Συναισθησία: ακούγοντας χρώματα και βλέποντας ήχους
Φανταστείτε ότι ζείτε σε έναν κόσμο όπου βλέπετε πάντα τον αριθμό «2» κόκκινο, ενώ είναι γραμμένος με μαύρο μελάνι ή ότι όταν ακούτε τη μουσική νότα Φα δίεση βλέπετε μια σφαίρα.
Πρόκειται για ασυνήθιστες αισθητηριακές εμπειρίες που βιώνουν καθημερινά κάποια άτομα, περίπου το 2 με 3% ενός ανθρώπινου πληθυσμού.
Τα άτομα αυτά, που περιγράφονται από τη Νευρολογία ως «συναισθητικά», είναι από κάθε άποψη φυσιολογικά αλλά διαθέτουν ένα επιπλέον και πολύ ιδιαίτερο αισθητηριακό χάρισμα, το οποίο τα άτομα αυτά μοιράζονται με ορισμένους λαμπρούς καλλιτέχνες, συγγραφείς και επιστήμονες.
Πρόκειται για απολύτως φυσιολογικά άτομα που, όπως θα δούμε, όχι μόνο δεν εκδηλώνουν γνωσιακές ή ψυχολογικές διαταραχές, αλλά πολύ συχνά επιδεικνύουν απρόσμενες καλλιτεχνικές και νοητικές ικανότητες.
Εχοντας παρουσιάσει, στα τρία προηγούμενα άρθρά μας, τη σημασία του εγκεφάλου στη δημιουργία των οπτικών ψευδαισθήσεων, σκεφτήκαμε ότι θα είχε ενδιαφέρον να διερευνήσουμε πώς εξηγούνται, με τα σημερινά επιστημονικά δεδομένα, οι αινιγματικές αλλά και ιδιαίτερα ευφάνταστες εκδηλώσεις της συναισθησίας.
Η δημιουργία και η απόλαυση των τεχνών αποτελεί, απ’ όσο γνωρίζουμε, αποκλειστικό προνόμιο του ανθρώπινου είδους, έκφραση των ιδιαίτερων εγκεφαλικών και νευροψυχολογικών προδιαγραφών του.
Mέχρι σχετικά πρόσφατα, όμως, παρέμενε ακατανόητη η «μαγική» δύναμη των οπτικών τεχνών και της μουσικής να μας επηρεάζουν και να μας αναστατώνουν βαθύτατα, προκαλώντας μας τα πιο αντιφατικά συναισθήματα: από την υπέρμετρη χαρά-αισιοδοξία έως την πιο αβάσταχτη απαισιοδοξία και θλίψη.
Σήμερα, γνωρίζουμε αρκετά για το πώς ο εγκέφαλός μας επεξεργάζεται τα οπτικά ή ακουστικά ερεθίσματα και όπως διαπιστώνουν καθημερινά οι νευροεπιστήμονες υπάρχει εντυπωσιακή ομοιομορφία στη βασική αρχιτεκτονική των επιμέρους «διαμερισμάτων» του εγκεφαλικού φλοιού, τα οποία επεξεργάζονται τα νευρικά σήματα που φτάνουν από τα διάφορα αισθητηριακά όργανα: τις νευρικές ώσεις που αντιστοιχούν π.χ. σε οπτικά, ακουστικά, οσφρητικά ερεθίσματα.
Συνήθως, κάθε «διαμέρισμα» αναλύει και απαντά αποκλειστικά και με τρόπο εξειδικευμένο στα σήματα εισόδου που φτάνουν από ένα αισθητήριο όργανο μέσω συγκεκριμένων εγκεφαλικών οδών (οπτική, ακουστική οδός κ.ο.κ.).
Τι γίνεται όμως, όταν αυτές οι αισθητικές οδοί, τα εγκεφαλικά καλώδια που μεταφέρουν τις διαφορετικές αισθητικές πληροφορίες, διασταυρώνονται;
Οταν δηλαδή τα σήματα εισόδου δεν ακολουθούν την προδιαγεγραμμένη πορεία τους αλλά, από λάθος, φτάνουν και σε μη φυσιολογικούς παραλήπτες;
Για παράδειγμα, όταν ένα οπτικό ερέθισμα καταλήγει στον ακουστικό φλοιό ή το αντίστροφο;
Τότε εμφανίζονται τα περίεργα φαινόμενα της συναισθησίας: τα συναισθητικά άτομα βλέπουν χρώματα όταν ακούνε κάποιους ήχους ή, σπανιότερα, ακούνε ήχους ή βλέπουν χρώματα όταν γεύονται ή μυρίζουν κάτι.
