10 εξαιρετικά ελληνικά άλμπουμ που κυκλοφόρησαν πρόσφατα και αξίζουν της προσοχής μας

Από τον Φώντα Τρούσα

Άλμπουμ που δεν είναι μιας χρήσης, που περιέχουν μουσικές και τραγούδια πέραν του αναμενόμενου

Μπορεί ν’ ακούγεται από παντού πως η δισκογραφία (και η ελληνική) βρίσκεται σε κρίση, σε παρατεταμένη κρίση, αλλά αυτό στον όποιο βαθμό είναι αληθινό δεν έχει ουσιαστική σημασία. Γιατί το ουσιαστικό είναι μόνο τα πολλά και καλά άλμπουμ που τυπώνονται και κυκλοφορούν, τελικά, σε φυσικές μορφές (LP και CD) ή όχι. Άλμπουμ που δεν είναι μιας χρήσης, που περιέχουν μουσικές και τραγούδια πέραν του αναμενόμενου, πέραν του «τι είναι μόδα» και του «τι παίζει».

Για δέκα απ’ αυτά τα άλμπουμ του τελευταίου καιρού (ένα εκ των οποίων είναι ακόμη digital), που κατά βάση κινήθηκαν μέσα στο καλοκαίρι, γράφουμε τώρα.

1. ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΓΙΑ ΦΟΝΟΥΣ

«Εκείνη Έρχεται Μέσα Απ’ Τις Στάχτες»
[Mr Vinylios / B-Other Side Records]

Όπως διαβάζουμε στο bandcamp: «Οι Μπαλάντες για Φόνους δημιουργήθηκαν πριν από κάποια χρόνια στην Αθήνα. Αποτελούνται από μέλη με μακρά θητεία στην ανεξάρτητη, ελληνική ροκ σκηνή. Ο ήχος τους είναι ένα κράμα ποστ πανκ, γκαράζ και νεοψυχεδέλειας. Γράφουν μουσική και λέξεις για να αντισταθούν στις μεγάλες, ογκώδεις και απτές ανυπαρξίες».

Από το discogs μαθαίνουμε πως μέλη του γκρουπ είναι οι Γιάννης Κισκίνης, Γιώργος Λιόλιος, Ζαφείρης Μαράνος (και οι τρεις πριν στους Grain) και Παντελής Ροδοστόγλου (πριν στα Διάφανα Κρίνα), ενώ από το blog elliniko-greek-rock βλέπουμε πως η σύνθεση της μπάντας σήμερα είναι η εξής: Ζαφείρης Μαράνος φωνή, Γιάννης Κισκίνης κιθάρα, Δημήτρης Ζούζουλας κιθάρα, Παντελής Ροδοστόγλου μπάσο και Γιώργος Λιόλιος ντραμς. Τέλος πάντων αυτά τα σημειώνουμε, επειδή δεν ξέρουμε τι ακριβώς μπορεί να είναι γνωστό και τι όχι σε σχέση με το γκρουπ.

Έχουμε λοιπόν ένα ελληνόφωνο ροκ συγκρότημα, τις ή τους ή το Μπαλάντες για Φόνους, που τώρα κάνει το ντεμπούτο του στη δισκογραφία, μέσω του LP «Εκείνη Έρχεται Μέσα Απ’ Τις Στάχτες», που έχει ετοιμαστεί από κοινού από τον Mr Vinylios και την B-Other Side Records.

Το άλμπουμ περιέχει επτά τραγούδια (τρία στην πρώτη πλευρά και τέσσερα στη δεύτερη) κι εκείνο που σε πρώτη φάση προξενεί μιαν εντύπωση (τουλάχιστον εμένα με προβλημάτισε) είναι οι μεγάλες διάρκειες των κομματιών – το Α1 διαρκεί 9:10, το A3 7:21, το Β1 6:29 κ.λπ.

Αν πούμε πως το σχήμα Μπαλάντες για Φόνους δεν είναι progressive, αλλά κατά βάση ένα μεταρόκ κιθαριστικό, οι μεγάλες διάρκειες εξ αρχής δεν «κολλάνε». Παρά ταύτα, και το επισημαίνω ως θετικό, καθώς άκουγα το άλμπουμ δεν ένοιωσα τους συγκεκριμένους χρόνους ως «βάρος». Ένοιωσα, φυσικά, ότι τα κομμάτια «τραβάνε», αλλά δεν ένοιωσα να εκβιάζουν χρόνους, καταστάσεις κ.λπ. Άρα έχει γίνει σωστή δουλειά και σ’ αυτό το κρίσιμο ζήτημα. Οι πρέπουσες αναπτύξεις, τα πρέποντα σόλι κ.λπ.

Οι Μπαλάντες για Φόνους έχουν δυο-τρεις πολύ βασικές (ελληνικές) αναφορές. Θα λέγαμε πως η βασικότερη είναι η Λευκή Συμφωνία, κάπως λιγότερο οι Metro Decay και βεβαίως τα Διάφανα Κρίνα – για κάποιους δε ίσως να αποτελούν και συνέχειά τους (συνέχεια των Κρίνων εννοώ).

Στιχουργικά το συγκρότημα κινείται στο γνωστό πλέον ποιητικό ύφος (που διακρινόταν και στα τρία προαναφερόμενα σχήματα), με τις επιρροές από Καρυωτάκη, Λαπαθιώτη, Πόε κ.λπ. να είναι και σαφείς και προφανείς (κλεισμένες πίσω από τις… σεσημασμένες λέξεις «λεμονανθών», «λειμώνες», «στάχτες», «δείλι», «συντριβή» και τ’ ανάλογα). Το θέμα είναι τώρα πώς δένουν τα συγκεκριμένα λόγια με το μέλος και τι τραγούδια προκύπτουν τελικά.

Σε γενικές γραμμές θα πούμε πως η πρώτη αυτή προσπάθεια των Μπαλάντες για Φόνους είναι επιτυχημένη. Μεταξύ των επτά τραγουδιών προσωπικά διακρίνω δύο εξαιρετικά, δηλαδή άριστα (τα «Εκείνη έρχεται μέσα απ’ τις στάχτες» και «Τα πλάσματα που ζουν απ’ το χαμό μου»), ένα πολύ καλό («Το φάντασμα του αγοριού στο κελάρι») και τέσσερα από «καλά» έως πολύ καλά» («Ξόδι», «Πώς με κοιτάζει έτσι το φεγγάρι», «Ορυχείο», «Ένας κόσμος ανάποδα»).

