Η Ντόρα Μπακοπούλου αφηγείται τη ζωή της στη LiFO
Μία παλαιότερη συνέντευξη της σημαντικής Ελληνίδας πιανίστριας που έρχεται σε λίγες μέρες στο Φεστιβάλ Αθηνών
Από τον Αντώνη Μποσκοΐτη
Η Ντόρα Μπακοπούλου επιστρέφει στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών με δύο μοναδικά ρεσιτάλ πιάνου στην αυλή του ΜΙΕΤ
21-22, 25-26 Ιουνίου
Άνοιγμα στην πόλη – Αθήνα
Ντόρα Μπακοπούλου
Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αυλή
21-22/6, 21:30: Έργα Σοπέν
25-26/6, 21:30: Έργα Σούμπερτ και Μπραμς
Την έφεσή μου στη μουσική την κατάλαβαν άλλοι, αφού σε ηλικία 4 ετών μπορούσα να μεταφέρω στο πιάνο ό,τι άκουγα από το ραδιόφωνο.
Ένα σοβαρό ατύχημα, που τελικά κόστισε τη ζωή του πατέρα μου, ανάγκασε όλη την οικογένεια να μεταβεί στην Αμερική για τη θεραπεία του. Εκεί, σε ηλικία 9 ετών και για ενάμιση χρόνο σπούδασα πιάνο. Μετά, μπήκα στο Ωδείο Αθηνών, απ’ όπου αποφοίτησα το 1959.
Είχα δασκάλα τη Μαρίκα Παπαϊωάννου, την οποία αγαπούσα πολύ, όπως και ο Χατζιδάκις. Στο δίπλωμά μου στο Ωδείο είχε έρθει και ο Νίκος Γκάτσος, που τον είχα μέντορα τότε.
Κέρδισα την υποτροφία του ΙΚΥ και έφυγα στο εξωτερικό για σπουδές, στην Αυστρία αρχικά και μετά στην Ελβετία. Για τέσσερα χρόνια δεν επιτρεπόταν να έρθω καθόλου στην Ελλάδα, εφόσον ήταν όρος της υποτροφίας.
Έχοντας μαθητεύσει κοντά σ’ έναν σπουδαίο δάσκαλο στο Κονσερβατόριο της Γενεύης, επέστρεψα με διακρίσεις, αλλά θυμάμαι ότι ανέβηκα στην ταράτσα του σπιτιού μου κι έκλαιγα για τα τέσσερα χρόνια της ελληνικής πραγματικότητας που έχασα.
Αγάπησα πολύ και τον Μίκη Θεοδωράκη. Είμαι φαν του και έχει γράψει ανυπέρβλητης ομορφιάς τραγούδια. Τον είχε στείλει ο Χατζιδάκις στο σπίτι μου να με γνωρίσει και ήρθε μόνος του. Του έπαιξα το «Intermezzo» του Μπραμς. Αρχικά, είχα μάθει κι έπαιζα το πιανιστικό μέρος του «Άξιον Εστί», ακολούθησε η δικτατορία και όταν επανήλθε η δημοκρατία στη Μεταπολίτευση, μου έγινε η μεγάλη τιμή να παίξω στη συγκλονιστική συναυλία με το «Canto General».
Με τον Χατζιδάκι συναντηθήκαμε πρώτη φορά όταν ήμουν 13 ετών, στο σπίτι του Φοίβου Ανωγειανάκη. Υπήρξε μεγάλη αγάπη μεταξύ μας, η οποία είχε και συνέχεια για πολλά χρόνια. Φωτο: Στάθης Μαμαλάκης/LIFO
Αισθανόμουν πως όλα έσφυζαν από μια τρομερή ευφορία κι εγώ τα είχα χάσει. Πήγα κι είδα την παράσταση της Οδού Ονείρων και τρελάθηκα. Κάπου εκεί άρχισα να παίζω τα πιανιστικά έργα του Μάνου στο κοινό. Σήμερα είμαι ικανοποιημένη που το σύνολο του πιανιστικού έργου του Χατζιδάκι, πέραν της «Ρυθμολογίας», την οποία επίσης σκοπεύω να γράψω, έχει ηχογραφηθεί με μένα.