Ενα εγκεφαλικό βραχυκύκλωμα
Με άλλα λόγια, η συναισθησία εμφανίζεται καθημερινά και όχι κατ’ εξαίρεση σε ορισμένα άτομα τα οποία, κατά τα άλλα, είναι απολύτως φυσιολογικά.
Ο εγκέφαλος των συναισθητικών παρουσιάζει κάποιες «ανώμαλες» καλωδιώσεις, δηλαδή σπάνιες νευρικές συνδέσεις μεταξύ παρακείμενων εγκεφαλικών «διαμερισμάτων» τα οποία, συνήθως, είναι λειτουργικά απομονωμένα.
Για να διαγνωστεί ως «συναισθησία» μια μη φυσιολογική αισθητηριακή συμπεριφορά θα πρέπει να είναι μία κατάσταση σταθερή στον χρόνο, διότι, ως γνωστόν, πρόσκαιρες συναισθητικές ικανότητες εκδηλώνουν οι περισσότεροι άνθρωποι σε ακραίες καταστάσεις, όταν π.χ. βρίσκονται υπό την επήρεια ψυχοτρόπων ουσιών.
Ενα άλλο ενδιαφέρον γνώρισμα της συναισθησίας είναι ότι δεν είναι συνειδητή επιλογή, δεν εμφανίζεται χωρίς κάποιο εξωγενές ερέθισμα, ούτε και ελέγχεται από τη βούληση.
Το γεγονός αυτό τη διαφοροποιεί από τις λεγόμενες γνωστικές ή νοητικές «συναισθήσεις», οι οποίες συνδέουν συνειδητά κάποια αντικείμενα ή έννοιες με αφηρημένες ιδέες, μια επίκτητη διανοητική ικανότητα που συνήθως καθορίζεται από την παιδεία και το πολιτισμικό περιβάλλον.
Το να «βλέπουμε» ένα ανθισμένο περιβάλλον όταν ακούμε τις «Τέσσερις Εποχές» του Βιβάλντι ή το να ερεθιζόμαστε σεξουαλικά ενώ φανταζόμαστε ερωτικές περιπτύξεις με το ερωτικό αντικείμενο του πόθου μας δεν είναι συναισθησία!
Η αισθητική εμπειρία που επάγεται από τη συναισθησία είναι τόσο αληθινή, συγκεκριμένη και εξίσου πραγματική, όσο κάθε αισθητική αντίληψη που προκαλείται από ένα γνωστό και συγκεκριμένο ερέθισμα.
Οπως ορθά επισημαίνει ο Jamie Ward, γνωστός Βρετανός καθηγητής και ερευνητής αυτών των φαινομένων:
«Δεν πρόκειται για μια νευρολογική ασθένεια. Αυτό που διαφοροποιεί τη συναισθησία από το μεγαλύτερο μέρος των νευροψυχιατρικών παθήσεων είναι ότι στους συναισθητικούς υπάρχει ένα θετικό σύμπτωμα: οι συναισθητικοί εμφανίζουν ένα χαρακτηριστικό που, συνήθως, απουσιάζει από τον ευρύτερο ανθρώπινο πληθυσμό. Στις νευροψυχιατρικές ασθένειες, αντίθετα, υπάρχει η απουσία μιας φυσιολογικής λειτουργίας, όπως π.χ. στην περίπτωση της αφασίας, αμνησίας ή της αχρωματοψίας».
Δημιουργική «ανωμαλία»
Οι συναισθητικοί είναι απολύτως φυσιολογικά άτομα, που όχι μόνο δεν εκδηλώνουν γνωσιακές ή ψυχολογικές διαταραχές, αλλά συχνά επιδεικνύουν απρόσμενες καλλιτεχνικές και νοητικές ικανότητες.
Γεγονός που, από ό,τι φαίνεται, επιβεβαιώνεται και επιστημονικά από τις πρωτοποριακές έρευνες του Richard Cytowic και άλλων νευροεπιστημόνων, οι οποίες δείχνουν πως ορισμένες νοητικές λειτουργίες των συναισθητικών ατόμων, όπως π.χ. η μνήμη, η αισθητική ευαισθησία και η δημιουργικότητα, είναι εμφανώς ανώτερες από τον μέσο όρο.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των συναισθητικών ατόμων είναι αριστερόχειρες.