Φυσικά όλα τα τραγούδια κερδίζουν από τα άψογα παιξίματα, τις ωραίες ερμηνείες, και τη γενικότερη ηχογράφηση-παραγωγή. Με λίγα λόγια; Μία από τις καλύτερες κυκλοφορίες στο χώρο του κλασικού ελληνόφωνου ροκ, για τη χρονιά που τρέχει…

Επαφή

2. ΑΝΝΑ ΛΙΝΑΡΔΟΥ

«Heterotopia»
[Underflow]

Ένα άλμπουμ που τώρα μας συστήνει, για τα καλά, μιαν εξαιρετική τραγουδίστρια με άποψη πάνω στα θέματά της – την Άννα Λινάρδου.

 

Η τραγουδίστρια Άννα Λινάρδου (Anna Linardou) μπορεί να ξεκίνησε πριν από μια δεκαετία κάπως ορθόδοξα τη μουσική πορεία της (τραγουδώντας, και σε δίσκους, Μικρούτσικο, Χατζιδάκι κ.ά.), αλλά τώρα συνεχίζει μάλλον ανορθόδοξα, δίνοντας ένα πρώτο προσωπικό LP, το οποίο αποκαλεί «Heterotopia». Λέμε «ανορθόδοξα», γιατί η «Heterotopia» δεν είναι απ’ αυτά τα άλμπουμ για μαζική χρήση. Χωρίς να είναι δύσκολο είναι απαιτητικό, διαθέτει ψάξιμο και χωρίς να εμμένει σε μιαν απροσάρμοστη, αφηρημένη φόρμα είναι ταυτοχρόνως και ξεχωριστό. Θέλουμε να πούμε πως το “Heterotopia” δεν είναι ούτε πειραματικό, ή έστω ιδιαιτέρως πειραματικό, αλλά ούτε και προφανές.

Αυτό, που πράττει η Λινάρδου είναι, εν τέλει, και το πλέον δύσκολο. Γιατί όσο απλό είναι να τραγουδήσεις έναν παραδοσιακό σκοπό μπροστά σ’ ένα μικρόφωνο, άλλο τόσο σύνηθες είναι και να τον αποδομήσεις. Το δύσκολο και το αληθινά ενδιαφέρον είναι να κινηθείς κάπου στη μέση. Να τραγουδήσεις χωρίς ακρότητες τις παραδόσεις, ντύνοντάς τες με νέα ηχοχρώματα. Ή έστω με κάπως νέα, αλλά πάντα ιδιαίτερα και ενδιαφέροντα.

 

Στην «Heterotopia» η Λινάρδου, που έχει ωραία, άψογα γυμνασμένη φωνή, η οποία με τη βοήθεια της τεχνολογίας πολλαπλασιάζεται και σε επίπεδο δεύτερων φωνών ή φωνητικών κ.λπ., πατάει γερά πάνω στις εκάστοτε παραδόσεις –φαίνεται πως έχει μελετήσει, όλα αυτά που τραγουδά και αυτό δεν κρύβεται– και, με τη βοήθεια των μουσικών συνοδοιπόρων της, κατορθώνει να κάνει την έκπληξη. Να προτείνει ένα LP πυκνό σε ηχητικά νοήματα, που να μην «κλωτσάει» τον μέσο ακροατή, ενοποιώντας με τον τρόπο του ποικίλες ηχητικές παραδόσεις.

Γιατί η «Heterotopia» εκεί στηρίζεται, στην παράθεση διαφορετικών σκοπών παραδοσιακών (από τα Αθαμανικά Όρη, από τον Λίβανο, το Κουρδιστάν, την Ιταλία, τα Απαλάχια Όρη) ή και επώνυμων (Jacob Senleches, Ρόζα Εσκενάζυ), που ενοποιούνται κάτω από ένα lo-fi ηχητικό δόγμα. Τα «περιβάλλοντα», εννοούμε, που αναπτύσσει ο Γιώργος Βαρουτάς είναι, με λίγα λόγια, εξαιρετικά. Δεν καπελώνουν τη φωνή, ούτε επιχειρούν να κερδίσουν τις εντυπώσεις.

Από την άλλη δεν είναι και κάτι που έρχεται από «πίσω», μένοντας «πίσω» – κάτι που δεν το νοιώθεις και δεν το αντιλαμβάνεσαι. Είναι, πώς να το πούμε, εκείνες οι λεπτές ισορροπίες, που θα παίζουν πάντα ρόλο σε τέτοιες περιπτώσεις και που θα οδηγούν τα ακούσματα σ’ ένα δικό τους, ξεχωριστό κόσμο. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στα «περιβάλλοντα» τού Βαρουτά εδώ, μα ακόμη και στο πιάνο, το τσέλο, τα ηλεκτρονικά, το φλάουτο, τις κιθάρες, το σαντούρι, που συμμετέχουν, κατά περίπτωση, στις ενοργανώσεις, συνοδεύοντας την Λινάρδου, σ’ αυτό το εντελώς προσωπικό ταξίδι.

Αν και δεν υπάρχουν κομμάτια (από τα συνολικά οκτώ) που να μένουν πίσω, θα ξεχώριζα, σαν προσωπικές προτιμήσεις, το «Ahmedo» (κουρδικό τραγούδι αγάπης) από την Side A και το «Little sparrow» (τραγούδι των Απαλαχίων) από την Side B.

Το «Heretopia» είναι ένα εξαιρετικό άλμπουμ, δεν χωράει ουδεμία αμφιβολία. Ένα άλμπουμ που τώρα μας συστήνει, για τα καλά, μιαν εξαιρετική τραγουδίστρια με άποψη πάνω στα θέματά της – την Άννα Λινάρδου.

Επαφή

3. ΑΝΝΑ ΣΤΕΡΕΟΠΟΥΛΟΥ

«Plano»
[Anna Stereopoulou | AEAƎA Studio]

Η Στερεοπούλου φανερώνει και μ’ αυτό το άλμπουμ πως είναι μια συνθέτρια με άποψη.

 

Το πιο πρόσφατο άλμπουμ της συνθέτριας, κιμπορντίστριας κ.λπ. Άννας Στερεοπούλου (Anna Stereopoulou) έχει τίτλο «Plano» και περικλείεται σε μια πολύ ωραία all-paper CD-συσκευασία. Η Στερεοπούλου φανερώνει και μ’ αυτό το άλμπουμ πως είναι μια συνθέτρια με άποψη (συνολικά για τη μουσική), με ιδέες σοβαρές (αισθητικής φύσεως ή άλλες), έχοντας παράλληλα και τη γνώση και τη δύναμη αυτές ακριβώς τις ιδέες να τις επιβάλλει μέσα από το έργο της.