Συνεργάστηκα πολύ όμορφα και εκτενώς με τον Σπύρο Σακκά σε συναυλίες, με τον «Καπετάν-Μιχάλη», τον «Κύκλο του CNS», αλλά και τον ανολοκλήρωτο «Κοινό Βίο» σε ποίηση του Χρονά. Επίσης, με την Έλλη Πασπαλά σε πολλές χώρες του εξωτερικού, παίζοντας όλα τα τραγούδια του Χατζιδάκι.
• Με τον Χατζιδάκι συναντηθήκαμε πρώτη φορά όταν ήμουν 13 ετών, στο σπίτι του Φοίβου Ανωγειανάκη. Υπήρξε μεγάλη αγάπη μεταξύ μας, η οποία είχε και συνέχεια για πολλά χρόνια. Δεν υπήρξα ποτέ αυτό που λένε «παιδί-θαύμα», αντίθετα με θεωρούσαν ώριμο κορίτσι από την προεφηβική ηλικία.
Μια φορά, τα χρόνια εκείνα, ερχόμενος ο Μάνος στο σπίτι μου, στο Ψυχικό, μου είπε: «Αχ! Σε βλέπω τώρα κι έγινες ολόκληρη κοπέλα!».
Εγώ φοιτούσα κανονικά στο Ωδείο, του έπαιζα συχνά, αλλά εκείνος, που μια ζωή αντιπαθούσε τα Ωδεία, το έβλεπε με συγκατάβαση. Είμαι ο πρώτος άνθρωπος που άκουσε το «Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι», αφού το ‘χε γράψει το προηγούμενο βράδυ.
Μέσω της παρέας με τον Χατζιδάκι γνώρισα και τους φίλους του με τους οποίους συναντιόταν στο Πικαντίλι, στο κέντρο: τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Γκάτσο, τον Νάνο Βαλαωρίτη, τον Νίκο Κούνδουρο, τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, τον Νίκο Καρούζο, τον Μίνωα Αργυράκη, τον Εμπειρίκο.
Σε ηλικία 14 ετών, μάλιστα, ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος μού έβγαλε τις ωραιότερες φωτογραφίες μου. Θα ήθελα να έρθω σε επαφή με τον γιο του, τον Λεωνίδα, για να έψαχνα το αρχείο του. Σημειωτέον, η μητέρα μου είχε ενστάσεις γι’ αυτή την παρέα, καθότι ήταν όλοι μεγαλύτεροί μου.
Πορτέτο της Ντόρας Μπακοπούλου από τον ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο.
• Για τα «Τραγούδια της αμαρτίας» μου ‘χε πρωτομιλήσει ο ίδιος ο Μάνος, ότι έγραψε ένα έργο που του άρεσε πολύ, σε ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Μετά άκουσα έναν εξαιρετικό πιανίστα, τον Κωνσταντίνο Παπαδάκη, να παίζει αυτά τα τραγούδια με την Ομάδα Εδάφους του Δημήτρη Παπαϊωάννου.
Όταν μου τηλεφώνησε ο Γιώργος Χατζιδάκις, έχοντας πια φύγει απ’ τη ζωή ο Μάνος, και μου ζήτησε να αναλάβω τη δουλειά, του εξήγησα πως είχα ακούσει αυτό το παιδί να παίζει ωραιότατα τα τραγούδια. «Ναι, αλλά ήταν επιθυμία του Μάνου να τα παίξεις εσύ».
Ανέλαβα τη δουλειά με μεγάλη χαρά και συγκίνηση και σήμερα δηλώνω ευχαριστημένη από το αποτέλεσμα της δισκογράφησης. Αρχικά, ο Μάνος το φανταζόταν αλλιώς ενορχηστρωτικά το έργο, αλλά μετά υιοθέτησε την εκδοχή πιάνο-φωνή που κάναμε με τον εξαίρετο Ανδρέα Καρακότα. Τα περισσότερα κομμάτια είχαν παρτιτούρες από τα χεράκια του Χατζιδάκι και μόνο σε δύο παρενέβη δημιουργικά ο Νίκος Κυπουργός.