Σπανιότερα, όμως, ενδέχεται να εμφανίζουν αλλοχειρία (νευρολογική διαταραχή, στην οποία ο εγκέφαλος μετατοπίζει τα ερεθίσματα του αριστερού ημισφαιρίου στο δεξί ή και αντίστροφα).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως, παρουσιάζει το ότι η συναισθησία σχετίζεται στενά με τις μνημονικές ικανότητες: οι συναισθητικοί εμφανίζουν εξαιρετική δηλωτική μνήμη και είναι σε θέση να θυμούνται εύκολα αριθμούς τηλεφώνων, ραντεβού και κάθε είδους πληροφορίες.
Οι σημερινές νευροεπιστημονικές μελέτες προσπαθούν να κατανοήσουν αν αυτές οι εξαιρετικές νοητικές ικανότητες οφείλονται στην συναισθησία ή αν, αντίθετα, είναι επιφαινόμενα που σχετίζονται αλλά δεν οφείλονται σε αυτήν.
Ενα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι υπάρχουν διαφορετικοί τύποι συναισθησίας: αυτή που εκδηλώνεται όταν τα ακουστικά ερεθίσματα προκαλούν και χρωματικές απαντήσεις (ακουστικό-οπτική συναισθησία) ή όταν τυπωμένοι αριθμοί ή γράμματα συνδέονται με την αίσθηση ορισμένων χρωμάτων (γραφο-χρωματική συναισθησία).
Ομως, υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις αμφίδρομων ή και πιο περίπλοκων συναισθητικών απαντήσεων.
Επιπλέον, οι διασταυρούμενες αισθητικές απαντήσεις σε ορισμένα ερεθίσματα ποικίλλουν σημαντικά από άτομο σε άτομο, ακόμη και όταν πρόκειται για τον ίδιο τύπο συναισθησίας.
Κοντολογίς, η υποκειμενικότητα και η ποικιλομορφία αυτών των φαινομένων είναι ευθέως ανάλογη και αντανακλά την ποικιλομορφία και την ιδιαιτερότητα των συναισθητικών εγκεφάλων που τα γεννούν!
Ανοιχτό, για την ώρα, παραμένει το ερώτημα αν η συναισθησία οφείλεται αποκλειστικά σε γενετικά αίτια ή αν, αντίθετα, προκύπτει και από επιγενετικούς παράγοντες, οι οποίοι δρουν σε κάποιες πρώιμες αλλά αποφασιστικές φάσεις της ανάπτυξης του εγκεφάλου των συναισθητικών.
Ωστόσο, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι πρόκειται για μια κληρονομική «ανωμαλία», δεδομένου ότι, πολύ συχνά, στην οικογένεια των συναισθητικών υπάρχει κάποιος πρόγονος ή και απόγονος που εμφανίζει συναισθησία.
Εξάλλου, είναι βέβαιο ότι η συναισθησία εμφανίζεται συχνότερα στις γυναίκες παρά στους άνδρες, σε σχέση τρεις προς έναν σε έναν πληθυσμό.
Αυτό οδήγησε ορισμένους ερευνητές να υποπτεύονται την παρουσία κάποιων γονιδίων στο γυναικείο χρωμόσωμα Χ, τα οποία ενδεχομένως συμβάλλουν στη γενετική προδιάθεση για συναισθησία.
Πάντως, δεν υπάρχει ένα αποτελεσματικό ιατρικό τεστ που να επιτρέπει την ασφαλή διάγνωση της συναισθησίας από τους ειδικούς.
Η αδυναμία οριστικής ή έγκαιρης διάγνωσης οφείλεται στο ότι μόνο τα τελευταία χρόνια η βιοϊατρική διαθέτει τα απαραίτητα εργαλεία για τη μελέτη αυτών των φαινομένων.
Πράγματι, χάρη στις νέες μη επεμβατικές τεχνικές απεικόνισης του εγκεφάλου, όπως η λειτουργική μαγνητική τομογραφία και η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων, έγινε σχετικά εύκολος ο ακριβής εντοπισμός των διαμερισμάτων του φλοιού -αλλά και των μεταξύ τους διασυνδέσεων- που εμπλέκονται σε αυτά τα φαινόμενα.
Χάρη σε αυτές τις τεχνικές, πρώτη φορά πριν από μια δεκαετία, έγινε σαφές ότι όλες οι μυστικιστικές «εξηγήσεις» των συναισθητικών φαινομένων είναι εντελώς αδόκιμες και παραπλανητικές.
Τα άτομα που υποτίθεται ότι είναι ικανά να βλέπουν ως «αύρα» χρωμάτων τη δήθεν θετική ή αρνητική «ενέργεια» ορισμένων προσώπων ή αντικειμένων, στην πραγματικότητα δεν διαθέτουν καμία υπερφυσική ικανότητα.