Από την πρωταρχική σκέψη και τη σύλληψη, μέχρι την εκτέλεση και την τελειοποίηση (εκείνου που έχεις κατά νου) μεσολαβεί κενό ή κενά, τα οποία δεν πρέπει να σε οδηγήσουν σε παρεκκλίσεις από τον αρχικό σου στόχο. Εδώ ταιριάζει η λέξη «επιβάλλει», που σχετίζεται βασικά με την μάχη που πρέπει να διεξαγάγεις με τον εαυτό σου, προκειμένου να καταστήσεις εφικτό το όραμά σου. Να συνθέσεις δηλαδή, μέσα σε 53 λεπτά, μιαν ολόκληρη ηχητική ιστορία, που να έχει αρχή, μέση και τέλος, διαθέτοντας επιπλέον (η ιστορία) την βεβαιότητα ενός ολοκληρωμένου και μοναδικού έργου. Τούτο πράττει η Άννα Στερεοπούλου στο «Plano», ένα άλμπουμ ενός και μόνον track, που απλώνεται στο χρόνο, διεκδικώντας την αμέριστη προσοχή μας.

Σ’ αυτό το track λοιπόν η συνθέτρια καταθέτει, μέσω μιας δική της προσωπικής μεθόδου, όλες τις «αγωνίες» της γύρω από το πώς θα μπορούσε να λειτουργεί η μουσική τής μεγάλης φόρμας, προτείνοντας έναν τρόπο (ηχητικής) δράσης που καθορίζεται από αρχέτυπα και από φουτουριστικά στοιχεία.

Αυτός ο συνδυασμός είναι που κάνει το «Plano» ξεχωριστό, δίνοντάς του στη διαδρομή μεγαλεπήβολες διαστάσεις. Στα αρχέτυπα θα τοποθετούσαμε τις αναφορές στην παράδοση (και όχι μόνο στην ελληνική), κάτι που συμβαίνει και μέσω των επιτόπιων εγγραφών, που παρεμβάλλονται σε καίρια σημεία της αφήγησης, ενώ όσον αφορά στα φουτουριστικά θα γράφαμε για τις ποικίλες ηλεκτρονικές παρεκβάσεις προς new age, space, avant, ethnic και λοιπά πεδία.

Το άκουσμα του «Plano», παρ’ όλη τη συνθετότητα και το άπλωμά του στον χρόνο, δεν χαρακτηρίζεται από αστάθειες, «κοιλιές», βαριά φορτώματα ή ανέξοδες αβαντ-γκάρντιες. Διαθέτει ισορροπία και μια χαλαρότητα στην αφήγηση, που το κάνει κάπως… ζεν.

Νομίζουμε πως η Ανατολή, η μουσική και φιλοσοφική Ανατολή, αποτελεί ισχυρή επιρροή της Στερεοπούλου, με τις αναφορές στο ινδικό μέλος π.χ. να είναι σαφείς (χωρίς, όμως, να βγάζουν μάτι). Αυτή η λεπτότητα στη χρήση των διαφόρων αναφορών είναι επίσης χαρακτηριστική στο «Plano», αλλά και γενικότερα στον τρόπο που δουλεύει η συνθέτρια – αν κρίνουμε και από προηγούμενες δουλειές της. Τούτο μεταφράζεται σε μελέτη προφανώς, βαθιά ενασχόληση και διάθεση να υπερβείς το προφανές, ψάχνοντας το «πιο μέσα».

Σε τούτη την πορεία η Στερεοπούλου, που χειρίζεται πιάνο, keyboards, synths, αυλό, μπεντίρ, field recordings και φωνές, δεν είναι μόνη. Δίπλα της βρίσκονται οι Eva Caballero φλάουτο, recorders, φωνή, Terje Evensen Korg volca, field recordings και Somali Panda ίσο (φωνητικό drone). Όλοι μαζί συνεισφέρουν σ’ ένα έργο, που, πάνω απ’ όλα, έχει τον τρόπο να σε κατακτά με την πνευματικότητα και την ηρεμία του.

Επαφή

4. ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΡΑΠΙΠΕΡΗΣ

«Acoustic & Electric Growls»
[Ανεξάρτητη Παραγωγή]

Το πιο νέο άλμπουμ του Παύλου Καραπιπέρη (Paul Karapiperis), έχει τίτλο «Acoustic & Electric Growls».

 

Το πιο νέο άλμπουμ του Παύλου Καραπιπέρη (Paul Karapiperis), έχει τίτλο «Acoustic & Electric Growls». Το άλμπουμ ανέβηκε την 17η Μαΐου 2019 στο bandcamp και περιλαμβάνει 17 tracks, με συνολική διάρκεια περί τα 90 λεπτά! Άρα λέμε για ένα (ενδεχόμενο) άνετο 2CD ή ένα 2LP τελείως φισκαρισμένο και πυκνογραμμένο.

Ο Παύλος Καραπιπέρης είναι βεβαίως ο τραγουδιστής, αρμονικίστας κ.λπ. των Small Blues Trap, με το «Acoustic & Electric Growls» να αποτελεί το τέταρτο προσωπικό άλμπουμ του, μετά τα «Fifteen Raindrops In An Ocean of Blues Tales» (2009), «Somethin’ Like Blues or Haunted Ballads» (2012) και «One Sin In Seven Parts» (2014).

Φυσικά, και εδώ, το blues είναι και παραμένει η βάση, όμως στην πράξη εκείνο που ακούμε στο «Acoustic & Electric Growls» είναι ένα ψυχεδελικού τύπου blues-rock, με αναφορές στους Groundhogs θα λέγαμε (ένα απολύτως σεβαστό βρετανικό συγκρότημα, που επιχείρησε να ανατρέψει τις blues φόρμες στα late sixties-early seventies, πράγμα το οποίον και κατάφερε – και αναφερόμαστε στα LP τους «Split» και «Who will Save the World? The Mighty Groundhogs» βασικά).

Επίσης να πούμε και για κάποια άλλα βρετανικά συγκροτήματα, που φέρνουν στη μνήμη μας τα τραγούδια του Καραπιπέρη, όπως τους Sam Apple Pie (εκείνο το φοβερό πρώτο LP τους από το 1969), χωρίς να μένουν πίσω οι πιο κλασικές αναφορές σε καλλιτέχνες όπως ο Captain Beefheart.

Όλα αυτά όμως είναι απλώς λόγια, γιατί τα έργα, τα τραγούδια του Καραπιπέρη εννοούμε, έχουν τις δικές τους ποιότητες, τις δικές τους διαστάσεις… στοιχειωτικού πάθους, που αναδεικνύονται (οι διαστάσεις) και μέσα από τη φωνή και τις ερμηνείες του, όπως και μέσα από τα παιξίματα – τόσο τα δικά του όσο και όλων των υπολοίπων guests.

