O Christian Ronig κάνει τον Τσιτσάνη ξανά κουλ
γράφει ο Γιώργος Τσίγκος
Λίγο πριν ανέβει στη σκηνή του Σταυρού του Νότου (18/05), ο Γερμανός καλλιτέχνης δηλώνει μαγεμένος από την ελληνική μουσική αλλά και την Ελλάδα γενικότερα και μας αποκαλύπτει μέχρι και την αγαπημένη του ελληνική λέξη.
Είναι κοινό μυστικό πως όσα χρόνια και αν περάσουν οι κλασικοί Έλληνες συνθέτες και δημιουργοί αποκτούν ολοένα και περισσότερους θαυμαστές στο εξωτερικό, διατηρώντας αναλλοίωτο το πνεύμα της ελληνικής μουσικής. Ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Τσιτσάνης, ο Βαμβακάρης και όλοι οι δημιουργοί αυτού του βεληνεκούς συνεχίζουν να αποτελούν τους βασικούς εκπροσώπους της ελληνικής παράδοσης.
Όσο όμως η μουσική, η τεχνολογία και οι αντιλήψεις αναπτύσσονται, ξεπροβάλλουν νέες ιδέες βασισμένες σε αυτή τη μαγιά του παρελθόντος. Ο Γερμανός Christian Ronig είναι ένας από τους καλλιτέχνες που γοητεύτηκαν από αυτό κι αποφάσισε να πάει ένα βήμα παρακάτω. Διασκευάζοντας γνωστά ελληνικά τραγούδια στα αγγλικά, έδωσε μια νέα χροιά και χαρακτήρα σε αυτή τη μουσική κάνοντας τον Τσιτσάνη ξανά cool. Στις 18 Μαΐου θα βρεθεί στον Σταυρό του Νότου για να παρουσιάσει στο ελληνικό κοινό αυτή την ιδιαίτερη δημιουργία του δείχνοντας του μια άλλη πλευρά της ελληνικής παράδοσης.
Η Popaganda μίλησε μαζί του για τη διαχρονική του σχέση με την Ελλάδα, όσα τον ελκύουν στην μουσική της αλλά και την ανταπόκριση που βλέπει στο έργο του.
Ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που τράβηξε την προσοχή σου στην ελληνική μουσική;
Από τότε που σπούδαζα στο Münster είχα Έλληνες φίλους. Κάποια μέρα ένας από αυτούς, ο Μήτσος, μου ζήτησε να μπω στη ρεμπέτικη κομπανία του γιατί ο κιθαρίστας τους είχε φύγει. Τους είχα δει να παίζουν και μου είχε φανεί ενδιαφέρον επομένως συμφώνησα. Έτσι ξεκίνησα να παίζω τα τραγούδια του Βαμβακάρη, του Τσιτσάνη κλπ. Ξαφνικά σκέφτηκα «τι στο καλό!». Στην αρχή πίστεψα ότι δε μπορούσα να παίξω κιθάρα καθώς ήξερα τους δυτικούς ρυθμούς- από δύο μέχρι πέντε τέταρτα. Αλλά ζεϊμπέκικο; Πόσω μάλλον το απτάλικο, τον καρσιλαμά, το καμηλιέρικο, το καλαματιανό. Μετά ανακάλυψα τις παράξενες αλλαγές των χορδών, τους περίεργους δρόμους και τις εξωτικές μελωδίες, όλα την ίδια στιγμή. Βρισκόμουν τελείως εκτός από τα δικά μου δεδομένα και το λάτρεψα.
Ποιο είναι το αγαπημένο σου ελληνικό τραγούδι;
Δύσκολη ερώτηση. Φοβάμαι ότι πραγματικά δε μπορώ να πω. Υπάρχουν τόσα υπέροχα τραγούδια, είναι σαν να με ρωτάς ποιο είναι το αγαπημένο μου φαγητό. Φαντάζομαι εξαρτάται από τη διάθεση στην οποία βρίσκομαι. Η ζωή είναι περίπλοκη επομένως είναι δύσκολο να έχεις ένα αγαπημένο τραγούδι που να ταιριάζει παντού. Επίσης εξαρτάται και από το ποιος λέει ένα τραγούδι και σε ποια φάση της καριέρας του. Υπάρχει ένα τραγούδι του Αντώνη Απέργη που λέγεται «Γρήγορα να γυρίζεις πίσω» και το τραγουδάει η Σοφία Ασσυχίδου. Πραγματικά θεωρώ ότι είναι πολύ δύσκολο να βρεις καλύτερη εκτέλεση αυτού του κομματιού.
