Μύθοι και αλήθειες για τον Μπαχ
Nίκος Α. Δοντάς
Τα έργα για εκκλησιαστικό όργανο του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ είναι γνωστά, όχι όμως και η ζωή του.
Ελάχιστα είχαν γραφεί για τη ζωή του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ όσο ζούσε. Εχουν διασωθεί, βεβαίως, επιστολές του και υπάρχει η περίπου 20 σελίδων «νεκρολογία» που δημοσιεύθηκε το 1754, τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του. Ομως, ο ίδιος είχε αρνηθεί στον συνθέτη και λεξικογράφο Γιόχαν Μάτεσον να γράψει την αυτοβιογραφία του. Διάφορα άρθρα ή αναφορές ασχολούνταν κυρίως με το δημιουργικό του έργο και πολύ λίγο με βιογραφικά στοιχεία. Οι πρώτες εκτενείς βιογραφίες εμφανίστηκαν στην ουσία μετά τα μέσα του 19ου αιώνα.
Κι όμως, ακόμα μέχρι σήμερα πολλοί πιστεύουν πως το διάσημο «Μικρό χρονικό της Αννας-Μαγδαληνής Μπαχ» προέρχεται από την πένα της ταλαντούχας δεύτερης συζύγου του συνθέτη. Αρκετοί, μάλιστα, εξακολουθούν να χρησιμοποιούν το συγκεκριμένο σύγγραμμα ως βιβλιογραφική αναφορά, σχετικά με τη ζωή του κάντορα της Λειψίας. Οχι άδικα, ενδεχομένως, αφού συχνότατα η πραγματική συγγραφέας του κειμένου αποσιωπάται τόσο στο εξώφυλλο όσο και στις εσωτερικές σελίδες αρκετών από τις εκδόσεις του βιβλίου σε διάφορες γλώσσες.
Το μυθιστορηματικό πόνημα γράφτηκε από τη Βρετανίδα Εστερ Μεϊνέλ (1878-1955) και εκδόθηκε για πρώτη φορά στο Λονδίνο το 1925 από τον οίκο Chatto and Windus. Ακολούθησε έκδοση στις ΗΠΑ και το 1930 στη Λειψία. Στο τέλος της πρώτης έκδοσης αναφέρεται: «Οσοι γνωρίζουν τα γνωστά και αυθεντικά γεγονότα της ζωής του Μπαχ θα διαπιστώσουν ότι ορισμένα επεισόδια του βιβλίου είναι φανταστικά». Η διευκρίνιση αυτή δεν αναπαράχθηκε στη γερμανική μετάφραση, η οποία γνώρισε τεράστια δημοτικότητα ειδικά μετά το 1935, με αφορμή τη συμπλήρωση 250 χρόνων από τη γέννηση του Μπαχ. Σήμερα, οι σύγχρονοι μελετητές θεωρούν ότι κανένα από τα γεγονότα που αφηγείται η Μεϊνέλ δεν έχει ιστορική βάση.
Οσα γράφει έχουν μικρή σχέση με τη ζωή του Μπαχ και αντανακλούν εξίσου λίγο την προσωπικότητα της Αννας-Μαγδαληνής. Ομως, λόγω της τεράστιας δημοτικότητάς του, το βιβλίο διαμόρφωσε στο ευρύ κοινό μια συγκεκριμένη εικόνα για τον Μπαχ όπως επίσης για την Αννα-Μαγδαληνή. Ο μύθος απέκτησε ακόμα μεγαλύτερη δύναμη υποκαθιστώντας την πραγματικότητα, όταν το μελοδραματικό αυτό κείμενο αποτέλεσε βάση για την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία του 1968. Τον ρόλο του Μπαχ ερμήνευε ο τσεμπαλίστας Γκούσταφ Λέονχαρτ, ενώ τη μουσική ερμήνευε το σύνολο Concentus Musicus υπό τον Νικόλαους Αρνονκούρ, δανείζοντας στην ταινία το κύρος του.
Η περίπτωση του «Μικρού χρονικού» δεν είναι η μοναδική. Το 1984 η πρωτοφανής επιτυχία της ταινίας «Αμαντέους» του Μίλος Φόρμαν με τη σφραγίδα της αυθεντίας του σερ Νέβιλ Μάρινερ στο μουσικό μέρος, δημιούργησε στο πλατύ κοινό μία εικόνα για τον Μότσαρτ και το περιβάλλον του, που ελάχιστα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σε μια ταινία οι απλουστεύσεις είναι αναπόφευκτες, ωστόσο εγείρουν ερωτήματα όταν δημιουργούν στρεβλώσεις. Η εικόνα μιας ιδιοφυΐας στην οποία η μουσική έρχεται ως επιφοίτηση, δημιουργεί την εντύπωση ενός πλάσματος χαρισματικού, που γράφει «ελέω θεού». Παραβλέπει τη σκληρότατη παιδική ηλικία του Μότσαρτ πλάι σε έναν απαιτητικό πατέρα και δίπλα στους σημαντικότερους δασκάλους της εποχής, χρόνια στα οποία ο συνθέτης ήταν υποχρεωμένος να ανταποκρίνεται σε απάνθρωπες συνθήκες δημιουργίας και μουσικής πράξης. Αποσιωπά, επίσης, την ενήλικη ζωή ενός ανθρώπου, ο οποίος ενδιαφερόταν για το διάβασμα, την πολιτική και τη λογοτεχνία, σύχναζε σε βιβλιοθήκες και παρακολουθούσε από κοντά τις εξελίξεις στο Παρίσι, πριν από το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης.
Αλλοίωση πραγματικότητας
Για δραματουργικούς λόγους και για λόγους μυθοπλασίας, η ταινία ανέδειξε τον φημολογούμενο φθόνο του Σαλιέρι προς τον Μότσαρτ, όπως επίσης την ανάθεση του Ρέκβιεμ από μυστηριώδες, άγνωστο πρόσωπο. Τίποτε από τα δύο δεν είχαν στην πραγματικότητα τις διαστάσεις που απέκτησαν στη μεγάλη οθόνη.
Τόσο στην περίπτωση του Μπαχ όσο και σε αυτήν του Μότσαρτ, το πρόβλημα είναι η συνειδητή προβολή μιας αλλοιωμένης πραγματικότητας ως «αληθινής», προς όφελος μιας πιο λαϊκής και συνεπώς πιο εμπορικής εκδοχής. Στην περίπτωση της απόκρυψης του ονόματος της Μεϊνέλ, στόχος είναι η διασφάλιση της αυθεντικότητας της αγιογραφίας. Σήμερα, χάρη στο Διαδίκτυο, είναι πολύ πιο εύκολο για τον υποψιασμένο φιλόμουσο να αναζητήσει απαντήσεις. Ακόμα και όταν το όνομα της Μεϊνέλ έχει συνειδητά χαθεί κάπου στα ψιλά γράμμα της έκδοσης, χάριν του κέρδους.
Πηγή: Kαθημερινή