Στο άλμπουμ συμβάλλουν λοιπόν οι Βασίλης Αθανασιάδης κιθάρα, Μανώλης Αγγελάκης φωνή, Πάνος Μπατικούδης κιθάρα, Νικόλας Ψαρράς κλαρινέτο, Ηλίας Λίντζος ντραμς, κρουστά, Παναγιώτης Δάρας κιθάρα, Λευτέρης Μπέσιος μπάσο και Νίκος Κωνσταντίνου ντραμς, με τον Παύλο Καραπιπέρη να τραγουδά και να παίζει φυσαρμόνικα, κιθάρες, μπάσο, πλήκτρα, κρουστά, τζουρά και μπαγλαμά.

Το άλμπουμ είναι με λίγα λόγια εξαιρετικό, άριστο θα το λέγαμε, και αξίζει να βγει έτσι όπως ηχογραφήθηκε (είτε σε CD είτε σε βινύλιο), χωρίς εκπτώσεις.

Επαφή

5. ΣΟΦΙΑ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ – ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΕΤΕΝΤΖΟΓΛΟΥ

«Butterfly»
[USA. Odradek Records]

Η Σοφία Λαμπροπούλου παίζει κανονάκι και ο κλασικός κιθαρίστας Βασίλης Κετεντζόγλου.

 

Το άλμπουμ «Butterfly», που υπογράφουν η Σοφία Λαμπροπούλου (Sofia Labropoulou) κανονάκι και ο κλασικός κιθαρίστας Βασίλης Κετεντζόγλου (Vassilis Ketentzoglou), μας έρχεται από την Αμερική, καθώς είναι έκδοση της Odradek Records (που έχει την έδρα της στην πόλη Lawrence του Kansas).

Στο τρίγλωσσο ένθετο του CD (αγγλικά, ελληνικά, γαλλικά) υπάρχουν επαρκή βιογραφικά στοιχεία για τους δύο οργανοπαίκτες και από ‘κει μαθαίνουμε πως η Λαμπροπούλου έχει συνεργαστεί στη σκηνή με καλλιτέχνες όπως οι John Psathas, Márta Sebestyén, Kalman Balogh, Ballaké Sissoko, Efrén López κ.ά., ενώ και ο Κετεντζόγλου έχει βρεθεί δίπλα στους Γιώργο Νταλάρα, Νίκο Ξυδάκη, Ελευθερία Αρβανιτάκη κ.ά. Δύο μουσικοί λοιπόν με ορατή παρουσία στα πάλκα και τις ηχογραφήσεις συνεργάζονται εδώ για πρώτη φορά δισκογραφικώς, σ’ ένα άλμπουμ, το «Butterfly», που περιλαμβάνει εννέα δικές τους συνθέσεις (τέσσερις του Κετεντζόγλου, τέσσερις της Λαμπροπούλου και μία κοινή), όπως και μία version στον «Τσακιτζή».

Εκείνο που πρέπει να τονίσουμε –και κυριαρχεί στο άκουσμα– είναι πως στο «Butterfly» ό,τι ακούγεται προέρχεται από ένα κανονάκι και μία κλασική κιθάρα. Δεν υπάρχουν guests που να συνδράμουν, οι δύο παίκτες δεν χειρίζονται άλλα όργανα, ενώ και η στουντιακή διαχείριση-επεξεργασία είναι αυτή που πρέπει να είναι, δίχως να αλλοιώνεται η επικοινωνία των δύο. Αυτή η αυστηρότητα στην ηχογράφηση, που συνέβη στο Lizard Sound στούντιο, στην Αθήνα, τον Ιανουάριο του ’17, είναι από τα πιο σημαντικά, που πρέπει να αναγνωρισθούν – κάτι που προφανώς οφείλεται στις ίδιες τις απόψεις της Λαμπροπούλου και του Κετεντζόγλου, που, ως εξπέρ των οργάνων τους, γνωρίζουν τις δυνατότητές τους και την πληρότητα, φυσικά, που δύναται να επιφέρει η συνύπαρξή τους.

Από ‘κει και πέρα για τα κομμάτια ένα-ένα ειδικά δεν έχουμε να πούμε κάτι, γιατί τα γράφουν οι ίδιοι οι μουσικοί στο επιμελημένο ένθετο. Ένα μόνο θα σημειώσουμε. Το γεγονός πως εδώ καταγράφονται και ακούγονται μαγικές συνθέσεις, σαν τις «Bolero», «Mavra poulia» και «Arlin», δίχως κάποια από τις υπόλοιπες να ξεφεύγει απ’ αυτό το κλίμα, που με τόση πίστη και πείσμα οικοδομούν οι δύο μουσικοί.

Επίσης να πούμε πως το κατανυκτικό άκουσμα μας οδήγησε να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας μερικά εξωπραγματικά άλμπουμ από το παρελθόν, όπως το “Kulanjan” (1999) των Taj Mahal / Toumani Diabate και το “Ocean Blues” (2000) των Djeli Moussa Diawara & Bob Brozman. Μπορεί να λέμε μεγάλη κουβέντα τώρα, αλλά έτσι είναι.

Επαφή

6. KOOBA TERCU

«Kharrüb»
[Body Blows Records, Mafia, Hominid Sounds]

Πρόκειται για μία εξαμελή μπάντα, τα ονόματα των μελών της οποίας δεν μας αποκαλύπτονται.

 

Οι Kooba Tercu είναι ένα από τα πιο ιδιαίτερα ελληνικά συγκροτήματα τού τελευταίου καιρού. Το πιο νέο άλμπουμ τους τιτλοφορείται “Kharrüb” και είναι αυτό που καταδεικνύει με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια το ποιοι είναι Kooba Tercu και τι ακριβώς επιδιώκουν.

Να πούμε, για αρχή, πως πρόκειται για μία εξαμελή μπάντα, τα ονόματα των μελών της οποίας δεν μας αποκαλύπτονται. Επίσης να σημειώσουμε, συνδέοντας το παρόν και με κάποια στοιχεία από το παρελθόν, πως οι Kooba Tercu είναι βασικά ένα «σκληρό» συγκρότημα – «σκληρό» με την έννοια πως παίζει στην κόψη του ξυραφιού ένα πολύ ζωντανό noise-rock, που κρατάει προφανώς από τις μέρες του ’80.

Και όμως τα ατέρμονα θορυβώδη patterns δεν είναι η μόνη αναφορά τους, αφού σε αρκετές συνθέσεις υπάρχει και κινείται υποδόρια ένα groovy στοιχείο, που εκτρέπει τα κομμάτια τους (με τη βοήθεια και των φωνητικών) προς ψυχεδελικές κατευθύνσεις. Ένα τέτοιο κομμάτι είναι το δεύτερο «Boto», που αποτελεί μια πολύ τίμια και ελκυστικότατη πρόταση, κοντά στο ύφος των Αμερικανών Palookas (εποχής «Gift»).

