Η α λα Βέρντι politically uncorrect όπερα του Καρρέρ

Στιγμιότυπο από την πρώτη, σύγχρονη παρουσίαση της «Μαρίας Αντωνιέττας» του Καρρέρ υπό τον Βύρωνα Φιδετζή © Σπύρος Κατωπόδης

Από τον Γιάννη Σβώλο

Του χρόνου, με αφορμή την επέτειο της Ελληνικής Επανάστασης αλλά και με αφορμή τη θερμή συγκυρία της εξόδου από την κρίση, ασφαλώς θα λεχθούν δημοσίως πολλά -και όχι δίχως αδικαιολόγητη αυτοπεποίθηση- ως κριτική επισκόπηση/αποτίμηση της διαδρομής που έχει διανυθεί από το 1821/34.

Ωστόσο, 200 χρόνια μετά το κομβικό γεγονός που έφερε το ιστορικό έθνος των Ελλήνων στην παρέα των σύγχρονων ευρωπαϊκών κρατών, το θέμα της πολιτιστικής/πολιτισμικής έκφρασης της εθνικής ταυτότητας παραμένει βασανιστικά ακαταστάλακτο, παγιδευμένο σε δυστοπικές τροπές του πολιτικοκοινωνικού βίου.

Με άλλα λόγια απουσιάζει μια γενικά αποδεκτή συναντίληψη σχετικά με το τι μας εκφράζει/εκπροσωπεί πολιτιστικά στις τέχνες και στον πνευματικό βίο. Οχι δυσερμήνευτη έκφραση αυτού του χάσματος είναι και η προβληματικά υποτιμητική αντιμετώπιση του ιστορικής κληρονομιάς στο πεδίο της σοβαρής μουσικής. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του έργου του Ζακύνθιου Παύλου Καρρέρ (1829-1896).

«Μαρία Αντωνιέττα» – Χώρος Τέχνης «Αρτεμις»

Στις 2/12/2019, στον Χώρο Τέχνης και Πολιτισμού «Αρτεμις» στον Αλιμο, παρακολουθήσαμε την πρώτη σύγχρονη παρουσίαση της όπερας «Μαρία Αντωνιέττα» του Καρρέρ. Ο συνθέτης ολοκλήρωσε την έβδομη αυτή όπερά του το 1874. Το νέο έργο παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία στο νεόδμητο Δημοτικό Θέατρο «Φώσκολος» του Τσίλερ, στη Ζάκυνθο, το 1884. Στα 135 χρόνια που μεσολάβησαν έκτοτε, το μουσικό υλικό επέζησε των καταστρεπτικών σεισμών του 1953 και φυλάσσεται σήμερα στο Μουσείο Σολωμού και επιφανών Ζακυνθίων.

Εκεί το πρωτοαντίκρισε ο αρχιμουσικός Βύρων Φιδετζής το 1977, στο ξεκίνημα της πολυετούς δράσης του για την αναβίωση της μουσικής κληρονομιάς των Επτανησίων συνθετών και αυτών της Εθνικής Σχολής. Η πρόσφατη συναυλιακή παρουσίαση της «Μαρίας Αντωνιέττας» βασίστηκε σε ψηφιοποίηση του υλικού αυτού. Συμμετείχαν η Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών, η Ακαδημαϊκή Χορωδία Νέων Αθηνών (διδασκ. Νίκος Μαλιάρας), η Μικτή Χορωδία του Εθνικού Ωδείου και οκτώ Ελληνες μονωδοί υπό τον αρχιμουσικό Βύρωνα Φιδετζή. Η παρουσίαση αφιερώθηκε στον Νικόλαο Βαρβιάνη (1898-1980), επιφανή Ζακύνθιο και ψυχή του Μουσείου Σολωμού.

Οπως για πολλά άλλα ξεχασμένα ελληνικά μουσικά έργα έτσι και για την «Αντωνιέττα», όταν κανείς επιχειρήσει να την κρίνει/αποτιμήσει πρέπει να έχει συναίσθηση ότι η νεότερη παρουσίαση συντελείται τελείως εκτός των συμφραζομένων της εποχής και του τόπου και, αναπόδραστα, φιλτράρεται μέσα από την πρωθύστερη γνώση του ρεπερτορίου της όπερας των τελευταίων 150 χρόνων τόσο σε πλάτος όσο και σε βάθος. Αυτών λεχθέντων, η ακρόαση άφησε καλές αλλ’ αντικρουόμενες εντυπώσεις.

Η «Αντωνιέττα» είναι μια τυπική ιταλική όπερα του ώριμου 19ου αιώνα, γραμμένη ανάμεσα στη βερντιανή «Αΐντα» και τον «Οθέλλο». Η γραφή της θυμίζει έντονα τον Βέρντι, διαφοροποιούμενη με ανοίγματα που παραπέμπουν εκφραστικά στον βερισμό, και ακολουθεί σε μουσικοαισθητικό επίπεδο όλες τις δομικές και εκφραστικές συμβάσεις της εποχής: άριες, ντουέτα, πολυπρόσωπα σύνολα, χορωδιακά, εμβόλιμη σουίτα χορών, εμβατήρια κ.λπ.

Η γραφή είναι άμεση, απλή, ενίοτε τραχιά αλλ’ απολύτως αποκωδικοποιήσιμη εκφραστικά, με σαφή χαρακτήρα και καλή αξιοποίηση των φωνών τόσο μουσικά όσο και δραματικά. Στη ροή της μουσικής συχνά κυριαρχούν η εμβατηριακή ορμή, τα εκτενή αριόζι και -με οικονομία- η μελωδία. Σήμερα, ο Καρρέρ και ο λιμπρετίστας του, Γεώργιος Ρώμας, μας ξαφνιάζουν έχοντας επιλέξει να παρουσιάσουν την τραγική Μαρία Αντουανέτα ως αθώο θύμα, στο πλαίσιο μιας (πολύ) ελεύθερα διαπλασμένης δράσης που εκτυλίσσεται στον αιματηρό πυρήνα της Γαλλικής Επανάστασης· ωστόσο αυτό ελάχιστα απέχει από άλλες, γνωστές ρομαντικές οπερατικές «αγιογραφίες» τραγικών βασιλισσών της Ιστορίας.

Μουσικά η παράσταση ήταν σαφώς καλή. Ταιριαστά στελεχωμένη η διανομή περιλάμβανε την υψίφωνο Σοφία Κυανίδου (Αντωνιέττα), τον βαρύτονο Χάρη Αδριανό (Λουδοβίκος), τη μεσόφωνο Κασσάνδρα Δημοπούλου (Ελισάβετ), τον τενόρο Φίλιππο Μοδινό (Βαρβάβας) και, σε δευτερεύοντες ρόλους τούς Γιάννη Σελητσανιώτη (Δαντόν), Νικόλα Καραγκιαούρη (Ροβεσπιέρος), Διονύση Τσαντίνη (Μαρά) και Νικήτα Γκρίτζαλη (Κλερύ).

Επικεφαλής ορχήστρας, χορωδιών και μονωδών ο Βύρων Φιδετζής διέπλασε ένα ακρόαμα που ισορρόπησε την απλότητα, την αμεσότητα και την τραχύτητα της γραφής με σωστό συνδυασμό δυναμισμού, αυστηρότητας και ευγένειας. Σίγουρα, η «Μαρία Αντωνιέττα» θα άξιζε να δοκιμαστεί και σκηνικά με ιδανικές συνθήκες.

Πηγή https://www.efsyn.gr/

Top