Τα «μυστικά» της Πρωτοχρονιάτικης Συναυλίας της Βιέννης

Το δημοφιλέστερο, σήμερα, ετήσιο μουσικό γεγονός εγκαινιάστηκε ως μια τοπικού χαρακτήρα εκδήλωση σε μια σκοτεινή περίοδο…

Από την Τουλάτου Ίσμα

Η περίφημη Πρωτοχρονιάτικη Συναυλία της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Βιέννης αναμένεται, για μια ακόμη χρονιά, με ανυπομονησία από τους απανταχού φιλόμουσους αλλά κι απ΄όλους όσοι απλώς αγαπούν τις παραδόσεις αναζητώντας στην εν λόγω εκδήλωση ένα αισιόδοξο καλωσόρισμα της νέας χρονιάς και, στην εφετινή περίπτωση, της νέας δεκαετίας.

Πέρα από τους λίγους τυχερούς που θα βρεθούν στην ιστορική χρυσοποίκιλτη αίθουσα της Musikverein – έπειτα, μάλιστα, από αναμονή αρκετών ετών κατά κανόνα- τη συναυλία αναμένεται να παρακολουθήσουν περί τα 40.000.000 τηλεθεατές σε περισσότερες από 90 χώρες, μεταξύ αυτών φυσικά και η Ελλάδα μέσω της δημόσιας τηλεόρασης. Ο 41χρονος Λετονός Αντρις Νέλσονς δέχτηκε την τιμητική πρόσκληση να διευθύνει τη συναυλία του 2020. Η εν λόγω επιλογή εντάσσεται προφανώς στο πλαίσιο της πολιτικής που ακολουθεί η αυτοδιαχειριζόμενη Φιλαρμονική της Βιέννης τα τελευταία χρόνια να προσφέρει αυτή την ευκαιρία και σε νεότερους σε ηλικία αρχιμουσικούς αφού έως αρκετά πρόσφατα επρόκειτο για τιμή που επεφύλασσε, κατά κανόνα, σε βετεράνους του πόντιουμ.

 

Ωστόσο, πόσοι είναι αυτοί οι οποίοι γνωρίζουν ότι η Πρωτοχρονιάτικη Συναυλία της Φιλαρμονικής της Βιέννης ξεκίνησε ως μια αυστηρά τοπικού χαρακτήρα εκδήλωση μέσα σε μια μαύρη και σκοτεινή για την Αυστρία περίοδο; Δύσκολο να πιστέψει κανείς κάτι τέτοιο για το δημοφιλέστερο, στις ημέρες μας, ετήσιο μουσικό γεγονός…

Η πρώτη Πρωτοχρονιάτικη Συναυλία δόθηκε το 1939 στη διάρκεια μιας εξαιρετικά δύσκολης περιόδου για την ίδια την Αυστρία αλλά και για την ορχήστρα . Σκοτάδι, πόλεμος και διαρκής φόβος για τη ζωή των μελών του συνόλου συνέθεταν το ζοφερό σκηνικό μέσα στο οποίο αποφασίστηκε η διοργάνωση μιας πρωτοχρονιάτικης συναυλίας με την πιο «βιεννέζικη» μουσική που γράφτηκε ποτέ: τις χορευτικές μελωδίες (βαλς, πόλκες κτλ.) της δυναστείας των Στράους και των συγχρόνων τους.

Επρόκειτο για μια σαφή έκφραση πατριωτισμού. Με τη συναυλία αυτή η Φιλαρμονική της Βιέννης ήθελε να «τονώσει» το εθνικό φρόνημα των Αυστριακών θυμίζοντάς τους καλύτερες εποχές και χαρίζοντάς τους ελπίδα και αισιοδοξία για το μέλλον. Την ίδια ελπίδα την οποία αναζητούν σήμερα τα εκατομμύρια (τηλε)θεατών για κάθε νέα χρονιά που ανατέλλει, όσο δύσκολη κι αν προδιαγράφεται. 