Απεναντίας με tracks όπως το 8λεπτο «Maestur» οι Kooba Tercu φαίνεται πως κινούνται σε περισσότερο Velvet-ικές διαδρομές, όπως εκείνες αποτυπώνονταν σε συγκροτήματα τύπου Swans κ.λπ. Υπάρχει, πώς να το πούμε, κι ένα βαρύ, μονότονο και τελετουργικό στοιχείο εδώ, με τις κιθάρες, τους θορύβους και τα feedbacks να σμπαραλιάζουν στην διαδρομή κάθε γραμμικότητα.

Στο ίδιο υποχθόνιο experimental-noise κλίμα κινείται και το «Margarie», παρόλα τα πιο ήπια περάσματα, που του παρέχουν μια κάπως μελωδική διάσταση με τη βοήθεια και των φωνητικών (λέμε για τραγούδι βασικά, με τα λόγια ν’ ακούγονται πίσω από τοίχους θορύβων) – καθώς στο «Got the fire», που ακολουθεί, ανακαλύπτεις και κάτι πολύ από tribal (με ωραία, στιβαρή, δουλειά στο ρυθμικό τμήμα), σ’ ένα κομμάτι που σε κερδίζει με τον εκστατικό του (διονυσιακό να τον πούμε;) χαρακτήρα (από τα ωραιότερα του άλμπουμ). Προτελευταίο το «Shambles» στο ίδιο μοτίβο, με τα κρουστά, τις φωνές και τους θορύβους να πρωταγωνιστούν, πριν αναδυθεί από το μίγμα τους ένα ακόμη πύρινο φυλετικό rock.

Το «Kharrüb» θα ολοκληρωθεί με το «California», ένα αργό, βαρύ track, που ακούγεται ωραίο σαν επίλογος, ολοκληρώνοντας με τον καλύτερο τρόπο εκείνο που εξελίχθηκε όλα τα προηγούμενα λεπτά.

Διαβάζουμε πως οι Kooba Tercu έχουν εμφανισθεί στο ίδιο πάλκο με Goat, Acid Mothers Temple, Föllakzoid, Circle, Nurse With Wound κ.λπ. Ναι, βεβαίως, και αυτά τα ονόματα προσανατολίζουν προς τη σωστή μεριά.

Επαφή

7. MAGAM

«Another»
[Thirsty Leaves Music / Underflow Record Store & Art Gallery]

Το «Another» είναι ηχογραφημένο στην Γρανάδα, στο Παρίσι, στη Θεσσαλονίκη και σε μια ρουμανική εκκλησία του 14ου αιώνα

 

Αν το πρώτο άλμπουμ των MAGAM είχε τίτλο «One» [Thirsty Leaves Music / Πικάπ, 2017], το δεύτερό τους τιτλοφορείται “Another”, όντας τυπωμένο σε 500 αντίτυπα βινυλίου (συν το booklet) για τις Thirsty Leaves Music / Underflow Record Store & Art Gallery. Ανάμεσα στα δύο άλμπουμ υπάρχει μία φυσική συνέχεια, παρότι τα μέλη των MAGAM δεν είναι τα ίδια στις δύο ηχογραφήσεις, κάτι που υπογραμμίζεται και από το βιβλιαράκι που συνοδεύει την έκδοση και το οποίον αφορά σ’ ένα θεατρικό έργο, με πρωταγωνιστές τον One και τον Another (υπάρχουν και άλλοι ρόλοι), που κατά βάση είναι ένα πρόσωπο με δύο υποστάσεις – όπως σημειώνει ο moody alien, μέλος των MAGAM και συγγραφέας του θεατρικού. Ποιοι είναι λοιπόν οι MAGAM στην παρούσα εγγραφή;

Είναι ένα τρίο, το οποίο αποτελούν οι Ρουμάνοι Călin Torsan (κλαρινέτο, τενόρο recorder και hulusi – είδος φλάουτου από την Κίνα) και Andrei Kivu (MIDI τσέλο, εφφέ), καθώς και ο moody alien (processed glockenspiel, βιμπράφωνο, windchimes, σαμπλ από τύμπανα και τρομπέτα, προγραμματισμένα ντραμς και κοντραμπάσο, πλήκτρα, διάφορα όργανα και field recordings, εφφέ και treatments), ενώ στην εγγραφή βοηθούν, σε κάποια tracks, και οι Francesco Covarino ντραμς, κρουστά, Κώστας Τσουμάνης ηλεκτρική κιθάρα και Χρήστος Παππάς bass guitar.

Το «Another», τέλος, είναι ηχογραφημένο στην Γρανάδα (Ισπανία), στο Παρίσι, στη Θεσσαλονίκη (μάλλον τόπος διαμονής του moody alien) και σε μια ρουμανική εκκλησία του 14ου αιώνα (την Sf. Margareta στην πόλη Mediaș της Τρανσυλβανίας).

Ηχητικά, τώρα, το «Another» –λογικό να υποθέσουμε πως αποτελεί (και) μια ηχητική συνοδεία του θεατρικού, αν και δεν είμαστε σίγουροι πως έχουν παρουσιασθεί μαζί, θεατρικό και μουσική– είναι ένα άλμπουμ, που ανήκει, χοντρικά, στο είδος τής σύγχρονης πειραματικής, καθώς διαθέτει πολλά στοιχεία, παρμένα από τελείως διαφορετικά αισθητικά μετερίζια (παράδοση, avant-garde, jazz-improv, radical rock, ηλεκτρο-ακουστική), διαμορφωμένα τοιουτοτρόπως ώστε να σε καθηλώνουν, μέσω μιας λιτής, αβίαστης και σίγουρα μη γραμμικής αφήγησης.

Μπορεί, σε πρώτη φάση, να ξενίζει η λέξη «λιτή», καθώς διαβάζεις για τα πάμπολλα όργανα και «όργανα», που χειρίζονται τα μέλη των MAGAM, αλλά στην πράξη εκείνο που ακούς στο «Another» είναι με τέτοιο τρόπο περιστοιχισμένο και εν τέλει ολοκληρωμένο –δίνοντάς σου τη βεβαιότητα ενός βασικού «συμβάντος», που συνοδεύεται, βοηθητικά, από έτερα συμπαρομαρτούντα–, ώστε η όποια επιμέρους πολυπλοκότητα να εντάσσεται σε μιαν αρχική σαφή και λιτή γραμμή, καθορισμένη από ένα mid και κάπως τελετουργικό τέμπο και φυσικά από τις επιμέρους ηχητικές συμβολές, που επιτείνουν αυτή την αίσθηση της αυτοσχεδιαστικής δόμησης και της αέναης ροής.