Στη φωτογραφία διακρίνονται οι Μ. Θεοδωράκης, Ντόρα Μπακοπούλου, Τάτσης Αποστολίδης, Μάνος Κατράκης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης.
• Αγάπησα πολύ και τον Μίκη Θεοδωράκη. Είμαι φαν του και έχει γράψει ανυπέρβλητης ομορφιάς τραγούδια. Τον είχε στείλει ο Χατζιδάκις στο σπίτι μου να με γνωρίσει και ήρθε μόνος του. Του έπαιξα το «Intermezzo» του Μπραμς.
Αρχικά, είχα μάθει κι έπαιζα το πιανιστικό μέρος του «Άξιον Εστί», ακολούθησε η δικτατορία και όταν επανήλθε η δημοκρατία στη Μεταπολίτευση, μου έγινε η μεγάλη τιμή να παίξω στη συγκλονιστική συναυλία με το «Canto General».
Θυμάμαι το τεράστιο πλήθος μες στο στάδιο Καραϊσκάκη που παλλόταν από ενθουσιασμό. Έμπαινα στα μαγαζιά του Πειραιά και δεν με άφηναν να πληρώσω, αφού με αναγνώριζαν που είχα παίξει στο «Canto General» του Μίκη.
Το 1977 παίζαμε στον Λυκαβηττό το «Άξιον Εστί» εναλλάξ με το «Canto General» και αρκετά χρόνια μετά κάναμε με τη Μαρία Φαραντούρη το έργο του «Βεατρίκη στην Οδό Μηδέν».
Η Ντόρα Μπακοπούλου μιλάει για το Διεθνές Μουσικό Φεστιβάλ Αίγινας.
• Το Φεστιβάλ της Αίγινας είναι δικό μου δημιούργημα, το έχω αγαπήσει, το έχουν αγκαλιάσει και οι άνθρωποι του νησιού. Έχει ήδη δώσει το στίγμα μιας «συνομιλίας» μεταξύ διαφορετικών γενεών και εθνικοτήτων. Έχουν γίνει πολλές συναυλίες ιστορικής σημασίας, όπως θα τις χαρακτήριζα. Έχει έρθει τρεις φορές η Κρατική Ορχήστρα, που έδωσε τον καλύτερό της εαυτό, παίζοντας πλάι στο κύμα.
Έχουν έρθει επίσης γκρουπ από το εξωτερικό αλλά και ο δικός μας Σπύρος Μουρίκης, που έπαιξε ανεπανάληπτα μουσική δωματίου. Καταπληκτικές συναυλίες μας έδωσαν η Αρλέτα, η Λένα Πλάτωνος και το τρίο Φαραντούρη-Πασπαλά-Γιαννάτου. Πολύ φοβάμαι για το μέλλον του φεστιβάλ, καθότι το κόστος της διοργάνωσης είναι δυσβάσταχτο πλέον.
• Αυτήν τη στιγμή λες «τι κρίμα που στη Δύση δεν υπάρχει πια η πίστη στον Θεό και ένα μεγάλο μέρος του κόσμου έχει χάσει τη συνείδησή του», αλλά, απ’ την άλλη, οι μουσουλμάνοι, με τον φανατισμό τους, σε κάνουν να λες «αμάν πια, σκοτώνονται μεταξύ τους». Θεωρώ ότι οι θηριωδίες γίνονται και από τις δύο πλευρές.
• Η ευκολία της πρόσβασης στα πάντα μέσω Διαδικτύου είναι πολύ γοητευτική και για μένα. Δίκοπο μαχαίρι, όμως! Δεν υπάρχει η προσμονή, η προσπάθεια, οι νέοι έχουν τα πάντα, άμεσα, στο πιάτο και σαν τους βλέπω μ’ ένα smartphone στο χέρι, έχω ένα κακό προαίσθημα: δεν θα ρισκάρουν, δεν θα κοπιάσουν, δεν προσδοκούν και, άρα, ποιον ψυχισμό οικοδομούν για τη ζωή τους;
Θλίβομαι, αλλά βλέπω και καταπληκτικούς νέους, με συγκρότηση, που ξέρουν τι ζητάνε και τι θέλουνε. Μιλάω για μια γενιά νέων πιο «μεστή» και από τη δική μου, την οποία διακρίνω συχνά μεταξύ των μαθητών μου.