Πως θα περιέγραφες τη σχέση σου με την Ελλάδα γενικότερα;
Κάθε φορά που βρίσκομαι στην Ελλάδα μου παίρνει πολύ λίγο χρόνο για να βρεθώ κοντά στον πραγματικό μου εαυτό, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Και δεν έχει να κάνει με το διαφορετικό κλίμα. Η φιλοξενία, η αξιοπρέπεια, η ιδέα της παρέας, η χαρούμενη διάθεση, το πόσο ανοιχτοί είναι οι Έλληνες και το ενδιαφέρον των ανθρώπων με κάνουν να νιώθω σαν να είμαι σπίτι μου παρότι δεν καταλαβαίνω τα περισσότερα πράγματα. Το αστείο είναι ότι οι φίλοι μου από το Γεντίκι μου είπαν σχεδόν το ίδιο πράγμα για τους Γερμανούς όταν ήρθαν από τη Θεσσαλονίκη στη Γερμανία, κάτι που με έβαλε σε σκέψεις.
Πως αντιδρούν στη μουσική σου οι άνθρωποι στη Γερμανία;
Μέχρι στιγμής στη Γερμανία έχουμε κάνει μόνο μία ζωντανή εμφάνιση. Οι μισοί ήταν Γερμανοί και οι άλλοι μισοί Έλληνες. Ήταν πολύ επιτυχημένη. Έγινε sold out και το κοινό λάτρεψε το σόου. Νομίζω πάντως ότι είχε να κάνει και με τους εξαιρετικούς μουσικούς που είχα την τιμή να παίξω μαζί τους. Γιατί όταν έχεις τον Ανδρέα Πολυζογόπουλο στην τρομπέτα, τον Γιαν Βαν στα τύμπανα και τον Παρασκευά Κίτσο στο μπάσο τότε εσύ και το κοινό θα περάσετε πολύ όμορφα. Πραγματικά είμαι πολύ χαρούμενος που έπαιξαν μαζί μου.
Ποιος στίχος ελληνικού τραγουδιού σε εμπνέει περισσότερο;
Ακόμα πιο δύσκολη ερώτηση από αυτή για το αγαπημένο μου τραγούδι γιατί τα ελληνικά μου είναι σκατά. Επομένως, είτε χρειάζομαι κάποιον δίπλα μου για να μου κάνει μετάφραση είτε πρέπει να κάτσω με το λεξικό μου για αρκετή ώρα και στη συνέχεια να ρωτήσω πάλι κάποιον. Γενικά, μου αρέσει το επίπεδο της ποιητικότητας στους στίχους. Υπάρχουν όμορφες εικόνες, μεταφορές και παρομοιώσεις. Μία από τις αγαπημένες μου ελληνικές λέξεις είναι το «μαξιλάρι», απλά μου αρέσει ο ήχος και ο ρυθμός της. Και στο τραγούδι με αυτόν τον τίτλο του Θανάση Παπακωνσταντίνου, μου αρέσει η εικόνα που υπάρχει πίσω από αυτό. Οι ελληνικοί στίχοι γενικά έχουν να κάνουν με τον πόνο, κάτι που μου αρέσει πολύ. Ένας Σκωτσέζος φίλος μου που είχε διαβάσει τις μεταφράσεις μου είπε πως οι Έλληνες είναι πολύ παθιασμένοι.
Ποια είναι η άποψη σου για τη βαλκανική μουσική;
Φοβάμαι πως ακόμα ξέρω λίγα πράγματα γι’ αυτήν. Βασικά ξέρω μόνο τον Μπόμπαν Μάρκοβιτς μέσα από τις ταινίες του Εμίρ Κουστούριτσα που πάντα με έκαναν να θέλω να πάω στη Γκούτσα της Σερβίας και την πολυφωνική ορχήστρα του Φιλίπ Κουτέφ που θα ήθελα να δω ζωντανά κάπου στη Βουλγαρία. Και για την Ελλάδα δεν ξέρω σχεδόν τίποτα για τη μουσική της Ηπείρου, της Θράκης ή τα ποντιακά. Αυτό που πραγματικά με εξιτάρει είναι η απίστευτη ποικιλία διαφορετικών στυλ, ρυθμών και δρόμων. Αυτό κάνει τη μουσική παιχνιδιάρικη, πολυποίκιλη και κατ επέκτασιν ενδιαφέρουσα. Από τη στιγμή που άρχισα να ακούω τη μουσική των Βαλκανίων, πρέπει να παραδεχτώ ότι με έκανε να βαριέμαι συχνά σε συναυλίες δυτικών μουσικών που συνήθως βρίσκεις τραγούδια σε ρυθμό τέσσερα τέταρτα.
Παρασκευή, 18 Μαΐου στις 22:00
Είσοδος με ποτό 15 ευρώ και 25 ευρώ σε τραπέζι.