Αν και στη δεύτερη πλευρά η ηλεκτρονική παρέμβαση, με το σχετικό μανιπουλάρισμα, είναι περισσότερο σαφής και εμφανής, δεν παύει οι MAGAM να στηρίζουν πολλά στα πνευστά (και όχι μόνο στο κλαρινέτο), επενδύοντας και με φωνές, επιτόπιες εγγραφές κ.λπ., μεγεθύνοντας ακόμη περισσότερο το μυσταγωγικό στοιχείο.

Ειδικά με το τελευταίο track, το «…behind things», η ηχητική κατάσταση αποκτά και κάποια επιπλέον cosmic χαρακτηριστικά –πάντα με τη σταθερή συμβολή των πνευστών οργάνων και της αποφασιστικής συμβολής τους στα συνεχώς ανατροφοδοτούμενα και ανανεούμενα improv-folk περιβάλλοντα–, όντας ικανή στο να μετασχηματίσει το ακουστικό δεδομένο σε κάτι περισσότερο συμμετοχικό-εμπειρικό.
Αξιέπαινοι.

Επαφή

8. HYPNOTIC NAUSEA

«The Death of All Religions»
[Ikaros Records]

Η μπάντα ανήκει σ’ εκείνο το είδος που, από παλαιά, το αποκαλούμε progressive και που τα τελευταία κάμποσα χρόνια, αυτό το είδος ενός συγκεκριμένου progressive, το συναντάς και κάτω από την ταμπέλα stoner rock.

 

Τέσσερα χρόνια μετά το «Hypnosis» οι Hypnotic Nausea (George B., George P., Nikos B., Fotis G.) επανέρχονται μ’ ένα δεύτερο concept άλμπουμ, που ακούει στον τίτλο «The Death of All Religions». Το άλμπουμ αυτό, που κυκλοφορεί σε αριθμημένο gatefold βινύλιο τετρακοσίων αντιτύπων διαθέτει εξαιρετικό artwork από τον George P. (από τα ωραιότερα, που μπορείς να δεις σε δίσκο ελληνικού γκρουπ… όλων των εποχών), πολύ ωραία τυπώματα, χαρτιά κ.λπ., εμπεριέχοντας και το 24σέλιδο LP-sized comic, που σχετίζεται, φυσικά, με τη θεματική τού δίσκου, έτσι όπως εκείνη αποκαλύπτεται και μέσω του τίτλου του («Ο Θάνατος Όλων των Θρησκειών») και όχι μόνο μέσω του comic και των στίχων του.

Εμείς, εδώ, και θέλουμε να είμαστε ξεκάθαροι σ’ αυτό το ζήτημα, θα ασχοληθούμε μόνο με το ηχητικό κομμάτι, δίχως ν’ ανοίξουμε διάλογο για το στιχουργικό. Εκείνο που μας ενδιαφέρει, με άλλα λόγια, είναι αν υπηρετείται «σωστά» το concept των Hypnotic Nausea και όχι το να κάνουμε κριτική, για παράδειγμα, στους αντι-κληρικαλιστικούς στίχους του «Priest».

Λοιπόν, η μπάντα ανήκει σ’ εκείνο το είδος που, από παλαιά, το αποκαλούμε progressive και που τα τελευταία κάμποσα χρόνια, αυτό το είδος ενός συγκεκριμένου progressive, το συναντάς και κάτω από την ταμπέλα stoner rock. Και τούτο ίσως να είναι μια πρώτη μικρή έκπληξη, καθώς το «αντι-θρησκευτικό», ας το πούμε έτσι, concept των Hypnotic Nausea δεν αφορά σε κάποιο death metal συγκρότημα, αλλά σε κάτι πιο… γλαφυρό και λιγότερο επιθετικό.

Έτσι όλα τα βασικά χαρακτηριστικά του stoner βρίσκονται εδώ παραταγμένα, αλλά κυρίως μελετημένα. Παρατηρούμε, δηλαδή, μετά από κάμποσες ακροάσεις, πως το συγκρότημα έχει ψάξει πολύ τον ήχο του, καθώς αντιπαρέρχεται τις ευκολίες του είδους, γνωρίζοντας πώς να «χώνει» ανάμεσα στα ποικίλα επικά passages και πιο μελωδικά στοιχεία, προσφέροντας κομμάτια αληθινής έμπνευσης.

Όμως, ακόμη και τα πιο δυναμικά tracks των Hypnotic Nausea διαθέτουν, και εκείνα, ένα «κάτι», μια προσωπικότητα, που τα κάνει να ξεχωρίζουν απ’ αυτό που αναμένεις ν’ ακούσεις, από τα σχήματα του στυλ. Κάτι που ξεκινά να το αντιλαμβάνεσαι από την αρχή κιόλας του άλμπουμ, το οποίο μπορεί και σε μπάζει στο κλίμα που θέλει με τρόπο επιστημονικό (με λίγα εφφέ, chorus vocals και με samples από την ιστορική «I Have a Dream» ομιλία του Martin Luther King, Jr., στο Lincoln Memorial, της Washington D.C., την 28 Αυγ. 1963… «to stand up for freedom together» κ.λπ.).

Τελικά, δεν υπάρχει ούτε μια (μουσική) στιγμή στο «The Death of All Religions», που να ακούγεται τραβηγμένη ή εκτός της κεντρικής ιδέας και αυτό δεν θα πρέπει να το χρεώσουμε μόνο στα μέλη του γκρουπ, μα και στο υπόλοιπο team της παραγωγής (Hector.D & George Ravaya) και φυσικά σε όλες τις επιμέρους βοήθειες σε φωνητικά (Jon Voyager), αφήγηση (George Ravaya) και πλήκτρα (Makis Tsamkosoglou).

Όλα τα λόγια είναι γραμμένα στα αγγλικά, φυσικά, εκτός από μια μικρή αφηγηματική επωδό στη γλώσσα μας στο τελευταίο και πολύ ιδιαίτερο, μελωδικό track του άλμπουμ, το «Inquietum cor», που συνοψίζει τον στιχουργικό προβληματισμό των Hypnotic Nausea μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο. Είναι μερικοί στίχοι του Τάσου Λειβαδίτη από το ποιητικό έργο του Νυχτερινός Επισκέπτης [Κέδρος, 1972]:

«Αιώνες τώρα χτυπάω τον τοίχο, μα κανείς δεν απαντάει. Όμως εγώ ξέρω πως πίσω απ’ τον τοίχο είναι ο Θεός. Γιατί μόνον Εκείνος δεν απαντάει».

