“Η φαντασία μου φτερούγιζε παντού” Βασίλης Τσιτσάνης
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου στα 1915. Οι γονείς του πριν ακόμα γεννήσουν τα παιδιά τους είχαν φύγει γύρω στα 1900 από την τουρκοκρατούμενη Ήπειρο προς τη Θεσσαλία, που είχε μόλις ελευθερωθεί (1881), για να εγκατασταθούν στα Τρίκαλα. Ο πατέρας του Κώστας Τσιτσάνης (1864-1927) καταγόταν από τα Γιάννενα και η μητέρα του Βικτωρία Λάζου από τα Ζαγοροχώρια. Ο Β. Τσιτσάνης είχε τρία αδέλφια: Τον Νίκο και τον Χρίστο που ήταν μεγαλύτεροι του και την Τερψιχόρη που ήταν μικρότερή του. Ο πατέρας του, τσαρουχάς στο επάγγελμα, είχε ένα ιταλικό μαντολίνο που το είχε μετατρέψει σε μπουζούκι και έπαιζε επί το πλείστον κλέφτικα τραγούδια με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία. Σύμφωνα με μαρτυρία του Β. Τσιτσάνη δεν τον άφηνε ούτε να το αγγίξει διότι, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά: «όποιος έχει στα χέρια του αυτό το όργανο, τον περιφρονούν».
Μετά από παρότρυνση του πατέρα, ο Β. Τσιτσάνης μαθητής γυμνασίου πλέον, πηγαίνει στο ωδείο για να μάθει βιολί. Ο Ραφαήλ Γιόσσα ο οποίος υπήρξε καθηγητής του στο βιολί, συχνά του εμπιστευόταν και τη διεύθυνση της μαθητικής ορχήστρας.
Αφιέρωμα στο Βασίλη Τσιτσάνη στην εκπομπή Αληθινά Σενάρια της ΕΤ3
Ο ίδιος ο Τσιτσάνης σε συνέντευξή του αναφέρει: «Σε δύο μήνες μέσα, είχα μάθει θυμάμαι τα τρία τεύχη της μεθόδου Laoureux (Λαουρέ) και το «Άβε Μαρί, απέξω, διεύθυνα πολλές συναυλίες του γυμνασίου και ο καθηγητής αυτός, έλεγε για μένα, ότι μια μέρα θα γίνω μεγάλος βιολίστας».
Συνολικά, οι σπουδές του στο ωδείο, δείχνουν ότι είχε εμβαθύνει στην μουσική σε αρκετά μεγάλο βαθμό, γεγονός που σίγουρα τον βοήθησε στο να μεταπηδήσει με ευκολία στο μπουζούκι, καθώς και να μεταφέρει τις θεωρητικές και τεχνικές του γνώσεις πάνω σε αυτό. Χαρακτηριστικά αναφέρει: «Είχα μανία να δω τι όργανο είναι, να το πιάσω στα χέρια μου να δω. Με γοήτευσε. Και σε λίγο, σε κάνα εξάμηνο, ξεφτέρι έχω γίνει».
Εκτός όμως από τα μαθήματα βιολιού, κατά μαρτυρία του συμμαθητή του Λάζαρου Αρσενίου, είχε πάρει και μερικά μαθήματα μπαλαλάικας από τη Ρωσίδα μητέρα τού πολύ στενού του φίλου εκείνη την εποχή, Τάσου Κιούση. Ο τοπικός τύπος, ως την ημέρα που ο Τσιτσάνης αναχώρησε για σπουδές στην Αθήνα δεν αναφέρει ποτέ το όνομά του, ούτε καν στις μαθητικές εκδηλώσεις. Σύμφωνα με στοιχεία από τα αρχεία του γυμνασίου Τρικάλων, οι επιδόσεις του στα μαθήματα ήταν καλές εκτός από τα μαθηματικά. Τον Δεκέμβριο του 1930 απαλλάσσεται από το μάθημα της γυμναστικής, λόγω ελονοσίας, διόγκωσης της σπλήνας και αναιμίας. (Πράξις 120 της 16/12/1930). Επιπλέον, αντιμετώπιζε προβλήματα οικονομικής φύσεως αφού συχνά απαλλασσόταν από τα εκπαιδευτικά τέλη εγγραφής.
Μετά το θάνατο του πατέρα του σε ηλικία 12 ετών, πιάνει επιτέλους στα χέρια του το μπουζούκι. Η επιλογή του αυτή προκάλεσε τη δυσαρέσκεια τόσο του δασκάλου του Ραφαήλ Γιόσσα όσο και του φιλικού του περιβάλλοντος στα Τρίκαλα. Χαρακτηριστικά αναφέρει: «Οι συμπατριώτες μου και οι συμμαθητές μου καμάρωναν για μένα, για τις επιδόσεις μου στο βιολί. Αργότερα όμως τους πίκρανα με την απόφαση μου να εγκαταλείψω το βιολί και να γίνω μπουζουξής».
Απόσπασμα από το βιβλίο Το πρώιμο έργο του Βασίλη Τσιτσάνη του Ανέστη Μπαρμπάτση / Fagottobooks