Οταν δεν πρόκειται για απατεώνες, απλώς εκδηλώνουν χωρίς να το συνειδητοποιούν μια κοινότοπη (νευρολογικά) συναισθητική συμπεριφορά.
Οι πιο διάσημοι συναισθητικοί δημιουργοί
Γνωρίζουμε πολλές περιπτώσεις συναισθητικών δημιουργών που με το έργο τους επηρέασαν την εξέλιξη της ανθρώπινης τέχνης και σκέψης.
Ωστόσο η πρώτη αδιαμφισβήτητη περιγραφή της συναισθησίας βρίσκεται στο «Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση» του μεγάλου εμπειριστή φιλοσόφου Τζον Λοκ.
Σε αυτό το έργο, που κυκλοφόρησε το 1690, ο Βρετανός φιλόσοφος καταγράφει την ιστορία ενός τυφλού μελετητή, ο οποίος επί σειρά ετών πάσχιζε να βρει έναν τρόπο για να αναπαραστήσει νοητικά τα ορατά αντικείμενα.
Και μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε τελικά να καταλάβει τι σημαίνει το να βλέπει κανείς το κόκκινο χρώμα: «Είναι σαν τον ήχο μιας σάλπιγγας» έγραψε ενθουσιασμένος.
Ομως αρκετοί ιστορικοί θεωρούν ότι ο πρώτος που περιέγραψε τη συναισθησία ήταν ο Αριστοτέλης στο έργο του «Περί ψυχής».
Παρά τις ιδιοφυείς αλλά πρόωρες προσπάθειες του Νεύτωνα και του Λάιμπνιτς να συσχετίσουν τους αριθμούς με τα χρώματα και τους ήχους, οι επιστήμονες της εποχής τούς αντιμετώπισαν με δυσπιστία.
Επρεπε να κυλήσει άλλος ένας αιώνας έως το 1880, οπότε ο Φράνσις Γκάλτον (F. Galton) δημοσίευσε ένα διάσημο άρθρο όπου περιέγραφε πολλές περιπτώσεις ατόμων που ήταν ικανά να αντιλαμβάνονται μια ποιότητα που δεν υπάρχει στα συνήθη δεδομένα των αισθήσεων και να τη συσχετίζουν με πραγματικά αισθήματα, όπως το χρώμα ενός αριθμού.
Παρ’ όλα αυτά, μόνο στις αρχές του εικοστού αιώνα οι επιστήμονες αναζήτησαν μια ορθολογική εξήγηση γι’ αυτά τα αινιγματικά φαινόμενα. Ετσι ανακάλυψαν ότι μια σειρά από ιδιοφυείς καλλιτέχνες, συγγραφείς και επιστήμονες χρωστούσαν πολλές από τις εμπνεύσεις τους σε αυτήν την «ανωμαλία».
Σήμερα θεωρείται βέβαιο ότι ο διάσημος Ρώσος συγγραφέας Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ ήταν συναισθητικός και από πολύ μικρή ηλικία εξηγούσε στη μητέρα του ότι τα χρώματα των γραμμάτων της αλφαβήτου, που έβλεπε στους ξύλινους κύβους που του είχε χαρίσει, «ήταν εντελώς λάθος». Και η μητέρα του καταλάβαινε στην εντέλεια τι εννοούσε γιατί (ευτυχώς!) ήταν κι αυτή συναισθητική.
Δύο διάσημοι συναισθητικοί μουσικοσυνθέτες ήταν ο Φραντς Λιστ και ο Αλεξάντερ Σκριάμπιν.
Και για να μη θεωρηθεί ότι η συναισθησία πλήττει μόνο τους κλασικούς μουσουργούς, αποδεδειγμένα συναισθητικός ήταν και ο τζαζίστας Ντιουκ Ελινγκτον καθώς και άλλοι σύγχρονοι μουσικοί.
Μια διάσημη περίπτωση συναισθητικού φυσικού επιστήμονα είναι ο νομπελίστας θεωρητικός φυσικός Ρίτσαρντ Φάινμαν (Richard Feynman), τον οποίο οι συνάδελφοί του αντιμετώπιζαν με δυσπιστία όταν έλεγε:
«Οποτε γράφω μια εξίσωση στον πίνακα βλέπω τα διαφορετικά χρώματα των αριθμών και των γραμμάτων. Αναρωτιέμαι τι στο καλό βλέπουν οι φοιτητές μου…»
Πηγή