόμενο της σύμπτωσης των ελληνικών jazz σχημάτων στο επίπεδο της σύνθεσης, αφού, για παράδειγμα, και οι τρεις μουσικοί συναντώνται και σε άλλες συνθέσεις jazz σχημάτων. «Δεν είναι τυχαίο», με προλαβαίνει ο Γιάννης. «Όσο περισσότεροι και πιο ικανοί μουσικοί υπάρχουν σε μια σκηνή, φαντάζομαι τόσο λιγότερο θα συμβαίνει. Αυτό ωστόσο είναι το μικρότερο πρόβλημα. Σε όσα projects συμμετέχω, χαίρομαι που συμπίπτω, δε βαριέμαι. Παρόλο που με το Ντίνο έχουμε σπουδάσει μαζί και παίζουμε μαζί και στους Next Step, δε θα ήθελα να παίζω με άλλον. Υπάρχουν εξαιρετικοί μουσικοί, αλλά έχω μια διαφορετική άνεση μαζί του. Είναι ωραίο να ξέρεις τους μουσικούς που παίζεις μαζί. Είναι ωραίο να ξέρεις πως ακόμα κι αν υπήρχαν άλλοι τόσοι μουσικοί, αυτούς θα διάλεγες».
Πάντα θεωρούσα τη jazz μουσική περισσότερο «εγκεφαλική», χωρίς αυτό να σημαίνει «κενή (συν)αισθήματος» – το αντίθετο θα έλεγα. Εκείνο το βράδυ ο Αλέξανδρος, ο Γιάννης και ο Ντίνος συνυπήρχαν σε μια τόσο προσωπική αλλά και ομαδική δημιουργία – ο καθένας ήταν μόνος – διακριτός, αλλά και ακόλουθος – συμπληρωματικός του άλλου. Τι συμβαίνει όμως ακριβώς εκείνη τη στιγμή στο μυαλό του καθενός;
«Όταν παίζω, υπάρχει μια μάχη ανάμεσα στο τώρα και στο μυαλό μου» εξηγεί ο Αλέξανδρος. «Όταν το πνεύμα μου δεν είναι καθαρό, σκέφτομαι πάρα πολύ όταν παίζω, προσπαθώντας να φέρω το μυαλό μου στο τώρα. Όταν το πνεύμα μου είναι καθαρό, ακούω αυτό που συμβαίνει και απλά παίζω, ακούγοντας τους άλλους. Οι αισθήσεις μου είναι τόσο ζωντανές που δε χρειάζεται να σκεφτώ».
Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά στο επίπεδο της ακρόασης, επισημαίνει οτι «η ακρόαση της μουσικής είναι κάτι το οποίο καλλιεργείται. Και αυτό δεν αφορά τόσο τους μουσικούς, αλλά κυρίως τους μη μουσικούς. Είναι σαν τη γυμναστική για το σώμα μας».
Την ίδια στιγμή ο Γιάννης συμπληρώνει με μια δική του γενικότερη παρατήρηση που επιστρέφει στο θέμα της εκπαίδευσης: «Η μουσική έχει αρκετό ζόρι στην αρχή. Ένα παιδάκι θα κάτσει στο πιάνο και νιώθει ότι δεν μπορεί να παίξει. Το ίδιο όμως δε συμβαίνει με τη ζωγραφική για παράδειγμα. Όλοι ζωγραφίζαμε μικροί και κανείς δεν ήρθε να μας πει ότι αυτό που ζωγραφίσαμε δεν είναι σωστό».
Η παράσταση «The Lost Track», η οποία θα συνεχίσει και τις επόμενες Παρασκευές στο χώρο του BIOS Tesla (Πειραιώς 84, Αθήνα), είναι πραγματικά ο δρόμος που χάσαμε αναζητώντας τα σίγουρα, τα ασφαλή, τα πεπατημένα. Είναι ένας μοναδικός συνδυασμός στοιχείων που ξεπερνούν τα όρια της jazz, ενώ τα samples που επιμελείται ο Αλέξανδρος δίνουν εκείνη την απόκοσμη αίσθηση που εναλλάσσεται με την «πραγματικότητα» των αυτοκινήτων που διασχίζουν την Πειραιώς, όπως τα βλέπουμε από τη μεγάλη τζαμαρία του χώρου, ο οποίος με τη σειρά του γίνεται αβίαστα μέρος της παράστασης.
Μάλιστα, με αφορμή τη μουσική στους δρόμους της χριστουγεννιάτικης Αθήνας, ο Γιάννης Παπαδόπουλος έκλεισε την κουβέντα μας με μια πολύ εύστοχη παρατήρηση για τη θέση και τη σημασία της μουσικής στην πόλη και την καθημερινότητα εν γένει: «Η Ελλάδα είναι ίσως από τις λίγες χώρες που υπάρχει μουσική παντού, αλλά δεν υπάρχει για τη μουσική. Δημιουργεί την αίσθηση ότι είναι ένα χαλί και είναι εκεί για να μην την προσέχεις. Κι αυτό έπειτα δημιουργεί και μια ακουστική μνήμη στους ανθρώπους, η οποία αργότερα δυσκολεύει το δημιουργό και την πρόσληψη του έργου του από το κοινό. Δε χρειάζεται παντού μουσική, σε ό,τι κάνουμε. Έτσι, μετά, όταν ξαφνικά υπάρξει, θα λάμψει ή δε θα λάμψει – αλλά θα το αναγνωρίσεις όπως και να’ χει».
Το Alex Drakos Trio είναι οι:
Αλέξανδρος – Δράκος Κτιστάκης – τύμπανα & samples
Γιάννης Παπαδόπουλος – πιάνο & πλήκτρα
Ντίνος Μάνος – ακουστικό & ηλεκτρικό μπάσο
* Φωτογραφία εξωφύλλου: Πάνος Βασιλόπουλος