Επαφή

9. ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ – ΚΩΣΤΗΣ ΔΡΥΓΙΑΝΑΚΗΣ

«Ο Μύθος του Πενθέα / Βόλος 1989»
[HXOI KATO APO TO SPITI]

«Ο Μύθος του Πενθέα» μπορεί να θεωρηθεί και ως αρχή μιας άποψης ενσωμάτωσης των synths σε μουσικές που να μην είναι ούτε pop, ούτε avant-garde, αλλά άλλου τύπου.

 

Μία ακόμη έκδοση αρχείου από την ομάδα των μουσικών του Βόλου, που συνασπίστηκαν γύρω από το σχήμα Οπτική Μουσική, έχουμε εδώ – μιαν έκδοση, η οποία αποκαλείται «Ο Μύθος του Πενθέα / Βόλος 1989». Δύο από τα βασικά μέλη τής Οπτικής Μουσικής, ο Κώστας Παντόπουλος και ο Κωστής Δρυγιανάκης, φέρνουν στο φως εγγραφές τους από το 1989, οι οποίες, στην πρώτη φάση τους, δεν ήταν εντελώς ολοκληρωμένες και γι’ αυτό το λόγο δεν προέκυψε η δισκογράφησή τους.

Εννέα χρόνια αργότερα (1998) εκείνο το παλαιό υλικό τακτοποιήθηκε, βασικά για αρχειοθέτηση, χωρίς κάποια σκέψη για έκδοση, και είναι τώρα, τριάντα και είκοσι χρόνια αργότερα, όταν αυτές ακριβώς οι ηχογραφήσεις θα δουν εν τέλει το φως, για πρώτη φορά, μέσω ενός CD (300 αριθμημένα αντίτυπα), που θα τυπώσει το label HXOI KATO APO TO SPITI. Όπως διαβάζουμε στις σημειώσεις του επιμελημένου, δίγλωσσου, ενθέτου:

«Τα κομμάτια που εν τέλει ενώσαμε κάτω από τον τίτλο Ο Μύθος του Πενθέα δημιουργήθηκαν από τον Φεβρουάριο ως τον Νοέμβριο του 1989. Αποτέλεσαν καρπό της πρώτης επαφής μας με τις μουσικές της Ασίας και της Αφρικής, όπως επίσης και της διάθεσής μας να αμφισβητήσουμε κάποιες στερεοτυπικές αντιλήψεις σχετικά με την πρωτοπορία στις καλές τέχνες. Αποτέλεσαν ακόμη καρπό της γνωριμίας μας με τα μουσικά προγράμματα εκείνων των χρόνων, συγκεκριμένα το Notator, όπως και των “πολύ-ηχοχρωματικών” συνθετητών που καθίσταντο εκείνη την εποχή εφικτοί με βάση το πρωτόκολλο MIDI».

Τα κομμάτια που παρουσιάζονται εδώ και είναι βασικά οκτώ, είναι φυσικά electro. Ανεξαρτήτως του κάπως πρωτόλειου χαρακτήρα τους διαθέτουν και διατηρούν μια πλήρη συνθετική λογική, που σχετίζεται με τη χρήση τής τότε νέας τεχνολογίας στην αποτύπωση των «μουσικών του κόσμου» (ανάμεσα σε άλλα) μ’ έναν τρόπο αισθητικά αποδεκτό, που φανερώνει και γνώση ως ένα βαθμό του γενικότερου αντικειμένου, αλλά και βαθύ ενδιαφέρον, ώστε εκείνο που τελικώς θα παραγόταν να «στεκόταν», παρά την απλότητά του.

Οι φίλοι των συνθετητών μπορεί, ενδεχομένως, να αναζητήσουν τις ρίζες αυτού του ήχου σε άλμπουμ της γερμανικής εταιρείας Sky (το «Tonspuren» του Moebius ας πούμε), ενώ όσον αφορά στο εθνο-περιβαλλοντικό πρόταγμα, τα άλμπουμ του Jon Hassell (από «Fourth World» και μετά) είναι οπωσδήποτε «φάροι».

Ως ήχος, τώρα, ένας συνδυασμός των βασικών αρχών των γερμανών συστεμιστών και του αμερικανού οραματιστή θα μπορούσε να προσεγγίσει με καλές πιθανότητες την ουσία του ήχου των Παντόπουλου – Δρυγιανάκη, που μπορεί, το ξαναλέμε, να ακούγεται πρωτόλειος, δίχως όμως να φείδεται ενδιαφέροντος ή συγκινήσεων.

Εμείς μάλιστα δεν ακούμε, εδώ, μόνο Αφρική και Ασία, ακούμε και άλλα πράγματα, περισσότερο κοντινά μας ή και δικά μας (το track 2, το track 5) και αυτό δείχνει, αν θέλετε, μια διάθεση (έδειχνε τότε) να δημιουργηθεί κι ένας εντόπιος ηλεκτρονικός, ελληνικός ήχος, που να μην απαξιώνει την τεχνολογία, ούτε να απαξιώνεται από εκείνη.

Οι Παντόπουλος και Δρυγιανάκης το κατορθώνουν, και υπό αυτή την έννοια «Ο Μύθος του Πενθέα» μπορεί να θεωρηθεί και ως αρχή μιας άποψης ενσωμάτωσης των synths σε μουσικές που να μην είναι ούτε pop, ούτε avant-garde, αλλά άλλου τύπου.

Εντάξει, έξω υπήρχε ο Vangelis, ακόμη και ο Iasos στην Αμερική, αλλά εντός των τειχών δεν μπορείς να βρεις πολλά σχετικά. Υπήρχαν (εγγραφές του Βαγγέλη Κατσούλη, του Δημήτρη Πετσετάκη π.χ.), αλλά δεν ήταν πολλά.

Επαφή

10. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΦΕΤΣΑΣ 

GREEK FUSION ORCΗESTRA «Vol.2»
[Τεράνγκα Μπιτ]

Ο συνθέτης και διευθυντής της μπάντας Κυριάκος Σφέτσας.

 

Πέρυσι είχε κυκλοφορήσει το πρώτο άλμπουμ τής Τεράνγκα Μπιτ, με τις ανέκδοτες μουσικές του Κυριάκου Σφέτσα και της Greek Fusion Orchestra, από το δεύτερο μισό των seventies. Εκείνο το «Vol.1» ακολουθείται τώρα από το «Vol.2», έναν δεύτερο τόμο με εγγραφές της ίδιας εποχής (1977), από τον ίδιο ηχολήπτη, τον Γιάννη Συγλέτο και με την ίδιαν ακριβώς line-up, δηλαδή τους: Μάνθο Χαλκιά κλαρίνο, άλτο σαξόφωνο φλάουτο, Δημήτρη Μαρινάκη ντραμς, κρουστά, Γιώργο Μανίκα τενόρο σαξόφωνο, φλάουτο, Νίκο Τάτση κιθάρα, ηλεκτρικό λαούτο, Γιάννη Τερεζάκη πιάνο, τσέμπαλο και Γιώργο Θεοδωρίδη μπάσο.

