Η Παλιά Μουσική, χωρίς παρτιτούρες, γίνεται νέα

«Όταν έφερα στο ωδείο ένα μπαρόκ βιολί από το πανεπιστήμιο Ομπερλιν των ΗΠΑ, όπου σπούδαζα στα μέσα του ’90, το αντιμετώπιζαν ως κάτι “εξωγήινο”. Σε ένα ρεσιτάλ μου στη Βουλγαρία, ο παλιός μου δάσκαλος έβγαλε τους τότε μαθητές του από την αίθουσα στο κομμάτι του Μπαχ για να μη μάθουν κάτι λάθος. Νόμιζε πως είχα ξεχάσει αυτά που με δίδαξε», λέει στην «Κ» ο σολίστ και εξάρχων βιολονίστας της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης Σίμος Παπάνας για να μας περιγράψει τη δύσκολη πορεία που ακολούθησε η αναβίωση και η αποδοχή της Παλιάς Μουσικής και των μπαρόκ οργάνων στη χώρα μας και στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων.

Εκείνα τα χρόνια και νωρίτερα, ένας από τους παράγοντες της μη αποδοχής της Παλαιάς Μουσικής ήταν οι «άδειες» παρτιτούρες οι οποίες, σε αντίθεση με τα πιο σύγχρονα έργα, δεν περιείχαν πολλές πληροφορίες για την εκτέλεσή τους. «Ο μουσικός δεν πρέπει να είναι “φορέας” των νοτών. Παλιά οι μουσικοί ήταν και συνθέτες και στην Παλαιά Μουσική υπήρχε αρκετός χώρος για αυτοσχεδιασμό. Οι παρτιτούρες δεν είχαν λεπτομερείς οδηγίες, διότι επέτρεπαν στον μουσικό να δημιουργήσει το δικό του ηχόχρωμα», τονίζει ο κ. Παπάνας.

Όργανα και αναβίωση

Τα μπαρόκ όργανα άρχισαν να δημιουργούνται εκ νέου από τη δεκαετία του ’50 και μετά σε Ευρώπη και Αμερική. Ο διαφορετικός ήχος και η σχέση τους με τη φωνή είναι κάτι που προσελκύει μουσικούς και τραγουδιστές. «Τότε οι συνθέτες πολλές φορές αντιμετώπιζαν τη φωνή σαν ένα μουσικό όργανο και έτσι η γραφή είναι συχνά σαν γραφή για οργανική μουσική απαιτώντας πολλές φορές από τον τραγουδιστή ιδιαίτερη δεξιοτεχνία», σημειώνει η άλτο Αλεξάνδρα Αηδονοπούλου.

Η «γήινη» ατμόσφαιρα είναι αυτό που διακρίνει στην Παλαιά Μουσική ο Δημήτρης Κούντουρας των Ex Silentio: «Η φωνή, τα ντεσιμπέλ, όλα είναι σε ένα πιο προσιτό πλαίσιο από το οπερατικό τραγούδι και αυτό εκτιμάται από το κοινό. Κάποιος που ακούει π.χ. τη μουσική της Σαβίνας Γιαννάτου είναι πιο εύκολο να πάει στην Παλιά Μουσική από κάποιον που ακούει Μπρούκνερ».

Η αναβίωση της Παλαιάς Μουσικής, που περιλαμβάνει την περίοδο από τον Μεσαίωνα έως τον 18ο αιώνα, ξεκίνησε δειλά από την Ευρώπη και τις Κάτω Χώρες τη δεκαετία του ’30 για να εξελιχθεί σταδιακά και μέσα από δυσκολίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. H Μαργαρίτα Δαλμάτη ήταν από τις πρώτες μουσικούς που έφεραν την κουλτούρα του τσέμπαλου στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’60, ενώ μορφή της εποχής ήταν και η τσεμπαλίστα Λίλα Λαλάντη, η οποία διοργάνωνε το Φεστιβάλ Μπαχ στην Αγγλία. Σταδιακά δημιουργήθηκε η πρώτη γενιά μουσικών που συνέβαλαν στη διάδοση της Παλαιάς Μουσικής, όπως η Κατερίνα Κτώνα στο τσέμπαλο, ο Νίκος Παναγιωτίδης και η Εφη Μινακούλη στο αναγεννησιακό λαούτο και στη θεόρβη, ενώ η εδραίωσή της σε ένα ευρύτερο κοινό έγινε από τη νεότερη γενιά που εμφανίστηκε στις αρχές του 21ου αιώνα.