Η Ντόρα Μπακοπούλου με τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά στον “Μουσικό Αύγουστο”, στον Λυκαβηττό το 1977.
• Γνώρισα τη Martha Argerich στις σπουδές μου στο εξωτερικό και συνδεθήκαμε με μεγάλη φιλία παιδιόθεν. Η Argerich, εκτός από το αμετάβλητο κύρος της ως η μεγαλύτερη πιανίστρια παγκοσμίως, έχει και μοναδικό ήθος.
Όταν ήρθε εδώ και έπαιξε, πρόσφερε όλο το κασέ της στην Καμεράτα, αφού οι μουσικοί της ήταν απλήρωτοι για μήνες. Όταν της πρότεινα, επίσης, να μιλήσει για την ΕΡΤ και τα Μουσικά Σύνολα, το έκανε με μεγάλη προθυμία, ούσα αγανακτισμένη που πολεμήθηκε η τέχνη της μουσικής από το ίδιο το ελληνικό κράτος.
Η Argerich έχει κάνει διακοπές στο σπίτι μου στην Αίγινα, αλλά δεν συμμετείχε στο φεστιβάλ, γιατί οι γιατροί της απαγορεύουν την έκθεση στον ήλιο και ο Αύγουστος στην Ελλάδα είναι πολύ ζεστός.
• Το χιούμορ είναι η απόλυτη διαφυγή και μια μικρή απόσταση απ’ όλα αυτά που βιώνουμε. Ο Έλληνας έχει χιούμορ στην καθημερινότητά του, αλλά όχι αρκετό για τα μεγάλα γεγονότα.
Θυμάμαι κάτι νόστιμο με τον Μάνο Χατζιδάκι: Είχα παίξει στο Ηρώδειο το «Κονσέρτο Νο 1» του Μπετόβεν, παρουσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, όπου μάλιστα είχε παρουσιαστεί και ένα έργο του Χατζιδάκι, αφιερωμένο σ’ αυτόν.
Στο διάλειμμα έρχεται ο Μάνος και μου λέει: «Πάμε να σε συστήσω στον Πρόεδρο!». Πάω, λοιπόν, εκεί και μου λέει ο Πρόεδρος – εγώ τότε ήμουν 45 ετών: «Ο Μάνος έχει πάντα την ικανότητα να ανακαλύπτει νέα ταλέντα».
Μια άλλη φορά, πάλι, πηγαίναμε με τον Μάνο στον γάμο του Κώστα Χατζόπουλου, του κιθαρίστα. Τον σταματάει κάποιος στον δρόμο και του λέει: «Κύριε Θεοδωράκη, πόσο καιρό έχετε να μας δώσετε κάτι καινούργιο!». «Εντάξει, εντάξει» έκανε ο Μάνος και τον προσπέρασε μάλλον ενοχλημένος.
Τέλος, μια πολύ αστεία ιστορία είναι αυτή που μου αφηγήθηκε ο συγχωρεμένος συνάδελφός μου Άρης Γαρουφαλλής: Συχνά ο Μάνος θύμωνε απίστευτα με τον Μίκη. Τότε ήταν διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας, οπότε ζήτησε από τον Γαρουφαλλή να στείλει μια επιστολή στον Θεοδωράκη. «Κύριε Χατζιδάκι, είναι σε πολύ έντονο ύφος το γράμμα, πιστεύετε ότι πρέπει να το στείλω;». «Θα κάνω μερικές διορθώσεις, αλλά θα το στείλεις οπωσδήποτε, δεν θέλω να τον ξαναδώ στα μάτια μου!».
Πάει την επομένη το πρωί ο Γαρουφαλλής για να διορθώσει την επιστολή ο Μάνος, χτυπάει την πόρτα και βλέπει μέσα τον Μίκη! Πίνανε καφέ και γελούσαν με τον!
