Μπουάτ: Εκεί που οι μικρές παρέες έγραψαν ιστορία
Τη δεκαετία του ’60, η Αθήνα της αντιπαροχής παραδίδεται στο τσιμέντο και την αισθητική των εργολάβων.
Εκεί κάτω από την Ακρόπολη, στην ατμοσφαιρική Πλάκα, οι καλλιτέχνες του Νέου Κύματος και η νεολαία της εποχής δημιουργούν τα δικά τους στέκια για να εκφράσουν τα αδιέξοδα και τις αναζητήσεις τους. Οι μπουάτ έγιναν οι «μουσικές συναγωγές», όπου οι μικρές παρέες έγραψαν τη δική τους ιστορία.
Οι μπουάτ έκαναν δειλά την εμφάνισή τους στην Πλάκα, τη δεκαετία του ΄60. Ήταν η εποχή που το αστικό τοπίο μεγάλωνε με ραγδαίους ρυθμούς και οι μονοκατοικίες έδιναν τη θέση τους στις πολυκατοικίες και τα διαμερίσματα. Εκεί όπου απλωνόταν η τσιμεντένια πόλη δεν χωρούσαν πια τα καλλιτεχνικά δρώμενα. Οι νέοι αναζητούσαν νέα στέκια, όπου θα μπορούσαν να διασκεδάσουν και να εκφραστούν.
Σε εκείνη τη χωροχρονική συγκυρία, την απάντηση έδωσαν οι μπουάτ, οι μουσικές σκηνές της εποχής, που με την απλότητά τους άφησαν το δικό τους ανεξίτηλο στίγμα …. Πώς ήταν αυτά τα μουσικά στέκια; Πώς πήραν το όνομά τους και ποιοι καλλιτέχνες συνέδεσαν την καριέρα τους με την «Απανεμιά», την «Αυλαία», το «Δώμα», την «Κατακόμβη» και την «Κιβωτό»;
Στις μπουάτ ίσχυε η αρχή «όλοι οι καλοί χωράνε»…
Η συγκεκριμένη λέξη βγαίνει από τη γαλλική «boîte», που σημαίνει κουτί. Ονομάστηκαν έτσι, λοιπόν, επειδή ο χώρος που λειτουργούσαν ήταν μικρός και συμμαζεμένος. Μπουάτ, φυσικά, σήμαινε Πλάκα! Έλεγαν μάλιστα ότι επειδή ο Παρθενώνας ισοδυναμεί με κάτι λαμπερό και φωτεινό… οι μπουάτ βρέθηκαν κάτω από το φως του για να πάρουν από τη λάμψη του! Στην πραγματικότητα το θέμα ήταν καθαρά πρακτικό. Στην Πλάκα τη δεκαετία του 60 είχαν πέσει οι αξίες των παλιών κτισμάτων, και δεν μπορούσαν να γίνουν πολυκατοικίες λόγω της Ακρόπολης και της σχετικής απαγόρευσης.
Ο κόσμος έφευγε από τις μονοκατοικίες – ας θυμηθούμε και παλιές ελληνικές ταινίες που είχαν τέτοιο θέμα – και μετανάστευε μαζικά στις νεόδμητες πολυκατοικίες. Τα φτηνά ενοίκια στις μονοκατοικίες της περιοχής της Πλάκας, έδωσαν το πράσινο φως σε επιχειρήσεις διασκέδασης χαμηλού κόστους. Αυτό ήταν οι Μπουάτ, μικροί χώροι που στέγασαν τα όνειρα του «Νέο Κύματος», όπως ονομάστηκε το ρεύμα του ελληνικού τραγουδιού που αναπτύχθηκε λίγο πριν από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και αποτελούσε μια προσπάθεια ανανέωσης του ελαφρού τραγουδιού.