Με Δούρειο Ιππο τον Μπαχ οι μουσικοί «έσκαψαν» ακόμη πιο βαθιά στο παρελθόν φτάνοντας μέχρι τον Μεσαίωνα και όταν ολοκλήρωσαν το ταξίδι πίσω στον χρόνο, είδαν με άλλα «μάτια» πιο σύγχρονους συνθέτες, όπως ο Μότσαρτ και ο Μπετόβεν. «Πιάσαμε τον Μπετόβεν, φτάσαμε στον Σούμπερτ και τον Μπραμς και σύντομα θα μας απασχολήσει ο αυθεντικός Ντεμπισί, και αυτό θα είναι μια διαφορετική αντιμετώπιση και ένα διαφορετικό ήθος απέναντι στη μουσική», τονίζει ο τσεμπαλίστας Μάρκελλος Χρυσικόπουλος των Latinitas Nostra.

Τάσεις και ερμηνεία

Σε επίπεδο τάσεων τα μουσικά σύνολα πειραματίζονται με προσμείξεις και συνδυασμούς ή εξειδικεύονται σε μια ιστορική περίοδο, όπως θα κάνει το Εx Silentio στη νέα του δουλειά με μουσική από το Λατινικό Βασίλειο της Θεσσαλονίκης του 1204. «Τα σύνολα κάνουν ανοίγματα στην ποίηση, στη λογοτεχνία, στις ετερόκλητες μουσικές και απευθύνονται σε ένα νεανικό κοινό που δεν ανήκει στις καθιερωμένες κλασικές μουσικές σκηνές. Αυτός ο εμπλουτισμός μας σώζει από την παρακμή. Μακάρι να παίζαμε τον αυθεντικό Μοντεβέρντι κάθε μέρα, αλλά δεν γίνεται», συμπληρώνει ο κ. Χρυσικόπουλος.

Σε επίπεδο ερμηνείας, η έρευνα και η μελέτη του ιστορικού πλαισίου και των γενικότερων συνθηκών, όπως π.χ. η αντίληψη για την έννοια του χρόνου τον 14ο αιώνα, συνέβαλαν στην πιο «αυθεντική» εκτέλεση των έργων. «Η μεγάλη διαφορά με τα προηγούμενα χρόνια είναι η ευρύτερη αναγνώριση αυτού που ονομάζουμε ιστορικά τεκμηριωμένη ερμηνεία στα έργα της Παλαιάς Μουσικής, η εμφανής διαφορά των οργάνων εποχής και βέβαια το γεγονός ότι υπάρχουν σταθερά σύνολα επικεντρωμένα σε αυτό το μουσικό είδος», σημειώνει ο τσεμπαλίστας Γεράσιμος Χοϊδάς από το Ensemble 1619.

Στο άνοιγμα της Παλαιάς Μουσικής σε ένα πιο διευρυμένο κοινό συνέβαλαν επίσης οι συναυλίες της Καμεράτας – Ορχήστρας Φίλων της Μουσικής η οποία έχει δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στο συγκεκριμένο είδος από το 2009 και έπειτα, και ως «Armonia Atenea» είναι πλέον αναγνωρίσιμη στο διεθνές κοινό. «Ο 20ός αιώνας έβλεπε τους παλιούς συνθέτες υπό το πρίσμα της εποχής του. Εμείς πηγαίνουμε από κάτω προς τα πάνω. Γνωρίζουμε πρώτα για το παρελθόν και μετά προχωράμε. Σαν να οδηγούμε μια Τζάγκουαρ του ’60 ενώ είμαστε οδηγοί της εποχής μας», τονίζει ο διευθυντής της ορχήστρας, Γιώργος Πέτρου.

Η κεντρική φωτογραφία είναι από τη συναυλία «Ένας Άγγλος ταξιδευτής στο Λεβάντε» των Latinitas Nostra, που θα παρουσιάσουν την παράσταση «Communio», σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου, στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ τον Μάρτιο.

Γράφει ο Σάκης Ιωαννίδης, Πηγή

Top