Πρόκειται για μία εξαιρετική έκδοση δίσκου βινυλίου, με gatefold cover και innersleeve (κυκλοφορία και σε CD και σε digital), που αριστεύει και εμφανισιακά (χαρτιά, τυπώματα κ.λπ.), πριν οδηγηθούμε σιγά-σιγά στα πιο μέσα και στα πιο σημαντικά.

Κατ’ αρχάς να πούμε πως το άλμπουμ αυτό, παρότι αφορά στο ίδιο γκρουπ και στην ίδια εποχή, δεν ταυτίζεται εντελώς με το προηγούμενο. Μπορεί κι εδώ η παράδοση να είναι πάντα εμφανής, αλλά δεν είναι ούτε δυναστευτική, ούτε εντελώς καθοριστική για την ανάπτυξή των συνθέσεων.

Υπάρχει, κοντολογίς, μεγαλύτερη διάθεση για πειραματισμούς, περισσότερη ελευθερία (από συνθετικής πλευράς) για την εξερεύνηση διαφόρων fusion κατευθύνσεων, ενώ και οι σολίστες, ακολουθώντας προφανώς κάποιες βασικές γραμμές που «κατεβάζει» ο συνθέτης και διευθυντής της μπάντας Κυριάκος Σφέτσας, εμφανίζονται και αυτοί πιο απελευθερωμένοι και πιο σίγουροι, όσον αφορά στην παραγωγή συγκεκριμένων ηχοχρωμάτων και στη γενικότερη παρουσία τους μέσα στο όλον σώμα της ενορχήστρωσης.

Το άλμπουμ ανοίγει με το «Με παραδοσιακό τρόπο», που αποτελεί κατά μίαν έννοια τον συνδετικό κρίκο με το προηγούμενο LP. Εδώ υπάρχει η παραδοσιακής έμπνευσης μελωδία (που υλοποιεί το κλαρίνο), αλλά πίσω υπάρχει το funk, στο παίξιμο της ρυθμικής κιθάρας, όπως και το swinging piano-playing με την εντελώς τζαζ παρουσία του σαξοφώνου.

«Η χήρα» είναι από τα πιο προχωρημένα track του άλμπουμ. Υπάρχει μια abstract πιανιστική εισαγωγή στην αρχή, την οποία υποστηρίζουν τα κρουστά, ενώ στη συνέχεια η ηλεκτρική κιθάρα (χρησιμοποιείται παραμόρφωση) παίζει σόλο, σ’ ένα ελεύθερο πλάνο, με το πιάνο να γεμίζει, σ’ ένα παράλληλο επίπεδο. Το κομμάτι είναι οπωσδήποτε πειραματικό, και οι συνεχείς αλλαγές του σε tempi, σολίστες και ηχοχρώματα το καθιστά και συναρπαστικό συνάμα.

Η πρώτη πλευρά θα ολοκληρωθεί με το «40 βήματα», μια σύνθεση που ανοίγει με ιμπρεσιονιστικό πιάνο (σε ύφος Bill Evans), πριν «ανοίξει» προς progressive jazz κατευθύνσεις (προσωπικώς το κομμάτι αυτό φέρνει στη μνήμη μου τις ορχήστρες του Mike Westbrook από τα πρώτα χρόνια του ’70).

Η Side B ξεκινά με τη «Σέλιανη» και με την πολύ ωραία εισαγωγή στο τσέμπαλο, για να ακολουθήσει το ελληνικό μέρος, με τις παραλλαγές του. Ωραίο κομμάτι! Στο «Από ξένο μέρος» έχουμε μία ακόμη περιπετειώδη εισαγωγή, με το rhythm section να πρωταγωνιστεί και με το πιάνο να ρολάρει ακατάπαυστα. Η αντίληψη της ενορχήστρωσης, εδώ, ανακαλεί τον μεγάλο Vagif Mustafa-Zade (1940-1979) και τις δικές του προσπάθειες να εναρμονίσει για τζαζ-σύνολο της μουσικές της δικής του (σοβιετικής τότε) πατρίδας, του Αζερμπαϊτζάν.

Προτελευταίο κομμάτι του LP είναι το «Σημάδια». Πιο funky, με σαξόφωνα, φλάουτο και πιάνο, σταδιακά σε πρώτο πλάνο, διακρίνεται για το γρήγορο τέμπο του και για την χαρούμενη, γενικά, ατμόσφαιρά του.

Το άλμπουμ θα ολοκληρωθεί με το «Εναλλακτική άποψη», ένα ακόμη progressive-jazz track, με πολύ σφιχτή παρουσία των πνευστών, που πατάνε πάνω σε μια ρυθμική γραμμή την οποία επιβάλλουν μπάσο-ντραμς και πιάνο. Το πιάνο, στην πορεία, παίρνει κι άλλες πρωτοβουλίες σ’ ένα ελεύθερο πλαίσιο, για να ακολουθήσουν δυνατοί ρούλοι στα ντραμς, σαξοφωνισμοί σ’ ένα jazz-funk στυλ και piano-playing γεμάτο λυρισμό και δύναμη – κομμάτι καταπληκτικό, εφάμιλλο με τις μεγάλες στιγμές της ανατολικοευρωπαϊκής σκηνής της εποχής (πολωνικής, γιουγκοσλάβικης κ.λπ.). Ιδανικό για κλείσιμο.

Τι δεν πρέπει να ξεχάσουμε; Το γεγονός πως ο Κυριάκος Σφέτσας μπόρεσε και υλοποίησε αυτές τις θαυμάσιες ιδέες του, μέσω τούτων των εξαιρετικών μουσικών, οι περισσότεροι εκ των οποίων είχαν ανδρωθεί παικτικά μέσα από τα pop, rock, dance-jazz και soul συγκροτήματα των sixties-seventies στα κλαμπ της εποχής. Και γι’ αυτά τα γκρουπ και τα ανάλογα κέντρα, και σε σχέση, πάντα, με τη δική του πορεία , γράφει ο σαξοφωνίστας-φλαουτίστας Γιώργος Μανίκας στις εκτεταμένες σημειώσεις τού innersleeve.

Επαφή

Πηγή

Top