Έτσι στα άδεια ψηλοτάβανα σπίτια ξεφύτρωσαν μικρές μουσικές επιχειρήσεις χαμηλού κόστους, με πελάτες κυρίως φοιτητές και παρέες νέων, από 16 έως 30 ετών. Όπως μας λένε θαμώνες που πέρασαν τα λεγόμενα «καλύτερά τους χρόνια» στις μπουάτ, ήταν μέρη με αυθεντική ατμόσφαιρα, που ακούγονταν συνήθως δυο κιθάρες, ένα ακορντεόν, το πιάνο και ο ερμηνευτής. Μαζί τους τραγουδούσαν και όλα τα άτομα που βρίσκονταν στην μπουάτ. Τσιγάρο, ένα βερμούτ -αν η τσέπη δεν σήκωσε δεύτερο- και τραγούδια με νόημα. Πολλοί θαμώνες κάθονταν εμμονικά κοντά στην πόρτα, μήπως προλάβουν το «ντου» της αστυνομίας και γλιτώσουν την ανάκριση.
Ο τραγουδιστής ήταν σχεδόν μπλεγμένος με το κοινό. «Μια φορά θυμάμαι μ’ αγαπούσες τώρα σιωπή» τραγουδούσε η Αρλέτα – και ο κόσμος χειροκροτούσε με τα… δάκτυλα για να μην ενοχλούνται οι γείτονες, που στη δύσκολη, όταν έχαναν τον ύπνο τους … πετούσαν ζαρζαβατικά.
«Απάγκιο κι απανέμι» στην «Απανεμιά» – Τραχανάς στη «Ρουλότα» και στο «Στέκι» του Πουλόπουλου
Τα ονόματα των μπουάτ παραπέμπουν σε κάτι πολύ οικείο ή σε ένα χώρο ζεστό, όπως: Αυλαία, Δώμα, Κατακόμβη, Κιβωτός, Λημέρι, Λυχνάρι, Σοφίτα, Στοά, Συμπόσιο, Στέκι του Γιάννη, Σχολείο, Τετράδιο, Τζαζ, Χρυσό Κλειδί, Ζώδιο.
Το 1961 ανοίγει ο «Τιπούκειτος» σε ένα υπόγειο της οδού Νικοδήμου, ως καλλιτεχνικό καφενείο. Εκεί τραγουδούσαν με τις κιθάρες τους δυο άγνωστοι νεαροί: Ο Λάκης Παππάς πρώτα, και κατόπιν ο Κώστας Χατζής. Άλλες μπουάτ της εποχής το «Στέκι του Γιάννη» (Πουλόπουλος) που σέρβιρε τραχανά, η «Κιβωτός» του Μίνου Αργυράκη (μετέπειτα Νεφέλες) όπου πρωτοτραγούδησε η Αρλέτα, οι «Εσπερίδες» του Γιάννη Αργύρη, η «Ρουλότα» (Χατζής, Σαββόπουλος, Χωματά), το «Συμπόσιο», η «Καρυάτις», η «Απανεμιά», το «Τετράδιο», η «Αυλαία», ο «Σκορπιός».
Η «Απανεμιά» εξακολουθεί να αποτελεί μια από τις σημαντικότερες μπουάτ από το 1964 έως πρόσφατα. Επίσης, το Ζουμ, η πάλαι ποτέ μπουάτ που λειτούργησε 40 χρόνια.
Ο Δήμος Μούτσης περιέγραφε σε ένα κείμενό του την πρώτη μουσική καινοτομία που έζησε ο χώρος της Κυδαθηναίων: «Όταν πρωτοεμφανίστηκα στο τραγούδι, ήταν ακόμα η ωραία εποχή των μπουάτ. Το 1969, μαζί με τη Γαλάνη και τον Μητσιά, κάναμε την πρώτη μεγάλη αλλαγή: μέχρι τότε οι μπουάτ λειτουργούσαν με μια κιθάρα κι ένα πιάνο. Εμείς στο «Zoom» εγκαταστήσαμε μια στέρεη ορχήστρα, που έπαιζε τόσο καλά ώστε κάποιος περαστικός νόμιζε ότι άκουγε δίσκο. Ο Καρνέζης έπαιζε μπουζούκι, ο Βαρδής κιθάρα, ο Γκοβόστης ντραμς κ.ά.». Αμέσως μετά ακολούθησαν τα πλακιώτικα μπαράκια μέχρι τα τέλη της 10ετίας του ’70 που εκδιώχθηκαν από εκεί τα κέντρα για να σκορπίσουν στο υπόλοιπο κέντρο της πόλης.
