Η μελέτη του Νικολάου Βεργωτή “Τα μουσικά μας ιδρύματα. Η ιστορία μιας Πεντηκονταετίας”, που εντόπισε η Γιάννα Παπαγεωργακοπούλου στην αθηναϊκή εφημερίδα “Ελληνικός Ταχυδρόμος”, και που επανεκδίδεται εδώ σε μορφή βιβλίου, αποτελεί ξεχωριστή συμβολή στη γνώση και την κατανόηση της ιστορίας της μουσικής στη σύγχρονη Ελλάδα» γράφει ο καθηγητής του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου Χάρης Ξανθουδάκης στον πρόλογο της έκδοσης. Ευθύς αμέσως, ο ίδιος εξηγεί τη σημασία του εγχειρήματος: Αρχικώς, η παρουσίαση της δημιουργίας και της εξέλιξης των μουσικών θεσμών ανταποκρίνεται καλύτερα στους προσανατολισμούς και τις σημερινές προτεραιότητες της ιστορικής μουσικολογίας σε σχέση με την απαρίθμηση συνθετών και έργων. Ταυτόχρονα, η πεντηκονταετία – εξηκονταετία στην πραγματικότητα -, την οποία καλύπτει η επισκόπηση του συγγραφέα (1871-1924), περιλαμβάνει τους πιο σημαντικούς σταθμούς στην εξέλιξη και παγίωση της αθηναϊκής – και κατ’ επέκταση της ευρύτερης ελλαδικής – προκατοχικής μουσικής ζωής: την ίδρυση του Ωδείου Αθηνών αλλά και του Ελληνικού και του Εθνικού Ωδείου, τα οποία μονοπώλησαν, λίγο ως πολύ, την εντόπια μουσική εκπαίδευση μέχρι τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, την αναβάθμιση της ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών σε μόνιμο συναυλιακό φορέα ο οποίος έμελλε να μετεξελιχθεί στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, τη συγκρότηση μιας εθνικής μουσικής σχολής, αλλά και την εμφάνιση ενός πρώιμου μουσικού μοντερνισμού χάρη στη διπλή ιδιότητα (του συνθέτη και του αρχιμουσικού) του Δημήτρη Μητρόπουλου, μετά το 1924.
Στους λόγους οι οποίοι καθιστούν την εν λόγω έκδοση ενδιαφέρουσα ο Χάρης Ξανθουδάκης κατατάσσει επίσης το γεγονός πως το κείμενο του Βεργωτή αποτελεί τη μοναδική, σχεδόν, πηγή πληροφοριών για τη λειτουργία και την καλλιτεχνική παρουσία μουσικών θεσμών ελάχιστα γνωστών ως σήμερα, όπως το Ωδείο Λότνερ ή η Μουσική Ακαδημία. Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι «ο συγγραφέας επιδεικνύει μια αξιοπρόσεκτη αντικειμενικότητα απέναντι στα ιστορούμενα γεγονότα, εν πολλοίς άγνωστη στις πιο πρόσφατες ιστοριοδιφικές ενασχολήσεις περί την ελληνική μουσική, οι οποίες αποδείχτηκαν επιρρεπείς σε ιδεοληψίες εθνικιστικής, (παλαιο-και νεο-) φονταμενταλιστικής ή συνωμοσιολογικής κοπής».
Μέσα από αυτό το πρίσμα, η μελέτη απευθύνεται σε ευρύ φάσμα ενδιαφερομένων: στον μουσικολόγο, ο οποίος ασχολείται με την ιστορία της νεοελληνικής μουσικής ζωής αλλά και στον ιστορικό που εξετάζει τη νεοελληνική κοινωνία κατά τη βασιλεία του Γεωργίου Α, την «ηρωική» περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα και του μαχόμενου Δημοτικισμού, τα χρόνια των Βαλκανικών Πολέμων και του Εθνικού Διχασμού, καθώς και την πολυτάραχη πρώτη δεκαετία του Μεσοπολέμου. Ταυτόχρονα, όμως, καταλήγει ο Χάρης Ξανθουδάκης, «μπορεί να προσφέρει μια συναρπαστική εμπειρία στον αναγνώστη που επιζητεί τη συγκίνηση του ταξιδιού σε ένα τέτοιο παρελθόν, προσεγγίζοντάς το, μάλιστα, μέσω μίας από τις ζωντανότερες και χαρακτηριστικότερες εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής: τη μουσική».