Η Martha Argherich και η Ντόρα Μπακοπούλου παίζουν Χατζιδάκι
Info:
Η Ντόρα Μπακοπούλου επιστρέφει στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών με δύο μοναδικά ρεσιτάλ πιάνου στην αυλή του ΜΙΕΤ (21-22 Ιουνίου). Την πρώτη βραδιά θα συμπράξει μαζί της ο Χριστόφορος Μιρόσνικοφ με το τσέλο, ενώ τη δεύτερη θα τους πλαισιώσει ο Γιώργος Καρτελιάς παίζοντας βιολί.
Το ρεπερτόριο και των δύο ρεσιτάλ είναι μοιρασμένο ανάμεσα σε έργα συνθετών που η Μπακοπούλου εκτιμά ιδιαίτερα και συνηθίζει να παίζει όχι μόνο στο πλαίσιο ενός προγραμματισμένου ρεσιτάλ αλλά και σε πριβέ βραδιές για τους φίλους της.
Άλλωστε, η απόδοσή της στον Σοπέν έχει περάσει και στη δισκογραφία με το άλμπουμ «Η Ντόρα Μπακοπούλου παίζει Chopin» (Σείριος, 2007), κάτι που ισχύει και για τους άλλους δύο συνθέτες που θα ερμηνεύσει στα συγκεκριμένα ρεσιτάλ της, τον Σούμπερτ και τον Μπραμς.
Συγκεκριμένα, πρόκειται για τα έργα «Στη μουσική» (Σούμπερτ), Σονάτα για βιολοντσέλο και πιάνο σε μι ελάσσονα και Ιντερμέτζο σε σι ελάσσονα αντιστοίχως (Μπραμς).
Κι αν οι ερμηνείες της σε έργα τέτοιων δημιουργών αποτυπώθηκαν σε τρεις δίσκους με τίτλο «Η τέχνη της Ντόρας Μπακοπούλου», κάθε ζωντανή της εμφάνιση αποτελεί εδώ και χρόνια μυσταγωγική εμπειρία.
Η αλήθεια είναι πως ο χαρακτηρισμός «η πιανίστρια του Χατζιδάκι», που ακούγεται συχνά και επιπόλαια, αδικεί κάπου τη διεθνούς και εγνωσμένου κύρους μουσικό.
Την περιορίζει σε μια στενή ελληνική πραγματικότητα, μολονότι η ίδια θεωρεί τόσο τον Μάνο Χατζιδάκι όσο και τον Μίκη Θεοδωράκη συνθέτες ισάξιους των προγενεστέρων τους Ευρωπαίων μουσουργών.
Δεδομένης μάλιστα της συμμετοχής της στη συναυλία της Μάρτα Άργκεριχ με αποσπάσματα από το χατζιδακικό «Καταραμένο Φίδι», η Μπακοπούλου προτίμησε να αφιερώσει το α’ μέρος των δύο ρεσιτάλ της στον Σοπέν και το β’ μέρος στους Σούμπερτ – Μπραμς.
Τα έργα του Σοπέν που θα αποδώσει είναι τρία Ιmpromptu, ένα Νυχτερινό, δύο μαζούρκες, ένα βαλς, μία σονάτα για βιολοντσέλο και πιάνο σε σολ ελάσσονα και μία μπαλάντα σε φα ελάσσονα.
Η ίδια είχε μιλήσει στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο ως κορυφαία σοπενίστ τον Απρίλιο του 1987: «Δεν είναι εύκολο να παίξει ο καθένας Σοπέν. Είναι κάτι που δεν μπορεί να το διδάξει κανένας, δηλαδή πώς το ρουμπάτο να είναι ενδογενές – ο τρόπος που σπάει η φράση και αναδύεται με τρόπο που δεν έχει τίποτε το λογικό, με απόλυτη φυσικότητα. Είναι σαν τα αποτυπώματα των δαχτύλων…».
Η ευκολία της πρόσβασης στα πάντα μέσω Διαδικτύου είναι πολύ γοητευτική και για μένα. Δίκοπο μαχαίρι, όμως! Φωτο: Στάθης Μαμαλάκης/LIFO
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO το 2013.