Ο αεικίνητος Διονύσης Σαββόπουλος μιλάει για τις μπουάτ
Στη «Στοά». 1964-65. Στην οδό Ξάνθου, στο Κολωνάκι. Με τη Μαρία Φαραντούρη και το Μάνο Λοΐζο. Απίστευτο πρόγραμμα. Το θυμάμαι και δεν το πιστεύω. Στη «Ρουλότα». 65-66. Οδός Βουλής. Πλάκα. Με την Καίτη Χωματά και τον Θάνο Μικρούτσικο ως πιανίστα. Έπρεπε να τα καταφέρεις με το τίποτα. Με μία κιθάρα, άντε κι ένα πιάνο. Οι θαμώνες κάθονταν μισό μέτρο απ’ τον τραγουδιστή και οι τελευταίοι το πολύ στα πέντε-έξι μέτρα. Έπρεπε να ‘σαι απλός και άμεσος και έτοιμος να αυτοσχεδιάσεις. Άμα βρεις το κοινό στοιχείο που ενώνει εκατό ανθρώπους, μετά μπορείς να απευθυνθείς και σε εκατό χιλιάδες ανθρώπους. Αυτό μου ‘μαθε η μπουάτ. Να ψάχνεις το κοινό στοιχείο.
Ήταν η εποχή της ελπίδας διεθνώς. Εδώ στην Ελλάδα το φοιτητικό κίνημα 1-1-4 ήταν αυτονομημένο και ακηδεμόνευτο από το κόμματα. Μιλούσαμε εμείς και αυτοί άκουγαν. Η νεολαία χρειαζόταν τα τραγούδια της.
«Υπήρχαν βέβαια ποπ γκρουπάκια αλλά η τέχνη τους δεν ξεπερνούσε τα στενά όρια της χορευτικής μόδας. Λίγο πολύ μαϊμουδίζανε τους ξένους, ενώ η νεολαία ήθελε κάτι που να τις επιτρέψει να αισθανθεί μοντέρνα, χωρίς να χάσει την ψυχή της. Αυτό έψαχνε να βρει στις μπουάτ. Υπήρχε βέβαια ο Χατζιδάκις κι εκείνη την περίοδο κυρίως ο Θεοδωράκης. Η μουσική τους προϋπέθετε μεγάλους ποιητές, μεγάλους ερμηνευτές και μεγάλους δεξιοτέχνες στο μπουζούκι. Εμείς στις μπουάτ παίζαμε πολύ Θεοδωράκη. Και Χατζιδάκι. Αλλά μ’ έναν απλό και κάπως ερασιτεχνικό τρόπο που χαρακτηρίζει όλο το ρεπερτόριο των μπουατ. Το ήθελε η νεολαία αυτό, ήταν και η δικιά μας ανάγκη αυτή η απλότητα και η αμεσότητα.»
«Να μην πετάξουμε τον πυρήνα, την ουσία αυτής της αισθητικής. Σήμερα άμα έχεις να πεις κάτι δεν το απευθύνεις στον κόσμο, διότι ο κόσμος έχει γίνει ένας πολτός λόγω της τηλεόρασης. Άμα έχεις να πεις κάτι το απευθύνεις σε στέκια, παρέες, ομάδες, που υπάρχουν παντού στην πόλη η στο διαδίκτυο. Υπάρχουν αρκετά μέρη όπου δυο τρεις μουσικοί παίζουν τα τραγούδια τους, παίζουν τζαζ, αυτοσχεδιάζουν και τα λοιπά. Το Gazarte που έπαιζα πρόπερσι με το Λάντσια και τον Κιουρτσόγλου δεν ήτανε σαν μπουάτ διακτινισμένη στο σήμερα; Υπάρχουν πια αρκετοί χώροι που λειτουργούν σαν κυψέλες συγκίνησης, σαν παλιές μπουάτ. Χωρίς πανηγυρική ατμόσφαιρα έστω, αλλά πιο εσωτερικά, πιο ουσιαστικά.»
Ο Μανώλης Ρασούλης περιγράφει με αυτή τη φράση τις μπουάτ της δεκαετίας του 1960 στο βιβλίο του «Εδώ είναι του Ρασούλη»: «Ήταν οι δικοί μας χώροι. Καθόμασταν δίπλα-δίπλα κι όλοι μαζί μέσα σε μια κοινή μοίρα και πρεμούρα να επικοινωνήσουμε, να πλατσουρίσουμε σαν νήπια στο συλλογικό μας ασυνείδητο και σε μια νέα εθνική συνειδητότητα».