Μια πολύπλευρη προσωπικότητα
Μουσικός, συνθέτης, κριτικός, μεταφραστής και λογοτέχνης, ο Νικόλαος Βεργωτής – γεννημένος από κεφαλλονίτες γονείς στην Οδησσό τον Απρίλιο του 1897 – υπήρξε σημαίνουσα προσωπικότητα της καλλιτεχνικής ζωής της Ελλάδας στη διάρκεια του α’ ημίσεος του 20ού αιώνα. Κατά βάση, λόγω των εύστοχων παρεμβάσεών του στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο της περιόδου αναφορικά με τη μουσική ζωή του τόπου. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1910 ως τα μέσα της δεκαετίας του 1950, ο Βεργωτής συνεργάστηκε με κάμποσες εφημερίδες («Νέα Ημέρα», «Ελεύθερος Τύπος», «Καθημερινή», «Ελληνικός Ταχυδρόμος», «Τύπος», «Απογευματινή», «Ταχυδρόμος», «Πολιτεία», «Αθηναϊκή» κ.ά.) και περιοδικά («Μουσικά Χρονικά», «Ραδιόφωνο», «Ιόνιος Ηχώ»).
Τα 88 άγνωστα και μέχρι στιγμής αναξιοποίητα δημοσιεύματα του Βεργωτή στον «Ελληνικό Ταχυδρόμο» υπό τον γενικό τίτλο «Τα μουσικά μας ιδρύματα. Η ιστορία μιας Πεντηκονταετίας», τα οποία δημοσιεύθηκαν μεταξύ της 26ης Νοεμβρίου 1928 και της 7ης Μαΐου 1929, φωτίζουν αρκετά από τα σκοτεινά σημεία της μουσικής ζωής στην Ελλάδα, ειδικά σε ό,τι αφορά τις κρίσιμες δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Από την άλλη, η εν λόγω σειρά δημοσιευμάτων παραθέτει οργανωμένα και εκτεταμένα τις απόψεις ενός εκ των τριών ισχυρών πόλων που δημιουργήθηκαν στις αρχές του 1900 ως και τη συμπλήρωση του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.
Ποιοι ήταν άραγε οι τρεις αυτοί πόλοι, τα μέλη των οποίων αντιπαρατέθηκαν με σφοδρότητα τις τρεις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα για την πρωτοκαθεδρία των απόψεών τους σχετικά με το ενδεδειγμένο μουσικοεκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα, την κατεύθυνση και την αισθητική της δραστηριοποίησης των ελλήνων συνθετών αλλά και τον γενικότερο προσανατολισμό της μουσικής κίνησης του τόπου; Το Ωδείο Αθηνών και ο Γεώργιος Νάζος, ο Γεώργιος Λαμπελέτ και ο κύκλος του και, τέλος, ο Μανώλης Καλομοίρης και ο δικός του κύκλος…
Μέσα από αυτό το πρίσμα, ο Βεργωτής, ο οποίος συνδέθηκε φιλικά με τον Λαμπελέτ τις δεκαετίες του ’20 και του ’30, αποτέλεσε έναν από τους κύριους εκφραστές του δεύτερου πόλου, οι απόψεις του οποίου, πριν από τον εντοπισμό των συγκεκριμένων δημοσιευμάτων δεν είχαν διερευνηθεί. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι, παρά την αντιπαλότητα των εκφραστών των τριών αυτών τάσεων της εποχής, υπήρξαν και περίοδοι σύμπλευσης των απόψεων δύο εκ των τριών πόλων. Ετσι, τόσο ο Λαμπελέτ, όσο και ο Καλομοίρης συμπορεύτηκαν κατά διαστήματα στο Ωδείο Αθηνών, ποτέ όμως μεταξύ τους. Η κόντρα Λαμπελέτ – Καλομοίρη εκδηλώθηκε έντονα μέσω του ημερήσιου και περιοδικού Τύπου, από την πρώτη εμφάνιση του τελευταίου στο προσκήνιο της μουσικής ζωής στην Ελλάδα το 1908 και δεν έληξε παρά με τον θάνατο του Λαμπελέτ, το 1945. Τα δημοσιευμένα κείμενα των δύο επιφανών συνθετών και των κύκλων τους είναι ενδεικτικά της δυναμικής, της οξύτητας και του πάθους των θυελλωδών αντιπαραθέσεων που στιγμάτισαν τη μουσική ζωή στην Ελλάδα σχεδόν για ολόκληρο το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Μετά την ίδρυση του Ελληνικού Ωδείου από τον Καλομοίρη το 1919, πολύ περισσότερο μετά την ίδρυση του Εθνικού Ωδείου το 1926, οι αντεγκλήσεις μεταξύ των εκπροσώπων των δύο κύκλων έγιναν ακόμη πιο έντονες και πυκνές, απασχολώντας τις στήλες του Τύπου της εποχής σε εβδομαδιαία, σχεδόν, βάση.
Μοναδικό κοινό σημείο των τριών πόλων ήταν η απόρριψη της ελληνικότητας της μουσικής των επτανήσιων συνθετών, τους οποίους, παρότι κατά καιρούς επαίνεσαν για τη συμβολή τους τόσο στη μουσική εκπαίδευση του κοινού όσο και για την αξιοζήλευτη επιτυχία κάποιων εξ αυτών στο εξωτερικό, δεν θεώρησαν άξιους εκπροσώπους μιας ελληνικής εθνικής μουσικής.