Δύσπιστοι στην ελαφρότητα

Η σημερινή δημοτικότητα της Πρωτοχρονιάτικης Συναυλίας της Φιλαρμονικής της Βιέννης – η οποία τα τελευταία χρόνια «κοπιάρεται» με ολοένα αυξανόμενο ρυθμό από ορχήστρες και θέατρα ανά τον κόσμο που διοργανώνουν ανάλογα αλλά πολύ μικρότερης εμβέλειας εορταστικά προγράμματα – δημιουργεί ίσως την εντύπωση ότι η μουσική της δυναστείας των Στράους συνδέεται με την ορχήστρα από την εποχή ακόμη του Γιόχαν του πρεσβύτερου. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Για πολύ μεγάλο διάστημα τα μέλη της Φιλαρμονικής της Βιέννης «σνόμπαραν» σταθερά την «ελαφρότητα» της συγκεκριμένης μουσικής φοβούμενοι ότι, αν την ενστερνίζονταν, θα έχαναν πιθανώς το κοινωνικό στάτους του «σοβαρού» συνόλου που απολάμβαναν.

Αυτή η άποψη άλλαξε με το πέρασμα του χρόνου. Ενας από τους βασικούς παράγοντες ήταν η εκτίμηση που έχαιραν τα μέλη της ξεχωριστής αυτής οικογένειας από συνθέτες όπως ο Βάγκνερ, ο Λιστ, ο Ρίχαρντ Στράους και ο Γιοχάνες Μπραμς. Η γνωριμία της Ορχήστρας με τον ίδιο τον Γιόχαν Στράους τον νεότερο τον Απρίλιο του 1873 – όταν διηύθυνε με τον χαρακτηριστικό του τρόπο, κρατώντας το βιολί στο χέρι, την πρεμιέρα του βαλς «Βιεννέζικο αίμα» στον παραδοσιακό Χορό της Οπερας της Βιέννης, ο οποίος δόθηκε στη Musikverein – συνετέλεσε επίσης στη βαθμιαία αλλαγή της «καχυποψίας» της ορχήστρας απέναντι στη συγκεκριμένη μουσική.

Εκτοτε ο Γιόχαν ο νεότερος επέστρεψε κάποιες φορές στο πόντιουμ της Φιλαρμονικής με τελευταία – και μοιραία – την παράσταση της θρυλικής σήμερα οπερέτας του, της «Νυχτερίδας», στη Βασιλική Οπερα στις 22 Μαΐου 1899. Εκείνες τις ημέρες αρρώστησε με ένα βαρύ κρυολόγημα, το οποίο εξελίχθηκε σε πνευμονία, από την οποία και πέθανε στις 3 Ιουνίου του ίδιου έτους.

Ακόμη και μετά τον θάνατό του, όμως, οι μουσικοί της Φιλαρμονικής της Βιέννης δεν έγιναν αμέσως ένθερμοι κήρυκες της μουσικής του – που αποτύπωνε με τρόπο εξαιρετικά γοητευτικό την εικόνα μιας μεγαλοπρεπούς αλλά ετοιμόρροπης αυτοκρατορίας, τα σαλόνια της οποίας, λαμπερά και φωτισμένα, διακατέχονται παράλληλα από μελαγχολία και θλίψη. Ο αρχιμουσικός που «έχτισε» την παράδοση της παρουσίασης της μουσικής των Στράους ήταν ο Κλέμενς Κράους (1893-1954). Αυτός διηύθυνε τα ετήσια προγράμματα με έργα της δυναστείας στο Σάλτσμπουργκ μεταξύ 1929 και 1933, διαμορφώνοντας με τον τρόπο αυτόν τη δομή των μετέπειτα πρωτοχρονιάτικων συναυλιών. Ο Κράους διηύθυνε αυτές τις συναυλίες σε όλη τη διάρκεια του πολέμου και επανήλθε το 1948, έπειτα από διετή παύση την οποία του επέβαλαν οι Σύμμαχοι, συνεχίζοντας ως το 1954, οπότε και πέθανε αναπάντεχα. Τη σκυτάλη πήρε ο Βίλι Μποσκόφσκι (1955-1979), κατόπιν ο Λόριν Μααζέλ – ως το 1986 – για να καθιερωθεί έκτοτε η εναλλαγή αρχιμουσικών με τους οποίους η Φιλαρμονική της Βιέννης διατηρεί στενή σχέση. Ανάμεσά τους ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, ο Κάρλος Κλάιμπερ, ο Ρικάρντο Μούτι, ο Ζούμπιν Μέτα, ο Κλάουντιο Αμπάντο, ο Σέιτζι Οζάουα κ.ά.

Ο Νέλσονς , μουσικός διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βοστώνης κι επικεφαλής της ιστορικής Gewandhaus της Λειψίας έκανε το ντεμπούτο του στο πόντιουμ της Φιλαρμονικής της Βιέννης το 2010. Είναι η πρώτη φορά που διευθύνει την Πρωτοχρονιάτικη Συναυλία.

Πηγή

Top