Η «Φωνή των μπουάτ», ο Λάκης Παππάς, που έχει φύγει από τη ζωή, έλεγε για την εμπειρία των μπουάτ: «Τελικά, είναι ένας τρόπος ζωής». Μιας ζωής η οποία συνδέθηκε με πολλά ωραία και αγαπημένα τραγούδια, ξεκινώντας από τον «Κυρ Μιχάλη» και το «Αχ, μανούλα μου», τα οποία πρωτοερμήνευσε στην παράσταση «Οδός ονείρου» του 1962, έναν ακόμα υπέροχο Χατζιδάκι σε στίχους Νίκου Γκάτσου, τον «Ματωμένο γάμο», το «Παραμύθι χωρίς όνομα», σε στίχους Καμπανέλλη, και όλη την προσπάθεια ανανέωσης του ελληνικού τραγουδιού που ονομάστηκε «Νέο κύμα».
Ο θρυλικός «πατριάρχης των μπουάτ» και «πατέρας» των θρυλικών Εσπερίδων της Πλάκας, Γιάννης Αργύρης, που έφυγε από τη ζωή την εκπνοή του 2015, είχε διασκεδάσει τον Αριστοτέλη Ωνάση αλλά και τον Όρσον Γουέλς, θαμώνες του θρυλικού υπογείου της Πλάκας.
Στην μπουάτ «Θεμέλιο» εμφανιζόταν ο Γιώργος Νταλάρας με την Χαρούλα Αλεξίου, την Άννα Βίσση, και τον Αντώνη Βαρδή. Ο Νταλάρας είχε κάνει εμφανίσεις για τέσσερις σεζόν στην μπουάτ «Διαγώνιος» και το 1976 έκανε εμφανίσεις με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και την Άννα Βίσση και το 1976-1977 με την Χαρούλα Αλεξίου, την Άννα Βίσση, την Λιζέττα Νικολάου και τον Χ.Γαργανουράκη.
Νέο Κύμα – βρήκαν στις μπουάτ τον χώρο να δημιουργήσουν αθάνατη μουσική
Ο όρος «Νέο Κύμα» είναι μετάφραση του ομώνυμου κινηματογραφικού κινήματος nouvelle vague, που επικράτησε στη Γαλλία κατά τη δεκαετία του 1950 και μεταφέρθηκε στην ελληνική μουσική από τον Γιάννη Σπανό.
Περισσότερο ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε ως διαφημιστικό σλόγκαν από την εταιρεία δίσκων Lyra, ιδέα του ευφυέστατου και ικανότατου παραγωγού της, Αλεξανδρινού επιχειρηματία, Αλέκου Πατσιφά.
Ο Πατσιφάς ήθελε να φτιάξει ένα τραγούδι «χειροποίητο», σαν ένα βελτιωμένο ελαφρό τραγούδι με μικρές ορχήστρες, καινούργιους νέους τραγουδιστές, με προσεγμένους στίχους. Ήθελε να χωρέσει κάπου ανάμεσα στα δισκογραφικά θηρία της εποχής COLUMBIA και ODEON με σύμμαχο τον Γιώργο Παπαστεφάνου, που είχε μεγάλη γνώση και πείρα στο τραγούδι, ο οποίος του σύστησε τον Γιάννη Σπανό.
Ο Σπανός μόλις είχε έρθει από τη Γαλλία, όπου είχε κάνει μία σημαντική καριέρα γράφοντας τραγούδια για τους: Ζυλιέτ Γκρεκό, Ρισάρ Αντονί, Μπριτζίτ Μπαρντώ, Μαρί Λαφορέ και άλλους αξιόλογους Παριζιάνους καλλιτέχνες, που εκτός από τη δισκογραφία δημιουργούσαν μαγικές βραδιές στα μικρά πιάνο μπαρ της δυτικής όχθης του Σηκουάνα.
Από άποψη ενορχήστρωσης, το νέο κύμα χαρακτηρίζεται από μια λιτότητα, συχνά η συνοδεία του τραγουδιστή είναι μόνο μία κιθάρα. Το Νέο Κύμα χαρακτηριζόταν από συνθέσεις με εκφραστική λιτότητα και ευαισθησία, ενώ περιείχε αρκετά στοιχεία δανεισμένα από τη μπαλάντα. Αργότερα προστέθηκαν στοιχεία λαϊκού ήχου και παραδοσιακές προσμίξεις.
Βασίστηκε στην ευαισθησία διακεκριμένων συνθετών της εποχής (κυρίως του Μάνου Χατζιδάκι), γρήγορα όμως απέκτησε τη δική του αυθυπαρξία. Οι στίχοι στα τραγούδια του νέου κύματος έχουν περιεχόμενο ερωτικό, κοινωνικό και πολιτικό.
Βασικότεροι εκπρόσωποι του Νέου Κύματος ήταν οι Γιάννης Σπανός (συνθέτης), Λάκης Παππάς (συνθέτης – τραγουδιστής), Γιώργος Ζωγράφος (τραγουδιστής), Αρλέτα (στιχουργός, συνθέτης – τραγουδίστρια), Νότης Μαυρουδής (συνθέτης), Λίνος Κόκοτος, Νίκος Καλλίτσης, Καίτη Χωματά (τραγουδίστρια), Γιάννης Πουλόπουλος, Μιχάλης Βιολάρης, Ρένα Κουμιώτη, Κώστας Χατζής, Διονύσης Σαββόπουλος, Θανάσης Γκαϊφύλλιας (συνθέτης – στιχουργός – τραγουδιστής).
«Θα διώξω τα σύννεφα» και «Μια αγάπη για το καλοκαίρι»
Γνωστοί συνθέτες και ποιητές δίνουν στίχους στο «Νέο Κύμα των Μπουάτ, όπως ο Άκης Δασκαλόπουλος, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος ο Δημήτρης Σωτηρόπουλος, ο Κώστας Κωτούλας. Κάποιο μουσικοί όπως ο Κηλαηδόνης, ο Πάριος, ο Παπακωνσταντίνου, ο Σαββόπουλος, ο Σιδηρόπουλος ξεκίνησαν από τις μπουάτ. Ακόμη και ο Αττίκ, ένας από τους μεγάλους Έλληνες πρωτοπόρους στη μουσική, ξεκίνησε από ένα είδος μπουάτ, τη Μάντρα.
Το «Νέο Κύμα» έδωσε την ευκαιρία σε νέα ονόματα, που δεν είχαν πρόσβαση στις μεγάλες εταιρίες, να ακουστούν και να αναδειχθούν. Μέσα από εκείνη την μουσική κοσμογονία του νέου αυτού μουσικού ρεύματος, αναδείχθηκαν ονόματα που απασχόλησαν τη δισκογραφία για πάρα πολλά χρόνια μετά: Λάκης Παππάς, Καίτη Χωματά, Γιώργος Ζωγράφος, Αρλέτα, Νότης Μαυρουδής, Γιάννης Πουλόπουλος, Μιχάλης Βιολάρης, Ρένα Κουμιώτη, Κώστας Χατζής και πολλοί άλλοι.
Τραγούδια όπως το «Θα διώξω τα σύννεφα» και «Μια αγάπη για το καλοκαίρι», γεμάτα νιάτα και φρεσκάδα, με τη φωνή της πρόωρα χαμένης Καίτης Χωματά, και το «Μια φορά θυμάμαι μ’ αγαπούσες» με την Αρλέτα, έχουν μείνει επίκαιρα μέχρι σήμερα
Το Νέο Κύμα σαν μουσική τάση κράτησε λιγότερο από μία δεκαετία και μετά εξασθένησε, γιατί οι ανάγκες και ανησυχίες των νέων της εποχής απαιτούσαν κάτι πιο αγωνιστικό και πολιτικό!
Τις νέες πνευματικές ανησυχίες κάλυψαν με τη μουσική τους τα θηρία της εποχής: Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Ξαρχάκος, και λίγο αργότερα Μαρκόπουλος, Μούτσης, Κουγιουμτζής, Λοΐζος, οι οποίοι μαζί με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Γκάτσο, τον Ελευθερίου, τον Δασκαλόπουλο, τον Μύρη και άλλους, δημιούργησαν ένα νέο πεδίο μάχης για τις κοινωνικο-πολιτικές απαιτήσεις της εποχής.